Η νέα φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Η συνάντηση του Γ. Γεραπετρίτη με τον Τούρκο υπ. Εξ., Χακάν Φιντάν, στην Αθήνα στις 8 Νοέμβρη αναμένεται σαν μια σημαντική «στιγμή» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Όχι τόσο ως προς την επιδίωξη για συγκεκριμένα αποτελέσματα που απ’ όλες τις πλευρές θεωρούνται πρόωρα. Κυρίως ως προς το ερώτημα αν οι δύο κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες κυρίαρχες τάξεις πίσω τους, έχοντας συνειδητοποιήσει τις μεγάλες αλλαγές στο γενικότερο διεθνές πλαίσιο που επηρεάζει σημαντικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, επιλέγουν να ανοίξουν μια σταδιακή υπέρβαση της μέχρι σήμερα πολιτικής, που έπαιζε μεταξύ της απειλητικής «ακινησίας» και του κινδύνου «θερμής» εκτροπής.
Το πλαίσιο
Ο χασάπης Μπέντζαμιν Νετανιάχου, μιλώντας στο βήμα της ΓΣ του ΟΗΕ παρουσίασε μέσω δύο χαρτών τα κεντρικά γεωπολιτικά διλήμματα στην εκρηκτική περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στο δεξί του χέρι σήκωσε τον χάρτη της απειλής, της «κατάρας». Με μαύρο χρώμα περιλαμβάνονταν το Ιράν, το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος και η Υεμένη. Είναι οι «εχθροί» του κράτους του Ισραήλ που, κατά τον Νετανιάχου, πρέπει να συντριβούν ανελέητα. Στο αριστερό χέρι του κρατούσε τον χάρτη της λύσης, της «ευλογίας». Με κόκκινο χρώμα χαρασσόταν το «τόξο ανάσχεσης» που ενώνει την Ινδία, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα.
Ως προς το μπλοκ της «ευλογίας», δεν πρόκειται για τρέλες του ακροδεξιού σιωνιστή, αλλά για την επίσημη πολιτική όλων αυτών των κρατών, με τη θερμή υποστήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι διπλωματικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί «άξονες» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος), το σύμφωνα 3+1 (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ + ΗΠΑ), το Ενεργειακό Φόρουμ της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, οι πρόσφατες συμφωνίες της ινδικής κυβέρνησης του Μόντι με το ΝΑΤΟ, τον Νετανιάχου και τον Μητσοτάκη, αποδεικνύουν πειστικά ότι το ευρωατλαντικό τόξο μεταξύ Ινδικού Ωκεανού και Ανατολικής Μεσογείου είναι μια υπαρκτή πλέον διπλωματικοστρατιωτική πραγματικότητα και όχι ένα σχέδιο επί χάρτου.
Όμως αυτή η πτυχή, που ανέδειξε ασύστολα ο Νετανιάχου, είναι μόνο η μία πλευρά της πραγματικότητας. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο της Μαδρίτης, στον ευρωπαϊκό χώρο αναπτύχθηκε το χερσαίο «τόξο ανάσχεσης» που αφορά ευθέως τη Ρωσία και στηρίζεται στην Πολωνία, τη Ρουμανία, τα δυτικά Βαλκάνια και την Ελλάδα. Η Αλεξανδρούπολη τότε έγινε η βασική «πύλη» του νατοϊκού διαδρόμου προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανία.
Η σύμπτωση αυτών των δύο «τόξων» στον ελλαδικό χώρο, έχει επιφέρει μια ουσιαστική αναβάθμιση του ελληνικού κράτους μέσα στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Είναι αυτό που λέει ο Γεραπετρίτης («η διεθνής θέση της χώρας είναι σήμερα πιο ισχυρή από ποτέ») όταν εξηγεί την «αυτοπεποίθηση της ελληνικής διπλωματίας». Η εσωτερική ενθουσιώδης ανταπόκριση της κυρίαρχης τάξης (και του πολιτικού προσωπικού της) απέναντι σε αυτήν την «ευκαιρία», φαίνεται στο πρωτοφανές μέγεθος των εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του (με την αγορά «στρατηγικών» όπλων, που ξεπερνούν κατά πολύ τις «αμυντικές» προδιαγραφές). Φαίνεται, επίσης, στην απόλυτη ελευθερία που έδωσαν οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη στον πολλαπλασιασμό και στη διόγκωση των νατοϊκών βάσεων μέσα στον ελλαδικό χώρο. Όμως μέσα στις μεγάλες αλλαγές που πραγματοποιούνται στην περιοχή, υπάρχει ένας άκαμπτος παράγοντας: η γεωγραφία. Στους χάρτες του Νετανιάχου ο ρόλος της Τουρκίας παραμένει απροσδιόριστος μεταξύ της «κατάρας» και της «ευλογίας». Αυτό αντανακλά, σε ένα βαθμό, τις πραγματικότητες μετά από μια μακρά περίοδο «πολυδιάστατης» πολιτικής των κυβερνήσεων Ερντογάν, πολιτικής που επιταχύνθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και την «προτίμηση» που έδειξαν οι ευρωατλαντικοί προς τους πραξικοπηματίες. Όμως όταν μια περιοχή μπαίνει σε πολεμική αναδιάταξη, μειώνονται οι δυνατότητες απροσδιοριστίας. Μετά την ισραηλινή επίθεση στο Λίβανο, συγκλήθηκε στην Άγκυρα το Πολεμικό Συμβούλιο και η μόνη ανακοίνωση που κοινοποιήθηκε ήταν ότι οι αποφάσεις του θα παραμείνουν απόρρητες για μακρά περίοδο. Ο Ερντογάν δήλωσε δημοσίως ότι θα μεταφερθούν σημαντικές ετοιμοπόλεμες δυνάμεις προς τα νότια σύνορα της χώρας και υπογράμμισε ότι η Τουρκία αισθάνεται ότι το δόγμα «Μεγάλο Ισραήλ» την αφορά απειλητικά. Η απειλή είναι κυρίως έμμεση: το να ανοίξει, ερήμην της Τουρκίας, το κουρδικό ζήτημα, με την προοπτική ενός ανεξάρτητου κρατιδίου, είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης της τουρκικής διπλωματίας. Όμως έχει και πιο άμεσες πτυχές: η είσοδος των IDF στο Λίβανο τους φέρνει πιο κοντά στα τουρκικά σύνορα και αυτό δεν είναι ευχάριστο για κανέναν στη Μέση Ανατολή σήμερα.
Η συνισταμένη αυτών των εξελίξεων είναι ότι η τουρκική ηγεσία υποχρεώνεται να συγκεντρώσει την πολιτική και στρατιωτική προσοχή στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά της. Και όλος ο «φωτισμένος» τουρκικός Τύπος φωνάζει ότι αυτό προϋποθέτει να εξομαλυνθούν ή να υποβαθμιστούν τα ζητήματα στα δυτικά, δηλαδή να ελεγχθεί η δυναμική του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά μετά από καιρό, αυτές οι φωνές μεταφράστηκαν και στον ελληνικό Τύπο.
Αυτό είναι το υπόβαθρο της συνάντησης Γεραπετρίτη-Χακάν Φιντάν. Όμως το υπόβαθρο δεν «αποφασίζει». Γιατί πολλές φορές μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει τη δική του αυτόνομη δυναμική και τη δική του επικινδυνότητα.
Τα επίδικα
Τα κρίσιμα επίδικα στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπήρξαν παραδοσιακά το κυπριακό και τα ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το κυπριακό έχει αυτόνομη ιστορία και δυναμική που δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Πάντως, η επικράτηση της στρατηγικής της ανεξαρτησίας στο εσωτερικό της κυπριακής άρχουσας τάξης, η συγκρότηση του κράτους με τις ιδέες της «κυπριακότητας» και συνακόλουθη περιθωριοποίηση των νοσταλγών της Ένωσης, επέφεραν την αλλαγή του καθοριστικού δόγματος στις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου προς την κατεύθυνση «η Λευκωσία αποφασίζει – η Αθήνα συμπαραστέκεται». Η συνέπεια στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ήταν ότι το κέντρο βάρους μεταφέρθηκε στα ζητήματα της κυριαρχίας που παρέμεναν άλυτα από την εποχή της Συνθήκης της Λοζάνης και των διάδοχων συμφώνων μεταξύ των δύο χωρών, υπό τη διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η άποψη που λέει ότι οι λύσεις στα ζητήματα αυτά προκύπτουν αυτόματα από το Διεθνές Δίκαιο είναι ένα πυροτέχνημα για εσωτερική κατανάλωση. Το Διεθνές Δίκαιο προσδιορίζει τα απώτατα όρια των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη θάλασσα, ενώ οδηγεί προς συγκεκριμενοποίηση στην υποχρέωση για διμερείς συμφωνίες και διεθνή αναγνώρισή τους.
Ο καθορισμός των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας στην «εύκολη» περίπτωση του Ιονίου, προέκυψε μετά από μακρές διμερείς διαπραγματεύσεις. Τα ελληνικά χωρικά ύδατα επεκτάθηκαν στα 12 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Πελοποννήσου και των μεγάλων νησιών του Ιονίου, αλλά όχι από το απώτατο δυτικό άκρο της ελληνικής επικράτειας (τις απομακρυσμένες νησίδες Στροφάδια). Σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση της ελληνικής ΑΟΖ στο Ιόνιο, η Ιταλία πήρε το δικαίωμα αλιείας μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, που ισοδυναμεί με το δικαίωμα «ακαταδίωκτου» των ιταλικών πλοίων στο Μυρτώο και στο Αιγαίο. Ο αντίστοιχος καθορισμός με την Αλβανία εκκρεμεί, και πιθανότατα θα παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μετά την απόφαση της Αλβανικής Βουλής να απορρίψει το αποτέλεσμα των διμερών διαπραγματεύσεων ως «λεόντειο» υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Είναι σαφές ότι όσοι μιλούν για «μονομερείς λύσεις» στα ζητήματα των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ στο Αιγαίο, δημαγωγούν ανεύθυνα και επικίνδυνα. Μεταξύ της «δυνητικής κυριαρχίας» και της πραγματικής και αναγνωρισμένης κυριαρχίας, μεσολαβεί η υποχρέωση διμερούς συμφωνίας και διεθνούς αναγνώρισής της.
Αυτό άλλωστε είναι το πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής διπλωματίας σε περιόδους όπου κρίθηκε ως ρεαλιστικό το να προκύψει πραγματική ρύθμιση. Οι κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή μεταξύ 1974 και 1981, αλλά και η κυβέρνηση Σημίτη το 2003, είχαν διακηρύξει ότι δεν επιδιώκουν τη μετατροπή του Αιγαίου σε «ελληνική λίμνη» μέσω μιας εν γένει επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Ο λόγος δεν ήταν (μόνο) ο φόβος απέναντι στο τουρκικό casus belli, αλλά και η αποφυγή των τριβών με τις Μεγάλες Δυνάμεις (ανατολικές και δυτικές) που δεν έχουν λόγους να ανεχθούν υποβάθμιση του καθεστώτος «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» στο Αιγαίο (αλλά και στα Στενά!) που έχει εγκαταστήσει η Λοζάνη. Σε αυτήν τη βάση οι διαπραγματεύσεις μεταξύ διπλωματών είχαν προχωρήσει στην επεξεργασία της «διαφοροποιημένης» επέκτασης των χωρικών υδάτων, ως βάση για τον καθορισμό (τότε) της υφαλοκρηπίδας. Οι «χάρτες» του ελληνικού υπ. Εξ. προέβλεπαν χωρικά ύδατα 12 ν.μ. στις ηπειρωτικές ακτές, μικρότερη ακτίνα στο κεντρικό Αιγαίο ώστε να παραμείνουν ανοιχτοί οι «διάδρομοι» των διεθνών υδάτων και ακόμα πιο περιορισμένη στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ώστε να παραμένουν περιθώρια για τουρκική υφαλοκρηπίδα και κυρίως να αποφεύγεται ο ναυτικός αποκλεισμός των τουρκικών ακτών. Ανάλογες λύσεις, αν είχαν συμφωνηθεί, θα αποτυπώνονταν σε «συνυποσχετικό» μεταξύ των δύο χωρών, που θα επέτρεπε την καταφυγή στη Χάγη και τη διεθνή αναγνώριση της ρύθμισης.
Η ελληνική διπλωματία σήμερα, με μεγαλύτερη «αυτοπεποίθηση» στα τελευταία χρόνια, δηλώνει ότι αναγνωρίζει «ένα και μόνο» θέμα στον ελληνοτουρκικό διάλογο: τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), αφήνοντας τα ζητήματα της κυριαρχίας (χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος) στο σκοτεινό δρόμο της «μονομερούς» επιβολής. Είναι ένα ακόμα πυροτέχνημα για εσωτερική κατανάλωση. Όλοι οι επαγγελματίες «διαπραγματευτές» του ελληνικού κράτους έχουν κατά καιρούς υπογραμμίσει ότι όποια συζήτηση για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα δεν μπορεί ούτε καν να αρχίσει χωρίς τον προηγούμενο καθορισμό των χωρικών υδάτων, ενώ θυμίζουν ότι αποτελεί πάγια αρχή των διεθνών θεσμών η ταύτιση του εύρους των χωρικών υδάτων με το εύρος του εθνικού εναέριου χώρου.
Στην πραγματικότητα η ελληνική κυρίαρχη τάξη και το κράτος της, δεν έχει πάρει την κρίσιμη απόφαση. Το αν θα συνεχίσει να επιδιώκει υπερφίαλες «μονομερείς λύσεις», ελπίζοντας σε μια πιο ισχυρή υποστήριξη του ευρωατλαντισμού, ή αν θα μπει στην «περιπέτεια» μιας αμοιβαία αποδεκτής συμβιβαστικής λύσης με την Τουρκία, που δεδομένα θα απέχει αισθητά από τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη από την εθνικιστική προπαγάνδα.
Πολιτικαντισμός
Οι πραγματικές δυσκολίες αυτής της διαπραγμάτευσης παροξύνονται μέσα από την παρέμβαση μιας «σχολής» δημαγωγών που έχει μάθει να μετατρέπει την εθνικιστική προπαγάνδα σε πολιτική επιρροή και δύναμη.
Η απειλητική παρέμβαση του Αντώνη Σαμαρά που, στην ουσία, προειδοποίησε τον Μητσοτάκη ότι κάθε «άνοιγμα» της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση ενός πιο ουσιαστικού διαλόγου με την Τουρκία θα θεωρηθεί σημείο «ρήξης» της ενότητας της ΝΔ, είναι βαθιά υποκριτική. Στην πραγματικότητα είναι η αποδυνάμωση του Μητσοτάκη, λόγω της σκληρής λιτότητας και των ούλτρα νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, που έχει ανοίξει θέμα προοπτικής και ηγεσίας στη ΝΔ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι «ανησυχούντες» περί τα εθνικά μέσα στην ελληνική Δεξιά επιχειρούν, ταυτόχρονα, να αναβιώσουν την παράδοση της τάχα «λαϊκής» Δεξιάς, την παράδοση του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» της ΝΔ της εποχής προ της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Όμως κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι η ΝΔ της εποχής του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» της εποχής του Κ. Καραμανλή (αλλά και του Αβέρωφ στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας) υπήρξε η πιο «ρεαλιστική» πολιτική ηγεσία στα ελληνοτουρκικά, εξαρτώντας τις λύσεις που διαπραγματευόταν με την Τουρκία κυρίως από τη γραμμή των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Αυτές τις κριτικές, για την ώρα, ο Μητσοτάκης μπορεί να τις καταπιεί εύκολα, μιλώντας για «τους πατριώτες της φακής» και υπενθυμίζοντας τα ρεκόρ που έχει χτίσει στους εξοπλισμούς η κυβέρνησή του. Άλλωστε το «διεθνές πλαίσιο» σήμερα γέρνει προς την κατεύθυνση μιας ευρωατλαντικής «εξομάλυνσης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων και όχι προς τη διατήρηση της «ακινησίας» μέσα στις επικίνδυνες και ραγδαίες αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή. Και για όλα τα στελέχη της Δεξιάς, η φωνή του ΝΑΤΟ αναγνωριζόταν πάντα ως η φωνή του Κυρίου τους.
Οι απαντήσεις της αντιπολίτευσης σε αυτή τη θεματολογία, που δεν πρόκειται να καταλαγιάσει σύντομα, είναι κυριολεκτικά τραγικές.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, οι «κασελακίστας» διαμήνυσαν ότι θεωρούν τις αντιρρήσεις του Σαμαρά «δικαιολογημένες και εν πολλοίς σωστές». Πρόκειται για μια ταύτιση προειδοποιητική για τις πραγματικές προοπτικές αυτού του ρεύματος. Όσο για την «κομματική πλειοψηφία» αυτή προτίμησε, για άλλη μια φορά, να παραμείνει σιωπηλή…
Στο ΠΑΣΟΚ η ηγεσία Ανδρουλάκη δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να ξεφύγει από την παράδοση ακραίας διγλωσσίας και ανευθυνότητας της ντόπιας εκδοχής της σοσιαλδημοκρατίας. Την παράδοση που συμπεριλαμβάνει το «βυθίσατε το Χόρα» με το Ελσίνκι και τις «ελληνοποιήσεις» των βραχονησίδων με τις διαπραγματεύσεις του 2003 για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, πάντα στα όρια της ευρωατλαντικής γραμμής.
Δυστυχώς το ΚΚΕ, για άλλη μια φορά, επέλεξε να προσχωρήσει στο χορό των ανησυχούντων για τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της χώρας. Οι δηλώσεις του Δημ. Κουτσούμπα έρχονται σε άμεση πολιτική αντίφαση με τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη», που αναδεικνύουν το μέγεθος και την επικινδυνότητα των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Μητσοτάκη.
Ο κόσμος της Αριστεράς και του μαζικού κινήματος έχει κάθε λόγο να απαιτεί και να υποστηρίζει μια ειλικρινή και τολμηρή πολιτική ειρήνης, αλληλεγγύης και συμφιλίωσης με όλους τους γειτονικούς λαούς, και ειδικότερα με τον τουρκικό λαό. Έξω από τα όρια του ευρωατλαντικού πλαισίου, αλλά και έξω από τα απατηλά όρια του τάχα Διεθνούς Δικαίου και της θεματολογίας των «κυριαρχικών δικαιωμάτων», που αφορούν τους βιομήχανους, τραπεζίτες και εφοπλιστές της χώρας και όχι την εργαζόμενη λαϊκή πλειοψηφία της (κάθε) χώρας. Κριτήριο για την ειλικρίνεια κάθε ανάλογης πολιτικής είναι σήμερα η ενεργή, και όχι μόνο στα λόγια, απόρριψη των εξοπλισμών. Γιατί τα F35 και τις Μπελχάρα θα πληρώσουν οι μισθοί και οι συντάξεις, γιατί η αγορά τέτοιων οπλικών συστημάτων δημιουργεί πολιτικό κίνδυνο ενισχύοντας τα μιλιταριστικά ρεύματα, γιατί το δόγμα «θα γίνουμε αστακοί» βαθαίνει την ταύτιση με το ΝΑΤΟ και με τον πιο επικίνδυνο «παίκτη» στην περιοχή, το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά