Η έκθεση Πισσαρίδη και τα 42 σημεία της για την εκπαίδευση κινούνται στην ίδια κατεύθυνση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που προτείνουν τα τελευταία χρόνια τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο Σύνδεσμος Ελλήνων βιομηχάνων (ΣΕΒ), αλλά και η ΕΕ μέσω του ΟΟΣΑ.
Τα 42 αυτά σημεία δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανακύκλωση αντιμεταρρυθμίσεων που έχουν ξαναπαρουσιαστεί και σε άλλα νομοσχέδια στο παρελθόν.
Στόχοι
Βασικοί σχεδιαστές αυτών των προτάσεων είναι διαφορά οικονομικά λόμπι της οικονομικής ελίτ, τεχνοκράτες, managers ιδιωτικών κολεγίων, καθώς και μεγάλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και πολυεθνικοί κολοσσοί. Η λογική που υπερισχύει σε αυτές τις προτάσεις του Πισσαρίδη είναι η πλήρης μετατροπή της εκπαίδευσης σε προϊόν, όπου η γνώση θα αποτελεί εμπόρευμα προς κατανάλωση και οι μαθητές, φοιτητές και γονείς θα αποτελούν τους πελάτες. Η κυβέρνηση είχε ήδη προαναγγείλει και σχεδιάσει μια σειρά μέτρων για το χώρο της εκπαίδευσης, όπως η σύνδεση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ με συγκεκριμένα κριτήρια, η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρυμάτων, ακόμη και η ίδρυση ξενόγλωσσων προπτυχιακών τμημάτων με δίδακτρα.
Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση Πισσαρίδη, πίστη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της Δεξιάς για την εκπαίδευση, συνδέει την εκπαιδευτική διαδικασία με τις ανάγκες της αγοράς και του κεφαλαίου και αντιλαμβάνεται το γνωστικό αντικείμενο με όρους κερδοφορίας και αναπτυξιακής προοπτικής για τις επιχειρήσεις. Βασικές κατευθύνσεις αποτελούν: Αφενός η προσπάθεια αποκέντρωσης και αυτονόμησης των σχολικών μονάδων και των πανεπιστημίων -που στην πράξη σημαίνει υποχρηματοδότησή τους από το κράτος, ώστε να στραφούν αναγκαστικά από μόνα τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία για να βρουν πόρους για την λειτουργία τους. Αυτό βάζει σε κίνδυνο τόσο την ίδια την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και την εργασιακή προοπτική της νεολαίας που θα εξαρτάται από τον κάθε καιροσκόπο. Η άλλη βασική κατεύθυνση αφετέρου, είναι η αλλαγή στις συνθήκες εργασίας των ίδιων των εργαζομένων στην εκπαιδευτική κοινότητα, καθώς η μεγιστοποίηση των κερδών όσων επενδύουν σημαίνει ελαστικότητα στις σχέσεις εργασίας, δηλαδή απολύσεις και μειώσεις μισθών.
Σχολεία
Η έκθεση κάνει λόγο για εξοικονόμηση πόρων από τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, καθώς η κυβέρνηση θεωρεί ότι υπάρχει κατασπατάληση πόρων στα διαλυμένα και υποστελεχωμένα κατά τα άλλα από τις μνημονιακές πολιτικές σχολεία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ανάγκη κάλυψης των κενών θέσεων εκπαιδευτικών θα «αντιμετωπιστεί» με συγχωνεύσεις σχολείων και καταργήσεις πολλών απ’ αυτών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της χώρας.
Στη συνέχεια ξαναεμφανίζεται η τράπεζα θεμάτων, η οποία αυτή τη φορά αποκτά άλλα χαρακτηριστικά. Θα επεκταθεί σε όλες τις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με σκοπό τη συλλογή των αποτελεσμάτων των μαθητών σε εθνική εμβέλεια και σε βάθος χρόνου για να υπάρχει μετρό σύγκρισης με άλλες χώρες του εξωτερικού. Επίσης, δεδομένη θεωρείται η αξιολόγηση τόσο των σχολικών μονάδων όσο και των ίδιων των εκπαιδευτικών, ως εργαλείο εξαναγκασμού στις εκάστοτε επιταγές της κυβέρνησης αλλά και στην ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας τους. Παράλληλα, η χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων βάσει κριτηρίων θα δημιουργήσει πολύ γρήγορα σχολεία δύο ταχυτήτων και λουκέτο σε αρκετά επαρχιακά από αυτά, που δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες -με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να καταφύγουν στην ιδιωτική εκπαίδευση. Αυτό αποτελεί και κυβερνητικό στόχο του παραπάνω σχεδιασμού.
Ανώτατη Εκπαίδευση
Στην Ανώτατη Εκπαίδευση, η Επιτροπή Πισσαρίδη εισηγείται ανασχεδιασμό του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων της επαρχίας, δημιουργία μεγάλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και αναπροσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών ώστε να συνάδουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Το σύστημα αξιολόγησης θα εφαρμοστεί και στα πανεπιστήμια και θα συνδέεται με τη χρηματοδότησή τους, τα οποία για να εξασφαλίσουν κι αυτά με τη σειρά τους απαραίτητους πόρους για την ομαλή λειτουργία τους θα στραφούν σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια στους ιδιώτες -οι οποίοι θα διαμορφώνουν οι ίδιοι το πρόγραμμα σπουδών προς όφελός τους και θα έχουν σαν μοναδικό κριτήριο την μεγιστοποίηση των κερδών τους. Και από την άλλη το ίδιο το Πανεπιστήμιο στο βαθμό που μπορεί, θα μεταφέρει το οποίο λειτουργικό κόστος στους ίδιους του φοιτητές με την μορφή διδάκτρων, καθώς και στο προσωπικό των ιδρυμάτων, από τους φύλακες και τις καθαρίστριες μέχρι τους διοικητικούς και τους καθηγητές οι οποίο θα αποτελούν πολυτέλεια μπροστά στους νέους μειωμένους προϋπολογισμούς ώστε να βγαίνουν σωστά οι ισολογισμοί του κάθε επενδυτή. Με αυτόν τον τρόπο τα πτυχία θα είναι κενού περιεχομένου χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, και χωρίς κανένα αντίκρισμα συνολικότερα. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες θα είναι καταδικασμένοι σε ένα άνευ προηγουμένου κυνήγι προσόντων και δεξιοτήτων μέσω δεύτερων πτυχίων, σεμιναρίων επί πληρωμή, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα και εργασιακή προοπτική στα πλαίσια της υλοποίησης προγραμμάτων δια βίου μάθησης.
Μέσα σε αυτές τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης των φοιτητών, οι οποίοι αναγκάζονται να επωμιστούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους το κόστος σπουδών τους, εφόσον το κράτος πετσοκόβει περαιτέρω τα κονδύλια για τη φοιτητική μέριμνα, η Επιτροπή έρχεται να προτείνει τη παροχή φοιτητικών δανείων για το κόστος σπουδών των φοιτητών με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Πέρα από το γεγονός πως η κυβέρνηση ξεκαθαρίζει το στόχο μετατόπισης του κόστους σπουδών στους ίδιους τους σπουδαστές, αυτό αποκλείει μεγάλο μέρος των φοιτητών από την εκπαιδευτική διαδικασία και τα πανεπιστήμια, εφόσον δεν έχουν τη δυνατότητα να εγγυηθούν την αποπληρωμή του. Επιβάλλονται με αυτόν τον τρόπο ταξικοί φραγμοί στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ δημιουργούνται γενιές που βγαίνουν πρώτη φορά στην αγορά εργασίας κουβαλώντας ήδη το βάρος ιδιωτικών χρεών, όπως έχουμε δει να συμβαίνει και σε άλλες χώρες όπου τα φοιτητοδάνεια είναι από τα πιο συνηθισμένα ιδιωτικά χρέη προς τα τράπεζες.
Δεν θα μπορούσε φυσικά η κυβέρνηση να μη μεριμνήσει και για τους «αιώνιους φοιτητές». Με το σύνηθες ύφος αυταρχισμού που τη διακατέχει ιδιαίτερα προς τη νεολαία, αντί την εφαρμογή του ν+2 που έμεινε στα χαρτιά εξαιτίας των μαζικών αντιδράσεων των φοιτητικών συλλόγων, η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει σαν αντικίνητρο για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης των σπουδών, την εισαγωγή τέλους επανεγγραφής μετά το ν+2: με λίγα λόγια πρόστιμο για όσους δεν τελειώνουν εγκαίρως, δηλαδή τα πιο πληττόμενα κοινωνικά στρώματα στην φοιτητική κοινότητα.
Η έκθεση Πισσαρίδη, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο από τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών όπως η γνώση, λιτότητα στις δημόσιες δαπάνες και περικοπές στις κοινωνικές μας ανάγκες, δώρα στο κεφάλαιο πάνω στις δικές μας πλάτες, καταστολή και αυταρχισμός προς τη νεολαία.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά