Οι τριπλές εκλογές της 18ης και 25ης Μαΐου αποτελούν σημαντικό πολιτικό σταθμό και τα πολιτικά συμπεράσματα από τα αποτελέσματά τους είναι πολύ σημαντικά. Η καθαρή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, που όμως οφείλεται όχι στη δική του προωθητική εκλογική - πολιτική δυναμική αλλά στη μεγάλη εκλογική φθορά των κομμάτων της δικομματικής μνημονιακής κυβέρνησης, δημιουργεί μια ασταθή πολιτική ισορροπία. Οι εξελίξεις εξαρτώνται πλέον, άμεσα και καθοριστικά, από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς στο διάστημα των επόμενων κρίσιμων μηνών.
Καθαρή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών συνιστά μια καθαρή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που κανένα τρικ των μνημονιακών κομμάτων και μίντια δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Η διαφορά των 4 ποσοστιαίων μονάδων από τη δεύτερη ΝΔ, σε συνδυασμό με την απώλεια 7 ποσοστιαίων μονάδων από τη ΝΔ και 4 ποσοστιαίων μονάδων από το ΠΑΣΟΚ - Ελιά, δεν επιτρέπουν καμιά λαθροχειρία: πρόκειται για μια καθαρή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στα κόμματα της μνημονιακής συγκυβέρνησης. Το γεγονός αυτό ανανεώνει τις ελπίδες του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων για ανατροπή της μνημονιακής κυβέρνησης και δίνει τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά συνολικότερα για άμεσες πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.
Αυτή η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έχει επίσης μεγάλη ευρωπαϊκή και διεθνή σημασία. Σε ένα καταθλιπτικό ευρωπαϊκό τοπίο κυριαρχίας των δυνάμεων της Δεξιάς και της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά κυρίως θεαματικής ανόδου των ακροδεξιών - εθνικιστικών κομμάτων, όπως και καθαρά φασιστικών κομμάτων σαν τη «δική μας» Χρυσή Αυγή, η «πρωτιά» του ΣΥΡΙΖΑ συμβολίζει τη δυνατότητα να εκφραστεί η δυσαρέσκεια από την πανευρωπαϊκή λιτότητα και τον πανευρωπαϊκό αυταρχισμό προς τα αριστερά.
Η μεγάλη εκλογική πτώση των κομμάτων της συγκυβέρνησης κατά συνολικά 11 ποσοστιαίες μονάδες, που με το συνυπολογισμό των απωλειών της ΔΗΜΑΡ (κυβερνητικού εταίρου στην τρικομματική που σχηματίστηκε αμέσως μετά τις εκλογές του 2012) ανεβαίνει σε πάνω από 16 ποσοστιαίες μονάδες και αντιστοιχεί σε απώλεια 1.150.000 ψηφοφόρων σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, μετατρέπει την κυβέρνηση σε κυβέρνηση μειοψηφίας που απαρτίζεται από το δεύτερο και το τέταρτο κόμμα. Το πρώτο και άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα των εκλογών είναι ότι αυτή η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να μείνει ούτε μία μέρα και πολύ περισσότερο να πάρει νέα μέτρα, να υπογράψει νέο μνημόνιο, να προχωρήσει σε συμφωνίες αναδιάρθρωσης του χρέους! Πρέπει να φύγει τώρα!
Το γεγονός ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, αντί να αυξηθεί όπως ήταν απολύτως εφικτό, σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, δεν αλλάζει το συμπέρασμα ότι αυτή η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και πρέπει να φύγει τώρα. Εξάλλου, πέρα από το προβάδισμα 4 περίπου μονάδων στο συνολικό ποσοστό, ο ΣΥΡΙΖΑ προηγήθηκε στις 34 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες (νομούς) και μάλιστα σε εφτά από αυτές με διαφορά πάνω από 15%!
Ο βασικός στόχος της ανατροπής της κυβέρνησης
Παρ’ όλη τη σημασία αυτής της εκλογικής νίκης, όμως, ο βασικός εκλογικός στόχος που -σωστά- είχε τεθεί, να φύγει άμεσα η μνημονιακή συγκυβέρνηση των Σαμαρά - Βενιζέλου («Στις 25 ψηφίζουμε - στις 26 φεύγουν»), δεν επιτεύχθηκε. Το εκλογικό αποτέλεσμα δίνει τη δυνατότητα για πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν οδηγεί σε άμεση πτώση της κυβέρνησης.
Το γεγονός ότι αυτός ο στόχος δεν επιτεύχθηκε δεν σημαίνει ότι ήταν λάθος ο στόχος.
Ξεκινώντας από το σημείο εκκίνησης του 27% και της «παραλίγο» εκλογικής νίκης του Ιουνίου του 2012, ύστερα από δύο χρόνια λήψης πρωτοφανούς σκληρότητας μέτρων από τη μνημονιακή κυβέρνηση και ενώ η κρίση των μνημονιακών κομμάτων και του πολιτικού συστήματος εξακολουθεί, με τα δύο τρίτα της κοινωνίας να επιβιώνουν σε οδυνηρές συνθήκες μαζικής ανεργίας, φτώχειας και εξαθλίωσης, ήταν αδιανόητο για τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές να θέσει οποιονδήποτε άλλο στόχο εκτός από μια ευρεία εκλογική νίκη που θα μετατρεπόταν άμεσα σε οξεία κρίση της κυβέρνησης, ώστε να δρομολογηθεί άμεσα η πτώση της. Ο στόχος αυτός ήταν επίσης με άνεση εφικτός, καθώς απαιτούσε να καρπωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ένα μικρό ποσσοτό απί τη φθορά των κομμάτων της συγκυβέρνησης και να αποφύγει τις διαρροές στα αριστερά και στην "αφασιακή" ψήφο.
Ο στόχος μιας μεγάλης εκλογικής νίκης που θα οδηγούσε σε άμεση ανατροπή της κυβέρνησης θα μπορούσε να επιτευχθεί αν στη διετία από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι σήμερα είχε ακολουθήσει μια άλλη πολιτική, σε ριζοσπαστική γραμμή ρήξης με το σύστημα, κι όχι στροφής στο "ρεαλισμό" στο πρόγραμμα, τις συμμαχίες, τη συνολική κατεύθυνση.
Κίνδυνος σταθεροποίησης της μνημονιακής κυβέρνησης
Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τον κίνδυνο η μνημονιακή κυβέρνηση να ανασυνταχτεί, να περάσει τους διάφορους πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς «κάβους» (τρίτο μνημόνιο, νέα αναδιάρθρωση του χρέους, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας) των επόμενων 10 μηνών και να συντρίψει ό,τι όρθιο απέμεινε από εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα και κατακτήσεις.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα αν δεν πάρουμε αποφασιστικές πρωτοβουλίες και δεν οργανώσουμε τους αγώνες για την ανατροπή τηες, είναι υπό όρους διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση, και αυτό σημαίνει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν θα πέσει ούτε σαν «ώριμο φρούτο» ούτε από μόνη της ούτε με τη χρήση κυρίως ή αποκλειστικά επικοινωνιακών ή κοινοβουλευτικών μέσων και τακτικών αντιπαράθεσης. Όπως μέχρι τώρα, αλλά πολύ περισσότερο από εδώ και πέρα, η μνημονιακή κυβέρνηση πρέπει να ανατραπεί με πολιτικές πρωτοβουλίες και από τα πάνω, αλλά κυρίως από τα κάτω. Χρειάζεται τώρα η συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος και των κοινωνικών αντιστάσεων σε κίνημα ανατροπής, αν θέλουμε να αποτρέψουμε τη ζοφερή προοπτική εξάντλησης της τετραετίας από την κυβέρνηση και ολοκλήρωσης του μνημονιακού προγράμματος συντριβής των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων, δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μόνο έτσι το εκλογικό "τραύμα" στην κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιηθεί ώστε να την ανατρέψουμε.
Η "στροφή στο κέντρο" και η εκλογική στασιμότητα
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα κυρίως της εκλογικής ήττας της κυβέρνησης, κι όχι των προωθητικών βημάτων του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα που μεσολάβησε από το σημείο αφετηρίας του Ιουνίου του 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μισή περίπου ποσοστιαία μονάδα πίσω από το ποσοστό του των εκλογών του Ιουνίου του 2012, και το εκλογικό προβάδισμα των περίπου 4 ποσοστιαίων μονάδων οφείλεται αποκλειστικά στη σημαντική εκλογική συρρίκνωση της ΝΔ (κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες) και του ΠΑΣΟΚ (4 ποσοστιαίες μονάδες).
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τη μεγάλη πολιτική και εκλογική φθορά των κομμάτων της μνημονιακής συγκυβέρνησης, αλλά και της ΔΗΜΑΡ που σε σχέση με το 2012 έχασε περίπου 5,5 ποσοστιαίες μονάδες, είναι αποφασιστικός δείκτης αδυναμίας για διεύρυνση της εκλογικής, πολιτικής και εν τέλει κοινωνικής δυναμικής από το σημείο αφετηρίας του 2012 και μέχρι σήμερα.
Το γεγονός αυτό έχει, πέρα από τις βαθύτερες, άμεσες πολιτικές συνέπειες: με δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ άντεξε και καθώς η κρίση και αποδυνάμωση των κομμάτων της συγκυβέρνησης δεν κατευθύνθηκε προς τα αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς το φιλελεύθερο κέντρο, τα δεξιά και τη Χρυσή Αυγή, διευρύνοντας τον αστερισμό των διάφορων πολιτικών "μπαλαντέρ", η κυβέρνηση έχει πολλές κοινοβουλευτικές και πολιτικές εφεδρείες τις οποίες με κατάλληλους χειρισμούς μπορεί να αξιοποιήσει για να μακροημερεύσει στην εξουσία. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ χάρη στις επιλογές της ηγεσίας του, έχοντας ήδη δημιουργήσει κενό στ’ αριστερά του και υπονομεύσει τις προοπτικές ενιαίου μετώπου της Αριστεράς, έχοντας υιοθετήσει τη γραμμή της διεύρυνσης προς το πολιτικό Κέντρο, ηττήθηκε σκληρά σε αυτό το ζήτημα στις εκλογές: οι υποτιθέμενες «φιλο-ΣΥΡΙΖΑ» και εν δυνάμει σύμμαχες πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της κεντροαριστεράς υπέστησαν δεινή εκλογική - πολιτική ήττα. Η ΔΗΜΑΡ διαλύεται, το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε κατά κράτος (μαζί με τη ΔΗΜΑΡ) από την Ελιά του Βενιζέλου, η καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ είναι αναγκασμένη να λουφάξει καθώς δεν δημιουργούνται όροι πτώσης της κυβέρνησης. Οι υποτιθέμενες πολιτικές εφεδρείες προς το κέντρο και την κεντροαριστερά εξαερώνονται και απομένει μόνο η ζημιά που έγινε προς τα αριστερά και το πολιτικό κενό στ’ αριστερά.
Η πολιτική γραμμή της ηγεσίας για διεύρυνση προς το κέντρο και η γραμμή πολιτικών συμμαχιών και δημιουργίας πολιτικών εφεδρειών που εξαιρούσε από τους εν δυνάμει συμμάχους -εκτός από τη Χρυσή Αυγή- μόνο τους κυβερνητικούς «μερκελιστές» («σαμαρική Δεξιά» και «βενιζελικό ΠΑΣΟΚ») ηττήθηκε κατά κράτος.
Απώλειες στ' αριστερά
Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει την εκλογική, πολιτική και κοινωνική δυναμική του, ξεκινώντας από το αφετηριακό σημείο του Ιουνίου του 2012, βρήκε το εκλογικό της αποτύπωμα σε ένα πολύπλευρο «κενό αριστερής πολιτικής" το οποίο εν μέρει έγινε "κενό στ’ αριστερά» και εν μέρει "τυφλή διασπορά" σε διάφορες κατευθύνσεις:
- Επιστροφή ψηφοφόρων στα άλλα κόμματα της Αριστεράς: Ποσοστό 0,4% επαναπατρίστηκε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλο 1,6% στο ΚΚΕ, συνολικά 2%.
- Απώλειες στα εργατικά και πληβειακά στρώματα και τη νεολαία: Τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 στις εκλογικές περιφέρειες με πλειοψηφικό εργατικό - πληβειακό στοιχείο (-2% στη Β' Αθηνών, -4% στη Β' Πειραιώς, -3,2% στο Υπόλοιπο Αττικής, -1,2% στην Α' Θεσσαλονίκης και -0,93% στη Β' Θεσσαλονίκης), παρέμειναν στάσιμα σε περιφέρειες κοντά στην Αττική που έχουν "βιογραφικό" βιομηχανικών ζωνών, αποβιομηχάνισης και υψηλής ανεργίας (Βοιωτία, Εύβοια), παρέμειναν συνολικά στάσιμα σε περιοχές που για πολιτικούς και ιστορικούς λόγους ευνοούνταν μεγάλη άνοδος όπως η Κρήτη (+0,11% στο Ηράκλειο, -2,1% στα Χανιά, +1% στο Λασίθι, +0,06% στο Ρέθυμνο). Στην Α' Αθηνών υπήρξε στασιμότητα (+0,08%), ενώ αυτές οι ποσοστιαίες απώλειες αντισταθμίστηκαν με μια σχεδόν γενική άνοδο στις αγροτικές περιοχές από 1 έως και 3 ποσοστιαίες μονάδες και μεσοσταθμικά περί το 2%. Το συνολικό ισοζύγιο όλων αυτών έφερε τη μείωση του συνολικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα. Στο βαθμό που τη διετία ανάμεσα στο 2012 και το 2014 το άνοιγμα στο "πολιτικό κέντρο" σήμαινε και άνοιγμα στο "κοινωνικό κέντρο", το αποτέλεσμα ήταν μεγάλες απώλειες στην επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ σε εργατικά και πληβειακά στρώματα και μια αρχόμενη αλλά σαφής τάση για εξισορρόπηση των ποσοστών του σε πιο διαταξική κατεύθυνση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογικές περιφέρειες με πλειοψηφικό το εργατικό και πληβειακό στοιχείο παρατηρείται η υψηλότερη ποσοστιαία άνοδος των ποσοτών του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και της Χρυσής Αυγής...
- Ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά "χωρίς εμπιστοσύνη": Το 2012 η μεγάλη μάζα των νέων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ πλησίασε τον ΣΥΡΙΖΑ με "υγιή σκεπτικισμό", αλλά συσπειρώθηκε γύρω του με ελπίδα και ενθουσιασμό στο πλαίσιο ενός πολιτικού σχεδίου ρήξης. Δύο χρόνια μετά, ένα αξιόλογο μέρος αυτών των ψηφοφόρων (απ' αυτούς που δεν χάθηκαν) ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ "χωρίς αυταπάτες", απλώς για να τιμωρήσει τους Σαμαρά - Βενιζέλο και με την ελπίδα ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης. Η γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Ιούνιο του 2012 αποθάρρυνε και αποσυσπείρωσε το πιο ριζοσπαστικό τμήμα των ψηφοφόρων του, που δεν ήταν απλώς ψηφοφόροι αλλά κομμάτι της πλατιάς πολιτικής και κοινωνικής πρωτοπορίας των αγώνων ενάντια στα μνημόνια. Έτσι, δεν έχουμε μόνο εκλογικές απώλειες απ' τ' αριστερά και προς τα αριστερά, αλλά και αποθάρρυνση και αποσυσπείρωση όσων παρέμειναν, δηλαδή μια γενικά αποδυνάμωση του πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ δυνάμεων που εκπροσωπεί και συσπειρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
- Μια άλλη κατηγορία ουσιαστικών απωλειών ήταν ο κόσμος που έπαψε να εμπνέεται (όχι με δική του ευθύνη) από τον ΣΥΡΙΖΑ και, εξαιτίας της γραμμής που επικράτησε ύστερα από τον Ιούνιο του 2012, έμεινε έκθετος στο δημοσκοπικό "μασάζ" και την προπαγάνδα των ιδεολόγων του συστήματος και κερδήθηκε είτε από την αποχή είτε από την "αντισυστημική" δημαγωγία των φασιστών της Χρυσής Αυγής είτε από πολιτικές εκδοχές φιλελεύθερης πολιτικής αφασίας όπως το Ποτάμι. Η νεολαία βρέθηκε ιδιαίτερα έκθετη σε όλες αυτές τις κατηγορίες πιέσεων, ιδιαίτερα όμως στην πολιτική αφασία και τη φασιστική δημαγωγία.
Επομένως, πίσω από το αριθμητικό δεδομένο της υποχώρησης του συνολικού εκλογικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, κρύβεται μια πολύπλευρη οπισθοχώρηση και μια πολύ μεγαλύτερη "ζημιά" η οποία εγκυμονεί άμεσους και θανάσιμους κινδύνους για το μέλλον του εγχειρήματός μας.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής
Το γεγονός ότι το ποσοστό της Χρυσής Αυγής αυξήθηκε σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (από 6,92% σε 9,40%) ύστερα από τη φυλάκιση της ηγεσίας της και τις ποινικές διώξεις εναντίον στελεχών της και ύστερα από τον αποκλεισμό της από τα αστικά μίντια, αλλά και η κατανομή της εκλογικής της δύναμης, οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:
- Ο θεσμικός αντιφασισμός του "συνταγματικού τόξου" απέτυχε παταγωδώς όχι μόνο να "ξεριζώσει" το "φαινόμενο" από την κοινωνία, αλλά έστω να περιορίσει εκλογικά το ναζιστικό πολιτικό ρεύμα. Η καιροσκοπική "επιχείρηση εξάρθρωσης" της Χρυσής Αυγή των Σαμαρά - Δένδια απλώς περιόρισε τη διαφαινόμενη δυναμική ανόδου της Χρυσής Αυγής και απέτρεψε την ανάδειξή της σε εν δυνάμει ηγεμονική δύναμη στο αστικό πολιτικό μπλοκ και έσωσε τη ΝΔΕ από συντριβή. Στο βαθμό που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά γενικότερα στήριξαν υπερβολικές ελπίδες για την αντιμετώπιση ή και τη συντριβή της Χρυσής Αυγής μέσω του θεσμικού αντιφασισμού του "συνταγματικού τόξου", είναι υποχρεωτικό τώρα να ανασθεωρήσουν τις απόψεις τους: ο φασισμός σαν μαζικό πολιτικό ρεύμα γεννιέται από κοινωνικές και πολιτικές αιτίες στις περιόδους δομικών κρίσεων και δεν αντιμετωπίζεται ούτε ξεριζώνεται με το θεσμικό αντιφασισμό αλλά από το αντιφασιστικό κίνημα και την Αριστερά, που πρέπει να τον αντιμετωπίσουν με την αντιφασιστική προπαγάνδα αλλά και στην κοινωνία, τους μαζικούς χώρους και το δρόμο.
- Η εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής σηματοδοτεί ένα εντυπωσιακό come back της ναζιστικής οργάνωσης, που πρέπει να σημάνει συναγερμό στην Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα.
- Τα εκλογικά αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής δείχνουν ότι αναπτύσσεται ταχύτερα εκεί που συνδυάζεται σε εντονότερο βαθμό η κοινωνική απελπισία της φτώχειας, της ανεργίας και της συντριβής μικροαστικών στρωμάτων με το κενό αριστερής αντισυστημικής πολιτικής, ότι καταλαμβάνει ταχύτερα "εδάφη" εκεί και στο βαθμό που υποχωρεί η Αριστερά. Έτσι, η μεγαλύτερη εκλογική άνοδος της Χ.Α. παρατηρείται στην Α' και Β' Θεσσαλονίκης, στην Α' Αθηνών και το Υπόλοιπο Αττικής και σε αγροτικές περιοχές με μεγάλα προβλήματα φτώχειας και ανεργίας (όπως η Αιτωλοακαρνανία). Στην Α' Αθηνών και στην Α' και Β' Πειραιά η αύξηση του πσοσοτού της κινείται κοντά στην αύξηση του συνολικού της ποσοστού (μία από τις αιτίες είναι και το μεγαλύτερο μέρος της υποχώρησης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ "απορροφήθηκε" απ' την αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που σε αυτές τις περειφέρειες κινήθηκε πάνω από το επίπεδο της αύξησης τοιυ συνολικού τους εκλογικού ποσοστού.
Το συμπέρασμα είναι διπλό: Πρώτο, ο φασισμός μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον κινηματικό αντιφασισμό του κινήματος και της Αριστεράς και όχι με το θεσμικό αντιφασισμό του "συνταγματικού τόξου" και το "δημοκρατικό μέτωπο" με μνημονιακές δυνάμεις. Δεύτερο, η στρατηγική της στροφής προς το κέντρο και της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, η απουσία αρισετρής αντισυστημικής πολιτικής, αφήνει διαρκώς μεγαλύτερο χώρο επιρροής για τους φασίστες. Που, σε περίπτωση συνολικότερης ήττας του σχεδίου ρήξης και ανατροπής, θα αναπτυχθούν ραγδαία, με θανάσιμες επιπτώσεις για το κίνημα και την Αριστερά.
Τα αποτελέσματα στην Ευρώπη
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. ανέδειξαν ξανά κυρίαρχη τη συμπαγή πλειοψηφία της ευρωπαϊκής Δεξιάς και των σοσιαλδημοκρατών που διαχειρίσεται με μνημόνια και πανευρωπαϊκή λιτότητα την κρίση. Το συγκλονιστικό νέο στοιχείο όμως είναι η θεαματική άνοδος της εθνικιστικής και φασίζουσας ακροδεξιάς αλλά και καθαρά φασιστικών κομμάτων. Μια ματιά στις επιδόσεις των ακροδεξιών εθνικιστών μπορεί να πείσει για την έκταση του προβλήματος: Γαλλία: 25%, Μ. Βρετανία: 22%, Δανία: 23%, Αυστρία: 20%, Βέλγιο: 31,9% (φλαμανδική αποσχιστική ακροδεξιά), Ουγγαρία: 15%, Φινλανδία: 13%. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε το 9,4% της Χρυσής Αυγής, που "μετράει" πολύ περισσότερο, αφού πρόκειται για καθαρά ναζιστικό κόμμα, αλλά και το 2,7% του ΛΑΟΣ.
Η μεγάλη αύξηση της επιρροής της εθνικιστικής και φασίζουσας ακροδεξιάς, αλλά και η διαρκής ισχυροποίηση καθαρά ναζιστικών κομμάτων (ακόμη και αν, όπως στην Ουκρανία, δεν πήραν υψηλά εκλογικά ποσοστά), διαμορφώνουν ένα επικίνδυνα αρνητικό πολιτικό συσχετισμό για τα κινήματα και την Αριστερά στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η Αριστερά πέτυχε μια ποσοστιαία σημαντική άνοδο, πιάνοντας το στόχο της αύξησης του αριθμού των ευρωβουλευτών της Ευρωομάδας της Αριστεράς από 35 σε περίπου 55. Όμως το γεγονός παραμένει: η δυσαρέσκεια απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και την ανεξέλεγκτη "ολιγαρχία" των Βρυξελλών εκφράστηκε κυρίαρχα προς την εθνικιστική ακροδεξιά και το φασισμό και όχι προς την Αριστερά.
Από τα δεδομένα αυτά προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Η Αριστερά δεν μπορεί να καρπωθεί ηγεμονικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την αντιδημοκρατική ευρωπαϊκή "διακυβέρνηση", τις πολιτικές λιτότητας, την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί δεν έχει χειραφετηθεί από την πολιτική κατεύθυνση των κεντροαριστερών κυβερνητικών πειραμάτων ή συμμαχιών και έτσι δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση της και να εκφράσει δυναμικά αυτή τη δυσαρέσκεια. Η πολιτική "αίγλη" και το "υπόδειγμα" του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες αυτής της παραμένουσας κρίσης προσανατολισμού. Δεύτερο, γιατί εξακολουθεί στη συντριπτική της πλειονότητα να υποτάσσεται σε έναν χωρίς κανένα περιεχόμενο πλέον και ηθικολογικού χαρακτήρα "ευρωπαϊσμό" και να μη θέλει να έρθει σε ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε., αφήνοντας τα περιθώρια στην εθνικιστική ακροδεξιά και το φασισμό να ασκούν μαζική και αποτελεσματική δημαγωγία.
- Η κυρίαρχη στον ΣΥΡΙΖΑ γραμμή της "ευρωπαϊκής λύσης" με αναδιαπραγμάτευση στα ζητήματα του χρέους, των μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας, εξαρχής θεμελιακά λαθεμένη, με την κρίση της ευρωπαϊκής Αριστεράς να παραμένει και τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη να ανατρέπονται προς τα δεξιά, γίνεται πλέον εντελώς ανεδαφική και αδιέξοδη. Από αυτή την άποψη, η γραμμή της αναδιαπραγμάτευσης και "ευρωπαϊκής λύσης" ηττήθηκε καθαρά στις ευρωεκλογές. Η στρατηγική του "αδύναμου κρίκου" αναδεικνύεται πλέον, για ένα λόγο παραπάνω, στη μόνη ρεαλιστική αν θέλουμε να επιμείνουμε στη γραμμή ρήξης με το σύστημα.
Αυτοδιοικητικές εκλογές
Σε αυτές τις εκλογές ήταν πασιφανής η κατάρρευση των μηχανισμών των κομμάτων εξουσίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με αποτέλεσμα οι Σαμαράς - Βενιζέλος να μην μπορούν να οργανώσουν ούτε μικρές ανοιχτές συγκεντρώσεις χειροκροτητών. Καθόλου τυχαία, οι παλιοί, ισχυροί εκλογικοί μηχανισμοί των κομμάτων υποκαταστάθηκαν από προσωπικούς μηχανισμούς υποψηφίων, με τη ρύθμιση για μεγάλη αύξηση του αριθμού των υποψηφίων ώστε να φτάσει να αναλογεί 1 υποψήφιος σε 25-30 ψηφοφόρους!
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, η κρίση στις οργανικές σχέσεις των κομμάτων με την κοινωνία και η κατάρρευση των κομματικών μηχανισμών ακόμη και σαν εκλογικών μηχανισμών οδήγησε στη δημιουργία προσωποπαγών δικτύων και ανθεκτικών γραφειοκρατιών. Έτσι, είχαμε μια διαδικασία σχετικής αυτονόμησης και "κρατικοποίησης" των τοπικών και περιφερειακών κομματικών μηχανισμών, αλλά και "ιδιωτικοποίησης" του κράτους στο επίπεδο τυης αυτοδιοίκησης.
Μια πιο ανοιχτή έκφραση αυτής της "ιδιωτικοποίησης" του αυτοδιοικητικού μηχανισμού είναι ο άμεσος έλεγχος ή η απόπειρα ελέγχου σημαντικών δήμων από παρατάξεις που συγκροτούν και ελέγχουν απευθείας επιχειρηματίες: Μώραλης στον Πειραιά, Μπέος στο Βόλο, Μελισσανίδης στη Ν. Φιλαδέλφεια (με πιο έμμεσο τρόπο), ενώ υπάρχουν και άλλες, λιγότερο γνωστές περιπτώσεις.
Όλες αυτές οι διεργασίες έχουν δημιουργήσει ένα ανθεκτικό "καθεστώς" στον αυτοδιοικητικό μηχανισμό του κράτους που "εκφράζεται" από πρόσωπα στα οποία ισορροπούν τοπικοί και περιφερειακοί μηχανισμοί, γραφειοκρατίες και συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, οι πλέον ανθεκτικές γραφειοκρατίες είναι αυτές που έλκουν την καταγωγή από το ΠΑΣΟΚ, αφού άσκησαν σε μακρόχρονη και αδιάλειπτη σχεδόν βάση διοίκηση σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Γι' αυτό "αυτοδιοικητικά" στελέχη όπως ο Σγουρός, ο Καμίνης κ.λπ. έχουν μια βάση στήριξης ευρύτερη απ' ό,τι κομματικοί υποψήφιοι.
Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτύχαμε ως ΣΥΡΙΖΑ να θραύσουμε και ανατρέψουμε αυτό το "καθεστώς" σε δήμους και περιφέρειες, για τους εξής λόγους:
- Διότι δεν έγινε αντιληπτός ο χαρακτήρας και τη δυναμική αυτών των διεργασιών στον αυτοδιοικητικό μηχανισμό του κράτους και θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι ο χαρακτήρας της μάχης στις αυτοδιοικητικές εκλογές ταυτίζεται με αυτόν στις ευρωεκλογές (που απόκτησαν χαρακτήρα οιονεί εθνικών εκλογών). Το "τρεις κάλπες - μία επιλογή", αντί να σηματοδοτήσει την πολιτικοποίηση και σύνδεση των τριών επιπέδων της εκλογικής αναμέτρησης, κατανοήθηκε εσφαλμένα σαν ταύτιση των όρων της εκλογικής αναμέτρησης και στα τρία επίπεδα, γεννώντας την αυταπάτη ότι θα μπορούσαμε να νικήσουμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές με βασικό εφόδιο τη γενική εκλογική και πολιτική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ.
- Διότι πάσχει και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό από την κρίση του "κομματικού φαινομένου", δηλαδή την αποδυνάμωση των οργανικών σχέσεων με την κοινωνία. Στο ζήτημα της συγκρότησης του κόμματος έχουν γίνει σημαντικά βήματα υποχώρησης στην κατεύθυνση του κόμματος-επικοινωνιακού και εκλογικού μηχανισμού, με έντονα φαινόμενα παραγοντισμού και δημιουργίας προσωποπαγών δικτύων. Οι εξελίξεις στον αυτοδιοικητικό μηχανισμό του κράτους μόνο με ένα δυνατό και ριζωμένο κοινωνικά κόμμα θα μπορούσαν να αποκρουστούν αποτελεσματικά.
- Διότι η αντιφατική διαδικασία σχετικής αυτονόμησης του αυτοδιοικητικού μηχανισμού και των τοπικών κομματικών δικτύων, "κρατικοποίησης" των κομματικών μηχανισμών και "ιδιωτικοποίησης" της αυτοδιοίκησης απαιτεί συγκρότηση πραγματικών, μαζικών και ριζοσπαστικών δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων και κινημάτων, αλλά και μια ριζοσπαστική γραμμή σύγκρουσης με αυτό το "καθεστώς", προϋποθέσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξασφάλισε. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο δεν υπήρξαν τέτοιες προϋποθέσεις, αλλά δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις κατασκευάστηκαν προεκλογικά "στο πόδι", το βάρος έπεσε στον/στην επικεφαλής και έγιναν επιλογές προσώπων με τη λογική της "διεύρυνσης προς το κέντρο", που στοίχισαν.
Η υπόλοιπη Αριστερά και η πολιτική του ενιαίου μετώπου
Τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφενός είχαν καλύτερες επιδόσεις στις αυτοδιοικητικές εκλογές σε σχέση με τις ευρωεκλογές (σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου ίσχυσε το αντίθετο) και αφετέρου ανέκτησαν κάτι λιγότερον από τις μισές εκλογικές απώλειες που είχαν υποστεί τον Ιούνιο του 2012 σε σχέση με το Μάιο του 2012.
Το ΚΚΕ έπεσε από το 8,48% το Μάιο του 2012 στο 4,50% τον Ιούνιο του 2012 και στις τωρινές ευρωεκλογές ανέβηκε στο 6,09%, ανακτώντας ποσοστό 1,6%. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπεσε από 1,19% το Μάιο του 2012 σε 0,33% τον Ιούνιο του 2012 και ανέβηκε στο 0,72% στις ευρωεκλογές, ανακτώντας ποσοστό 0,39%.
Από εδώ βγαίνουν δύο συμπεράσματα: Πρώτο, ότι το κενό στα αριστερά που δημιούργησε η κυρίαρχη γραμμή στον ΣΥΡΙΖΑ "μετατόπισε" ένα ποσοστό σχεδόν 2% από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεύτερο, ότι ταυτόχρονα και παρά την κυρίαρχη πολιτική στον ΣΥΡΙΖΑ, η πίεση πάνω στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει, καθώς ο κόσμος της Αριστεράς βλέπει την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ σαν το μόνο ρεαλιστικό δρόμο για την ανατροπή της μνημονιακής κυβέρνησης. Αντί να διαχειριστούν αυτά τα δύο ζητήματα με την τακτική του ενιαίου μετώπου απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να αντιληφθούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαχειρίζεται απλώς τα δικά του "κομματικά συμφέροντα" αλλά ένα πολιτικό κεφάλαιο και μια λαϊκή "εντολή" που αφορούν τις προοπτικές του συνόλου της Αριστεράς και του κινήματος, αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ με άγονα σεχταριστικό τρόπο (με απόλυτο τρόπο το ΚΚΕ και λιγότερο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Το αποτέλεσμα είναι ότι αντί να ασκούν στον ΣΥΡΙΖΑ πραγματική πίεση από τα αριστερά, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνουν το καλύτερο άλλοθι στη δεξιά προσαρμογή που επιχειρεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα στη γραμμή της αναζήτησης συμμαχιών προς το κέντρο - με τη δικαιολογία ότι η Αριστερά όχι μόνο αρνείται αλλά και κρατάει εντελώς εχθρική στάση, οπότε δεν απομένουν παρά οι συμμαχίες προς τα δεξιά. Από την άλλη, η γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το άλλοθι για τη σεχταριστική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τα "συμμετρικά" αυτά λάθη υπονομεύουν κάθε ουσιαστική δυνατότητα για μια πολιτική ενιαίου μετώπου που θα πολλαπλασίαζε τη δυναμική της Αριστεράς στο σύνολό της. Υπονομεύουν τη δυνατότητα για μαζική αριστερή πολιτική πάνω στο έδαφος της εκλογικής και πολιτικής δυναμικής της Αριστεράς.
Η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και η δήλωση του Π. Κωνσταντίνου για το δεύτερο γύρο στο δήμο της Αθήνας, αλλά και συσπειρώσεις όπως η "Πρωτοβουλία των 1.000", είναι ενθαρρυντικά στοιχεία. Η κρισιμότητα της συγκυρίας όμως απαιτεί πολύ πιο γρήγορα και αποφασιστικά βήματα. Και εδώ αντιστοιχεί ένα σοβαρό μερίδιο ευθύνης για συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση και στον ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα στην Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Άμεσοι και θανάσιμοι κίνδυνοι για το πολιτικό
σχέδιο της κυβέρνησης της Αριστεράς
από την υιοθέτηση της στρατηγικής Μπερλίνγκουερ!
Σταδιακά ύστερα από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, η ηγεσία του κόμματος επέβαλε ένα γενικό πολιτικό προσανατολισμό δεξιάς προσαρμογής, με βασικές συντεταγμένες την αναζήτηση συναινέσεων με το σύστημα ή τμήματά του, την ανάδειξη σε πρώτο πλάνο της "συνεννόησης" με τον "επιχειρηματικό κόσμο", την υποχώρηση σε κρίσιμα σημεία του προγράμματος (για χρέος, τράπεζες, κοινωνικοποιήσεις κ.λπ.), τη στροφή προς το κέντρο για την αναζήτηση συμμαχιών, την κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας αντί για την κυβέρνηση της Αριστεράς, την "ευρωπαϊκή λύση με αναδιαπραγμάτευση" και τελευταία τις δηλώσεις "πίστης" στο ΝΑΤΟ και τη Δύση, την "κοινωνική σωτηρία" που όλο και περισσότερο μοιάζει με "δίχτυ προστασίας" από τις συνέπειες των μνημονίων και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού παρά με ανατροπή της λιτότητας κ.λπ.
Σε διαδικασίες κεντρικών οργάνων του κόμματος, όλα αυτά υποστηρίχτηκαν με πολιτικές και θεωρητικές αναφορές στη στρατηγική του Μπερλίνγουερ και του ιταλικού Κ.Κ. της δεκαετίας του '70 και με επιχειρήματα ότι η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει, ακόμη και αν έχει αυτοδυναμία με μεγάλο ποσοστό, χωρίς πολιτικές συναινέσεις και συμμαχίες που να αντιστοιχούν σε ένα ποσοστό 60-70%! Δεν πρόκειται λοιπόν για τακτικούς πειραματισμούς και αστοχίες, αλλά για στρατηγική, που αντλεί την έμπνευσή της από τον ιταλικό "ιστορικό συμβιβασμό".
Η στρατηγική αυτή, και το πολιτικό σχέδιο που εμπνέεται απ' αυτή, στηρίζεται σε δύο βασικές παραδοχές, στα γνωστά από την ιστορία "δύο δεν": α. Δεν μπορούμε να δώσουμε τη μάχη για την εξουσία, αλλά σε ένα πρώτο "στάδιο" θα κάνουμε "αριστερή διακυβέρνηση" για την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. β. Δεν μπορούμε να παλέψουμε για το σοσιαλισμό και να πάρουμε σοσιαλιστικά μέτρα (δηλαδή μέτρα αμφισβήτησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας), αλλά σε ένα πρώτο "στάδιο" θα κάνουμε φιλολαϊκή "παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας". Όταν το σχέδιο της κυβέρνησης της Αριστεράς οριοθετείται με αυτό τον τρόπο (δεν θα αμφισβητήσουμε την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία - "σε αυτό το στάδιο"), τότε μετατρέπεται αναπόφευκτα σε ένα σχέδιο "αριστερής και φιλολαϊκής διαχείρισης" του καπιταλισμού σε κρίση. Που αναπόφευκτα -και ανεξάρτητα από προθέσεις- θα εκφυλιστεί πολύ γρήγορα σε διαχείριση της λιτότητας από την Αριστερά, όπως ακριβώς στην Ιταλία τη δεκαετία του '70 έγινε υποστήριξη των προγραμμάτων λιτότητας από το ιταλικό Κ.Κ.
Έτσι εξηγούνται απόλυτα και αποκτούν το νόημά τους όσα έγιναν αλλά και όσα δεν έγιναν αυτά τα δύο χρόνια: Ότι παραβιάζονταν συστηματικά οι αποφάσεις του συνεδρίου με πυκνές δημόσιες εκφωνήσεις κεντρικών κομματικών στελεχών μέσα από τα μίντια, ότι καλλιεργούνταν συστηματικά μειωμένες προσδοκίες στον κόσμο, ότι αντί για "κόμμα των μελών" με ζωντανές και συλλογικές διαδικασίες και μάχιμες και γειωμένες στην κοινωνία και τα κινήματα οργανώσεις, είχαμε μια διαρκή εκφυλιστική μετάλλαξη σε "κόμμα του προέδρου" (που, οπλισμένος με την καταστατική ρύθμιση ότι εκλέγεται και λογοδοτεί στο Συνέδριο και όχι στην Κ.Ε., προκαταλαμβάνει συχνά τα συλλογικά όργανα του κόμματος), κόμμα εκλογικό μηχανισμό (που σε αυτές τις εκλογές πολιορκήθηκε μαζικά από τον παραγοντισμό), κόμμα με διαρκώς ενισχυόμενα φαινόμενα προσωπικών στρατηγικών και εκφυλισμού των συλλογικών του οργάνων, ότι η πολιτική του κόμματος εξαντλείται όλο και περισσότερο στην κοινοβουλευτική δουλειά και στην επικοινωνιακή τρακτική ενώ οι δυνατότητες κινητοποίησης και ο βαθμός εμπλοκής στα κινήματα μειώνονται σταθερά κ.λπ. κ.λπ.
Όλα αυτά άφησαν τα εκφυλιστικά τους αποτυπώματα στο κίνημα, στο κόμμα, στην εκλογική και πολιτική δυναμική, στις ριζοσπαστικές διαθέσεις της μαζικής κοινωνικής πρωτοπορίας. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιήσει ή να αυξήσει έστω και λίγο το εκλογικό του ποσοστό του Ιουνίου του 2012, με βάση και την ανάγνωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτής της αδυναμίας, οφείλεται ακριβώς στις εκφυλιστικές συνέπειες υλοποίησης με επιταχυνόμενους ρυθμούς αυτού του λαθεμένου γενικού πολιτικού προσανατολισμού την τελευταία διετία.
Όλα αυτά συσσώρευσαν ήδη σημαντικές φθορές, που αποτυπώθηκαν και εκλογικά, και βαραίνουν πλέον καταλυτικά. Το ότι αντέχουμε ακόμη, είναι απόδειξη της τεράστιας ριζοσπαστικής δυναμικής που γέννησε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια σε συνδυασμό με τη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που μεταφράζεται και σε οξεία πολιτική κρίση των αστικών κομμάτων και γρήγορη αποδυνάμωση των διαδοχικών μνημονιακών κυβερνήσεων. Αλλά αυτή η πολιτική δυναμική, αυτό το πολιτικό κεφάλαιο, εξαντλείται πλέον σταδιακά και δεν μπορούμε μονίμως να βασιζόμαστε στην ανατροφοδότησή της από την κρίση του αντιπάλου. Τώρα κι όχι αύριο, είναι η στιγμή για γενική στροφή στην πολιτική του κόμματος προς τα αριστερά, για βαθιά ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής μας στην κατεύθυνση της κυβέρνησης της Αριστεράς σαν πρώτου βήματος για τη ρήξη με το σύστημα, για οικοδόμηση του κόμματος σαν μαχόμενου "εργαλείου" για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Τι να κάνουμε
Αυτός ο γενικός προσανατολισμός πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και να στηριχτεί στις εξής επιλογές, ξεκινώντας από αυτές που έχουν τον πιο άμεσο χαρακτήρα:
1. Η πίεση στην κυβέρνηση ότι δεν νομιμοποιείται να κυβερνά, να πάρει νέα μέτρα και σημαντικές αποφάσεις, πρέπει να κλιμακωθεί. Η απεύθυνση στην Αριστερά για από κοινού πίεση σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να είναι πιεστική και ουσιαστική, συνδυασμένη με έκκληση για κοινό σχεδιασμό στήριξης και ανάταξης των κοινωνικών αντιστάσεων και διάλογο πάνω στο πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Να ληφθούν άμεσα πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η πίεση στην κυβέρνηση πως δεν νομιμοποιείται να κυβερνά αποσκοπεί στην πτώση της και σε άμεσες εκλογές και όχι στη διαμόρφωση πλαισίου άτυπης "συγκυβέρνησης", συνευθύνης στις "μεγάλες αποφάσεις" και εθνικών συναινέσεων. Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί οποιαδήποτε επιστροφή στην τακτική του "ώριμου φρούτου".
2. Πρέπει να επιβληθεί σαν απόλυτη προτεραιότητα της κομματικής δουλειάς η οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων, η συνδικαλιστική, πολιτική και ιδεολογική δουλειά στην κοινωνία και τους μαζικούς χώρους. Η κοινοβουλευτική δουλειά και η επικοινωνία πρέπει να λογοδοτούν σε αυτό τον προσανατολισμό και να πάψουν να είναι η κυρίαρχη αν όχι αποκλειστική δραστηριότητα του κεντρικού στελεχικού δυναμικού του κόμματος.
3. Αποκατάσταση των συλλογικών διαδικασιών στο κόμμα: Ο εκφυλισμός των συλλογικών οργάνων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο αν γίνουν τα πραγματικά κέντρα πολιτικού σχεδιασμού και αποφάσεων, ενάντια στη λογική των "συμβούλων", ενάντια στις αυθαίρετες εκφωνήσεις κεντρικών στελεχών από τα μίντια πολιτικών και προγραμματικών θέσεων που παραβιάζουν τις συλλογικές αποφάσεις. Πρέπει να υπάρξει αποφασιστικό χτύπημα στον παραγοντισμό σε όλα τα επίπεδα της κομματικής λειτουργίας, από την κορυφή μέχρι τη βάση. Και πρέπει να ξεριζωθεί αυτό που επιτρέπει να εκλέγεται ευρωβουλευτής ο Χρυσόγονος και παραλίγο ο Κούλογλου και να μένουν έξω ο Χουντής και άλλα σημαντικά κομματικά στελέχη, αυτό που ευνοεί και αναδεικνύει τους "επώνυμους" συνεργαζόμενους σε βάρος αγωνιστών/στριών των κινημάτων, της Αριστεράς και του κόμματος, αυτό που λειτουργεί σαν "μηχανισμός" ανάδειξης σε θέσεις ευθύνης παραγόντων που στριμώχνονται γύρω και μέσα στο κόμμα.
4. Ριζική αλλαγή πλεύσης στο ζήτημα των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών: Αντί για τη "διεύρυνση" προς το "πολιτικό και κοινωνικό κέντρο", χρειαζόμαστε μια πολιτική διεύρυνσης "προς τα κάτω και προς τα αριστερά". Υπάρχουν μαζικές κοινωνικές εφεδρείες στα εργατικά, λαϊκά και πληβειακά στρώματα και στη νεολαία, που όχι μόνο δεν έχουμε κερδίσει, αλλά ούτε καν έχουμε αγγίξει. Αντίθετα, τις απογοητεύουμε με ασκήσεις "πολιτικού ρεαλισμού". Όσο για τις πολιτικές συμμαχίες στα αριστερά, με μια τέτοια συνεπή γραμμή και συστηματική πίεση, θα κερδίσουμε αξιοπιστία στη βάση των αριστερών κομμάτων και μέσω αυτής θα πιέσουμε αποφασιστικά και τις ηγεσίες, ιδιαίτερα του ΚΚΕ, στην κατεύθυνση του ενιαίου μετώπου. Αν είχαμε αποφύγει έστω και μόνο τις απώλειες προς τα αριστερά και τις απώλειες στις εκλογικές περιφέρειες με κυρίαρχο το εργατικό και πληβειακό στοιχείο, τώρα θα μιλούσαμε για μια μεγάλη νίκη που θα είχε "τελειώσει" τη μνημονιακή κυβέρνηση.
5. Η δέσμευση ότι η πρώτη πράξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι να καταργήσει τα μνημόνια και τους 400 εφαρμοστικούς τους νόμους στη Βουλή με νόμο σε ένα άρθρο θα πρέπει να παγιωθεί και να προστατευτεί από οποιαδήποτε σχετικοποίηση και υπονόμευση.
6. Δέσμευση σε ένα πρόγραμμα έμεσων μέτρων που ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξαγγείλει ότι θα εφαρμόσει στο πρώτο διάστημα της ανάληψης της κυβέρνησης. Μιλούμε για άμεσα μέτρα και όχι για αντικατάσταση του προγράμματος ανατροπής της λιτότητας από το "δίχτυ προστασίας". Η άμεση επάνοδος του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, η άμεση αύξηση των κατώτερων συντάξεων, η αύξηση του επιδόματος ανεργίας και η αποφασιστική διεύρυνση του αριθμού των δικαιούχων, η άμεση επάνοδος του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων στα προ των μνημονίων δεδομένα, η κατάργηση όλων των ρυθμίσεων που ιδιωτικοποιούν υγεία και παιδεία κ.λπ. είναι μέτρα που ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δεσμευτεί ότι θα περιέχονται στο πρόγραμμα των 100 ημερών.
Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με γενικότερη αριστερή εμβάθυνση στο πρόγραμμα του κόμματος στα κρίσιμα ζητήματα της ακύρωσης των ιδιωτικοποιήσεων και της κοινωνικοποίησης - εθνικοποίησης επιχειρήσεων και στρατηγικών τομέων της οικονομίας, της κοινωνικοποίησης των τραπεζών, της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και της στάσης πληρωμών στους τοκογλύφους, του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στο κράτος και την κοινωνία κ.λπ.
6. Εγκατάλειψη της στρατηγικής της "ευρωπαϊκής λύσης με αναδιαπραγμάτευση" και στροφή στη στρατηγική του "αδύναμου κρίκου". Η μάχη για την αλλαγή των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει ασφαλώς να δοθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους, δεν είναι όμως σε αντίθεση με τη στρατηγική της ρήξης σε εθνικό επίπεδο, με το "δικό μας" καπιταλισμό. Αρκεί η αλλαγή των ευρωπαϊκών συσχετισμών να μην μπαίνει σαν προϋπόθεση. Στο ίδιο πλαίσιο, η πολιτική του κόμματος απέναντι στην Ευρωζώνη πρέπει να επανέλθει στην κατεύθυνση τού "Καμιά θυσία για το ευρώ", "δεν εκβιαζόμαστε", "σε περίπτωση εκβιασμού θέτουμε πάνω από το νόμισμα το πρόγραμμά μας και τις ανάγκες του κόσμου".
Είναι φανερό ότι όλα αυτά εμπνέονται από έναν εντελώς διαφορετικό στρατηγικό προσανατολισμό από αυτόν που έχει επικρατήσει στο κόμμα. Όμως δεν πρόκειται για θεωρητική διαμάχη, αλλά για ζήτημα ζωής και θανάτου, για ζήτημα επιβίωσης του πολιτικού σχεδίου ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης και κυβέρνησης της Αριστεράς. Δεν πρόκειται για μαξιμαλισμό: χωρίς ένα τέτοιο στρατηγικό αναπροσανατολισμό, ούτε τη μνημονιακή κυβέρνηση θα ανατρέψουμε ούτε τη μεγάλη εκλογική νίκη που θα μας προστατεύσει από κυβερνητικές συμμαχίες ανατροπής του προγράμματός μας θα πετύχουμε. Πολύ περισσότερο, δεν θα καταφέρουμε να οργανώσουμε μια νικηφόρα ρήξη με το σύστημα.
Για να κάνουμε αυτή τη ριζοσπαστική στροφή, πρέπει να διώξουμε το "φάντασμα" του Μπερλίνγουερ και του "ιστορικού συμβιβασμού" που στο όνομα των "πλατιών πλειοψηφιών" εκμηδένισε και διέλυσε το πανίσχυρο Κ.Κ. αλλά και την Αριστερά στην Ιταλία. Από την ιταλική εμπειρία πρέπει να διδαχτούμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Το Κ.Κ. Ιταλίας της δεκαετίας του '70 ήταν ένα κόμμα ριζωμένο στην κοινωνία, με παρουσία και παρέμβαση και στο πιο μικρό της κύτταρο. Η ιταλική αστική τάξη, παρά τη δεξιά στροφή και τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του κόμματος, δεν επέτρεψε στο Κ.Κ. να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, φοβούμενη κατά κύριο λόγο το κοινωνικό ρίζωμα του κόμματος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, με το ισχνό κοινωνικό ρίζωμα και την έλλειψη οργανικών σχέσεων με την κοινωνία, οι κίνδυνοι από μια στρατηγική τύπου Μπερλίνγουερ είναι πολύ μεγαλύτεροι.
Οι επόμενοι μήνες αποκτούν πλέον την κρισιμότητα της "τελευταίας ευκαιρίας" για να ξαναμπεί στις ριζοσπαστικές του ράγες το σχέδιο «κυβέρνηση της Αριστεράς» - και εννοούμε κυβέρνηση ρήξης με το σύστημα και όχι αριστερής διαχείρισής του.
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη συζήτηση στο κόμμα για ένα τέτοιο γενικό αναπροσανατολισμό, χωρίς τον οποίο αυτή η τελευταία ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί! Με τίμημα τη γενική και σκληρή αντεπίθεση του συστήματος και μια ιστορική ήττα για το κίνημα και την Αριστερά!
Παρασκευή 30 Μαΐου 2014
ΚΟΚΚΙΝΟ - συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ