Η ανταρσία της Βάγκνερ και τα µεγάλα ερωτηµατικά
Η ένοπλη ανταρσία της Οµάδας Βάγκνερ στις 23-24 Ιούνη υπήρξε ένας µεγάλος αιφνιδιασµός.
Καταρχήν για το χρόνο στον οποίο εκδηλώθηκε, δηλαδή σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας στο µέτωπο, δίχως κάποιο µεγάλο γεγονός (µια µεγάλη στρατιωτική αποτυχία ή τη δροµολόγηση µιας εκεχειρίας) που θα επέτρεπε στον Γεβγένι Πριγκόζιν να κάνει τον «σωτήρα του έθνους». Έπειτα αιφνιδίασε η ταχύτητα των εξελίξεων. Λίγες ώρες µετά την αναίµακτη κατάληψη του Ροστόφ και του Κέντρου Διοίκησης των στρατιωτικών δυνάµεων που επιχειρούν στη νοτιοανατολική Ουκρανία, ένα κονβόι της Βάγκνερ είχε διασχίσει πολλές εκατοντάδες χιλιόµετρα (800-900), φτάνοντας 200-300 χιλιόµετρα έξω από τη Μόσχα. Εξίσου αιφνιδιαστικά, ανακοινώθηκε ότι «βρέθηκε λύση» (µε µεσολάβηση Λουκασένκο) και οι µαχητές της Βάγκνερ γυρνάνε στις βάσεις τους.
Το ερώτηµα «περί τίνος πρόκειται;» απασχόλησε από την αρχή της κρίσης µέχρι και µετά την εκτόνωσή της. Θα αφήσουµε στην άκρη τις εκδοχές συνωµοσίας (µε τις δυτικές µυστικές υπηρεσίες!) ή «στησίµατος» (από το ίδιο το Κρεµλίνο…). Η πρώτη είναι εµφανώς εκτός πραγµατικότητας, ενώ και οι περισσότερες εκδοχές της δεύτερης έχουν λογικά κενά.Εκτιµώντας ότι (όπως τις περισσότερες φορές…) µάλλον συνέβη ακριβώς αυτό που είδαµε να συµβαίνει, το ζήτηµα είναι τα κίνητρα και οι στόχοι του ίδιου του Πριγκόζιν. Η ένοπλη πορεία προς τη Μόσχα ήταν µια υπερβολικά φιλόδοξη «επίθεση» ή µια κίνηση απελπισµένης «άµυνας»;
Φιλόδοξη επίθεση ή «απελπισµένη άµυνα»
Τα γεγονότα δείχνουν προς το δεύτερο. Η «πορεία προς τη Μόσχα» εκδηλώθηκε λίγο πριν λήξει η προθεσµία που είχε δώσει το ρωσικό υπουργείο Άµυνας (1 Ιούλη) σε όλους τους «εθελοντικούς σχηµατισµούς» που επιχειρούν στην Ουκρανία να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του, µε τους µαχητές τους να καλούνται να υπογράψουν συµβάσεις µε τον τακτικό στρατό. Η Βάγκνερ είχε αρνηθεί µια τέτοια «αυτοδιάλυσή» της –και µάλιστα µε υπαγωγή στον Σοϊγκού, τον υπουργό Άµυνας που οι υπερεθνικιστές λατρεύουν να µισούν. Παρεµπιπτόντως, την ίδια περίοδο είναι σε εξέλιξη η συζήτηση για το αν το ρωσικό υπουργείο Άµυνας θα αναπτύξει δική του βάση στην Κεντρική Αφρικανική Δηµοκρατία -ένα από τα κερδοφόρα πεδία δράσης της Βάγκνερ.
Ο ιδιοκτήτης της Βάγκνερ δεν θα επέτρεπε να χαθούν αµαχητί όλα όσα έχτισε από όταν βγήκε από τις ρωσικές φυλακές κι άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο…
Αλλά αυτή η «απελπισµένη άµυνα», είχε και µια διάσταση «επίθεσης». Ξεκινώντας την προέλασή του και βάζοντας ρητά στόχο την ανατροπή του Επιτελείου (τον υπουργό Σοϊγκού και τον επικεφαλής των ενόπλων δυνάµεων Γκερασίµοφ), ο Πριγκόζιν είχε λόγους να πιστεύει ότι θα λύσει τα προβλήµατά του επιβάλλοντας αυτούς τους «µάξιµουµ» στόχους.
Έλπιζε να βρει υποστήριξη από άλλα εθνικιστικά «γεράκια» (µέσα και γύρω από το κράτος), που συµµερίζονται το µένος έναντι του Επιτελείου, έλπιζε στην αποδοχή ενός τµήµατος του στρατεύµατος του οποίου τον θυµό θέλησε να αξιοποιήσει για να τον στρέψει σε αντιδραστική κατεύθυνση, θα µπορούσε να συνυπολογίσει και σε άλλα «εθελοντικά»/µισθοφορικά σώµατα που θα αρνούνταν επίσης την υπαγωγή τους στο υπ. Άµυνας. Το στάτους της Βάγκνερ -στρατιωτικά, οικονοµικά, (σοσιαλ)µιντιακά, πολιτικά- έχει αυξηθεί κατακόρυφα στη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και αυτό το «ποντάρισµα» δεν ήταν τόσο παράλογο. Επίσης οι δεσµοί της Βάγκνερ µε το κράτος έχουν δώσει στον Πριγκόζιν και ισχυρές γνωριµίες στο εσωτερικό του: Ενδεικτικά µόνο, ο στρατηγός Μιζίντσεφ, που ισοπέδωσε τη Μαριούπολη και προήχθη σε αναπληρωτής υπουργός Άµυνας, µετά την απόλυσή του από αυτό το πόστο, δρα πλέον ως διοικητής στις δυνάµεις της Βάγκνερ. Οι δεσµοί µε τον κρατικό µηχανισµό έχουν δώσει επίσης στον Πριγκόζιν µια καλή εικόνα της κατάστασής του, των αδυναµιών του, των ρωγµών του κ.ο.κ. Επιπλέον, συνδεδεµένος µε τον Πούτιν επί δεκαετίες και χαρακτηρίζοντας το στρατιωτικό κίνηµα ως «Πορεία Δικαιοσύνης», ο Πριγκόζιν µπορεί επίσης να ήλπιζε να «εκβιάσει» µια παρέµβαση του Ρώσου προέδρου υπέρ του -και κατά του Επιτελείου.
Αυτό το τελευταίο δεν συνέβη -µε το διάγγελµα του Πούτιν να είναι σαφές. Σε επίπεδο δηµόσιων τοποθετήσεων, η Βάγκνερ δεν βρήκε υποστηρικτές µεταξύ των πιο «ισχυρών αντρών» (Στρατηγός Σουροβίκιν, Πατριάρχης Κύριλλος, Καντίροφ) που τον κάλεσαν να «έρθει στα συγκαλά του». Αν και εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι οι «δηµόσιες τοποθετήσεις» δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια για τις υπόγειες διεργασίες. Ο Σουροβίκιν κρατείται εδώ και ηµέρες από τις Αρχές και ένα όργιο φηµολογίας αναρωτιέται αν ανακρίνεται ως µάρτυρας (καθότι κοµβικός στους δεσµούς Βάγκνερ-Κράτους), ως ύποπτος για αυτούς τους δεσµούς, ή αν έχει συλληφθεί κανονικά. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι ενώ η ιεραρχία αποδείχθηκε «λαλίστατη» σε καταγγελίες της ανταρσίας µετά το διάγγελµα του Πούτιν, τήρησε σιγή ιχθύος τις πρώτες ώρες µετά την κατάληψη του Ροστόφ, πριν εµφανιστεί και µιλήσει δηµόσια ο Πρόεδρος…
Η Βάγκνερ αποδείχθηκε ικανή να φτάσει κοντά στις πύλες της Μόσχας και να τροµάξει-διεισδύσει-παραλύσει τα επιτελεία. Αλλά δεν φάνηκε αρκετά ισχυρή (ή σίγουρη) για να αποτολµήσει την είσοδο στην πρωτεύουσα.
Αυτός ο «συσχετισµός» αποτυπώθηκε και στη συµφωνία που εκτόνωσε την κρίση. Οι διώξεις κατά του Πριγκόζιν αποσύρθηκαν, υπό τον όρο να εγκατασταθεί στη Λευκορωσία. Οι µαχητές της Βάγκνερ αµνηστεύτηκαν και είναι ελεύθεροι να επιλέξουν αν θα υπογράψουν συµβάσεις µε το υπουργείο Άµυνας. Αλλά -όπως φαίνεται- όσοι δεν το επιθυµούν, µπορούν να ακολουθήσουν τον αρχηγό τους στη Λευκορωσία. Για όλα τα υπόλοιπα, επικρατούν «σκιές», µιας και η κοινή γνώµη (ακόµα και οι κρατικές-κυβερνητικές γραφειοκρατίες) δεν µπορούν να µάθουν το πλήρες περιεχόµενο µιας συµφωνίας που έγινε «µεταξύ κυρίων» κι επισφραγίστηκε (σύµφωνα µε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) από τον «λόγο» του Προέδρου («Μπέσα ρε; Μπέσα…»).
Αποτελέσµατα της κρίσης
Πάντως, η εκτόνωση της κρίσης της 23-24 Ιούνη, έχει οφέλη για τον Πούτιν, µε σηµαντικότερο και προφανέστατο το γεγονός ότι απέφυγε µια (µικρή ή µεγαλύτερη, σύντοµη ή παρατεταµένη) εµφύλια σύγκρουση. Βραχυπρόθεσµα, είναι ασφαλώς καλύτερη διέξοδος από µια επιτυχή αλλά αιµατηρή-κοστοβόρα πάταξη της ανταρσίας (πόσο µάλλον από µια αποτυχηµένη απόπειρα να κατασταλεί, έκβαση που κάποιοι Ρώσοι αναλυτές, εξ αριστερών και εκ δεξιών του Πούτιν, δεν απέκλειαν). Κάποιοι σηµειώνουν το κύµα προσαγωγών-ανακρίσεων µέσα στο στράτευµα και εκτιµούν ότι θα υπάρξει κι άλλη µια ωφέλεια: Η «ανταρσία» του έδωσε τη δυνατότητα να µετρήσει την αφοσίωση µέσα στις διάφορες βαθµίδες και τα διάφορα σώµατα των ενόπλων δυνάµεων (γεγονός που «θρέφει» την µόνη στοιχειωδώς λογικοφανή εκδοχή «στησίµατος»).
Αλλά το καθεστώς βγαίνει πολιτικά πληγωµένο.
Η ίδια η εκδήλωση της ανταρσίας υπήρξε ένα σοκ. Μαζί µε τη δυσφορία για την πορεία του πολέµου, προκύπτει πλέον (ιδιαίτερα σε τµήµατα των κοινωνικών και κρατικών ελίτ) και η ρωγµή στη µεγαλύτερη υπόσχεση του καθεστώτος Πούτιν: την κοινωνική σταθερότητα (έως και πλήρη «ακινησία»). Όπως γράφει το ρωσικό αντιπολεµικό σάιτ posle, «οι αντιφάσεις µέσα στις ρωσικές ελίτ διαχύθηκαν από τα ΜΜΕ στην πραγµατικότητα των πόλεων της Ρωσίας και των ενόπλων δυνάµεων».
Η αρχική επιτυχία της ανταρσίας µεγέθυνε τα ερωτηµατικά. Αντίπαλες, φίλιες και ουδέτερες/ανεκτικές απέναντι στο καθεστώς δυνάµεις, σηµείωσαν την εικόνα παράλυσης και τη δυνατότητα µερικών χιλιάδων (βαριά οπλισµένων ασφαλώς) ανδρών να προκαλέσουν µια ανοιχτή κρίση.
Ακόµα και η µέθοδος επίλυσης της κρίσης, πέρα από τα πλεονεκτήµατα που προαναφέραµε, δηµιούργησε κι ένα πολιτικό πρόβληµα. Η αµνηστία στους µαχητές της Βάγκνερ, η παύση των διώξεων κατά του Πριγκόζιν, η διαπραγµατευµένη λύση, δεν έχει περάσει απαρατήρητη. Το κονβόι των στασιαστών κατέρριψε µερικά ελικόπτερα και σκότωσε µια ντουζίνα Ρώσους στρατιώτες (µέλη πληρωµάτων), απείλησε τη Μόσχα και τη γλίτωσε. Η προνοµιακή µεταχείριση των καθαρµάτων της Βάγκνερ (σε σύγκριση µε τη µοίρα των αντιπολεµικών-προοδευτικών αντιπολιτεύσεων) είναι λογική µε βάση τη φύση του ρωσικού καθεστώτος. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει ότι ο Πριγκόζιν έκανε τη διαδροµή «πατριώτης-στασιαστής-πατριώτης» (σύµφωνα µε την αντιµετώπισή του από το κράτος) µέσα σε λίγες ώρες, ότι εξίσου γρήγορα έγινε από «τροµοκράτης» και «στασιαστής» σε «συνοµιλητής» (στον οποίο ο πρόεδρος δίνει «το λόγο του», εκτός κάθε κρατικού-νοµικού πλαισίου).
Όλα µαζί δηµιουργούν µια εικόνα αστάθειας. Και αυτό συµβαίνει καθώς η ανταρσία της Βάγκνερ έριξε «φως» σε µια βαθύτερη διεργασία µέσα στους κόλπους του ρωσικού καπιταλισµού. Σε ένα εξαιρετικό ντοκιµαντέρ για την άνοδο του Γεβγένι Πριγκόζιν, ο Ρώσος σύντροφος που το παρουσιάζει περιγράφει ότι ο Πριγκόζιν αποτελεί την προσωποποίηση του σύγχρονου ρωσικού καπιταλισµού, καθώς είχε πάντα την ικανότητα να διαισθάνεται «προς τα πού φυσάει ο άνεµος» και να λειτουργεί ως «πρωτοπόρος»: Από το ποινικό έγκληµα στην «επιχειρηµατικότητα» κατά την «άγρια» δεκαετία του ’90, έπειτα στους προνοµιακούς δεσµούς των επιχειρήσεών του µε το κράτος κατά την πουτινική «σταθεροποίηση», µετά στην οργανωµένη (µε «εργοστάσια τρολ») µάχη της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας όταν το καθεστώς αντιµετώπισε εσωτερική αµφισβήτηση γύρω στο 2011-12 και το ίντερνετ αποκτούσε πολιτική σηµασία κι από εκεί στην ίδρυση της Βάγκνερ όταν ο ρωσικός καπιταλισµός επέστρεψε στην φάση ιµπεριαλιστικών εφορµήσεων.
Αν σήµερα αυτός ο «πιονιέρος» αποκτά φιλοδοξίες να δράσει αυτόνοµα µέσα στις ανατροπές που δηµιουργεί στη ρωσική κοινωνία ο πόλεµος, το Κρεµλίνο έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για την σταδιακή απώλεια «του κρατικού µονοπωλίου της βίας» που αφορά περισσότερους παίκτες από τον Πριγκόζιν. Τα στρατιωτικά σώµατα που κλήθηκαν από το υπουργείο Άµυνας να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του υπολογίζονται σε 40. Κάποια από αυτά αφορούν ένοπλους σχηµατισµούς των διάφορων φυλών της ρωσικής ακροδεξιάς που επιχειρούν στο Ντονµπάς από το 2014. Κάποια άλλα είναι αµιγώς «ιδιωτικοί στρατοί» (που ανήκουν σε εταιρίες όπως η Gazprom).
Μπροστά στις στρατιωτικές ανάγκες της εισβολής και την πολιτική ανάγκη να αποφευχθεί µια επιστράτευση που θα συνταράξει τον πληθυσµό, ενισχύθηκε η παρουσία και η χρησιµότητα αυτών των ένοπλων σωµάτων που συγκρότησαν «πατριώτες ολιγάρχες». Σε αυτήν την κατάσταση επιχειρεί να επιβάλει µια νέα πειθαρχία το Κρεµλίνο. Που όπως δείχνει το κύµα ερευνών µέσα στο στράτευµα, που δεν περιορίζεται στην ανάκριση (;) Σουροβίκιν κι έχει προκαλέσει ένα όργιο ανεπιβεβαίωτων φηµών για αντικαταστάσεις και αλλαγές, έχει να ανησυχεί και για την κατάσταση στο εσωτερικό του κρατικού µηχανισµού κι όχι µόνο για τους «µισθοφόρους» και την ακροδεξιά «εποικοδοµητική αντιπολίτευση» των παρακρατικών εθνικιστών.
Το σηµείωµα του Posle για την ανταρσία Πριγκόζιν, καταλήγει ως εξής: «Ο πόλεµος που εξαπέλυσε το καθεστώς Πούτιν εξελίσσεται σε µια όλο και πιο εµφανής απειλή για τη σταθερότητά του και θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε µια κατάρρευσή του στο µέλλον. Τι µορφή θα πάρει αυτή η κατάρρευση; Και θα µπορούσαν να βγουν στο προσκήνιο οι τροµοκρατηµένες και αποδυναµωµένες µάζες της Ρωσίας; Αυτά τα ερωτήµατα παραµένουν ανοιχτά».
Διατηρούµε επιφύλαξη για το «αναπόφευκτο» της κατάρρευσης του καθεστώτος. Γιατί απέναντι σε αυτό το ενδεχόµενο εργάζονται πολύ ισχυρές δυνάµεις µέσα στη Ρωσία, αλλά το απεύχονται και δυνάµεις έξω από αυτήν -ακόµα και σε µεγάλες «εχθρικές» πρωτεύουσες, που θα ήθελαν να δουν βαθιές αλλαγές στο ρωσικό καθεστώς, αλλά όχι ανεξέλεγκτη κατάρρευσή του. Το ερώτηµα «τι µορφή θα πάρει;» µια ενδεχόµενη κατάρρευση είναι όντως ανοιχτό. Περιλαµβάνει κάποιες πολύ σκληρές και σκοτεινές εκδοχές, που περιλαµβάνουν απελευθέρωση φυγόκεντρων δυνάµεων (ελλείψει του «Βοναπάρτη» που τις κρατά δεµένες) αλλά και επίδοξους «διαδόχους» που κάνουν τον Πούτιν να µοιάζει µε φιλελεύθερο περιστέρι. Με αυτή την έννοια, εφόσον µια «κατάρρευση» αποδειχθεί όντως «αναπόφευκτη», παραµένει όντως απολύτως κρίσιµο το ανοιχτό ερώτηµα «αν θα µπορέσουν να βγουν στο προσκήνιο οι µάζες». Το φάντασµα το οποίο αρέσκεται να ξορκίζει συνέχεια ο Πούτιν είναι το καλύτερο σενάριο που θα µπορούσε να βγει µέσα από αυτόν τον πόλεµο για τη Ρωσία: ένα νέο «1917».
Σύνοδος του ΝΑΤΟ
Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους είναι µια Σύνοδος επιβεβαίωσης, ενίσχυσης και εξειδίκευσης των µεγάλων κατευθύνσεων ανασύνταξης κι αντεπίθεσης του δυτικού ιµπεριαλιστικού στρατοπέδου που χαράχτηκαν πέρσι στη Μαδρίτη. Η «ενίσχυση της Ανατολικής Πτέρυγας», απόφαση που πάρθηκε και υλοποιείται συστηµατικά εδώ κι ενάµιση χρόνο, θα εξειδικευτεί σε πολλαπλά «περιφερειακά σχέδια δράσης», που γράφεται ότι θα αφορούν συνολικά 300.000 στρατιώτες σε υψηλή ετοιµότητα. Θα ενισχυθεί η κατεύθυνση που λέει ότι η αύξηση των πολεµικών δαπανών των κρατών-µελών (στο 2% του ΑΕΠ) πρέπει να πάψει να αντιµετωπίζεται ως χαλαρή «προτροπή» και θα πρέπει να επιταχυνθεί η υλοποίησή της, µε το 2% να µάλιστα να θεωρείται πλέον το «ελάχιστο» και όχι ένα επαρκές «ταβάνι». Σε αυτό το πεδίο εµφανίζονται κάποια από τα προβλήµατα της «εξειδίκευσης» των γενικών κατευθύνσεων. Σύµφωνα µε το Politico, η Ουάσινγκτον επιδιώκει να κατευθυνθούν οι αυξηµένες εξοπλιστικές δαπάνες της Ευρώπης σε αµερικανικά οπλικά συστήµατα, ενώ ο Μακρόν ηγείται της προσπάθειας για ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολεµικής βιοµηχανίας. Μια άλλη πηγή «τριβής» αφορά την ένταξη της Σουηδίας και την διαπραγµάτευση για άρση του τουρκικού βέτο.
Το ζήτηµα που τέθηκε πιο δραµατικά στη δηµόσια συζήτηση καθοδόν προς τη Σύνοδο είναι η σχέση ΝΑΤΟ-Ουκρανίας. Όπου το Κίεβο, έχει πλέον αναγνωρίσει ρητά και δηµόσια ότι «δεν γίνεται και δεν πρόκειται να γίνουµε δεκτοί όσο υπάρχει πόλεµος µε τη Ρωσία». Αλλά ανεβάζει κατακόρυφα την ένταση µε την οποία ζητά να σταλεί από το Βίλνιους «καθαρό σήµα» ότι θα προσκληθεί στη Συµµαχία στο µέλλον, όπως και την απαίτηση µεταβατικών «εγγυήσεων ασφαλείας» ως τότε. Σε αυτή τη θεµατολογία, έχει διαµορφωθεί ένα δηµοσιογραφικό-διπλωµατικό κλίµα «διαφωνιών στους κόλπους της Συµµαχίας». Οι ανατολικές χώρες πιέζουν ασφυκτικά υπέρ των ουκρανικών απαιτήσεων. Οι µεγάλες δυνάµεις δεν έχουν τοποθετηθεί καθαρά στο ζήτηµα του «σινιάλου» (για καθαρή πρόθεση ένταξης της Ουκρανίας µετά το πόλεµο), µε τη µεγαλύτερη συζήτηση να περιστρέφεται στα «εδώ και τώρα». Ακόµα και εκεί, στην τελική ευθεία προς τη Σύνοδο, δεν είχε προκύψει συναίνεση για τη µορφή και το περιεχόµενό τους. Θα είναι (αυστηρές) «εγγυήσεις» ή (χαλαρές) «διαβεβαιώσεις»; Θα υπονοούν/προβλέπουν ρήτρα εµπλοκής ξένων δυνάµεων ή θα αφορούν µια προνοµιακή οικονοµική-στρατιωτική ενίσχυση του ουκρανικού στρατού (το λεγόµενο «µοντέλο Ισραήλ»); Θα είναι υπόθεση του «συλλογικού ΝΑΤΟ» ή επιµέρους συµφωνίες «πρόθυµων» κρατών-µελών του;
Οι αποφάσεις πάνω σε αυτό το ζήτηµα θα έχουν πολιτικές συνέπειες, ως «µήνυµα» στη Μόσχα, που έχει θέσει τις «κόκκινες γραµµές» της. Μπορεί να έχουν και επικίνδυνες στρατιωτικές, αν υπάρξει κάποια «αναβάθµιση» της στρατιωτικής σχέσης µε το Κίεβο, είτε από όλο το ΝΑΤΟ είτε από τα πιο πρόθυµα «γεράκια» (πχ Πολωνία…). Αλλά πέρα από τα «συγκεκριµένα» που θα προκύψουν (ή δεν θα προκύψουν) στο Βίλνιους επ’ αυτού, η «επιβεβαίωση κι ενίσχυση» των συνολικών κατευθύνσεων της ιµπεριαλιστικής συµµαχίας (ανάπτυξη δυνάµεων στα ανατολικά, εξοπλιστική κούρσα, διεύρυνση στη Σκανδιναυία) αρκεί ως υπενθύµιση ότι η ύπαρξη και η δράση της αποτελεί µέγιστη απειλή για την ειρήνη σε αυτόν τον κόσµο όξυνσης των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά