Θεμελιωτής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, με τη διάλεξη «Περί Σουρεαλισμού», στις 25 Ιανουαρίου 1935, και στη συνέχεια με τα πεζοποιήματα, που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τίτλο «Υψικάμινος» (Μάρτιος 1935), αλλά και εισηγητής από το 1936 της ψυχαναλυτικής μεθόδου στη χώρα μας, ο ποιητής, λογοτέχνης και φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος εξακολουθεί, 120 χρόνια από τη γέννησή του (2-9-1901), να αποτελεί πηγή συνεχούς ανακάλυψης και μελέτης σε όλα τα επίπεδα (καλλιτεχνικά, επιστημονικά, πολιτικά, αλλά και για τις τολμηρά ελευθεριακές απόψεις του στον έρωτα).

Το εντυ­πω­σια­κό, όμως, είναι ότι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έργα του δη­μο­σιεύ­ο­νται μετά τον θά­να­τό του. Ίσως, να ήταν οι προ­σω­πι­κοί λο­γα­ρια­σμοί του ίδιου, που ήθελε να τους ξε­κα­θα­ρί­σει πρω­τί­στως με τον εαυτό του, και γι’ αυτό δεν προ­χω­ρού­σε στη δη­μο­σί­ευ­ση όλων όσων έγρα­φε όταν βρι­σκό­ταν στη ζωή. 

Γιος του εφο­πλι­στή Λε­ω­νί­δα Εμπει­ρί­κου, έρ­χε­ται σε σύ­γκρου­ση με το οι­κο­γε­νεια­κό του πε­ρι­βάλ­λον. Η δια­μο­νή του κά­ποια χρό­νια στο Πα­ρί­σι, κατά τη δε­κα­ε­τία του 1930, η επαφή του με τους εκεί κύ­κλους των υπε­ρε­α­λι­στών και ιδιαί­τε­ρα με τον Μπρε­τόν, η σπου­δές του στην ψυ­χα­νά­λυ­ση και η πο­λι­τι­κή του στρά­τευ­ση στον μαρ­ξι­σμό (ιδιαί­τε­ρα με τον τρο­τσκι­σμό), τον βοη­θούν να ολο­κλη­ρω­θεί ως προ­σω­πι­κό­τη­τα. Από τη σχέση του με αυτά τα ρεύ­μα­τα σκέ­ψης είναι που οδη­γεί­ται στην απο­δο­χή της από­λυ­της δη­μο­κρα­τί­ας και ελευ­θε­ρί­ας, τόσο όσον αφορά το καλ­λι­τε­χνι­κό έργο όσο και στην κοι­νω­νι­κή ζωή. 

Ζώ­ντας σε μια με­τα­βα­τι­κή ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο, στο με­ταίχ­μιο τρο­με­ρών κοι­νω­νι­κών αλ­λα­γών, που γεννά τόσο επα­να­στά­σεις (π.χ. την Οκτω­βρια­νή) όσο και τέ­ρα­τα (φα­σι­σμός), αλλά και δια­ψεύ­σεις των επα­να­στα­τι­κών ορα­μά­των (στα­λι­νι­σμός), πο­ρεύ­ε­ται με τα τραύ­μα­τα που δη­μιούρ­γη­σαν τα δί­πο­λα της ιστο­ρί­ας (σο­σια­λι­σμός και στα­λι­νι­σμός, δη­μο­κρα­τία και φα­σι­σμός, παλιό και και­νού­ριο).

Όμως, το με­γά­λο τραύ­μα του, το οποίο κα­θό­ρι­σε τη με­τέ­πει­τα πο­ρεία του Εμπει­ρί­κου, είναι η τρο­με­ρή πε­ρι­πέ­τεια της ομη­ρί­ας του από την ΟΠΛΑ, στις 30 Δε­κέμ­βρη 1944 και της πε­ζο­πο­ρί­ας στα Κρώρα (κοντά στη Θήβα), κατά την υπο­χώ­ρη­ση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα μετά τα Δε­κεμ­βρια­νά του 1944. Η κα­τη­γο­ρία και το... αμάρ­τη­μά του ήταν η οι­κο­γε­νεια­κή του κα­τα­γω­γή ως γόνος εφο­πλι­στή, λες και ήταν εκ­πρό­σω­πος του πα­τέ­ρα του. Και η ακόμη με­γα­λύ­τε­ρη τρα­γι­κό­τη­τα του ποι­η­τή είναι ακρι­βώς το γε­γο­νός ότι συ­νε­λή­φθη και κιν­δύ­νε­ψε να εκτε­λε­στεί από τους εκ­προ­σώ­πους του επα­να­στα­τι­κού ορά­μα­τος του 1917, στο οποίο είχε πι­στέ­ψει και ο ίδιος. Δεν είναι τυ­χαίο ότι τον «Με­γά­λο Ανα­το­λι­κό» ξε­κι­νά να τον γρά­φει αμέ­σως μετά από αυτή την τραυ­μα­τι­κή εμπει­ρία, αφού σώ­θη­κε από τύχη. Κατά τη διάρ­κεια αυτής της πε­ρι­πέ­τειας, ο Εμπει­ρί­κος ως όμη­ρος προς εκτέ­λε­ση αντι­λαμ­βά­νε­ται και συ­νει­δη­το­ποιεί τον φόβο του θα­νά­του, αλλά και την αντίρ­ρο­πη δύ­να­μη, η οποία είναι η ανά­γκη για ζωή. Όπως ο ίδιος λέει, είναι τότε που ο άν­θρω­πος, «[…] έχων φθά­σει εις την εσχά­την εξά­ντλη­σιν των ορα­τών δυ­νά­με­ών του, εν τού­τοις ελ­πί­ζει και την ελ­πί­δα κά­μνων πί­στιν εν τέλει σώ­ζε­ται, σώζει και νικά!

Ναι, έτσι θαρρώ πως γί­νε­ται το σπέρ­μα λόγος, και ο λόγος πα­ρα­μέ­νων πάντα σπέρ­μα, έτσι πι­στεύω ότι γί­νε­ται εν ενιαί­ον Έν, που ως ύλη και πνεύ­μα είναι Έν – ύλη και πνεύ­μα, σαρξ και σπέρ­μα!».

Αυτή η τραυ­μα­τι­κή εμπει­ρία υπήρ­ξε ο κα­τα­λύ­της που τον απο­μά­κρυ­νε από τον μαρ­ξι­σμό, βλέ­πο­ντας τη δογ­μα­τι­κή εφαρ­μο­γή του από τους στα­λι­νι­κούς σφε­τε­ρι­στές του. Βέ­βαια, αυτή η απο­μά­κρυν­ση είχε ξε­κι­νή­σει από το 1938 και ολο­κλη­ρώ­θη­κε με τα Κρώρα. Και σαν να μην έφτα­νε αυτό, ήρθε το 1951 και μία απώ­λεια: η από­φα­σή του για δια­κο­πή της ψυ­χα­να­λυ­τι­κής πρα­κτι­κής, εξαι­τί­ας, αυτή τη φορά, των αντι­δρά­σε­ων του δε­ξιού πο­λι­τι­κού κα­τε­στη­μέ­νου των νι­κη­τών του εμ­φυ­λί­ου.

Έτσι, ο Εμπει­ρί­κος, μέσα από τον «Με­γά­λο Ανα­το­λι­κό», με­τά­θε­σε το χει­ρα­φε­τη­τι­κό όραμα  από την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση των σε­ξουα­λι­κών ορ­μέμ­φυ­των και των ονεί­ρων (από τη λί­μνα­ση της λί­μπι­ντο στην «ορ­γα­σμι­κή ικα­νό­τη­τα», όπως λέει ο Β. Ράϊχ, από τον οποίο όπως φαί­νε­ται είχε επη­ρε­α­στεί ο Εμπει­ρί­κος), μέσω των οποί­ων θε­ω­ρού­σε πως θα έρθει η κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή.

Όμως, όσο πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο κι αν φαί­νε­ται αυτό, εντού­τοις είναι χάρη στον «Με­γά­λο Ανα­το­λι­κό», που αρ­γό­τε­ρα επα­να­το­πο­θε­τή­θη­κε, γρά­φο­ντας την «Οκτά­να», αυτό το Μα­νι­φέ­στο Ελευ­θε­ρί­ας, στην οποία προ­τάσ­σει το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό όραμα μιας πα­ναν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας χωρίς τά­ξεις και εκ­με­τάλ­λευ­ση, μιας κοι­νω­νί­ας που δεν πα­λιν­δρο­μεί στη θέση των ζω­ω­δών εν­στί­κτων, αλλά της ανά­δει­ξης των αν­θρώ­πι­νων στοι­χεί­ων στον άν­θρω­πο και στην απε­λευ­θε­ρω­τι­κή δύ­να­μη του έρωτα ως μορ­φής αλο­γό­κρι­των αι­σθη­μά­των. Ή όπως έλεγε ο Εμπει­ρί­κος, από το 1942, «Καμιά επα­νά­στα­σι δεν θάναι πλή­ρης, αν με­τα­ξύ των πρω­ταρ­χι­κών αρχών, σκο­πών και πρά­ξε­ών της, δεν υπάρ­χει, ως επι­δί­ω­ξις βα­σι­κή, η ου­σια­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­σις του έρωτα».  

Ετικέτες