Με τον τόμο Γ2 του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1967-74), η σημερινή κομματική ηγεσία ολοκλήρωσε τις νέες επεξεργασίες της σχετικά με την περίοδο της δικτατορίας.

Ο τόμος έχει ως εισαγωγή την εισήγηση του Πολιτικού Γραφείου προς την Κεντρική Επιτροπή, που τελικά ενέκρινε τα περιεχόμενα. Κατά συνέπεια η κομματική έγκριση στις εμφανείς αναθεωρήσεις είναι δεδομένη και σε κορυφαίο επίπεδο. 

Οι επεξεργασίες του ΚΚΕ είναι αντιφατικές και κατώτερες από τις ανάγκες, τόσο μιας θαρραλέας και έντιμης αναμέτρησης με την ιστορία της Αριστεράς και των αγώνων του κόσμου μας, όσο και των απαιτήσεων στήριξης μιας σημερινής αντικαπιταλιστικής πολιτικοποίησης. 

Ξενοκίνητη;

Το Δοκίμιο ξεκινά με μια σημαντική αναθεώρηση της κομβικής θέσης, που ήταν «κοινό κτήμα» για μεγάλο διάστημα του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσ., του ΠΑΚ και μετέπειτα ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, αλλά και των «δημοκρατικών» αστικών πολιτικών κομμάτων της Μεταπολίτευσης: Της θέσης ότι η χούντα των συνταγματαρχών ήταν «ξενοκίνητη», ότι η δικτατορία επιβλήθηκε από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ για λόγους, κυρίως, γεωπολιτικούς (ενίσχυση των βάσεων, σταθερότητα Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ενόψει κρίσιμων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή κλπ). 

Η θέση αυτή λειτούργησε διαχρονικά ως ένα καλό «πλυντήριο»: Ξέπλενε τις ευθύνες των προδικτατορικών κυβερνήσεων, που είχαν στηρίξει μια χαρά τη σταθερότητα των βάσεων και της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ξέπλενε τις ντροπές της «εθνικο-ενωτικής» πολιτικής γραμμής κατά την περίοδο της αντιδικτατορικής αντίστασης, που έβαζαν ως στόχο του κινήματος την επιστροφή σε μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν τις μανούβρες της «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, και έχοντας ως δεξιά πτέρυγα τον «γεφυροποιό» Αβέρωφ. Κυρίως όμως ξέπλενε τις αντιφάσεις της «από τα πάνω» Μεταπολίτευσης, με την αποδοχή της κυβέρνησης Καραμανλή ως μοναδικής εφικτής πολιτικής λύσης, μιας λύσης που προϋπέθετε μια περιορισμένη και επιφανειακή αποχουντοποίηση. Για όσους πιστεύουν ότι η πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ) μέσα στην Αριστερά, ήταν γνώρισμα κυρίως του Λεωνίδα Κύρκου, το Δοκίμιο επιφυλάσσει μια έξω από τα δόντια αυτοκριτική διαπίστωση: «το Κόμμα ήταν πρόθυμο να συμμετάσχει σε συμμαχία με αστικές πολιτικές δυνάμεις ή ακόμα και στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας για την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας…». (σελ. 32)

Το ΚΚΕ γυρίζει σήμερα σε μια πολιτική εκτίμηση που θα έπρεπε να έχει κάνει πολύ νωρίτερα, περίπου από τον… Ιούλη του 1965: «οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στους κόλπους του μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος… η δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε μέσα από την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, με στόχο να το βγάλει από αυτήν». Αυτή η επιστροφή της προσοχής στις «εσωτερικές» εξελίξεις, που είναι υποχρεωτική για την ανάλυση κάθε κοινωνικο-πολιτικού σχηματισμού στην εποχή του αναπτυγμένου καπιταλισμού, κάθε άλλο παρά ξεπλένει τις ευθύνες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: οι ευρωατλαντιστές συνεργάστηκαν στενά με τις προδικτατορικές κυβερνήσεις, συνεργάστηκαν εξίσου στενά με την χούντα, και όταν αυτή έγινε «βαρίδι» για τα σχέδιά τους συνεργάστηκαν στενά με τη διεργασία αντικατάστασης της χούντας από τις αστικές «δημοκρατικές» δυνάμεις στην κυβερνητική εξουσία. Επιβεβαιώνεται έτσι, έστω «κατόπιν εορτής», η άποψη εκείνη μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα που έβλεπε την πάλη για την ανατροπή της δικτατορίας «άρρηκτα δεμένη με την πάλη ενάντια σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που την έθρεψαν, την ανέχτηκαν ή την στήριξαν». Διάφοροι σταλινογενείς διανοούμενοι, αν και έχουν άδικο σε όλες τις ασυναρτησίες των «θεωριών της εξάρτησης» που εξακολουθούν να υποστηρίζουν, έχουν δίκιο σε ένα και μόνο σημείο: όταν θυμίζουν στο ΚΚΕ ότι αυτή τη βασική εκτίμηση για τα αίτια και τον χαρακτήρα της δικτατορίας υπεράσπισαν, εγκαίρως και συχνά με βαρύ κόστος, κάποιες δυνάμεις της επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που το ΚΚΕ τότε αποκαλούσε «αριστεριστές» ή και προβοκάτορες…

Παρόλα αυτά η στροφή του ΚΚΕ προς τον καταλογισμό των ευθυνών στην ντόπια κυρίαρχη τάξη, του επιτρέπει (για πρώτη φορά) να μιλήσει τόσο καθαρά για κάποια θέματα ταμπού: για την ανάπτυξη «αυτονομιών» στην εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους (ανταγωνισμός με την Τουρκία, «ανοίγματα» προς τις αραβικές χώρες και το Ανατολικό Μπλοκ), για τη συνέχεια αυτής της πολιτικής από την χούντα (άνοιγμα διπλωματικών σχέσεων με Κίνα και Αλβανία, μεγέθυνση συναλλαγών με ΕΣΣΔ και συμμάχους της…) αλλά κυρίως για τις καθοριστικές και διαχρονικές ευθύνες του ελληνικού αστισμού στην προετοιμασία του πραξικοπήματος στην Κύπρο, το οποίο είχε ως στόχο τις δυνάμεις γύρω από τον Μακάριο που είχαν στραφεί προς την κυπριακή ανεξαρτησία και είχε ως προοπτική μια συμφωνημένη με την Τουρκία «λύση» του Κυπριακού, είτε στη βάση της Ένωσης με ανταλλάγματα προς την Τουρκία, είτε ακόμα και σε παραλλαγές «διπλής Ένωσης». 

Είναι άλλη μια τραγική ιστορική καμπή που, κάποτε, ερμηνεύτηκε ως «ξενοκίνητη» και «προδοσία» μιας μειοψηφίας εθνικιστών αξιωματικών…

Για το ακανθώδες ζήτημα της στάσης της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της απέναντι στη δικτατορία, το Δοκίμιο, αφού αναγνωρίσει τον φερετζέ των «αμοιβαίως επωφελών οικονομικών συμφωνιών», προβάλει ένα παράπονο: «…δεν συνυπολογίζονταν μια σειρά κριτήρια, όπως οι διώξεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος». Οποία κομψότης… Την ώρα που η ΕΟΚ υποχρεωνόταν κάτω από τη διεθνή κατακραυγή να παγώνει οικονομικές συμφωνίες, την ώρα που ο Κίσσιγκερ υποχρεωνόταν κάτω από την ίδια κατακραυγή να κηρύσσει εμπάργκο βαρέως οπλισμού προς το ελληνικό κράτος, η ΕΣΣΔ –απλώς– δεν «συνυπολόγιζε σωστά τα κριτήρια»…

Αντίσταση-Πολυτεχνείο

Σχετικά με τις ευθύνες για τον αιφνιδιασμό των οργανωμένων κομματικών δυνάμεων στις 21 Απρίλη του ’67, αλλά και για το επίπεδο της οργανωμένης αντίστασης στην πρώιμη φάση της δικτατορίας (1967-71), που όπως υπογραμμίζει το Δοκίμιο ήταν «κατώτερη των αναγκών», το ΚΚΕ κρύβεται πίσω από την εσωκομματική κρίση και τη διάσπαση του 1968, επιχειρώντας να φορτώσει όλες τις ευθύνες στους «αναθεωρητές». Ο παράγοντας της εσωκομματικής κρίσης και τελικά της διάσπασης, είναι υπαρκτός και είχε πράγματι παράξει παραλυτικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, το ΚΚΕ διατηρούσε σημαντικές δυνάμεις, δυσανάλογα μεγαλύτερες εκείνων που ξεκίνησαν και πρωτοστάτησαν στην πρώιμη αντίσταση. Το Δοκίμιο χαρακτηρίζει τις δυνάμεις του ΚΚΕ ως τις μοναδικές που έθεταν την «προοπτική της ανατροπής της δικτατορίας από το λαϊκό κίνημα» και κάνει λόγο για «όλες τις πιθανές μορφές πάλης», συμπεριλαμβάνοντας εμμέσως αλλά σαφώς την ένοπλη αντίσταση. 

Αυτός ο ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά στοιχεία: Είναι γνωστοί αγωνιστές-αγωνίστριες, αλλά και οργανώσεις και ομάδες, από το χώρο της Επαναστατικής ή (με τη γλώσσα της εποχής) Νέας Αριστεράς, όπως και η ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου, που πλήρωσαν ακριβά την επιλογή της δυναμικής αντίστασης. Αντίθετα, δεν είναι γνωστή κάποια ανάλογη δραστηριότητα που, με οποιονδήποτε τρόπο, να «ακουμπάει» στο χώρο του ΚΚΕ. Ασφαλώς οι διώξεις, οι ποινές, τα βασανιστήρια σε βάρος μελών και στελεχών του ΚΚΕ είναι ένα ιστορικό δεδομένο και απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους αξίζει ακόμα μεγαλύτερος σεβασμός. Όμως το θέμα προς συζήτηση δεν είναι αυτό: είναι η στρατηγική και η τακτική του κόμματος. 

Στη δεύτερη φάση της αντίστασης, στο ξεδίπλωμα των μαζικών κινητοποιήσεων με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας δεσπόζει η εξέγερση του Νοέμβρη του ’73. 

Σχετικά με το Πολυτεχνείο το Δοκίμιο κάνει, έστω και με καθυστέρηση 50 χρόνων, μια σημαντική αυτοκριτική διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς του διαβόητου Φύλλου Νο 8 της «Πανσπουδαστικής». Όχι, μας λέει σήμερα το ΚΚΕ, «δεν ήταν τεκμηριωμένο» ότι η πορεία των φοιτητών της ΦΜΣ και της Νομικής από το κτίριο της Σόλωνος προς το ΕΜΠ, η πορεία που δημιούργησε τις συνθήκες για το ξεκίνημα της κατάληψης, αποτελούταν από «350 προβοκάτορες της ΚΥΠ και του Ρουφογάλη». Και επίσης, όχι «δεν υπήρχαν στοιχεία» που να πείθουν ότι ο Διονύσης Μαυρογένης, ένας από τους πιο γνωστούς συνδικαλιστές της φοιτητικής άκρας Αριστεράς ήταν ένας «χαφιές και πράκτορας της ΚΥΠ». Αυτό είναι ένα θετικό, αλλά ημιτελές βήμα. Όλοι, ακόμα και τα μέλη του ΚΚΕ, γνωρίζαμε την αλήθεια σχετικά με αυτές τις απίθανες κατηγορίες. Γνωρίζαμε ότι ήταν συκοφαντικές «υπερβολές». Το πολιτικό ερώτημα, πίσω και πέρα από αυτές τις συκοφαντίες, ήταν και παραμένει: στις συνθήκες του 1973 οι προσπάθειες για «απότομη κλιμάκωση» των γεγονότων, οι προσπάθειες για να μετατραπεί η φοιτητική διαμαρτυρία σε ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με τη χούντα, ήταν μια σωστή και προωθητική γραμμή για το κίνημα, ή μήπως μια (έστω) «αντικειμενικά» προβοκατόρικη πολιτική γραμμή; Γιατί αυτό το ερώτημα έθετε στην ουσία η «Πανσπουδαστική» Νο 8 και το απαντούσε δια της συκοφαντικής «υπερβολής», υποστηρίζοντας τη δεύτερη εκδοχή. Και σε αυτό το ερώτημα, το ΚΚΕ συνεχίζει μετά από 50 χρόνια να τα «μασάει» τα λόγια του. Γιατί τι άλλο νόημα έχει το «ψείρισμα» της ερώτησης αν ο Νοέμβρης ήταν εξέγερση ή –πιο σεμνά– «ξεσηκωμός»; Τι νόημα έχει να επαναλαμβάνονται, ακόμα και τώρα, οι συκοφαντίες κατά της Εργατικής Συνέλευσης μέσα στο κατειλημμένο ΕΜΠ που, κατά το ΚΚΕ ήταν ένα «μάζεμα των τροτσκιστών»; Ξέρει το ΚΚΕ κανένα άλλο σύνθημα, πιο κατάλληλο από το κάλεσμα σε Γενική Απεργία, για τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στις 16 Νοέμβρη στο κέντρο της Αθήνας; Θα πάρει –επιτέλους– θέση το ΚΚΕ για το σύνθημα περί «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο, και για το κάλεσμα για «κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» που υποστήριξαν οι δυνάμεις του μέσα στην Συντονιστική Επιτροπή και τις καυτές Συνελεύσεις της κατάληψης;

Όποιος έχει ζήσει τη δικτατορία ξέρει ότι υπάρχει ένα ακόμα «καυτό» πολιτικό ερώτημα. Αυτό αφορά την επιθανάτια πράξη της χούντας, την επιστράτευση του 1974, κατά την οποία η νεολαία, που είχε την εμπειρία του Νοέμβρη, προσήλθε στους στρατώνες και με εκδηλώσεις απειθαρχίας τίναξε στον αέρα τα πολεμοχαρή σχέδια της κλίκας Ιωαννίδη, ακυρώνοντας μια τυχοδιωκτική πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία. Ήταν σωστή αυτή η αυθόρμητη τάση της νεολαίας; Και αν ναι, γιατί δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερα «καλυφθεί» πολιτικά από τις θέσεις του κόμματος;

Στρατηγική των σταδίων

Παρότι το Δοκίμιο αποφεύγει αυτά, και πολλά άλλα, συγκεκριμένα πολιτικά ερωτήματα, η αυτοκριτική του ΚΚΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. 

Στην ουσία το Δοκίμιο λέει ότι οι πολιτικές «αστοχίες» του ΚΚΕ πρέπει να εξηγηθούν στη βάση της κυριαρχίας μέσα στις γραμμές του και στην ηγεσία του, της μεταρρυθμιστικής «στρατηγικής των σταδίων» για την εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση. Κατά το Δοκίμιο, αυτή η στρατηγική (που «είχε επιπτώσεις στην πορεία του Κόμματος, από την αρχή ακόμα της Μεταπολίτευσης, έως και το 1996») διορθώθηκε στο 15ο συνέδριο του ΚΚΕ, που «ξεκαθάρισε το ζήτημα του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικής… Η επεξεργασία ολοκληρώθηκε και διορθώθηκε σε σημεία, στο 19ο συνέδριο του ΚΚΕ, το 2013». Με λίγα λόγια, το Δοκίμιο υποστηρίζει ότι από το 9ο συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1973) μέχρι το 15ο του 1996 και με αναγκαίες διορθώσεις μέχρι το 19ο του 2013, στη στρατηγική του ΚΚΕ ήταν καθοριστικός ο ρεφορμισμός των σταδίων. Πρόκειται για μια ευθεία επίθεση, αν όχι για ιδεολογικοπολιτική κατεδάφιση, της «παράδοσης» του Χαρίλου Φλωράκη, παρότι αυτός αναφέρεται δευτερευόντως μέσα στο Δοκίμιο και μόνο με θετικό τρόπο, ως διάδοχος του Κολλιγιάνη. 

Στο μέσον αυτής της περιόδου, το 1989, δεν ήταν τυχαίο ότι το ΚΚΕ έχασε το βασικό όγκο των δυνάμεων της ΚΝΕ και σημαντικό μέρος του στελεχικού δυναμικού που συσπείρωσε στην περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα και της πρώιμης Μεταπολίτευσης, με τη διάσπαση που κατέληξε στη δημιουργία του ΝΑΡ. Ούτε ήταν τυχαίο ότι λίγα χρόνια πριν, το ΚΚΕ εσ. είχε αντίστοιχα χάσει τις ανάλογες δυνάμεις με τη διάσπαση της Β΄ Πανελλαδικής. 

Όμως δεν είναι εύκολο η αυτοκριτική να περιοριστεί στα όρια της «φλωρακικής» περιόδου. Σε άλλες ιστορικές επεξεργασίες, το ΚΚΕ έχει αναδείξει ως «πηγή» της ρεφορμιστικής στρατηγικής των σταδίων την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ στα 1934. Έτσι, θέλοντας και μη, η ανάγκη αυτοκριτικής επεκτείνεται στην περίοδο της κυριαρχίας του Ν. Ζαχαριάδη. Είναι εντυπωσιακό ότι όλες οι αναφορές του Δοκιμίου στον Ν. Ζαχαριάδη είναι θετικές, ενώ υπογραμμίζεται ότι η ανάδειξη του Χ. Φλωράκη στην ηγεσία του ΚΚΕ συνδυάστηκε με μια «πιο διαλλακτική στάση του ΚΚΕ απέναντι στον Ν. Ζαχαριάδη». 

Όμως η καταγγελία της ρεφορμιστικής στρατηγικής των σταδίων, μαζί με την υπεράσπιση του βασικού αρχιτέκτονά της, είναι μια ακροβασία που η ΚΕ του ΚΚΕ είναι αμφίβολο ότι θα μπορεί να ελέγχει για μεγάλο διάστημα. 

Το άνοιγμα αυτού του «καπακιού» δεν κλείνει εύκολα. Το Δοκίμιο σωστά υποστηρίζει ότι η στρατηγική των σταδίων συνδέεται άμεσα με τις δεξιόστροφες «αρχές» περί Ειρηνικής Συνύπαρξης και με τη δυνατότητα Ειρηνικού Περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, που από ένα σημείο και μετά έγιναν ισχυρές μέσα στο «Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα». Ποιο όμως είναι αυτό το χρονικό σημείο; Το ΚΚΕ γενικά ισχυρίζεται ότι το «σημείο καμπής» είναι το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, στα 1956. Όμως το ΚΚ Γαλλίας, το ΚΚ Ιταλίας και το ΚΚΕ μπήκαν στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις «εθνικής ανοικοδόμησης», με την έγκριση του «Διεθνούς Κέντρου», πολύ νωρίτερα, στα 1945. Το διεθνές κάλεσμα για Ειρηνική Συνύπαρξη εκπέμφθηκε δυνατά από τη Γιάλτα και τις αντιλήψεις για το Ειρηνικό Πέρασμα κουβάλησε στην Ευρώπη ο Τολιάτι, πολύ πριν από τον θάνατο του Στάλιν. Η απόρριψη αυτής της στρατηγικής των σταδίων, η απόρριψη της Ειρηνικής Συνύπαρξης και του Ειρηνικού Περάσματος, η απόρριψη της στρατηγικής κατεύθυνσης που ερχόταν στα ΚΚ από τη Μόσχα, σε πλήρη αντίθεση με τη στρατηγική της Κομιντερν στην εποχή του Λένιν, είναι μια «άσκηση» που απαιτεί πολύ πιο θαρραλέα άλματα από αυτά που προτίθεται να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ. Το Δοκίμιο είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά ένα βήμα περιορισμένο, αργοπορημένο και αντιφατικό.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες