(Νοέμβριος 1971) Πρώτη δημοσίευση στα γαλλικά στο Mai (Βρυξέλλες), Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1972, σ. 7-14.

Μόνο ξε­κι­νώ­ντας από την κε­ντρι­κό­τη­τα της τα­ξι­κής πάλης μπο­ρού­με να εξη­γή­σου­με την ανά­πτυ­ξη του εθνι­κι­σμού. Ωστό­σο, το ότι η θε­ω­ρία του ιστο­ρι­κού υλι­σμού δίνει στην τα­ξι­κή πάλη πρω­ταρ­χι­κή θέση στην ιστο­ρία δεν ση­μαί­νει ότι η τα­ξι­κή πάλη είναι ο μο­να­δι­κός πα­ρά­γο­ντας της ιστο­ρί­ας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σε δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κές στιγ­μές της ιστο­ρί­ας άλλοι πα­ρά­γο­ντες μπο­ρούν να γί­νουν πρω­ταρ­χι­κοί. Όποτε όμως ρω­τά­με γιατί άλλοι πα­ρά­γο­ντες μπο­ρούν να γί­νουν πρω­ταρ­χι­κοί, οδη­γού­μα­στε πίσω στο ζή­τη­μα της τα­ξι­κής πάλης. Η ανά­πτυ­ξη του εθνι­κι­σμού είναι μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση.

Προ­έ­λευ­ση του έθνους στην αστι­κή κοι­νω­νία

Το εθνι­κό ζή­τη­μα προ­κύ­πτει από την τα­ξι­κή πάλη. Η ταύ­τι­ση του εθνι­κού ζη­τή­μα­τος με την ύπαρ­ξη του κρά­τους, της εθνο­τι­κής ομά­δας, της φυ­λε­τι­κής (tribal) ομά­δας ή της κοι­νο­τι­κής ή χω­ρι­κής ένω­σης απο­τε­λεί πλήρη κα­τά­χρη­ση της γλώσ­σας. Η Ρω­μαϊ­κή Αυ­το­κρα­το­ρία δεν ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα εθνι­κής οντό­τη­τας από ό,τι ήταν η Αγία Ρω­μαϊ­κή Αυ­το­κρα­το­ρία του Με­σαί­ω­να. Η Αγ­γλία δεν ήταν έθνος τον δω­δέ­κα­το ή τον δέ­κα­το τρίτο αιώνα για τον σο­βα­ρό λόγο ότι ένα ση­μα­ντι­κό μέρος της άρ­χου­σας τάξης εκεί μι­λού­σε μια γλώσ­σα δια­φο­ρε­τι­κή από τη γλώσ­σα του λαού και είχε δια­φο­ρε­τι­κή κα­τα­γω­γή - ήταν Νορ­μαν­δοί που είχαν κα­τα­κτή­σει την Αγ­γλία.

Η μαρ­ξι­στι­κή άποψη επί του ζη­τή­μα­τος υπο­στη­ρί­ζει ότι το έθνος είναι προ­ϊ­όν του αγώνα μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης τάξης, δη­λα­δή της σύγ­χρο­νης αστι­κής τάξης, της πρώ­της τάξης στην ιστο­ρία που γέν­νη­σε ένα έθνος. Δη­μιούρ­γη­σε ένα έθνος οι­κο­νο­μι­κά, επει­δή απαι­τού­σε μια ενιαία εθνι­κή αγορά. Προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λί­σει την ενό­τη­τα αυτής της εθνι­κής αγο­ράς εξά­λει­ψε κάθε προ­κα­πι­τα­λι­στι­κό, ημι­φε­ου­δαρ­χι­κό, συ­ντε­χνια­κό και πε­ρι­φε­ρεια­κό εμπό­διο στην ελεύ­θε­ρη κυ­κλο­φο­ρία των εμπο­ρευ­μά­των. Δη­μιούρ­γη­σε επί­σης αυτή την εθνι­κή ενό­τη­τα από πο­λι­τι­κο-πο­λι­τι­στι­κή άποψη, επει­δή βα­σί­στη­κε στην αρχή της λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας -μια αρχή που αντι­τί­θε­ται στη νο­μι­μό­τη­τα της μο­ναρ­χί­ας, της αρι­στο­κρα­τί­ας ή της εκ­κλη­σί­ας- προ­κει­μέ­νου να κι­νη­το­ποι­ή­σει τις μάζες ενά­ντια στις πα­λιές δη­μο­κρα­τι­κές επα­να­στά­σεις.

Η έν­νοια του έθνους προ­έ­κυ­ψε με τις με­γά­λες αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κές επα­να­στά­σεις. Η πρώτη με­γά­λη αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση στην ιστο­ρία έλαβε χώρα στις Κάτω Χώρες. Ήταν η εθνι­κή εξέ­γερ­ση κατά του βα­σι­λιά της Ισπα­νί­ας που ξε­κί­νη­σε από τη Φλάν­δρα, η οποία ητ­τή­θη­κε εκεί αλλά πέ­τυ­χε στην Ολ­λαν­δία, που γέν­νη­σε το πρώτο σύγ­χρο­νο έθνος με εθνι­κή συ­νεί­δη­ση βα­σι­σμέ­νη σε μια κα­πι­τα­λι­στι­κή υπο­δο­μή. Η ίδια δια­δι­κα­σία πα­ρα­τη­ρή­θη­κε στη συ­νέ­χεια στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία, στη Γαλ­λία με τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, στην Ισπα­νία, στη Γερ­μα­νία, στην Ιτα­λία, στην Πο­λω­νία, στην Ιρ­λαν­δία κ.λπ. Σε κα­θε­μία από αυτές τις δια­δι­κα­σί­ες τα υλικά συμ­φέ­ρο­ντα που διέ­πουν την έν­νοια του έθνους δεν απο­τε­λούν σχε­δόν κα­θό­λου αιτία μυ­στη­ρί­ου ή ει­κα­σιών. Κατά τη διάρ­κεια αυτής της πε­ριό­δου της ιστο­ρί­ας της, δη­λα­δή της επο­χής κατά την οποία ήταν ακόμα επα­να­στα­τι­κή και προ­ο­δευ­τι­κή, η ίδια η αστι­κή τάξη δεν υπεκ­φεύ­γει και δη­λώ­νει τα πράγ­μα­τα μάλ­λον ωμά. Αν δια­βά­σει κα­νείς τις δια­κη­ρύ­ξεις της Ζι­ρόντ (Gironde) - η οποία ήταν εκεί­νη την εποχή το πιο αστι­κό και το πιο εθνι­κι­στι­κό κόμμα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, πολύ πιο εθνι­κι­στι­κό από τους Ια­κω­βί­νους, αφού αυτοί ήταν που πί­ε­ζαν για τη συ­νέ­χι­ση του πο­λέ­μου και όχι οι Ια­κω­βί­νοι - θα δει τη σύν­δε­ση με­τα­ξύ αυτών των πα­ρα­γό­ντων. Και, επει­δή το 1790 βρι­σκό­μα­στε ήδη σε μια πιο προ­χω­ρη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο από ό,τι στις Κάτω Χώρες του 16ου αιώνα ή στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες του 1776, υπάρ­χει και ένα τρίτο θέμα: ο εμπο­ρι­κός αντα­γω­νι­σμός με­τα­ξύ της βιο­μη­χα­νι­κής-βιο­τε­χνι­κής αστι­κής τάξης της Γαλ­λί­ας και της αγ­γλι­κής αστι­κής τάξης. Σύμ­φω­να με τους ιστο­ρι­κούς της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, ιδίως τη σχολή του Lefebvre, ο αντα­γω­νι­σμός αυτός έπαι­ξε πολύ ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ρόλο στους πο­λέ­μους της Επα­νά­στα­σης και της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Αυτοί οι πό­λε­μοι δεν ήταν απλώς ένας αγώ­νας με­τα­ξύ της γαλ­λι­κής αστι­κής τάξης ενα­ντί­ον των άλλων, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο αντε­πα­να­στα­τι­κών, ευ­ρω­παϊ­κών δυ­νά­με­ων που επε­νέ­βη­σαν για να υπε­ρα­σπι­στούν τα προ­νό­μια της γαλ­λι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας και της βα­σι­λι­κής οι­κο­γέ­νειας.

Το έθνος γεν­νιέ­ται από μια συ­γκε­κρι­μέ­νη τα­ξι­κή πάλη, την πάλη της αστι­κής τάξης ενά­ντια στη φε­ου­δαρ­χία και τις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές ημι-φε­ου­δαρ­χι­κές δυ­νά­μεις. Ο ρόλος που δια­δρα­μά­τι­σε η από­λυ­τη μο­ναρ­χία σε αυτό δεν μπο­ρεί να αγνοη­θεί. Στην πε­ρί­πτω­ση της Γαλ­λί­ας είναι αρ­κε­τά σαφής. Ο εθνι­κι­σμός που εν­σαρ­κώ­νε­ται σε μια προ­σω­πι­κό­τη­τα όπως ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ' δεν είναι ακόμη εθνι­κι­σμός με τη σύγ­χρο­νη έν­νοια του όρου, αλλά είναι ένας δυ­να­στι­κός προ-εθνι­κι­σμός με την έν­νοια ότι η από­λυ­τη μο­ναρ­χία προει­κο­νί­ζει μια αλ­λα­γή στο συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ της αρι­στο­κρα­τί­ας και της αστι­κής τάξης. Τι συμ­βαί­νει όταν θριαμ­βεύ­ει το αστι­κό κρά­τος, η αστι­κή επα­νά­στα­ση; Η τα­ξι­κή πάλη προ­φα­νώς δεν στα­μα­τά, αν και. η αστι­κή τάξη θα ήθελε πολύ να στα­μα­τή­σει αυτή τη στιγ­μή. Μόλις η τα­ξι­κή πάλη ανα­κτή­σει τη δυ­να­μι­κή της μετά τη νίκη της αστι­κής τάξης, με­τα­το­πί­ζει ανά­λο­γα τις το­πο­θε­τή­σεις. Η πάλη των ητ­τη­μέ­νων τά­ξε­ων με­τα­το­πί­ζε­ται προς τη σφαί­ρα της υπερ­δο­μής. Καλώ τους μα­οϊ­κούς συ­ντρό­φους να προ­σέ­ξουν αυτό το ση­μείο επει­δή πρέ­πει να εξη­γή­σουν γιατί, παρά την επι­βί­ω­ση της ημι-φε­ου­δαρ­χι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας καθ' όλη τη διάρ­κεια του 19ου αιώνα, κα­νέ­να φε­ου­δαρ­χι­κό κα­θε­στώς δεν ανέ­κτη­σε την εξου­σία σε καμία από τις χώρες όπου αυτή η ιδε­ο­λο­γία πα­ρέ­μει­νε αρ­κε­τά ισχυ­ρή. Σκέ­φτο­μαι κυ­ρί­ως τη Γαλ­λία, όπου η κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία αυτής της πε­ριό­δου πα­ρέ­μει­νε η ιδε­ο­λο­γία του κα­θο­λι­κι­σμού - μια τυ­πι­κά προ­κα­πι­τα­λι­στι­κή, προ-αστι­κή, ημι-φε­ου­δαρ­χι­κή ιδε­ο­λο­γία, η οποία κα­τα­δί­κα­σε τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση μέχρι τη δε­κα­ε­τία του 1880 και για μια ολό­κλη­ρη πε­ρί­ο­δο πα­ρέ­μει­νε η ιδε­ο­λο­γία των μη ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων). Ακρι­βώς όπως αυτή η επι­βί­ω­ση μιας ιδε­ο­λο­γί­ας δεν επέ­τρε­ψε την πα­λι­νόρ­θω­ση μιας τάξης τον 19ο αιώνα, έτσι πι­στεύω ότι η επι­βί­ω­ση της αστι­κής ή μι­κρο­α­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας μετά την ανα­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­σμού δεν μπο­ρεί από μόνη της να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως από­δει­ξη του κιν­δύ­νου της απο­κα­τά­στα­σης του κα­πι­τα­λι­σμού. Για να πάρει αυτός ο κίν­δυ­νος μια αρ­κε­τά συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή πρέ­πει ισχυ­ρά υλικά συμ­φέ­ρο­ντα και κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις να εμπλέ­κο­νται σε αγώνα στο πλευ­ρό αυτής της πα­λι­νόρ­θω­σης, και όχι απλώς ιδε­ο­λο­γι­κές, πο­λι­τι­κές ή άλλα πα­ρελ­κό­με­να στην υπερ­δο­μι­κή σφαί­ρα, όπως πι­στεύ­ε­ται, αν όχι από τον Μάο Τσε­τούνγκ (είναι πολύ πιο συ­νε­τός σε αυτό το θέμα), του­λά­χι­στον από πολ­λούς από τους οπα­δούς του ή όσους ορ­κί­ζο­νται σε αυτόν.

Το προ­λε­τα­ριά­το και οι αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κές επα­να­στά­σεις στην Ευ­ρώ­πη

Ενώ η τα­ξι­κή πάλη με τις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις με­τα­το­πί­ζε­ται προς την υπερ­δο­μι­κή σφαί­ρα, το κέ­ντρο βά­ρους της τα­ξι­κής πάλης με­τα­το­πί­ζε­ται προς την πάλη με­τα­ξύ της αστι­κής τάξης και του προ­λε­τα­ριά­του. Σε αυτή ακρι­βώς τη στιγ­μή, ο Μαρξ έγρα­ψε ήδη από το 1847 (πολύ νω­ρίς- σύμ­φω­να με το δικό του ιστο­ρι­κό σχήμα, θα μπο­ρού­σα­με να πούμε ακόμη και πρό­ω­ρα, ση­μείο στο οποίο θα ανα­φερ­θού­με αρ­γό­τε­ρα), ότι το προ­λε­τα­ριά­το δεν έχει πα­τρί­δα, πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι στην ηγε­σία μιας ερ­γα­τι­κής ορ­γά­νω­σης ο εθνι­κι­σμός ή η έν­νοια του έθνους δεν πρέ­πει να υπε­ρι­σχύ­ει της διε­θνούς αλ­λη­λεγ­γύ­ης της ερ­γα­τι­κής τάξης.

Εί­πα­με "πρό­ω­ρα" επει­δή το Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο δια­κη­ρύσ­σει μια ιστο­ρι­κή αρχή που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αντι­προ­σω­πεύ­ει μια πρό­βλε­ψη που δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν ακόμη στην άμεση πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μόλις ένα χρόνο μετά τη σύ­ντα­ξη του Κομ­μου­νι­στι­κού Μα­νι­φέ­στου, οι ίδιοι ο Μαρξ και ο Έν­γκελς έλα­βαν μέρος σε μια τα­ξι­κή πάλη στη Γερ­μα­νία που ήταν και εθνι­κή πάλη. Ανα­κή­ρυ­ξαν τον αγώνα για την ενο­ποί­η­ση της Γερ­μα­νί­ας, για τη δη­μιουρ­γία μιας ενιαί­ας και αδιαί­ρε­της γερ­μα­νι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, έναν από τους κε­ντρι­κούς στό­χους της Επα­νά­στα­σης του 1848. Από οι­κο­νο­μι­κής, κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­στι­κής άπο­ψης, και ιδιαί­τε­ρα από την άποψη της δυ­να­τό­τη­τας έξαρ­σης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της τα­ξι­κής πάλης, η ενο­ποί­η­ση της Γερ­μα­νί­ας θα απο­τε­λού­σε ένα τε­ρά­στιο βήμα προς τα εμπρός. Η Επα­νά­στα­ση του 1848 είχε ως ιστο­ρι­κή της λει­τουρ­γία την ολο­κλή­ρω­ση των ιστο­ρι­κών κα­θη­κό­ντων της αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κής επα­νά­στα­σης σε πέντε ευ­ρω­παϊ­κές χώρες: Γερ­μα­νία, Ιτα­λία, Αυ­στρία, Ουγ­γα­ρία και Πο­λω­νία. Αυτές ήταν οι εθνό­τη­τες που εν­σω­μα­τώ­θη­καν στην Αυ­στρο­ουγ­γρι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία και εν μέρει επι­κα­λύ­πτο­νταν και από την τσα­ρι­κή αυ­το­κρα­το­ρία. Ωστό­σο, ήταν οι αντε­πα­να­στά­τες νι­κη­τές των μαχών του 1848-49 που ανα­γκά­στη­καν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τη δια­θή­κη αυτής της επα­νά­στα­σης. Ήταν ο Μπί­σμαρκ, η ίδια η εν­σάρ­κω­ση της πρω­σι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας, που πραγ­μα­το­ποί­η­σε την ενο­ποί­η­ση της Γερ­μα­νί­ας, όχι η αστι­κή τάξη, η μι­κρο­α­στι­κή τάξη ή η ερ­γα­τι­κή τάξη. Το ίδιο φαι­νό­με­νο, ή κάτι πολύ κο­ντι­νό σε αυτό, έλαβε χώρα στην Ιτα­λία, όπου η χώρα ενο­ποι­ή­θη­κε από τη δυ­να­στεία των Σα­βο­ΐ­ων.

Ο Μαρξ, εκεί­νη την εποχή, ανα­γκά­στη­κε να πάρει μια θέση στην πράξη που διέ­φε­ρε κάπως από τη γε­νι­κή αρχή που δια­κη­ρύ­χθη­κε στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η αρχή ότι "το προ­λε­τα­ριά­το δεν έχει πα­τρί­δα" ίσχυε μόνο για την εποχή στην οποία η αστι­κή επα­νά­στα­ση έχει ήδη πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Στον κόσμο του 1848, ο Μαρξ και ο Έν­γκελς βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με μια κα­τά­στα­ση συν­δυα­σμέ­νης ανά­πτυ­ξης. Σε κάθε χώρα της Ευ­ρώ­πης, όπου η εθνι­κή ενο­ποί­η­ση δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε από την αστι­κή τάξη, αυτό συ­νέ­βαι­νε επει­δή, κατά μια ορι­σμέ­νη έν­νοια, αυτή η αστι­κή τάξη είχε φτά­σει πολύ αργά στην ιστο­ρι­κή σκηνή, σε μια στιγ­μή που η ερ­γα­τι­κή τάξη ήταν ήδη αρ­κε­τά ισχυ­ρή για να δια­δρα­μα­τί­σει έναν ανε­ξάρ­τη­το πο­λι­τι­κό ρόλο. Ο φόβος της αστι­κής τάξης να βοη­θή­σει την επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία ήταν με­γα­λύ­τε­ρος από την επι­θυ­μία της να φέρει σε πέρας το έργο της εθνι­κής ενο­ποί­η­σης. Με άλλα λόγια, σε όλες αυτές τις χώρες μια δια­δι­κα­σία διαρ­κούς επα­νά­στα­σης ήταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη.

Επι­πλέ­ον, ήταν εκεί­νη τη στιγ­μή και σε αυτό το συ­γκε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο που το 1850, για πρώτη φορά στην ιστο­ρία της μαρ­ξι­στι­κής σκέ­ψης, ο Μαρξ έκανε χρήση της φόρ­μου­λας της διαρ­κούς επα­νά­στα­σης. Οι ερ­γά­τες στη Γερ­μα­νία πρέ­πει να ξε­κι­νή­σουν, έλεγε, υπο­στη­ρί­ζο­ντας τον αγώνα για την ενο­ποί­η­ση της χώρας, για τη νίκη μιας αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Αλλά δεν πρέ­πει να δια­κό­ψουν τον αγώνα όταν ολο­κλη­ρω­θεί αυτή η κλα­σι­κή νίκη της αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Πρέ­πει να συ­νε­χί­σουν τον αγώνα για να υπε­ρα­σπι­στούν τα δικά τους συμ­φέ­ρο­ντα ως τάξη που αντι­τί­θε­ται στην αστι­κή τάξη. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψουν την ανε­ξάρ­τη­τη ορ­γά­νω­σή τους, ει­δι­κά ενό­ψει του γε­γο­νό­τος ότι ήταν εξαι­ρε­τι­κά απί­θα­νο, αν όχι αδύ­να­το, ακόμη και αυτά τα αστι­κά κα­θή­κο­ντα να ολο­κλη­ρω­θούν υπό την ηγε­σία της αστι­κής τάξης. Ήταν πολύ πιο πι­θα­νό ότι οι μι­κρο­α­στοί Ια­κω­βί­νοι, με το σπαθί τους στην πλάτη της ερ­γα­τι­κής τάξης, θα ήταν αυτοί που θα ολο­κλή­ρω­ναν αυτή την εθνι­κή ενο­ποί­η­ση. Αυτό ήταν ένα πι­θα­νό πρό­τυ­πο για την Επα­νά­στα­ση του 1848. Δεν υλο­ποι­ή­θη­κε. Πλη­ρώ­σα­με πολύ υψηλό τί­μη­μα γι' αυτό, γιατί όλες οι συ­ντη­ρη­τι­κές και αντι­δρα­στι­κές δυ­νά­μεις της Γερ­μα­νί­ας που προ­ω­θή­θη­καν στον από­η­χο αυτής της ήττας επη­ρέ­α­σαν τη μοίρα της Ευ­ρώ­πης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της μοί­ρας του γερ­μα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού και της γέν­νη­σης του να­ζι­σμού.

Η εθνι­κό­τη­τα είναι λοι­πόν το προ­ϊ­όν του αγώνα της αστι­κής τάξης ενά­ντια στις φε­ου­δαρ­χι­κές και ημι­φε­ου­δαρ­χι­κές δυ­νά­μεις, ενώ ο προ­λε­τα­ρια­κός διε­θνι­σμός είναι το προ­ϊ­όν του αγώνα της ερ­γα­τι­κής τάξης ενά­ντια στον κα­πι­τα­λι­σμό. Η αστι­κή τάξη ανά­πτυ­ξε τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις στη βάση των ενο­ποι­η­μέ­νων εθνι­κών αγο­ρών. Τα εμπο­ρεύ­μα­τά της κα­τέ­κτη­σαν και απο­τέ­λε­σαν την πα­γκό­σμια αγορά. Αλλά αυτή η αγορά απέ­χει πολύ από το να είναι ενιαία: δεν υπήρ­ξε πα­γκό­σμια ανά­πτυ­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής βιο­μη­χα­νί­ας. Το πλαί­σιο του κα­πι­τα­λι­στι­κού αντα­γω­νι­σμού θε­με­λιω­νό­ταν στις εθνι­κές αγο­ρές και στα έθνη-κρά­τη. Οι κα­πι­τα­λι­στές προ­σπά­θη­σαν να με­τα­φέ­ρουν αυτόν τον αντα­γω­νι­σμό στην ερ­γα­τι­κή τάξη. Από την πε­ρί­ο­δο της Πρώ­της Διε­θνούς και μετά, οι πιο συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι ερ­γά­τες απά­ντη­σαν ότι ήταν προς το συμ­φέ­ρον τους, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του άμε­σου οι­κο­νο­μι­κού τους συμ­φέ­ρο­ντος, να αντι­τά­ξουν τη διε­θνή αλ­λη­λεγ­γύη των ερ­γα­τών στον πα­γκό­σμιο αντα­γω­νι­σμό των κα­πι­τα­λι­στών. Χωρίς αυτή την αλ­λη­λεγ­γύη, οι ερ­γά­τες είναι ανυ­πε­ρά­σπι­στοι και θα συ­ντρί­βο­νταν συ­στη­μα­τι­κά από τους κα­πι­τα­λι­στές. Το μόνο απο­τε­λε­σμα­τι­κό αντε­πι­χεί­ρη­μα που θα μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν απέ­να­ντι στην τε­ρά­στια υπε­ρο­χή της οι­κο­νο­μι­κής δύ­να­μης ήταν μια όσο το δυ­να­τόν ευ­ρύ­τε­ρη κοινή, συ­νε­ται­ρι­στι­κή ορ­γά­νω­ση χωρίς πε­ριο­ρι­σμούς από εθνι­κά σύ­νο­ρα, φυλή ή εθνο­τι­κή ομάδα.

Και έτσι φτά­νου­με στο ση­μείο, όπου η αρχή που δια­τύ­πω­σε ο Μαρξ στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο αρ­χί­ζει να έχει κα­θο­λι­κή εφαρ­μο­γή - δη­λα­δή στην αρχή της ιμπε­ρια­λι­στι­κής επο­χής. Σε αυτό το στά­διο η αστι­κή τάξη των χωρών της Δυ­τι­κής και Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, καθώς και χωρών όπως η Ια­πω­νία, η Ρωσία και οι Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, έχασε κάθε δυ­να­τό­τη­τα να παί­ξει προ­ο­δευ­τι­κό ιστο­ρι­κό ρόλο και έγινε μια συ­ντη­ρη­τι­κή αντι­δρα­στι­κή, αντε­πα­να­στα­τι­κή τάξη, που εκ­με­ταλ­λευό­ταν εκτός από τη δική της ερ­γα­τι­κή τάξη και ένα με­γά­λο μέρος του κό­σμου. Οι μαρ­ξι­στές - πρώτα απ' όλα ο Λένιν και η λε­νι­νι­στι­κή σχολή, αλλά πριν από τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο όλοι όσοι αυ­το­α­πο­κα­λού­νταν μαρ­ξι­στές - θε­ω­ρού­σαν χωρίς επι­φυ­λά­ξεις τον εθνι­κι­σμό αυτής της αυ­το­κρα­το­ρι­κής αστι­κής τάξης αυ­στη­ρά αντι­δρα­στι­κό. Ο ίδιος ο Κά­ου­τσκι και άλλοι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες πριν από το 1914 επα­να­λάμ­βα­ναν ότι κάθε φορά που η ιμπε­ρια­λι­στι­κή αστι­κή τάξη χρη­σι­μο­ποιού­σε τις λέ­ξεις "υπε­ρά­σπι­ση της χώρας" ή "υπε­ρά­σπι­ση του έθνους", αυτό που πραγ­μα­τι­κά εν­νο­ού­σε δεν ήταν η υπε­ρά­σπι­ση μιας πο­λι­τι­στι­κής οντό­τη­τας ή των δη­μο­κρα­τι­κών δι­καιω­μά­των γε­νι­κά, αλλά μάλ­λον η υπε­ρά­σπι­ση της προ­νο­μια­κής της θέσης στην πα­γκό­σμια αγορά, η υπε­ρά­σπι­ση των αποι­κια­κών υπερ­κερ­δών και η υπε­ρά­σπι­ση των δυ­να­το­τή­των υπε­ρεκ­με­τάλ­λευ­σης στο τμήμα του κό­σμου που έλεγ­χε.

Τί­πο­τα από όσα συ­νέ­βη­σαν από το 1914 και μετά δεν συ­νι­στούν λόγο για να αμ­φι­σβη­τη­θεί αυτή η κρίση. Αν εξε­τά­σου­με τις ανα­λύ­σεις που έγι­ναν από κοι­νω­νιο­λό­γους, ιστο­ρι­κούς και οι­κο­νο­μο­λό­γους που προ­σπά­θη­σαν να αρ­νη­θούν αυτή την προ­φα­νή αι­τιώ­δη σχέση με­τα­ξύ σο­βι­νι­σμού, ιμπε­ρια­λι­σμού και υλι­κών συμ­φε­ρό­ντων της ιμπε­ρια­λι­στι­κής αστι­κής τάξης, είναι προ­φα­νές ότι απέ­τυ­χαν πλή­ρως. Θα δώσω ένα πα­ρά­δειγ­μα. Είναι ίσως το πιο αξιο­ση­μεί­ω­το και ταυ­τό­χρο­να το πιο θλι­βε­ρό. Εννοώ τον με­γά­λο Αυ­στρια­κό οι­κο­νο­μο­λό­γο Σου­μπέ­τερ, ο οποί­ος, εκτός από τους μαρ­ξι­στές, είναι ένας από τους με­γα­λύ­τε­ρους στο­χα­στές του ει­κο­στού αιώνα. Έγρα­ψε ένα λα­μπρό άρθρο για να απο­δεί­ξει ότι ο ιμπε­ρια­λι­σμός και ο σο­βι­νι­σμός δεν έχουν καμία σχέση με την ύπαρ­ξη μιας μο­νο­πω­λια­κής αστι­κής τάξης. Ως από­δει­ξη ανέ­φε­ρε το γε­γο­νός ότι η χώρα με τα ισχυ­ρό­τε­ρα μο­νο­πώ­λια δεν ήταν ούτε ιμπε­ρια­λι­στι­κή ούτε σο­βι­νι­στι­κή. Εν­νο­ού­σε τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Αυτό μπο­ρεί να φαι­νό­ταν πει­στι­κό το 1912- είναι λι­γό­τε­ρο πει­στι­κό σή­με­ρα, όταν το επι­χεί­ρη­μα προ­σφέ­ρε­ται για γε­λοιο­ποί­η­ση. Σε σύ­γκρι­ση με αυτού του εί­δους την ανά­λυ­ση, οι προ­βλέ­ψεις των μαρ­ξι­στών και οι ορι­σμοί του Λένιν στο φυλ­λά­διο του 1917 για τον ιμπε­ρια­λι­σμό αντέ­χουν αρ­κε­τά καλά στη δο­κι­μα­σία της ιστο­ρί­ας, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι είναι εξαι­ρε­τι­κά χρή­σι­μα ερ­γα­λεία για την εξή­γη­ση των όσων βα­σι­κών έλα­βαν χώρα στον ει­κο­στό αιώνα.

Σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση και εθνι­κι­σμός

Ση­μαί­νει αυτό ότι οι μαρ­ξι­στές, και ιδιαί­τε­ρα οι μαρ­ξι­στές της λε­νι­νι­στι­κής σχο­λής, ταυ­τί­ζουν κάθε εθνι­κή ιδέα και κάθε εθνι­κι­σμό του ει­κο­στού αιώνα με τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό εθνι­κι­σμό; Δεν το κά­νουν. Μια ιδέα που υπήρ­χε ήδη στα γρα­πτά του πα­λαιό­τε­ρου Μαρξ, του Μαρξ στα τε­λευ­ταία δέκα χρό­νια της ζωής του bis, επε­κτά­θη­κε στη μαρ­ξι­στι­κή σκέψη στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή εποχή και πήρε μια απο­λύ­τως απο­φα­σι­στι­κή θέση για την αξιο­λό­γη­ση των εθνι­κών αγώ­νων στον αιώνα μας. Πρό­κει­ται για την απλή αντί­λη­ψη ότι είναι απα­ραί­τη­το να γίνει διά­κρι­ση ανά­με­σα στον εθνι­κι­σμό των κα­τα­πιε­στών και των εκ­με­ταλ­λευ­τών και στον εθνι­κι­σμό των κα­τα­πιε­σμέ­νων και των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων. Λέω ότι αυτή η έν­νοια έχει μαρ­ξι­στι­κή προ­έ­λευ­ση. Ο Μαρξ ήταν ο πρώ­τος που ανέ­πτυ­ξε αυτή την έν­νοια ως απά­ντη­ση σε δύο συ­γκε­κρι­μέ­να ζη­τή­μα­τα στα οποία απέ­δω­σε κο­λοσ­σιαία ση­μα­σία σε ολό­κλη­ρη τη στρα­τη­γι­κή του για τη διε­θνή τα­ξι­κή πάλη: την πο­λω­νι­κή και την ιρ­λαν­δι­κή κα­τά­στα­ση

Θα προ­σπε­ρά­σου­με το πο­λω­νι­κό ζή­τη­μα επει­δή είναι το πιο γνω­στό. (Έχει, ωστό­σο, κατά και­ρούς ερ­μη­νευ­τεί λαν­θα­σμέ­να ως μια συ­γκε­κρι­μέ­νη τα­κτι­κή ενά­ντια στο τσα­ρι­κό κα­θε­στώς και μόνο ως μια τα­κτι­κή χωρίς καμία σχέση με κά­ποια πιο θε­με­λιώ­δη αρχή). Αλλά το ιρ­λαν­δι­κό ζή­τη­μα είναι πολύ πιο σαφές και ακρι­βές από αυτή την άποψη. Ήδη από το 1869-1870, σε ένα άρθρο που εμ­φα­νί­στη­κε στο βελ­γι­κό πε­ριο­δι­κό L'internationale, ο Μαρξ έγρα­φε ότι όσο οι Άγ­γλοι ερ­γά­τες δεν κα­τα­λα­βαί­νουν ότι είναι κα­θή­κον τους να βοη­θή­σουν τους Ιρ­λαν­δούς να απο­κτή­σουν την εθνι­κή τους ανε­ξαρ­τη­σία, δεν θα υπάρ­ξει σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση στην Αγ­γλία. Μα­κριά από την αντί­λη­ψη ότι ο αγ­γλι­κός και ο ιρ­λαν­δι­κός εθνι­κι­σμός ήταν ισο­δύ­να­μοι, ότι ο εθνι­κι­σμός ενός κα­τα­πιε­στι­κού έθνους και ενός κα­τα­πιε­σμέ­νου έθνους είναι πα­νο­μοιό­τυ­ποι, ο Μαρξ ξε­κι­νά από αυτή τη θε­με­λιώ­δη διά­κρι­ση. Και πρέ­πει να πούμε ότι η ιστο­ρία απέ­δει­ξε ότι είχε δίκιο. Αν οι Άγ­γλοι ερ­γά­τες δεν ταυ­τί­ζο­νταν με τον ιρ­λαν­δι­κό αγώνα, έλεγε, η εκ­με­τάλ­λευ­ση και η κα­τα­πί­ε­ση του ιρ­λαν­δι­κού έθνους από την αγ­γλι­κή αστι­κή τάξη θα είχε ως απο­τέ­λε­σμα οι Ιρ­λαν­δοί ερ­γά­τες, οι οποί­οι προ­ο­ρί­ζο­νταν να απο­τε­λέ­σουν μια αυ­ξα­νό­με­νη μειο­ψη­φία του αγ­γλι­κού προ­λε­τα­ριά­του, να χα­θούν από την τα­ξι­κή πάλη για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα. Οι Ιρ­λαν­δοί ερ­γά­τες δεν θα ήταν σε θέση να σχη­μα­τί­σουν ένα ενιαίο μέ­τω­πο ενά­ντια στην αγ­γλι­κή ερ­γο­δο­τι­κή τάξη, επει­δή οι Άγ­γλοι ερ­γά­τες, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, θα είχαν σχη­μα­τί­σει ένα ενιαίο μέ­τω­πο με τη δική τους αστι­κή τάξη ενά­ντια στο ιρ­λαν­δι­κό έθνος.

Είναι ένα ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ιμπε­ρια­λι­στι­κής επο­χής ότι η διά­κρι­ση με­τα­ξύ του εθνι­κι­σμού των εκ­με­ταλ­λευ­τών και του εθνι­κι­σμού των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων δεν απο­μα­κρύ­νει το προ­λε­τα­ριά­το από τον αγώνα για την κρα­τι­κή εξου­σία και το σο­σια­λι­σμό, αλλά, αντί­θε­τα, το οδη­γεί προς αυτόν. Αυτό οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή εποχή τα κα­θή­κο­ντα της εθνι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης και της ενο­ποί­η­σης των κα­τα­πιε­σμέ­νων εθνών μπο­ρούν να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν μόνο μέσω μιας συμ­μα­χί­ας του προ­λε­τα­ριά­του και της φτω­χής αγρο­τιάς, υπό την ηγε­σία του προ­λε­τα­ριά­του, και μέσω της εγκα­θί­δρυ­σης της δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του. Η επα­να­στα­τι­κή νίκη σε μια υπα­νά­πτυ­κτη χώρα υπό την ηγε­σία του προ­λε­τα­ριά­του δεν μπο­ρεί να πε­ριο­ρι­στεί στην επί­τευ­ξη εθνι­κών και δη­μο­κρα­τι­κών κα­θη­κό­ντων. Δίνει ώθηση σε μια δια­δι­κα­σία διαρ­κούς επα­νά­στα­σης, κο­ρυ­φώ­νε­ται με την επί­τευ­ξη των ιστο­ρι­κών κα­θη­κό­ντων της σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης και υπο­κι­νεί μια διε­θνή επέ­κτα­ση της επα­νά­στα­σης στις υψηλά βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νες χώρες όπου το άμεσο επα­να­στα­τι­κό κα­θή­κον είναι η επί­τευ­ξη του σο­σια­λι­σμού. Μια προ­σω­πι­κό­τη­τα όπως ο Guy Mollet επι­χει­ρεί να δώσει μα­θή­μα­τα διε­θνι­σμού όταν εκ­θέ­τει το επι­χεί­ρη­μα, όπως έκανε το 1955, όταν ήταν σο­σιαλ­δη­μο­κρά­της πρω­θυ­πουρ­γός της ιμπε­ρια­λι­στι­κής Γαλ­λί­ας, ότι στον ει­κο­στό αιώνα, σε μια εποχή που η έν­νοια του εθνι­κι­σμού ήταν ξε­πε­ρα­σμέ­νη, οι Αλ­γε­ρι­νοί έκα­ναν λάθος που ζή­τη­σαν εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Οποιοσ­δή­πο­τε με κοινή λο­γι­κή θα μπο­ρού­σε να απα­ντή­σει στον κύριο Guy Mollet:

"Πολύ ωραία. Η έν­νοια του εθνι­κι­σμού είναι ξε­πε­ρα­σμέ­νη! Γιατί δεν ξε­κι­νά­τε τότε από την απόρ­ρι­ψη της έν­νοιας του γαλ­λι­κού έθνους; Γιατί απαι­τεί­τε από ένα κα­τα­πιε­σμέ­νο έθνος να ξε­πε­ρά­σει πρώτα αυτό τον εθνι­κι­σμό του, ενώ εσείς, ο ηγέ­της ενός αποι­κιο­κρα­τι­κού και κα­τα­πιε­στι­κού κρά­τους, αρ­νεί­στε στη συ­νέ­χεια να εγκα­τα­λεί­ψε­τε ο ίδιος την εθνι­κι­στι­κή αντί­λη­ψη;"

Ο σκλά­βος δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να δίνει το πα­ρά­δειγ­μα. Δεν είναι από τον σκλά­βο που πρέ­πει να ζη­τη­θεί να απέ­χει από τη βία για να απαλ­λα­γεί από τις αλυ­σί­δες του. Είναι απα­ραί­τη­το, αν κά­ποιος θέλει να μι­λή­σει σε αυτόν τον τόνο, να ξε­κι­νή­σει απαι­τώ­ντας από τον αστυ­νο­μι­κό, τον δου­λο­κτή­τη, να στα­μα­τή­σει την κα­τα­πί­ε­ση και να πάψει να υπε­ρα­σπί­ζε­ται την εκ­με­τάλ­λευ­σή του με τη βία. Τότε μπο­ρού­με να τα πούμε.

Απορ­ρί­πτου­με κάθε εξί­σω­ση του εθνι­κι­σμού των κα­τα­πιε­σμέ­νων με τον εθνι­κι­σμό των κα­τα­πιε­στών. Εφό­σον ο εθνι­κι­σμός των κα­τα­πιε­στών είναι απε­χθής και δεν συμ­βάλ­λει στην ιδε­ο­λο­γι­κή ή ηθική πρό­ο­δο, είναι ακόμη πιο ση­μα­ντι­κό να προ­σεγ­γί­σου­με προ­σε­κτι­κά και συ­γκε­κρι­μέ­να τον εθνι­κι­σμό των κα­τα­πιε­σμέ­νων. Όταν μι­λά­με για τους αποι­κιο­κρα­τού­με­νους λαούς (όχι μόνο για τους λαούς που αποι­κί­ζο­νται από το εξω­τε­ρι­κό, για τους λαούς που ζουν σε υπερ­πό­ντιες αποι­κί­ες, αλλά και για εκεί­νους που ζουν σε εσω­τε­ρι­κές αποι­κί­ες, όπως οι μαύ­ροι στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες), όταν βλέ­που­με τη θλι­βε­ρή κα­τά­στα­ση στην οποία βρί­σκο­νται αυτοί οι κα­τα­πιε­σμέ­νοι πλη­θυ­σμοί, όταν βλέ­που­με ότι είναι θύ­μα­τα οι­κο­νο­μι­κής, πο­λι­τι­κής, ηθι­κής και πο­λι­τι­στι­κής κα­τα­πί­ε­σης και ότι αυτή η ηθική και πο­λι­τι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση πολύ συχνά απο­τε­λεί ένα απα­ραί­τη­το εποι­κο­δό­μη­μα για τη δια­τή­ρη­ση της οι­κο­νο­μι­κής και πο­λι­τι­κής κα­τα­πί­ε­σης, τότε πρέ­πει να επα­να­λά­βου­με αυτό που είπε ο Τρό­τσκι. Η γέν­νη­ση της εθνι­κής συ­νεί­δη­σης σε ένα τόσο κα­τα­πιε­σμέ­νο έθνος, η προ­σπά­θεια να κερ­δη­θεί η απε­λευ­θέ­ρω­ση όχι μόνο από τον οι­κο­νο­μι­κό και πο­λι­τι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό, αλλά και από τον πο­λι­τι­σμι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό, είναι ένα πρώτο βήμα στο δρόμο προς την πραγ­μά­τω­ση της αν­θρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας του κα­θε­νός και έτσι απο­τε­λεί μια τε­ρά­στια πρό­ο­δο για την αν­θρω­πό­τη­τα.

Πρέ­πει να σκε­φτού­με ποια ήταν η κα­τά­στα­ση των μαύ­ρων σκλά­βων τον δέ­κα­το ένατο αιώνα. Πρέ­πει να θυ­μη­θού­με πώς ήταν οι μαύ­ροι με­ρο­κα­μα­τιά­ρη­δες μετά τον αμε­ρι­κα­νι­κό εμ­φύ­λιο πό­λε­μο για να κα­τα­λά­βου­με ότι η από­κτη­ση εθνι­κής συ­νεί­δη­σης από αυτό το υπε­ρεκ­με­ταλ­λευό­με­νο και υπερ­κα­τα­πιε­σμέ­νο στρώ­μα αντι­προ­σω­πεύ­ει μια τε­ρά­στια πρό­ο­δο. Πρό­κει­ται για ένα βήμα που είναι απο­λύ­τως ανα­πό­φευ­κτο και απα­ραί­τη­το για να κα­τα­στεί δυ­να­τό ένα επό­με­νο, η συγ­χώ­νευ­ση των κα­τα­πιε­σμέ­νων εθνών αυτού του εί­δους σε μια ενιαία αν­θρω­πό­τη­τα. Ο διε­θνι­σμός τεί­νει προς τη συγ­χώ­νευ­ση των εθνών σε μια πα­γκό­σμια κοι­νω­νία χωρίς τά­ξεις. Αλλά αυτή η συγ­χώ­νευ­ση θα προ­κύ­ψει ως απο­τέ­λε­σμα μιας προη­γου­μέ­νως κα­θιε­ρω­μέ­νης ισό­τη­τας με­τα­ξύ των εθνών. Όσο τα έθνη πα­ρα­μέ­νουν σε άνιση βάση δεν θα δούμε ποτέ την εθνι­κή συ­νεί­δη­ση των κα­τα­πιε­σμέ­νων να εξα­φα­νί­ζε­ται. Ευ­τυ­χώς, καμία δύ­να­μη δεν είναι ικανή να πνί­ξει τη σπίθα της εξέ­γερ­σης που δεν θα επι­τρέ­ψει την πα­θη­τι­κή απο­δο­χή της αδι­κί­ας και της ανι­σό­τη­τας.

Επι­μέ­λεια Γιώρ­γος Μη­τρα­λιάς

Ετικέτες