Οι ερμηνείες των εμπλεκόμενων για το αποτέλεσμα των τριπλών εκλογών θύμισαν στο αμήχανο κοινό τις φοιτητικές εκλογές όπου όλοι πανηγυρίζουν. Για τους λαούς της Ευρώπης, το μήνυμα που στέλνει η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα αφού σε πολλές χώρες, η δυσαρέσκεια για τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές πολιτικές εκφράστηκε μέσα από εθνικιστικά κόμματα. Για τις ηγεσίες όμως και για τις οικονομικές ελίτ, η ανάγνωση δεν θα είναι ακριβώς ίδια. To αποτέλεσμα είναι αμφίσημο.

Με απλή ανάγνωση των αριθμών, οι κάλπες των ευρωεκλογών, ανέδειξαν σε στασιμότητα τις δυνάμεις του αριστερού φάσματος (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλα μικρότερα κόμματα που δεν μετείχαν τον Ιούνιο του 2012) σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2012. Από το αριστερό φάσμα, καταποντίστηκε η ΔΗΜΑΡ που ανάμεσα στις δυο αναμετρήσεις συμμετείχε σε συγκυβέρνηση. Τα κόμματα της σημερινής συγκυβέρνησης κατέγραψαν σημαντική πτώση (κατά 11%), ωστόσο ένα νέο κόμμα «το Ποτάμι» και μερικά ακόμη μικρότερα που εγγράφονται στο κεντροδεξιό φάσμα με βάση τις εξαγγελίες τους καταγράφουν περίπου 9-10%. Τα δεξιά αντικυβερνητικά κόμματα ομοίως κατέγραψαν στασιμότητα, με αύξηση της Χ.Α. κατά 2,5%, του ΛΑΟΣ κατά 1% και μείωση των ΑΝΕΛ κατά 4%. Ας σημειωθεί ότι η αύξηση της Χ.Α., έγινε σε συνθήκες διώξεων από τη δικαιοσύνη, αποκλεισμού και αποδοκιμασίας της από ΜΜΕ και πολιτικούς φορείς. Τέλος η αποχή είχε και νέα αύξηση κατά 2,5% επιβεβαιώνοντας την συνεχιζόμενη απαξίωση του πολιτικού συστήματος.

Με την εξαίρεση λοιπόν της άκρας δεξιάς που ενισχύθηκε, σε γενικές γραμμές το σκηνικό σε σχέση με την επιρροή αριστερών – δεξιών παρέμεινε περίπου αμετάβλητο και μάλιστα σε συνθήκες Ευρωεκλογών, όπου παραδοσιακά ψηφίζουμε κριτικά προς την επιβαλλόμενη πολιτική. Ιδιαίτερα αυτή τη φορά, υπήρχε το επιπλέον κίνητρο να στείλουμε μήνυμα στις ευρωπαϊκές ηγεσίες που εν πολλοίς χαράσσουν την πορεία της Ευρώπης και της χώρας μας. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν φαίνεται να στέλνει μήνυμα ηχηρότερης αποδοκιμασίας της δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής παρά τα δύο καταστροφικά χρόνια 2012-2014.

Ο κεντρικός ρόλος στην ελπίδα για εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτέλεσε και τον βασικό υποδοχέα των ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ. Ο οποίος ωστόσο κατέγραψε πρωτιά στις ευρωεκλογές όχι επειδή αύξησε την επιρροή του, αλλά επειδή η ΝΔ μείωσε τη δική της. Εύλογο είναι το συμπέρασμα, ότι βασικός λόγος για την «στάσιμη» ψήφο των ευρωεκλογών, είναι το αρνητικό αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, που συγκράτησε αρκετούς ψηφοφόρους εντός των τειχών της κεντροδεξιάς και έβαλε ένα «ταβάνι» στα αποτελέσματα του β γύρου. Προς επίρρωση αυτού του συμπεράσματος όσοι συνδυασμοί του ΣΥΡΙΖΑ πέρασαν στον β γύρο είχαν πολύ καλύτερα αποτελέσματα αφού οι δύο αναμετρήσεις ήρθαν σε κάποια ισορροπία: η κάλπη των ευρωεκλογών «ανέβασε» την αυτοδιοικητική όσο η αυτοδιοικητική «κατέβασε» των ευρωεκλογών. Σημασία έχει η ερμηνεία αυτού του συμπεράσματος, από την οποία θα προκύψουν και οι κατευθυντήριες γραμμές για το επόμενο διάστημα. Η αποτυχία του πρώτου γύρου δεν ήρθε από τον ουρανό, ούτε αρκεί να αποδοθεί στην «ανωριμότητα», την «ατολμία» ή τον «συντηρητισμό» της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η αποτυχία ήρθε, γιατί με τον τρόπο που διεξήχθησαν αυτές οι εκλογές από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική βάση βρέθηκε στο ίδιο έργο θεατής και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις πήρε το μήνυμα από κοντινή απόσταση. Αλλά στο γήπεδο του άλλου, είσαι σε μειονεκτική θέση.

Αρχικά, η στρατηγική «3 κάλπες, μια επιλογή : να νικήσουμε» ενταφίασε την περίφημη αυτονομία της αυτοδιοίκησης από την κομματική χειραγώγηση (που αποτελούσε πάγια θέση και καταστατική αρχή του ΣΥΡΙΖΑ), θέση που έσπευσε -προφανώς προσχηματικά- να αναλάβει με ενθουσιασμό η αντίπαλη πλευρά. Στη συνέχεια και ως συνέπεια αυτής της αφετηρίας και της προοπτικής ανάληψης αξιωμάτων, δρομολογήθηκαν ευθείες κομματικές παρεμβάσεις με συχνό αποτέλεσμα κλυδωνισμούς, διπλά σχήματα, αποχωρήσεις και παραγκωνισμούς με διάφορες μεθοδεύσεις. Εγκαταλείφτηκε η καταστατική στρατηγική των «αυτόνομων, κινηματικών, αντιγραφειοκρατικών παρατάξεων» που θα σχηματίζονταν με «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες όπου ενεργά μέλη των τοπικών κοινωνιών θα συμμετείχαν ισότιμα στην απόφαση για τον επικεφαλής, το πρόγραμμα, το ψηφοδέλτιο, την εκλογική τακτική. Απεμπολήθηκε έτσι η ευκαιρία, σε μια περίοδο τόσο ευνοϊκή για τον ΣΥΡΙΖΑ, να γίνει διεύρυνση από τη βάση της κοινωνίας, να δημιουργηθούν ενεργές αυτοδιοικητικές συλλογικότητες, να καλλιεργηθούν δεσμοί στη βάση κοινωνικών προταγμάτων, να αναδειχτούν στελέχη που θα τα υπηρετήσουν. Το κέρδος θα ήταν πολλαπλό, εν μέσω κρίσης και όταν όλοι επικαλούνται την αναγκαιότητα κοινωνικής κινητοποίησης και υποστήριξης σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των πολιτικών της εξαθλίωσης.

Αντίθετα, η αναγκαία διεύρυνση επιχειρήθηκε είτε με μεταγραφές παραγόντων, είτε με κατ’ ιδίαν πρόσκληση για συμμετοχή στα ψηφοδέλτια από ένα ευρύτερο χώρο επιρροής. Είναι ο κλασσικός τρόπος για να εξυπηρετηθούν προσωπικές στρατηγικές ώστε αφενός ο επικεφαλής να χρωστάει τον (δι)ορισμό του σε κάποιους άλλους κομματικούς παράγοντες (κεντρικά στελέχη, βουλευτές, γραμματείς κλπ) και αφετέρου όσοι στελεχώνουν το ψηφοδέλτιο να χρωστάνε τον (δι)ορισμό τους στους επικεφαλείς. Ακόμη και στην περίπτωση «καλών» ψηφοδελτίων πρόκειται για ψηφοδέλτια που στελεχώθηκαν με την ευθύνη κάποιας μικρής ομάδας που αποφάσισε κομματικά διαβουλευόμενη σε ποιες προσωπικότητες και από ποιους χώρους πρέπει να απευθυνθεί η πρόσκληση. Εξαιρέσεις ήταν τα πραγματικά αυτόνομα σχήματα που υποστηρίχθηκαν και αυτά δεν διαμόρφωσαν το γενικό κλίμα.

Στο τέλος, η τακτική αυτή ολοκληρώθηκε στέλνοντας περίπατο και την εσωκομματική δημοκρατία. Από τον (δι)ορισμό των 13 περιφερειαρχών που στάλθηκαν πακέτο από την ηγεσία στην κεντρική επιτροπή, μέχρι την κατάργηση της λειτουργίας και την περιφρόνηση της βούλησης των οργανώσεων μελών και των νομαρχιακών επιτροπών.

Η «κοινωνία» μπορεί να μην τα ξέρει όλα αυτά. Βλέπει όμως και κρίνει τα αποτελέσματα. Βλέπει και κρίνει τα λάθη στις επιλογές υποψηφίων, το έλλειμμα οργάνωσης και εναλλακτικής πρότασης, την αφηρημένη αναπαραγωγή του γενικού ερμηνευτικού αντιμνημονιακού πλαισίου και την αδυναμία εφαρμογής του για τα τοπικά και περιφερειακά μείζονα θέματα, την αναίτια αποστράτευση μάχιμων στελεχών και όλα αυτά ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ακόμη στον προθάλαμο της εξουσίας. Την ώρα που ο Α. Τσίπρας διεκδικεί (στο ευρω-debate) δημοκρατία και συμμετοχή των πολιτών για τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και όχι εντελώς άδικα, όσοι εδώ και χρόνια έχουν εκπαιδευτεί σε αυτό το πολιτικό σύστημα βγάζουν το βολικό συμπέρασμα ότι αν είναι να μην αλλάξει τίποτε, δεν χρειάζεται να ψάχνει κανείς πελατειακές γέφυρες με τους εκλεκτούς του ΣΥΡΙΖΑ ενώ υπάρχουν άλλοι ήδη γνωστοί που γνωρίζουν και το άθλημα.

Το θέμα για το επόμενο διάστημα είναι ποιά στρατηγική θα υιοθετηθεί με βάση τα συμπεράσματα των εκλογών. Με ποιο τρόπο θα ξεπεράσουμε την οικονομική και πολιτική κρίση της χώρας; Πως θα αντισταθούμε στην ολιγαρχία του πλούτου που κατέχει την εξουσία;

Με διεύρυνση «κορυφής» με αξιοποίηση εκφραστών του παλαιοκομματισμού, του χρήματος και των ΜΜΕ; Με στρατολογήσεις για την αύξηση εσωκομματικής επιρροής διαφόρων ομάδων; Με ενεργοποίηση οπαδών και φίλων, κάθε εκλογές; Ή με διεύρυνση και οργάνωση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, με ισχυροποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας, με ενεργό δράση στα κοινωνικά κινήματα αντίστασης και στις ομάδες αλληλεγγύης; Η ερώτηση είναι ρητορική, αλλά θέλει απάντηση. Αν δεν οργανώσει η αριστερά τη βάση της κοινωνίας απέναντι στο σύστημα, το κενό θα καλύψουν κάποιοι άλλοι. Αν δεν υπάρξει αριστερή διέξοδος στην κρίση, η επόμενη μέρα μπορεί να είναι όχι απλώς μαύρη αλλά κατάμαυρη. Ελπίδα υπάρχει μόνο αν φέρουμε τη μπάλα στο δικό μας γήπεδο, εκεί που παίζουν όλοι.

Ετικέτες