«Πρέπει να γνωρίζει κάποιος πότε να σταματά μια απεργία» δήλωσε σε συνέντευξή του ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, με αφορμή το απεργιακό κύμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνησή του, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή δήλωση του γενικού γραμματέα του γαλλικού Κουμουνιστικού Κόμματος το 1936. Η αναφορά του, σε εκείνη την ιστορική περίοδο, μόνο τυχαία δεν ήταν.
Τη δεκαετία του ’30 οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης βύθιζαν στη φτώχεια και την απελπισία τα εργατικά και λαϊκά στρώματα σε όλη την Ευρώπη. Εργάτες κι αγρότες άρχισαν να οργανώνονται και να δίνουν μάχες για την επιβίωση, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσουν και την αποθράσυνση των φασιστικών συμμοριών. Στο έδαφος της πολιτικής κρίσης τα κατεστημένα κόμματα κατέρρεαν, ο απλός κόσμος μετατοπιζόταν προς τα «άκρα», η Αριστερά και οι φασίστες δυνάμωναν.
Η κρίση στη Γαλλία προκάλεσε το ξέσπασμα αλλεπάλληλων σκανδάλων –τα περισσότερα αφορούσαν το βασικό αστικό, κεντρώο και κυβερνητικό κόμμα των «Ριζοσπαστών». Επικεντρώνοντας στα σκάνδαλα και τον αντισημιτισμό, η ακροδεξιά άρχισε να μαζικοποιείται, με τη «Γαλλική Δράση», τους «Νέους Πατριώτες» και τον Πύρινο Σταυρό να φτάνουν τα δεκάδες χιλιάδες μέλη. Στις 6 Φεβρουαρίου 1934, 100.000 ανταποκρίνονται στο φασιστικό κάλεσμα και προσπαθούν να καταλάβουν το κοινοβούλιο. Οι αστοί δεν είχαν αποφασίσει να τους δώσουν την εξουσία. Το πραξικόπημα απέτυχε.
Το γαλλικό κίνημα και η Αριστερά (Σοσιαλιστικό και Κομουνιστικό Κόμμα) γνώριζαν πολύ καλά τι τους περίμενε σε ενδεχόμενη νίκη του φασισμού –τα γεγονότα στη Γερμανία απείχαν μόλις λίγους μήνες. Στις 9 Φλεβάρη κάλεσαν σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις που πνίγηκαν στο αίμα (με 9 νεκρούς). Ακολούθησε κάλεσμα για γενική απεργία. Τεσσεράμισι εκατομμύρια εργάτες νέκρωσαν τη χώρα. Τα ΚΚ και ΣΚ πραγματοποίησαν γιγάντιες συγκεντρώσεις, αλλά σε διαφορετικά σημεία, λόγω της έχθρας που είχε καλλιεργηθεί κατά την «υπεραριστερή» περίοδο της Κομιντέρν (που έβλεπε ως κύριο εχθρό τη σοσιαλδημοκρατία). Κι όμως, από τα κάτω επιβλήθηκε στις ηγεσίες κοινή συγκέντρωση στις 161 από τις 346 πόλεις. Το «ενιαίο μέτωπο» ήταν η απάντηση που διάλεξαν αυθόρμητα οι μάζες για να αντιμετωπίσουν τον φασισμό.
Η γαλλική άρχουσα τάξη όμως αξιοποίησε ένα άλλο εργαλείο για να αφοπλίσει την εργατική τάξη. Και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς.
Λαϊκά Μέτωπα και ταξική συνεργασία
«Σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν το 1914… Στην παρούσα φάση, ακόμα κι ένας αριθμός καπιταλιστικών κρατών ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την ειρήνη. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα για τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου…», αποφαινόταν η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν τον Απρίλη του 1936. Ήταν πλέον προφανές ότι η Ευρώπη βάδιζε προς ένα δεύτερο μεγάλο πολεμικό σφαγείο. Ο Στάλιν αναζητούσε συμμαχίες ενάντια στον Χίτλερ. Βεβαίως πλέον οι συμμαχίες αφορούσαν όχι επαναστατικά κινήματα, αλλά τις δυο μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις του πλανήτη, Γαλλία και Βρετανία, καθώς και άλλες αστικές τάξεις.
Για να γίνει εφικτή η συμμαχία με αστικά τμήματα, τα Κομουνιστικά Κόμματα θα έπρεπε να απεμπολήσουν το στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης (ανακαλύπτοντας διάφορα ενδιάμεσα «στάδια») και να στηρίξουν τις δικές τους «δημοκρατικές» αστικές τάξεις. Στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1935 σφραγίστηκε η στρατηγική των λαϊκών μετώπων, για να αντιμετωπιστεί, τάχα, ο φασισμός κι ο πόλεμος.
Το πείραμα της Γαλλίας
Οι εξελίξεις στη Γαλλία μετά τις 9/2/1934 έσπρωξαν σε αυτή την κατεύθυνση. Το πολιτικό σκηνικό αντιστράφηκε, οι εργάτες και η Αριστερά ανέκτησαν εν μέρει την αυτοπεποίθησή τους, οι φασίστες απέκτησαν αντίπαλο δέος. Η πολιτική κρίση οξυνόταν. Μόνο από τις αρχές του 1934 έως το Μάιο του 1936 άλλαξαν 7 πρωθυπουργοί. Τον Ιούλιο του 1934, ΣΚ και ΚΚ αποφάσισαν επίσημα να συνεργαστούν και τον Οκτώβρη ο Μορίς Τορέζ, γενικός γραμματέας του ΚΚ, πρότεινε συμμαχία στους Ριζοσπάστες κι έτσι έγινε το Λαϊκό Μέτωπο (ΛΜ).
Στις 3 Μάη 1936, με σύνθημα «Ψωμί-Ειρήνη-Ελευθερία», το ΛΜ σάρωσε με 57% απέναντι στην ενωμένη Δεξιά και σχημάτισε «Αριστερή κυβέρνηση». Οι εφημερίδες των Σοσιαλιστών και Κομουνιστών διαβεβαίωναν (την αστική τάξη) πως «άρχιζε ειρηνική μεταρρύθμιση του καθεστώτος». Οι εργάτες όμως πήραν τα πάνω τους, ερμηνεύοντας αλλιώς την εκλογική νίκη.
Τα συνδικάτα μεταλλεργατών πρώτα κάλεσαν σε απεργία ενάντια σε απολύσεις συναδέλφων. Η συμμετοχή έφτασε το 100% κι οι απολύσεις ανακλήθηκαν. Ακολούθησαν απεργίες και καταλήψεις σε εργοστάσια αεροπλάνων, που κέρδισαν την υπογραφή νέας ΣΣΕ και μισθολογικές αυξήσεις.
Στις 28 Μάη ξεκίνησαν κατάληψη 32.000 εργάτες της Ρενό και την επόμενη μέρα ξέσπασαν καταλήψεις στα περισσότερα εργοστάσια: Σιτροέν και λοιπές αυτοκινητοβιομηχανίες, βιομηχανίες μετάλλου και χάλυβα, χημικών και τροφίμων, κλωστοϋφαντουργίες ακόμα και εστιατόρια, εργαστήρια, εμπορικά καταστήματα, ασφαλιστικές εταιρείες, κομμωτήρια… Οικοδόμοι, ανθρακωρύχοι, λιμενεργάτες, ναύτες, φορτηγατζήδες, εργάτες γης απεργούν και καταλαμβάνουν τους χώρους δουλειάς τους. Οι δημοσιογράφοι καταλαμβάνουν τα τυπογραφεία και παγώνουν την κυκλοφορία των εφημερίδων.
Δημιουργούνται επιτροπές αντίστασης και συντονισμού κατά τόπους και συνοικίες. Τον Ιούνη του 1936 καταγράφηκαν 12.142 απεργίες και καταλήφθηκαν 8.941 εργοστάσια, περισσότεροι από 1.8 εκατ. απεργοί στο Παρίσι, 6 εκατομμύρια συνολικά.
Το κίνημα απεργιών και καταλήψεων άρχισε να εξαπλώνεται μέχρι την Αλγερία (γαλλική αποικία) και το Βέλγιο. Τις προηγούμενες εβδομάδες ξεδιπλωνόταν ένα τεράστιο κίνημα στην Ισπανία, με απεργίες και καταλήψεις γης, μετά τη νίκη της εκεί εκδοχής του «Λαϊκού Μετώπου». Για λίγες μέρες η εργατική τάξη στην Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα εξέγερσης, με την αστική τάξη να έχει χάσει για λίγο τον έλεγχο στη Θεσσαλονίκη. Εκείνες τις μέρες «όλα ήταν δυνατά»: η διεθνής εργατική τάξη, μετά από χρόνια άμυνας απέναντι στη φτώχεια και τον φασισμό, ένιωθε πως είχε έρθει η ώρα για αντεπίθεση.
Η κυβέρνηση στη Γαλλία κάλεσε σε αυτοσυγκράτηση, αλλά μάταια. Στη συνέχεια (7 Ιουνίου) κάλεσε εκπροσώπους των εργοδοτών και των συνδικάτων σε διαπραγματεύσεις. Οι εργοδότες υποχρεώθηκαν σε (ιστορικές μέχρι σήμερα) παραχωρήσεις στη Συμφωνία του Ματινιόν: δόθηκαν αυξήσεις 15% στους μισθούς, παραχωρήσεις συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, 15ήμερη πληρωμένη άδεια διακοπών, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, 5ήμερη εβδομάδα 40 ωρών εργασίας (αντί 6ήμερη και 48 ώρες), διευκολύνσεις στους αγρότες.
Οι εργάτες συνέχισαν τον αγώνα. Μέχρι τις 11 Ιούνη ακόμα, η Γαλλία πρακτικά βρισκόταν σε κατάσταση γενικής απεργίας.
Τελικά, εσπευσμένα, στις 11 Ιούνη η Βουλή ψήφισε το φιλεργατικό πακέτο. Ο γραμματέας του ΚΚΓ Μορίς Τορέζ δήλωνε: «δεν μπαίνει θέμα για την εργατική τάξη και το Κόμμα να διεκδικήσει την εξουσία… Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να κλείνουμε μία απεργία ακόμα κι αν δεν έχουν ικανοποιηθεί όλα τα αιτήματα». Κυβέρνηση και ΚΚ έριξαν όλη τους τη δύναμη τις επόμενες μέρες για να σταματήσουν οι απεργίες. Το κίνημα έμεινε χωρίς ηγεσία και υποχώρησε.
Αντεπανάσταση
Για το ΚΚ προτεραιότητα ήταν να μην… εξοργιστούν οι αστοί και προτιμήσουν τους φασίστες. Η αλήθεια, αντίθετα, ήταν ότι η άρχουσα τάξη και οι φασίστες ακόνιζαν ούτως ή άλλως τα μαχαίρια τους. Και ο «αυτοπεριορισμός» του προλεταριάτου, τη στιγμή της μάχης, άνοιξε αυτόν το δρόμο.
Ήδη από τις αρχές Ιουλίου άρχισαν να ποινικοποιούνται οι απεργίες, να διώκονται οι αγωνιστές, να ανεβαίνουν οι τιμές, να εκβιάζουν τα αφεντικά τους εργάτες. Η γραμμή του ΚΚ έγινε ακόμα δεξιότερη: στα τέλη του 1936 πρότεινε να αντικατασταθεί το Λαϊκό Μέτωπο από ένα «Γαλλικό Μέτωπο», με τη συμμετοχή της Δεξιάς, τη στιγμή που η Δεξιά σύσφιγγε σχέσεις με την Ακροδεξιά.
Η κυβέρνηση του ΛΜ εμπόδισε να σταλεί βοήθεια στον Ισπανικό εμφύλιο. Στο εσωτερικό προχώρησε σε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών, που οδηγούσε σε περικοπές τις κοινωνικές δαπάνες. Το 5ήμερο άρχισε να καταστρατηγείται. Ξεκίνησαν οι απολύσεις και ιδιαίτερα συνδικαλιστών. Η καταστολή άφηνε πλέον νεκρούς εργάτες.
Στις 22 Ιούνη του 1937 η κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου παραιτήθηκε. Οι κυβερνήσεις που τη διαδέχτηκαν, από κεντρο-δεξιούς συνασπισμούς, συνέχισαν να απολαμβάνουν τη στήριξη και των Σοσιαλιστών και των Κομουνιστών. Το Μάη του 1938 οι τιμές των προϊόντων ήταν 47% υψηλότερες απ’ τις αντίστοιχες του 1936. Η καταστολή κλιμακώθηκε, οι απολύσεις πολλαπλασιάστηκαν: 32.000 στη Ρενό, 100.000 στην κλωστοϋφαντουργία, 80.000 στα ορυχεία…
Υπήρξε εργατική αντίσταση, αλλά ήταν αργά. Τα συνδικάτα, υπό το βάρος της απογοήτευσης και της καταστολής, βρίσκονταν σε αποσύνθεση. Στις 30 Νοέμβρη του 1938, η CGT κάλεσε σε Γενική Απεργία που κατέληξε σε αποτυχία και σε σκληρή καταστολή από τον παλιό «αντιφασίστα σύμμαχο» Νταλαντιέ, που το Σεπτέμβρη του 1939 κήρυξε παράνομο και το ΚΚ. Η γαλλική Βουλή τελικά το 1940 ψήφισε την… κατάργηση της Δημοκρατίας κι επέβαλε το μισοφασιστικό καθεστώς του Πετέν, που συνεργάστηκε με τους Ναζί.
Στρατηγική
Ο σταλινισμός επέστρεφε εκεί που είχε καταλήξει η Σοσιαλδημοκρατία το 1914: στη λογική της ταξικής συνεργασίας. Στην αναζήτηση δεκάδων δικαιολογιών για να αποφευχθεί η αποφασιστική αναμέτρηση με την αστική τάξη και το κράτος της. Ήταν τελικά μια γραμμή που πρόσφερε στην αστική τάξη το σχοινί για να κρεμάσει τόσο το κίνημα, όσο και την Αριστερά, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και αλλού τα επόμενα χρόνια.
Στην ουσία, εξηγούσε ο Τρότσκι, παρόλο που «το ΛΜ έγινε στο όνομα των “μεσαίων τάξεων”» η κυβέρνηση του ΛΜ ήταν «δεμένη χειροπόδαρα από το μεγάλο κεφάλαιο».
Ο Μπλουμ φλυαρούσε διαρκώς περί οικονομικής «ανάπτυξης» που θα μεγάλωνε την πίτα για τους πάνω και τους κάτω, αλλά ο Τρότσκι προειδοποιούσε για το ανέφικτο αυτού του στόχου. Σήμερα παρόμοιες λογικές διέπουν τμήματα της Αριστεράς που επιζητούν ένα ξεχωριστό στάδιο «ανάπτυξης», πριν τεθεί στην ημερήσια διάταξη ο σοσιαλισμός. Η πολιτική του ΛΜ έδειξε το ανέφικτο και το ουτοπικό αυτής της στρατηγικής: σε περιόδους κρίσης, η Αριστερά με τον αυτοπεριορισμό δεν κερδίζει τίποτε απολύτως. Ακόμα κι αν επιλέξει την ταξική συνεργασία, οι αστοί θα την εξευτελίσουν και θα την πετάξουν σαν στιμμένη λεμονόκουπα. Αν τολμήσουμε να «πάμε μέχρι τέλους», μπορεί να νικήσουμε. Αν φτάσουμε ως τη μέση και διστάσουμε, είμαστε ήδη καταδικασμένοι.