Η αλλαγή της στρατηγικής των ΗΠΑ, όπως αποτυπώθηκε με τη συμφωνία AUKUS, ορίζει ως κέντρο της αντιπαράθεσης για την παγκόσμια ηγεμονία την Ασία και η αμερικανική υπερδύναμη συγκεντρώνει μεγάλο τμήμα των δυνάμεών της στις περιοχές του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού.
Πολλοί έβγαλαν το συμπέρασμα ότι αυτό σημαίνει ότι οι Αμερικανοί αποχωρούν από άλλες «καυτές» περιοχής του πλανήτη. Δεν είναι έτσι, για μια παγκόσμια υπερδύναμη ποτέ δεν ισχύει το «όλα ή τίποτα».
Το καλύτερο παράδειγμα για τις πραγματικότητες της αμερικανικής αναδίπλωσης (που καλύτερα μπορεί να περιγραφεί ως αναδιάρθρωση) είναι οι χειρισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο.
ΗΠΑ-ΕΕ
Από την εποχή της κυβέρνησης Τσίπρα, οι Αμερικανοί στράφηκαν προς το «δόγμα» που έβλεπε την Ελλάδα ως «στρατηγικής σημασίας σύμμαχο, αποφασιστικό στήριγμα των ΗΠΑ στο τόξο ανάσχεσης της Ρωσίας, από την Πολωνία ως το Ισραήλ». Οι ευθύνες του Ν. Κοτζιά και του Αλ. Τσίπρα για την αποδοχή αυτής της πολιτικής (που ο Ν. Φίλης ονόμασε κοροϊδευτικά ως «εποχή Τζέφρι Παγιάτ»…) ήταν βαρύτατες.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιταχύνει ολοφάνερα αυτή την πολιτική. Στις ΗΠΑ είναι πολλές και ισχυρές οι φωνές που δημόσια προτείνουν την ολοκληρωτική απόσυρση των Αμερικανών από την Τουρκία (βλ. πχ. Ευθ. Τσιλιόπουλος, στο SLPRESS: «Αμερικανικό προπύργιο στην περιοχή η Ελλάδα – Έξοδος των ΗΠΑ από την Τουρκία»). Παρόλο που η υπερδύναμη δεν έχει λόγο να κάνει σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις, είναι πλέον ορατά τα μεγάλα παραδείγματα που δείχνουν ότι αυτή η κατεύθυνση είναι «υπό κατασκευή».
Η γιγάντια βάση στο Ιντσιρλίκ υπήρξε για πολλές δεκαετίες το πρωταρχικό στήριγμα των ΗΠΑ στη «φρούρηση» της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Είναι κοινό μυστικό ότι ο ρόλος του Ιντσιρλίκ έχει πλέον μεταφερθεί στη Σούδα, στη μεγαλύτερη πλέον βάση των Αμερικανών στη Μεσόγειο. Η στρατηγική αναβάθμιση της Σούδας, που περιγράφεται με σαφήνεια στο πρόσφατο ελληνοαμερικανικό «αμυντικό» σύμφωνο, προβλέπει και κάνει εφικτή τη μεταφορά μονάδων και πολεμικών υποδομών από την Τουρκία, αλλά και από τη Δυτική Μεσόγειο (πχ Ισπανία) στην Κρήτη.
Από την εποχή της Λοζάνης, η πρόσβαση των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα επαφίονταν στη συμμαχική σχέση με την Τουρκία, και τη «ρύθμιση» του ελέγχου στα Στενά. Η ταχύτατη ανάπτυξη της αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη και η διάνοιξη χερσαίου διαδρόμου μεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων μέσω Βουλγαρίας, παρακάμπτοντας το τουρκικό έδαφος, ακυρώνει αυτή την «ισορροπία». Φέτος το Νοέμβρη αποβιβάστηκε στην Αλεξανδρούπολη ένας πρωτοφανής όγκος αμερικανικών δυνάμεων «ταχείας ανάπτυξης» που μόνο ο ελληνικός Τύπος έκανε ότι δεν κατάλαβε τη σημασία του…
Στη Θεσσαλία και στη Μαγνησία εκσυγχρονίζονται και διευρύνονται οι εγκαταστάσεις που αφορούν τη νατοϊκή ηλεκτρονική επιτήρηση μιας τεράστιας «περιφέρειας», αλλά και τη δυνατότητα ταχείας συγκέντρωσης, εφοδιασμού και ανάπτυξης μεγάλων μονάδων επέμβασης.
Η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και την Ευρώπη. Η ΕΕ παραμένει ένα ισχυρό οικονομικό μπλοκ, που μόνο αδιάφορο δεν είναι προς αυτές τις εξελίξεις. Στο στρατιωτικό πεδίο την εκπροσώπηση αυτού του μπλοκ έχει κυριαρχικά αναλάβει η Γαλλία. Το πρόσφατο ελληνογαλλικό «αμυντικό» σύμφωνο, το πρόγραμμα για τα Ραφάλ και τις Μπελχάρα, η παρουσία του πυρηνικού αεροπλανοφόρου «Σαρλ Ντε Γκολ» στις πιο κρίσιμες στιγμές στο Αιγαίο, αλλά και η ανάπτυξη της γαλλικής ναυτικής βάσης στο έδαφος της Κύπρου, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία σχετικά με τις επιλογές του γαλλικού (και γενικότερα του ευρωπαϊκού) ιμπεριαλισμού.
Αυτή η πρωτοφανής συγκέντρωση δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο, αναδεικνύει την επιλογή του ευρωατλαντισμού να μετατρέψει τη χώρα στο κεντρικό του στήριγμα για την άσκηση της ιμπεριαλιστικής εποπτείας σε μια ευρύτατη περιοχή που περιλαμβάνει την Ανατολική Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα, την Μέση Ανατολή, τις βόρειες ακτές της Αφρικής. Αυτή η επιλογή προφανώς συνδέεται με την εκτίμηση σχετικά με τις διαστάσεις του ρήγματος των σχέσεων με την Τουρκία του Ερντογάν, αλλά και τις προβλέψεις του για τις προοπτικές της τουρκικής κρίσης.
Οι καθεστωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, με μια εντυπωσιακή σύγκλιση των πολιτικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έχουν αποδεχθεί ενθουσιωδώς αυτή την ευρωατλαντική πολιτική, προσπαθώντας να την μετατρέψουν σε αποφασιστικό πλεονέκτημα στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό για το συσχετισμό δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο. Προωθούν έτσι μια ποιοτική κλιμάκωση στην πρόσδεση στην ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αδιαφορώντας για το κόστος (εξοπλισμοί) αλλά και για τους κινδύνους.
Η στρατηγική κρίση στην Τουρκία
Η ανάδειξη του καθεστώτος Ερντογάν επιτάχυνε μια στρατηγική στροφή του τουρκικού κράτους. Σε πείσμα της εθνικιστικής παραμύθας, που τροφοδοτεί μια προπαγανδιστική παραπειστική ανάλυση στην ελληνική δημόσια συζήτηση, η στροφή δεν ήταν σε επεκτατισμό προς τα δυτικά, αλλά σε αναζήτηση μεγαλύτερου ρόλου στα ανατολικά. Στις συνθήκες του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία προσπάθησε να γίνει περιφερειακή δύναμη ως η χώρα αναφοράς των τουρκογενών πληθυσμών της πρώην ΕΣΣΔ, ως αναπτυγμένη δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά και αποκλείοντας μια διαλυτική συνθήκη στα νοτιοανατολικά σύνορά της, κυρίως με την ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Η στρατηγική αυτή συνετρίβη από τις εξελίξεις: Η σταθεροποίηση της Ρωσίας επί Πούτιν έκλεισε κάθε «διάδρομο» προς τον Καύκασο. Η διεκδίκηση της εκπροσώπησης του ταπεινωμένου μουσουλμανικού κόσμου οδήγησε στη σύγκρουση με το Κράτος του Ισραήλ και διαδοχικά στο ρήγμα με τη Δύση. Στη διαλυτική κρίση του Ιράκ και της Συρίας, που ακολούθησαν τους αμερικανικούς πολέμους στην Ανατολή, κάθε άλλο παρά έχει αποκλειστεί η δημιουργία κουρδικού κράτους. Ένας νέος «άσπονδος φίλος», το Ιράν, έχει ενισχυθεί σαν ισχυρός παίκτης δίπλα της. Ο Ερντογάν έμεινε με τα προβλήματα της επιδείνωσης των σχέσεων με τη Δύση (που την έντασή τους αναδεικνύουν τα τρία διαδοχικά πραξικοπήματα που αντιμετώπισε), χωρίς να έχει κανένα απτό κέρδος από τη στροφή του στην Ανατολή.
Είναι κοινό μυστικό, ότι κατά την περίοδο της εκρηκτικής ελληνικής κρίσης, ο Ερντογάν απέφυγε να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στην Αθήνα. Άλλωστε το 2011 η τουρκική Βουλή ενέκρινε ένα νέο «πολεμικό δόγμα» που μετέφερε όλες τις μάχιμες δυνάμεις στα ανατολικά και νότια σύνορα της χώρας, υποβαθμίζοντας καίρια της δύναμη της Στρατιάς του Αιγαίου.
Η νέα περίοδος όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων άρχισε μετέπειτα, μέσω της «στρατηγικής των υδρογονανθράκων». Τα ζητήματα των ΑΟΖ και της συνακόλουθης ναυτικής αντιπαράθεσης στην Ανατολική Μεσόγειο, άνοιξαν με το σχέδιο East Med που παρουσίασε μονομερώς το δυτικό στρατόπεδο: η συμμαχία Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα, με την πλήρη υποστήριξη των Αμερικανών και της ΕΕ. Στο σχέδιο αυτό αντέδρασε η Τουρκία του Ερντογάν, δηλώνοντας ότι δεν θα δεχθεί περιθωριοποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο και ναυτικό αποκλεισμό στο Αιγαίο. Μια απλή ματιά στους «χάρτες» που διακινούνται για τις σχετικές κατανομές, είναι κατατοπιστική για το ερώτημα ποιος αμύνεται και ποιος διεκδικεί επεκτάσεις στην περιοχή.
Η Τουρκία σήμερα βυθίζεται σε οικονομική κρίση (βλ. σελ. 24-25). Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει, για πρώτη φορά, το ενδεχόμενο της πτώσης από την πολιτική εξουσία. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο το αν οι υποψήφιοι διάδοχοί του θα αποδειχθούν πιο «λογικοί». Οι μεγαλύτερες και στενότερες διασυνδέσεις τους με τη Δύση, δεν συνεπάγονται ευθύγραμμα μια πολιτική «διαλόγου» με το ελληνικό κράτος, παρ’ όλες τις δικές του ομαλότερες και στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Στην ιστορία των τριών φιλοδυτικών πραξικοπημάτων στην Τουρκία, η άποψη για «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο για να προκληθεί η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην Τουρκία, ανήκε στους υποψήφιους πραξικοπηματίες.
Κίνδυνοι
Σήμερα, η στρατηγική του East Med είναι, σχεδόν επισήμως, νεκρή. Οι «αγορές» αποφάνθηκαν ότι δεν αξίζει ένα πανάκριβο και επισφαλές σχέδιο, που θα παρείχε φυσικό αέριο στην Ευρώπη λίγο πριν απαγορευτεί η χρήση του σε αυτήν. Η εξέλιξη αυτή, ελπίζουμε, θα εκτονώσει το παράλογο ενδιαφέρον για τις ΑΟΖ.
Όμως έχουν προλάβει να αναδειχθούν άλλα, εξίσου επικίνδυνα θέματα. Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν. μίλια, μετατρέπει το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική λίμνη. Η Τουρκία έχει δηλώσει ότι αυτό θα αποτελούσε casus belli. Όμως, στο θέμα αυτό, όλοι γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις «ελέγχονται» από άλλες μεγαλύτερες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και οι ίδιες οι ΗΠΑ, που δεν έχουν λόγους να υποχωρήσουν από το καθεστώς ελεύθερης ναυσιπλοΐας που έχει εγκαταστήσει η Λοζάνη.
Αντίθετα έχει κλιμακωθεί η σημασία της στρατιωτικοποίησης των νησιών. Είναι γνωστό ότι αυτή άρχισε από τη δεκαετία του ’70, όπως επίσης ότι η Τουρκία την ανέχθηκε σιωπηλά επί πολλά χρόνια. Η εξέλιξη των οπλικών συστημάτων έχει αλλάξει άρδην αυτή τη συζήτηση. Η ανάπτυξη πυραύλων και πυροβολικού ξηράς με τεράστιο βεληνεκές, μετατρέπει τα νησιά από αμυντικό πρόβλημα σε επιθετικό πλεονέκτημα για το ελληνικό κράτος. Πρόσφατα ο υφυπουργός Άμυνας της Τουρκίας δήλωσε ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει να αναπτύσσει τέτοιους εξοπλισμούς στα νησιά, τότε η χώρα του θα υποχρεωθεί να εξασφαλίσει όπλα που θα απειλούν την Αθήνα. Είναι ένα παράδειγμα για τον παραλογισμό και την αγριότητα που απειλούν την περιοχή.
Αυτόν τον κατήφορο μπορεί να ανακόψει μόνο η ανεξάρτητη παρέμβαση του κινήματος και της Αριστεράς και στις δυο χώρες. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί παρά να αρχίσει μονομερώς. Παλεύοντας εδώ για άμεση ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, απορρίπτοντας τους εξοπλισμούς, αντιπαραθέτοντας στον ανταγωνισμό των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» την πολιτική συνεννόησης-φιλίας και συνεργασίας, μπορούμε να στείλουμε ένα καθαρό μήνυμα στον κόσμο από την άλλη πλευρά. Και να ενισχύουμε έτσι τον αγώνα των αδελφών μας εκεί, που παλεύουν σκληρά ενάντια στο καθεστώς Ερντογάν, αλλά και ενάντια στις προοπτικές των φιλοδυτικών ομολόγων του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά