Αν τα λόγια είναι πέτρες, πρέπει να τα πετάμε με τη σωστή δύναμη ενάντια στον επιλεγμένο στόχο. Αντίθετα, οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες εκείνων που καταγγέλλουν το αυταρχικό σχέδιο του Ρέντσι δεν ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα του σήματος κινδύνου που εκπέμπεται, κι έτσι η ίδια η καταγγελία κινδυνεύει να αποδειχτεί αναποτελεσματική.
Στο οικονομικό και κοινωνικό έδαφος η κυβέρνηση υιοθέτησε τα χειρότερα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Η υπόθεση Alitalia, που ως συνήθως παρουσιάζεται από το καθεστώς ως η τελευταία ευκαιρία της ανάπτυξης, δεν είναι μόνο ότι η εταιρεία βγαίνει στο σφυρί, έπειτα από την αποτυχία επιχειρήσεων, τραπεζών και κυβέρνησης. Είναι πρώτα απ’ όλα ένα τρομερό κοινωνικό πείραμα, γιατί για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ‘50 του περασμένου αιώνα μια κυβέρνηση επιτρέπει την άμεση απόλυση χιλιάδων εργαζομένων, χωρίς να δέχεται να χρησιμοποιήσει το ταμείο ανεργίας. Είναι ένα άλλο κομμάτι του Jobs act, που σκοπεύει στην ουσία να καταργήσει τη συλλογική σύμβαση εργασίας. Μόνο ο δεξιότερος αμερικανός πρόεδρος του 1900, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, εφάρμοσε με τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ένα παρόμοιο μέτρο. Αντιλαμβανόμαστε, στις περιοχές του κόσμου που αποκαλείται δημοκρατικός, τι σημαίνει να δίνουμε το ελεύθερο σε μαζικές απολύσεις των μεγάλων επιχειρήσεων εν μέσω οικονομικής κρίσης που επιδεινώνεται; Σημαίνει ότι σε κοινωνικό επίπεδο δεν κρατάει πια τίποτα: ότι είμαστε σαν την Ελλάδα. Και πράγματι, μετά από εκείνη τη χώρα, η δική μας είναι το δεύτερο πειραματόζωο της Ευρώπης της λιτότητας και του δημοσιονομικού συμφώνου. Με την πρώτη οι διαδικασίες υπήρξαν εντελώς ωμές, έτσι ώστε να προκαλέσουν μια πολιτική αντίδραση μέσα από την οποία διακυβεύεται όλο το σχέδιο. Στην Ιταλία, που ο Μόντι και ο Λέτα οδηγούσαν στην ίδια κρίση συναίνεσης με την Ελλάδα, αποφασίστηκε να διορθωθεί η πορεία. Λιγότερο ξύλο και, τουλάχιστον στην αρχή, περισσότερο καρότο. Το καρότο είναι ο Ρέντσι.
Το πρόγραμμα συνταγματικής αντιμεταρρύθμισης του Ρέντσι χρησιμεύει στο να οικοδομήσει εκ των προτέρων εκείνο το σύστημα αυταρχικής εξουσίας που θα πρέπει να διαχειριστεί την κοινωνική καταστροφή της Ιταλίας. Γι’ αυτό ο Ρέντσι το πουλάει στο εξωτερικό στη θέση των περικοπών στον προϋπολογισμό των προκατόχων του. Γι’ αυτό οι τράπεζες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας αρκούνται σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις αντί για οικονομικές. Γιατί οι χρηματοοικονομικές δυνάμεις που έκαναν πρωθυπουργό έναν άγνωστο δήμαρχο της Φλωρεντίας θέλουν, από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η νεοφιλελεύθερη πορεία, να μη σταματήσει πια. Χρειάζεται λοιπόν μια συνολική και οργανική παραβίαση του Συντάγματος, που να εγγυάται σε μια ανεξέλεγκτη εξουσία ότι θα μπορεί να ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες, να κλείνει νοσοκομεία, να πουλάει στις πολυεθνικές, να καταργεί συμβάσεις και δικαιώματα, να απολύει, να δημιουργεί επισφαλείς εργαζόμενους, να επιλέγει. Αυτό που οι ελίτ έλπιζαν ότι θα έκανε ο Μπερλουσκόνι το 1994. Μετά από είκοσι χρόνια αυτό το σχέδιο υλοποιείται από τον Ρέντσι, με εντελώς διαφορετική υποστήριξη στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Ας μην κάνουμε τους επαρχιώτες, η αντιμεταρρύθμιση του Ρέντσι δεν είναι τόσο παιδί της P2 όσο της λέσχης Μπίλντενμπεργκ.
Η αρχή που την εμπνέει είναι πολύ απλή και κατά βάθος είναι η ίδια αρχή όλων των δικτατοριών: ψηφίζουμε μια φορά κι αυτός που κερδίζει κυβερνάει για πάντα, εμποδίζοντας την οργάνωση και την εκπροσώπηση κάθε νέας μορφής πραγματικής κριτικής, διαμαρτυρίας, διαφωνίας.
Απέναντι σε όλα αυτά το αντίπαλο ή κριτικό στρατόπεδο είναι συνολικά αβέβαιο, αντιφατικό, μπερδεμένο.
Στο συνδικαλιστικό πεδίο οι CISL, UIL και UGL είναι πλέον οι προστατευτικές κολώνες του συστήματος του Ρέντσι, που του παραχωρήθηκαν ως δώρο από τον Μαρκιόνε. Η CGIL κινείται σαν ένας πυγμάχος που έχει φάει ξύλο, και τα χτυπήματα που δέχεται δεν την κάνουν να αντιδράσει. Στο μεταξύ η συμφωνία της 10ης Ιανουαρίου γίνεται η μεταφορά του εκλογικού νόμου Italicum στο έδαφος της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Ή μάλλον, είναι ακόμη χειρότερη, γιατί αυτή η συμφωνία προγραμματίζει τον αποκλεισμό της διαφωνίας πριν από την ψήφο και όχι με την ψήφο. Στη Fiom, στην αριστερά της CGIL, στα συνδικάτα βάσης δεν είναι λίγες οι δυνάμεις που είναι αντίθετες με αυτό το σύστημα, αλλά δεν δρουν από κοινού και με τη δέουσα κοινή αποφασιστικότητα. Πάνω απ’ όλα η FIOM δεν μετατρέπει τη διαφωνία της σε πραγματική ανυπακοή κι έτσι προχωράει η συνδικαλιστική εξομάλυνση.
Στο πολιτικό επίπεδο, το Κίνημα των 5 Αστέρων, με όλο το σεβασμό, φαίνεται ότι έχει μπει μετά από τις ευρωεκλογές σε μια φάση σύγχυσης, μέσα από την οποία ίσως να αναδύεται η αδυναμία των θεμελιωδών πολιτικών του βάσεων. Έτσι αιωρείται μεταξύ της καταγγελίας της αυταρχικής στροφής και τις επιστολές καλών προθέσεων που απευθύνονται στον πρωτεργάτη αυτής της στροφής.
Η Aριστερά που συσπειρώθηκε γύρω από το ψηφοδέλτιο Τσίπρα δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει όταν θα μεγαλώσει. Κι όταν το προσπαθεί, διασπάται. Η ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά δεν είναι σε κρίση λόγω έλλειψης καλών προθέσεων, ωραίων ιδεών και ωραίων προγραμμάτων, αλλά λόγω μια ιστορίας ασυνεπειών ανάμεσα σ’ αυτά που λέει κι αυτά που κάνει. Αυτές οι δυνάμεις έχουν σήμερα την πρόθεση να πολεμήσουν το ΔΚ του Ρέντσι παντού, για παράδειγμα και για αρχή στην Εμίλια Ρομάνια στις εκλογές του ερχόμενου φθινοπώρου; Ή σκοπεύουν πάλι να κρατήσουν μαζί αυτούς που θέλουν να αντιταχθούν πραγματικά στο σύστημα του Ρέντσι μ’ αυτούς που έχουν την αυταπάτη ότι θα τον περιορίσουν στο εσωτερικό του;
Τα κοινωνικά κινήματα, οι περιβαλλοντικοί και τοπικοί αγώνες είναι σήμερα μια διάχυτη δύναμη, που υπόκειται σε μια ξεδιάντροπη αυταρχική καταστολή. Όμως οι ηγετικές ομάδες τους δεν έχουν στο νου τους μια πολιτική συμμαχιών με τους άλλους που αντιστέκονται, λανσάρουν τις μέρες αγώνα τους και περιμένουν να συμμετάσχουν όλοι. Έτσι το πράγμα φθείρεται κι εδώ.
Ο ευρύτατος κόσμος των διανοουμένων που έμεινε έξω από το σύστημα της ευρείας συναίνεσης, κινείται με μειωμένη αποτελεσματικότητα ακόμη και σε σχέση με τις πραγματικές του δυνάμεις. Βαραίνει σ’ αυτό προφανώς το τέλος του ψυχρού πολέμου μεταξύ του κόσμου της Fininvest και του κόσμου της Repubblica-Espresso. Και οι δύο σήμερα είναι μέσα στο ανάμεικτο πακέτο του Ρέντσι, με μερικούς αντιφρονούντες, οι οποίοι, αν δεν το παρακάνουν, δίνουν πολύ την εντύπωση του πλουραλισμού. Είναι ευνόητο ότι είναι δύσκολο να κάνει κανείς ρήξη με εικοσαετείς ιστορίες και παρατάξεις, όμως η κριτική στην ενιαία σκέψη του Ρέντσι αυτό θα έπρεπε να κάνει για να είναι αποτελεσματική.
Αυτό που ενοποιεί όλες αυτές τις αδύναμες αντιπολιτεύσεις στο καθεστώς του Ρέντσι είναι η πεποίθηση εκείνων που τις καθοδηγούν ότι μπορεί να προχωρήσουν με τον τρόπο που το έκαναν πάντα. Έτσι γίνεται συλλογή υπογραφών, διαδήλωση, έκκληση, συνέλευση, όπως πάντα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιφάσκει η βαθύτερη έννοια του ίδιου του σήματος κινδύνου που εκπέμπει. Αν κάνουμε τα ίδια πράγματα που κάναμε πάντα, τότε ίσως να μην είναι αλήθεια ότι η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή όσο καταγγέλλουμε.
Αν συνεχίσουμε έτσι αυτή η περίοδος θα μείνει στη μνήμη σαν η περίοδος κατά την οποία γεννήθηκε το καθεστώς, χάρη και στην αδυναμία και στον οπορτουνισμό αυτών που το κατάγγειλαν.
Για να καταλήξουμε, όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις που σκοπεύουν πραγματικά να αντιταχθούν στον Ρέντσι και σε αυτό που αντιπροσωπεύει, προσπαθούν να κάνουν διάλογο και πιθανά να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι για να συζητήσουν, ακόμη και σε streaming, τι θα κάνουν όλες μαζί για να σταματήσουν αυτό το καθεστώς; Ή θα συνεχίσουμε έτσι μέχρι την καταστροφή και τις τελικές αντεγκλήσεις;
(17 Ιουλίου 2014)
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς