Πώς μια "εθνική κρίση" κατέληξε στην πρώτη "έφοδο στον ουρανό".
Στις 18 Μάρτη 1871, στο εξεγερμένο Παρίσι ξεκίνησε για πρώτη φορά στην ιστορία μια προλεταριακή επανάσταση. Οι εργάτες του Παρισιού δοκίμασαν να φτιάξουν μια κοινωνία χωρίς αφεντικά, όπου οι παραγωγοί του πλούτου να είναι ταυτόχρονα και οι αφέντες του και όπου οι αντιπρόσωποι του λαού να είναι άμεσα ανακλητοί ανά πάσα στιγμή. Όλα τα αγαθά της κοινωνίας να διατίθενται για τις ανάγκες των πολλών και κανείς να μην παίρνει μισθό πάνω από αυτόν του ειδικευμένου εργάτη.
Το πείραμα αυτό κράτησε 72 μέρες σε μια πόλη 2 εκατομμυρίων ανθρώπων και συντρίφτηκε μέσα σε ένα απίστευτο λουτρό αίματος, που οργάνωσαν οι πλούσιοι της Γαλλίας κατά των ταπεινών. Αυτό ήταν η Κομούνα του Παρισιού.
Η «εθνική κρίση»
Αυτή η έκρηξη ταξικής συνειδητότητας και αυτενέργειας των μαζών ξεκίνησε από μια «εθνική περιπέτεια». Το 1870 ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Λουδοβίκος Βοναπάρτης ξεκίνησε έναν τυχοδιωκτικό πόλεμο ενάντια στην Πρωσία, προσπαθώντας να εμποδίσει την ενοποίηση των γερμανικών κρατιδίων. Ο γαλλικός στρατός κατατροπώθηκε σε μια σειρά μαχών σε πέντε εβδομάδες, και τέλος στο Σεντάν, την 1η Σεπτέμβρη του 1870, ο ίδιος ο Γάλλος αυτοκράτορας και 83.000 στρατιώτες παραδόθηκαν στους Πρώσους. Η γαλλική αυτοκρατορία καταρρέει αμέσως, ενώ στις 4 Σεπτέμβρη στο Παρίσι, κάτω από τον λαϊκό ξεσηκωμό που πολιορκεί την Εθνοσυνέλευση, αναλαμβάνει μια κυβέρνηση «εθνικής άμυνας» να οργανώσει την αντίσταση στα γερμανικά στρατεύματα που προελαύνουν.
Όμως η νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβάται πολύ περισσότερο τους εργάτες του Παρισιού από τους Πρώσους στρατιώτες. Όλοι οι πλούσιοι Παριζιάνοι εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα από τις αρχές Σεπτέμβρη. Η Εθνοσυνέλευση μετακομίζει στο Μπορντό. Η ίδια η σύνθεσή της, από τη βαθιά συντηρητική Δεξιά έως την ακροδεξιά, προμηνύει μόνο κάθετη σύγκρουση με το επαναστατικό εργατικό πνεύμα που επικρατεί στο Παρίσι.
Οι Πρώσοι, ύστερα από πολιορκία τεσσάρων μηνών μπαίνουν στο Παρίσι, αλλά η Εθνοφρουρά, αποτελούμενη από τους εργάτες και τους μικρομαγαζάτορες της πόλης, τους απωθεί και τους περιορίζει σε ένα μικρό μέρος του Παρισιού.
Αλλά o Θιέρσος μοιράζει τα παράσημα στους στρατηγούς της βορειοανατολικής Γαλλίας που χάνουν όλες τις μάχες και με κάθε τρόπο σαμποτάρει συστηματικά την άμυνα του Παρισιού. Η Εθνοφρουρά και ο λαός του Παρισιού αποκαλούν την αστική τάξη «λιποτάκτες» (Francs-fileurs) και την κυβέρνηση «συνθηκολόγους» (capitulards).
Η κυβέρνηση της υποτιθέμενης «εθνικής άμυνας» οργανώνει μόνο πανωλεθρίες. Στη μάχη του Μετζ αιχμαλωτίζονται 180.000 Γάλλοι στρατιώτες και ο πόλεμος τελειώνει με τη συνθηκολόγηση στις 17 Φλεβάρη 1871. Η Γαλλία αφοπλίζει το στρατό της και παραδίδει την Αλσατία και τη Λορένη.
Ο Θιέρσος έχει τώρα να αντιμετωπίσει τον κύριο εχθρό του, το ανυπότακτο Παρίσι. Εξουσία στην πόλη σε μεγάλο βαθμό είναι η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, δηλαδή οι εκλεγμένοι και άμεσα ανακλητοί ηγέτες των εργατών εθελοντών της άμυνας του Παρισιού. Η Εθνοσυνέλευση και η κυβέρνηση μετακομίζουν στις Βερσαλίες, έξω από το Παρίσι. Ο Θιέρσος σταματά τη μισθοδοσία της Εθνοφρουράς και οργανώνει στρατιωτική επιδρομή για να καταλάβει τα κανόνια της Μονμάρτρης και της Μπελβίλ. Τα 227 κανόνια της Εθνοφρουράς που βρίσκονταν εκεί ήταν αγορασμένα από εράνους των εργατών και εξάλλου δεν περιλαμβάνονταν στη συμφωνία αφοπλισμού, αλλά η γαλλική αστική τάξη δεν αισθανόταν ασφάλεια με τους εργάτες να διαθέτουν βαρύ οπλισμό.
Η καταδρομική επιχείρηση του Θιέρσου έγινε πριν από τα ξημερώματα της 18ης Μάρτη 1871, με επικεφαλής τους στρατηγούς Λεκόντ και Τομά. Ήταν πλήρης αποτυχία. Οι εθνοφρουροί όχι μόνο απέκρουσαν την επίθεση, αλλά κάλεσαν το λαό του Παρισιού στους δρόμους. Χιλιάδες εργάτες κατέβηκαν στην πλατεία Πιγκάλ, ενώ βγήκε να τους αντιμετωπίσει η κύρια δύναμη τακτικού στρατού του Παρισιού, το 81ο σύνταγμα. Όμως οι φαντάροι συναδελφώθηκαν με τους εργάτες και ανάγκασαν και τους αξιωματικούς να ακολουθήσουν. Το ίδιο απόγευμα οι εξεγερμένοι στρατιώτες οδηγούν στο απόσπασμα τους δύο επικεφαλής στρατηγούς. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει ξεκινήσει.
Στο Παρίσι, στην αρχή κυριαρχούσε απόλυτα το πατριωτικό πνεύμα ανάμεσα στους εθελοντές εθνοφρουρούς. Παρόλο που εκ των πραγμάτων ως φυσικοί ηγέτες των ένοπλων εργατών αναδεικνύονταν σοσιαλιστές και αναρχικοί αγωνιστές, όλα έμοιαζε να τα κυριαρχεί η ιδέα της σωτηρίας της πατρίδας. Ακόμη και η εφημερίδα της ομάδας του Μπλανκί, των πιο ακραίων σοσιαλιστών ριζοσπαστών της εποχής, είχε ονομαστεί «Η πατρίδα κινδυνεύει!»
Παρ’ όλα αυτά, την επαναστατική συνείδηση των εργατών και των εργατριών που την άφηναν κοιμισμένη οι ηγέτες της πρωτοπορίας φρόντισε να την ξυπνήσει η αστική τάξη. Το ταξικό μίσος των πλούσιων ήταν ασύλληπτο, κι ακόμη και στις πιο υποκριτικές στιγμές του ο Θιέρσος, την ώρα που καλούσε το λαό στα όπλα υπέρ τάχα της δημοκρατίας, παραδεχόταν ανοιχτά πως θα χύσει μαζικά το γαλλικό αίμα για να αντιμετωπιστεί η «συνωμοσία του Παρισιού».
Όμως, η στάση του Παρισιού ήταν απίστευτα επιεικής. Όλοι οι αστυνομικοί και οι άνθρωποι του καθεστώτος έφευγαν ανενόχλητοι για τις Βερσαλίες, ενώ αφήνονταν ελεύθεροι μετά τον αφοπλισμό τους ακόμη και οι κατάσκοποι που συλλαμβάνονταν με στολές εθνοφρουρών. Όπως γράφει ο Μαρξ, η περιφρόνηση που ένιωθαν οι εργάτες του Παρισιού για τους αστούς προστάτευε τους δεύτερους από το ταξικό μίσος των πρώτων...
Η «εργατική κυβέρνηση»
Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ήταν η μόνη εξουσία στο Παρίσι για τις επόμενες 8 μέρες. Δεν κίνησε τα στρατεύματά της ενάντια στις Βερσαλίες για να κόψει το απόστημα της αστικής τάξης, την ώρα που ήταν πολύ εύκολο να κοπεί. Αντίθετα, προσπάθησε να κάνει εκείνες τις υποδειγματικές ενέργειες που θα έπειθαν τους φτωχούς στη Γαλλία και τον κόσμο να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Έτσι οργάνωσε εκλογές στο Παρίσι για τις 26 Μάρτη.
Αυτή η αφελής μεγαλοψυχία απέναντι στα αφεντικά θα πληρωθεί στη συνέχεια με το αίμα δεκάδων χιλιάδων εργατών του Παρισιού...
Η νέα εργατική κυβέρνηση του Παρισιού, η Κομούνα, ήταν ξεκάθαρα κυβέρνηση ταξικής μονομέρειας. Όλα τα μέτρα που πήρε ήταν για να ανακουφιστούν οι φτωχοί και να λειτουργήσει στοιχειωδώς η πόλη. Η Κομούνα κατάργησε τα χρέη από ενοίκια, τη νυχτερινή εργασία, ανέβαλε την καταβολή των χρεών, καθιέρωσε τη δεκάωρη εργασία (που ήταν πρόοδος σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς), χώρισε την εκκλησία από το κράτος και έπαψε να πληρώνει τους παπάδες, κατάργησε τον μόνιμο στρατό και την αστυνομία και επέβαλε ανώτερο πλαφόν στους μισθούς ίσο με αυτό του ειδικευμένου εργάτη.
Ένας Γερμανός εργάτης ηγήθηκε στο υπουργείο Εργασίας της Κομούνας, ενώ φρούραρχος του Παρισιού ανέλαβε ο Πολωνός επαναστάτης Ντομπρόφσκι, και διοικητής του ιππικού της και του νότιου τομέα άμυνας ο επίσης Πολωνός Βρομπλέφσκι. Ο διορατικός Ντομπρόφσκι ήταν αυτός που προσπαθούσε επίμονα να πείσει την Κομούνα να εκστρατεύσουν άμεσα κατά των Βερσαλιών. Και ο κατάλογος των αγωνιστών από άλλες χώρες δεν έχει τέλος.
Από τις πρώτες ενέργειες της Κομούνας ήταν να καθιερώσει ως σύμβολό της την κόκκινη σημαία και να γκρεμίσει τη στήλη Βαντόμ (εμβληματικό μνημείο του γαλλικού εθνικισμού).
Όμως το «η τάξη μας μπροστά από το έθνος» εφαρμοζόταν πολύ πιο συστηματικά από τους αστούς και τον Θιέρσο. Όσο ο λαός του Παρισιού έδινε και την τελευταία του πεντάρα για κανόνια για την άμυνα, οι τραπεζίτες, χρηματιστές και στρατηγοί συναγωνίζονταν με τους πολιτικούς για τις πιο ψηλές μίζες σε εξοπλισμούς και προμήθειες για το στρατό. Η «εθνική καταστροφή» της ήττας από την Πρωσία ήταν ανέλπιστο χρυσωρυχείο για την υψηλή κοινωνία και το επιτελείο. Όσο για τη στάση τους απέναντι στον Βίσμαρκ και τον Κάιζερ, ήταν δουλικότητα συνδυασμένη με δόσεις κουτοπονηριάς και κομπασμού.
Ο Βίσμαρκ ανάγκασε τους Γάλλους συνομιλητές του να κάνουν όλη τη βρόμικη δουλειά κατά του εξεγερμένου Παρισιού. Ταυτόχρονα, για να επιτρέψει σε τσιγκούνικες δόσεις τον επανεξοπλισμό του Θιέρσου και την επιστροφή στο στρατό των Βερσαλιών όσων Γάλλων αιχμαλώτων ήταν έμπιστοι εχθροί της Κομούνας, επέβαλε όλους τους όρους του σε πλήρη αναλγησία.
Και η γαλλική αστική τάξη δέχτηκε τα πάντα, για να μπορέσει να συντρίψει το Παρίσι...
Φυσικά η Κομούνα, η πρώτη στον κόσμο «έφοδος στον ουρανό» του προλεταριάτου, ήταν επόμενο να διαπράξει και σφάλματα και να αποδειχθεί απροετοίμαστη. Άφησε όλο το χρόνο στην αστική τάξη να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Ταυτόχρονα, οι κομουνάροι «σεβάστηκαν» την αστική νομιμότητα αρνούμενοι να κατασχέσουν τα αποθέματα της Τράπεζας της Γαλλίας, που «στα χέρια της Κομούνας άξιζαν πάνω από 10.000 ομήρους», όπως σημείωνε ο Ένγκελς. Η Τράπεζα της Γαλλίας φυσικά συνέχιζε να χρηματοδοτεί το Θιέρσο, ώσπου έπεσε η αιματηρή αυλαία της τελευταίας «ματωμένης εβδομάδας» με το κρεσέντο της σφαγής των εργατών.
Η Κομούνα προσπάθησε να αντιμετωπίσει την «εθνική καταστροφή», δηλαδή την ανικανότητα της γαλλικής αστικής τάξης να βγει από το αδιέξοδο που η ίδια δημιούργησε. Δεν τα κατάφερε, γιατί πέρα από τις υποδειγματικές δράσεις υπέρ των φτωχών χρειαζόταν και άγρια αποφασιστικότητα απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς των πλούσιων κηφήνων.
Και όπως σε κάθε «εθνική κρίση» όπου δεν δίνεται λύση από τα κάτω και τα αριστερά, το τέλος της κρίσης ήταν το ανελέητο ξεσάλωμα της αντίδρασης και της αντεπανάστασης...