"Η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την αποδόμηση ανοησιών, είναι τουλάχιστον κατά μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερη απ' αυτήν που απαιτείται για να διατυπωθούν" (Νόμος του Brandolini)
Ένα νέο τηλεοπτικό σλόγκαν προστέθηκε στη φαρέτρα των επικοινωνιακών κλισέ του μνημονιακού μηχανισμού χειραγώγησης, δίπλα στη "διάχυτη ανομία", τις "αναγκαίες μεταρρυθμίσεις" και τις "παθογένειες της μεταπολίτευσης". Πρόκειται για τον "εξοβελισμό της αριστείας", και αναφέρεται στην επαναφορά της κλήρωσης, ως τρόπου εισαγωγής στα Πειραματικά Σχολεία, τα οποία είχαν τελευταία ταυτιστεί με τα ιστορικά Πρότυπα, παρά τον σαφώς διαφορετικό σκοπό δημιουργίας τους.
Ελάχιστοι απ' όσους το εκφέρουν, μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν (με εξίσου συνοπτικές και αόριστες ταυτολογίες συνήθως) σε τί συνίσταται η "αριστεία", και πώς ακριβώς συντελείται ο "εξοβελισμός" της, ενώ ουδείς εκ των φωνασκούντων καταθέτει την άποψή του για το τί ακριβώς θέλουμε από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, πώς το επιδιώκουμε, και κυρίως ποιες είναι οι άρρητες -και ατεκμηρίωτες- ιδεολογικές παραδοχές που οφείλει εκ των προτέρων να συμμερίζεται με τον εκάστοτε θρηνούντα, ο αποδέκτης της καταστροφολογικής ρητορείας περί "σφαγής των αρίστων". Κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε πρώτα απ' όλα την απριόρι αποδοχή εκ μέρους των "φίλων της αριστείας", ενός βαθύτατα νεοσυντηρητικού πλέγματος αξιωματικών ιδεοληψιών, περί ατομισμού, ανταγωνιστικότητας, αριστοκρατίας και κοινωνικού δαρβινισμού, ως δήθεν αναντίρρητων προϋποθέσεων για το βέλτιστο κοινωνικό αποτέλεσμα (κατ' αναλογία του ανύπαρκτου στην πράξη trickle down effect της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σωτηριολογίας), οι οποίες επανήλθαν επιθετικά την τελευταία τριακονταετία, ως "κοινή λογική".
Έτσι διαβάζουμε στην " Καθημερινή" ("Πρότυπα σχολεία και ιδεοληψίες", Τ. Αβραντίνης,) ότι: "Η εύλογη απάντηση στο ερώτημα «γιατί χρειαζόμαστε τα πρότυπα σχολεία;» είναι ότι τέτοιου είδους θεσμοί ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της έγκαιρης ανίχνευσης, αξιοποίησης, προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού". Αρκεί μια ματιά στο ποιες χώρες προηγούνται της χώρας μας (μεταξύ αυτών Κολομβία, Μαρόκο, Αλγερία, Γουατεμάλα) στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, και στο μορφωτικό -και βιοτικό- επίπεδο του εκεί γενικού πληθυσμού, για να αξιολογήσουμε το πόσο σχετική είναι η σημασία αυτού του κριτηρίου.
Αντίστοιχα στο "Βήμα" ("Ισες αλλά όχι ίδιες ευκαιρίες", Βλαχογιάννη Αιμιλία) διαβάζουμε: "Ισότητα δεν σημαίνει προώθηση του μέσου όρου, αλλά στήριξη των ατομικών αναγκών κάθε μαθητή... Στην Ελλάδα υπάρχουν Αθλητικά, Μουσικά Σχολεία, σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, αλλά όχι για παιδιά με ειδικές ικανότητες". Και "το σχολείο, όπως είναι δομημένο, αδυνατεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση όλων των παιδιών και ιδιαίτερα των προικισμένων που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα (οι οικονομικά εύρωστοι μαθητές εκδιπλώνουν τα ταλέντα τους σε καλά ιδιωτικά σχολεία)".
Εδώ -σε αντίθεση με το προηγούμενο άρθρο που επικαλείται την κοινωνική χρησιμότητα- συμπυκνώνεται το σύνολο των "επιχειρημάτων" υπέρ της παιδείας-τρόπαιο, από "ηθική" σκοπιά και από άποψη δήθεν άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Πέρα από το ότι η σύγκριση μουσικών ή αθλητικών σχολείων με σχολεία "αρίστων" -γενικώς- είναι σύγκριση ασχέτων πραγμάτων (Ειδικές ικανότητες σε τί; Στα μαθηματικά; Στα φιλολογικά; Και γιατί όχι τότε "μαθηματικό σχολείο", "φιλοσοφικό σχολείο" ή -από την άλλη μεριά- σχολείο "εξαιρετικών μουσικών ταλέντων" ή "σχολείο πρωταθλητών";), υπάρχει και μια λαθροχειρία στην αναφορά της δυνατότητας των οικονομικά εύρωστων να φοιτούν -χωρίς διάκριση μεταξύ "αρίστων" και "μετρίων" εδώ- σε καλά ιδιωτικά σχολεία. Προφανώς το περί κοινωνικής δικαιοσύνης αίσθημα της αρθρογράφου ικανοποιείται αρκούντως με την ιδέα ότι ελάχιστα παιδιά από οικονομικά αδύναμες οικογένειες, θα έχουν (αφού πρώτα "αποδείξουν" προκαταβολικά ότι θα ξεπληρώσουν το -κατά Φρίντμαν- "δωρεάν γεύμα" στο μέλλον) τη δυνατότητα να τύχουν του "προνομίου" της καλής εκπαίδευσης, θεωρώντας δεδομένο ότι δεν αντέχει ο προϋπολογισμός να κάνει το ίδιο για τους περισσότερους (που στο κάτω-κάτω δεν το αξίζουν και που θα πρέπει να αρκεστούν στο επίπεδο εκπαίδευσης που χρειάζεται για να ασκήσει το επάγγελμά του ένας χειρώνακτας της κοινωνίας του ενός τρίτου ή ένας υπήκοος μιας μεταμοντέρνας ολιγαρχίας για να ασκεί τα συρρικνωμένα πολιτικά και κοινωνικά του δικαιώματα).
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς και σε μια τρίτη παράμετρο, που δεν δηλώνεται εύκολα στο δημόσιο διάλογο, γιατί παραπέμπει ευθέως σε κοινωνικό δαρβινισμό, έως ρατσισμό. Σημαντικό ρόλο στην απήχηση του λόγου περί "αριστείας", παίζει η επιθυμία των γονέων να αποφύγουν τα παιδιά τους τη συνύπαρξη με τους "μέτριους" (οι οποίοι υποτίθεται καθυστερούν το εκπαιδευτικό έργο, "διώχνουν" τους καλούς καθηγητές από συγκεκριμένα σχολεία κλπ) και κατ' επέκταση τις "κακές συναναστροφές", και αντίστροφα η επιδίωξη να αντλήσουν κύρος και ευκαιρίες κοινωνικής δικτύωσης (με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνική ανέλιξη με όρους κοινωνίας των κολλητών), μέσω της φοίτησής τους σε σχολεία της "ελίτ". Η πρόσφατη συντριπτική εμπειρία που επιφύλαξε η οικονομικοπολιτική πραγματικότητα η οποία δομήθηκε πάνω στο θατσερικό "δεν υπάρχουν κοινωνίες, μόνο άτομα", στην πρώην αυτάρεσκη, πρώην μεσαία τάξη της χώρας μας, θα έπρεπε να τους είχε κάνει σοφότερους. Άλλωστε υπάρχει και το οξύμωρο, οι ίδιοι να αναφέρονται θετικά σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, όπου η "αριστεία" έλαμπε μέσα σε τάξεις των πενήντα μαθητών -απ' τους οποίους οι σαράντα εγκατέλειπαν το σχολείο μετά το δημοτικό- με τον δάσκαλο να επιβάλλει την πειθαρχία με τη βέργα. Το τελευταίο μάλιστα φαίνεται να το θεωρούν τόσο επιτυχημένο, ώστε να επικροτούν την πρόσφατη απόπειρα εισαγωγής του -τηρουμένων των αναλογιών- και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η ιδέα της ύπαρξης ειδικών σχολείων για "αρίστους", μέσα στα πλαίσια της καθολικής, δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης, σημαίνει εξ ορισμού, πρόθεση για παλινόρθωση μιας παιδείας δυο ταχυτήτων, με την μετατροπή αυτού που ως τώρα αποτελούσε καθολικό δικαίωμα -της καλής δηλαδή εκπαίδευσης με σύγχρονες μεθόδους και συνθήκες- σε προνόμιο -ή μάλλον τρόπαιο- για έναν αυθαίρετα προσδιορισμένο (εξαιρετικά μικρό σε σχέση με τους εν δυνάμει καλούς μαθητές) και δυσανάλογα γεωγραφικά κατανεμημένο, αριθμό παιδιών, τα οποία μάλιστα επιλέγονται στην ηλικία των 12 ετών, με μια αφελή εξεταστική διαδικασία (και με όλες τις στρεβλώσεις & αδικίες που συνεπάγεται η κοινωνική & οικονομική ανισότητα μεταξύ των υποψηφίων).
Ανοίγει στην ουσία το δρόμο για μια μεταμοντέρνα οπισθοδρόμηση -στο όνομα των γνωστών δήθεν αναγκαίων περικοπών- προς ένα -προσφιλές στους νεοφιλελεύθερους- παρελθόν (το οποίο γέννησε στην πραγματικότητα τα ιστορικά Πρότυπα ως αναγκαιότητα), όπου μέσα σε αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες και τεράστια ποσοστά αναλφαβητισμού (και με την υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση για όλους να αποτελεί έννοια άγνωστη), η μέριμνα για μια ελάχιστη (συμβολική αλλά και εν πολλοίς αναγκαία για την αναπαραγωγή του συστήματος) κοινωνική κινητικότητα των παιδιών των υποτελών τάξεων (όπως και το σύνολο των υποχρεώσεων που ανέλαβε αργότερα το κοινωνικό κράτος) επαφίετο στην ιδιωτική φιλανθρωπία.
Η συνέχεια είναι προβλέψιμη, και περιλαμβάνει δίδακτρα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -πάντα με το άλλοθι των υποτροφιών για τους φτωχούς "αρίστους"- και αργότερα και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια -φυσικά με "κουπόνια εκπαίδευσης" για τους οικονομικά αδύναμους (εφ' όσον βεβαίως επιδεικνύουν επιμέλεια).
Αυτό μπορεί να "αρέσει" στην "αγορά", η οποία εσχάτως αποφάσισε πως χρειάζεται πιο λίγους μορφωμένους, και ει δυνατόν τους καλύτερα καταρτισμένους (αποκλειστικά στα πεδία που ενδιαφέρουν την ίδια) με δαπάνες του δημοσίου και των οικείων τους. Η κοινωνία όμως -και η δημοκρατία- χρειάζεται το ακριβώς αντίθετο - και το είχε κατακτήσει μέχρι πρότινος.
Το ταλέντο, η προσπάθεια, η φιλομάθεια, ασφαλώς πρέπει να καλλιεργούνται, και ασφαλώς θα πρέπει να επιβραβεύονται, όμως υπάρχει πρόβλημα όταν το "βραβείο" -για ένα αυθαίρετα μικρό ποσοστό παιδιών, όπως ειπώθηκε- είναι το ίδιο το δικαίωμα στην καλή εκπαίδευση. Τότε απλώς έχουμε ένα εύσχημο άλλοθι για τον -ομοίως αυθαίρετο- αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους των μαθητών (και μοιραία των οικονομικά ασθενέστερων στην συντριπτική τους πλειοψηφία), εν ονόματι της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Δεν θα επεκταθώ εδώ στο πώς θα μπορούσαν να ενισχύονται οι "άριστοι" οποιουδήποτε σχολείου (με βάση τις συνολικές επιδόσεις, όλα τα χρόνια) με ανοιχτά -για όποιον ενδιαφέρεται και μπορεί- advanced διασχολικά προγράμματα, εκπονημένα σε συνεργασία με τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα, στο πεδίο που έχει καθένας κλίση και προτίμηση, στα πρότυπα της ενισχυτικής διδασκαλίας. Ούτε θα αναλύσω το προφανές, ότι το σχολείο σήμερα - περισσότερο απ' όσο ποτέ στο παρελθόν, δεν είναι ο μόνος μηχανισμός προαγωγής της γνώσης και καλλιέργειας του ταλέντου (ούτε ο μόνος -ή έστω ο ισχυρότερος- ιδεολογικός μηχανισμός που διαμορφώνει -προς το καλύτερο ή το χειρότερο- την συγκρότηση των μελλοντικών πολιτών).
Αντ' αυτού θα κάνω μια προσωπική αναφορά. Η συντριπτική πλειοψηφία των συναποφοίτων μου -και εγώ μαζί- επαιρόμαστε για κάποια κοινά στοιχεία προσωπικότητας που διαμορφώθηκαν -και αναγνωρίζουμε εις αλλήλους και σήμερα- σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι φοιτήσαμε σε ένα σχολείο στο κέντρο της Αθήνας, την εποχή της ύστερης μεταπολίτευσης, πράγμα που μας έδωσε τη δυνατότητα -μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης κοινωνικής απαίτησης για περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία- να ερχόμαστε σε επαφή με βιβλία, μουσικές, πολιτικές αφίσες, πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης και του Γκαίτε, μόνο και μόνο χαζεύοντας γύρω μας , καθ' οδόν προς το κτίριο στην Ασκληπιού και Αραχώβης. Ένα σχολείο που εστίαζε συν τοις άλλοις στο "περιττό" (για την ανταγωνιστικότητα) και στην "παρωχημένη" (για την αγορά) ουμανιστική αντίληψη της ολόπλευρης μόρφωσης, ανεξάρτητα από την μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση. Κατά τα άλλα -στην πορεία- κάποιοι αποδείχθηκαν ιδιοφυΐες ενώ άλλοι μέτριοι (όπως ακριβώς και στο σχολείο της γειτονιάς μου, το Β΄ Γυμνάσιο Αθηνών, και όπως είναι φυσικό για παιδιά που επελέγησαν στα 12 και αποφοίτησαν στα 18), ενώ όλοι πήγαμε φροντιστήριο και όλοι παραμελήσαμε κάποια στιγμή τα μαθήματα στα οποία δεν θα εξεταζόμασταν στις εισαγωγικές.
*Ο Γιώργος Γιαννόπουλος είναι Πολιτικός Μηχανικός, απόφοιτος ΒΠΣ και μέλος της Δ.Ε.Π.Π.Σ.