Μετά την καταψήφιση του προϋπολογισμού από τη Βουλή, ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, ανακοίνωσε πρόωρες εκλογές στις 28 Απρίλη.
Θα είναι η τρίτη εκλογική αναμέτρηση τα τελευταία 4 χρόνια στο Ισπανικό Κράτος. Είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός που αναβάλλεται και θα εγκριθεί καθυστερημένα αυτά τα χρόνια κυβερνητικής αστάθειας. Η κυβέρνηση Σάντσεθ, διάρκειας 8 μηνών, είναι η πιο βραχύβια μετά την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα. Όλα σημάδια μιας χώρας σε παρατεταμένη πολιτική κρίση.
Στο φόντο της πτώσης της κυβέρνησης βρίσκεται το καταλανικό ζήτημα. Τα καταλανικά κόμματα ήταν αυτά που καταψήφισαν τον προϋπολογισμό, σπάζοντας την πλειοψηφία που είχε δημιουργηθεί για να ανατραπεί ο Ραχόι (Σοσιαλιστές, Ποδέμος, Βάσκοι και Καταλανοί εθνικιστές). Πέρα από κάποιες κινήσεις στην κατεύθυνση διαλόγου, ο Σάντσεθ δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τα αιτήματα και τις ανησυχίες των Καταλανών εθνικιστών. Άλλωστε, τις μέρες που κρινόταν ο προϋπολογισμός, οι 12 πολιτικοί κρατούμενοι (η ηγεσία του καταλανικού εθνικού κινήματος) σέρνονταν στα δικαστήρια αντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες. Μάλιστα στη δίκη δόθηκε στο ακροδεξιό Vox ο ειδικός ρόλος του «λαϊκού κατήγορου». Ο γενικός γραμματέας του ακροδεξιού κόμματος θα κάτσει δίπλα στο δημόσιο κατήγορο και τον εισαγγελέα, με το δικαίωμα να ανακρίνει κατηγορούμενους, μάρτυρες κ.ο.κ.
Τις ίδιες μέρες, ενάντια στον Σάντσεθ διαδήλωνε στους δρόμους η Δεξιά, κατηγορώντας τον για… υποχωρητικότητα απέναντι στους Καταλανούς εθνικιστές και απαιτούσε την παραίτησή του. Η συγκέντρωση μάζεψε 40-50 χιλιάδες ανθρώπους. Η πραγματική είδηση δεν ήταν το μέγεθός της, αλλά το «ενιαίο μέτωπο» που παρουσιάστηκε: το δεξιό Λαϊκό Κόμμα, οι «ποταμίσιοι» Σιουδαδάνος και το ακροδεξιό Vox καλούσαν στην διαδήλωση από κοινού. Η νέα κι ανερχόμενη ακροδεξιά απολαμβάνει μια πρωτοφανή «νομιμοποίηση» όπου δεν κρατιούνται ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα που επιβιώνουν σε άλλες χώρες, ως απομεινάρια της παλιάς «υγειονομικής ζώνης» (που ξηλώνεται αργά αλλά συστηματικά).
Ο Σάντσεθ ελπίζει ότι στο δρόμο για τις κάλπες θα μπορέσει να αντεπιτεθεί. Θα επιχειρήσει να μετατρέψει την αδυναμία του (το ότι βρέθηκε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών) σε προεκλογικό «αφήγημα»: Η πτώση της κυβέρνησης με πρωτοβουλία των καταλανικών κομμάτων θα χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι «δεν υποχώρησε απέναντί τους». Θα χρησιμοποιηθεί ενάντια στον καταλανικό εθνικισμό, που «από εθνικιστική εγωιστική αδιαλλαξία τορπίλισαν έναν προϋπολογισμό με θετικά κοινωνικά μέτρα για όλο τον πληθυσμό του Ισπανικού Κράτους». Θα εμφανιστεί ως «δημοκρατικό ανάχωμα» στην ακροδεξιά με την οποία φλερτάρουν ανοιχτά το Λαϊκό Κόμμα και οι Σιουδαδάνος.
Τα δεξιά κόμματα αναμένεται να κάνουν προεκλογική εκστρατεία με κέντρο τον ισπανικό εθνικισμό. Οι πρώτες δηλώσεις όλων των ηγεσιών ήταν επιθέσεις «σε όσους θέλουν να διαλύσουν την Ισπανία». Άλλωστε οι Σιουδαδάνος έχουν ως «ιδρυτική αρχή» την εναντίωση στον καταλανικό εθνικισμό, το Λαϊκό Κόμμα έχει πλέον ως ηγέτη τον σκληροπυρηνικό Πάμπλο Κασάδο (που απείλησε τον πρόεδρο της Καταλανικής Βουλής ότι θα έχει την τύχη του… Λουίς Κομπανίς, του ηγέτη της Καταλανικής Δημοκρατίας επί Εμφυλίου που εκτελέστηκε από τον Φράνκο) και το Vox εμφανίζεται ως πιο ανοιχτός και περήφανος «κληρονόμος» του φρανκισμού. Άλλωστε οικονομικά δεν έχουν κάτι δημοφιλές να προτείνουν όλες αυτές οι δυνάμεις, οπότε επενδύουν στο κύμα ισπανικού εθνικισμού που καλλιεργήθηκε ως απάντηση στην «καταλανική κρίση».
Σε αυτό το σκληρό τοπίο, η Αριστερά βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Η συμμαχία Ποδέμος-Ενωμένης Αριστεράς, το UnidosPodemos, μοιάζει να παρακολουθεί ως κομπάρσος την πρόσφατη κρίση. Τουλάχιστον στα διεθνή αστικά ΜΜΕ (που κάποτε έσπευδαν να καλύψουν και «τι λένε οι Ποδέμος») δεν απασχολούν.
Καταρχήν η πρόωρη εθνική κάλπη προέκυψε σε μια συγκυρία όπου το Ποδέμος αντιμετώπιζε μια εσωτερική κρίση –με αφορμή τις τοπικές εκλογές και την ρήξη του Ερεχόν με τον Ιγλέσιας στη Μαδρίτη αλλά και γενικότερα. Δεύτερον, έρχεται σε μια περίοδο όπου το αρχικό στοίχημα «να ηγεμονεύσει» σε βάρος των Σοσιαλιστών φαινόταν χαμένο και ο Ιγλέσιας είχε χαράξει μια τακτική που έκανε το κόμμα να μοιάζει περισσότερο με «συμπλήρωμα/στήριγμα» του Σάντσεθ, παρά με τη δύναμη που κάποτε ισχυριζόταν ότι ερχόταν σε σύγκρουση με όλο το πολιτικό σύστημα. Τρίτον, το ίδιο το καταλανικό ζήτημα (που βρίσκεται στο επίκεντρο της επιτάχυνσης των πολιτικών εξελίξεων) υπήρξε πάντοτε «άβολο» για την ηγεσία του Ποδέμος.
Στην ίδια την Καταλονία (ενδεχομένως και στη Χώρα των Βάσκων που πάντοτε «επηρεάζεται» από τις εξελίξεις) τα αυτονομιστικά κόμματα ζουν τον αντίκτυπο της ήττας του «καταλανικού Οκτώβρη». Υποχρεώθηκαν να ανατρέψουν μια κυβέρνηση, της οποίας την ανατροπή απαιτούσαν οι πιο θανάσιμοι αντίπαλοί τους και βαδίζουν με αβεβαιότητα στο μέλλον, εκλογικά και γενικότερα.
Όποιος παρακολούθησε την κάλυψη των γεγονότων στην Καταλανία από αυτήν την εφημερίδα, ίσως θυμάται τα άρθρα του Καταλανού αντικαπιταλιστή Γιοζέπ Μαρία Αντέντας. Σε αυτά τα άρθρα θα βρει κανείς τις αιτίες που διαμορφώθηκε το σημερινό δύσκολο σκηνικό. Αυτά τα οποία έγραφε ότι «πρέπει να κάνει»το καταλανικό κίνημα και η ριζοσπαστική Αριστερά, αν θέλει να αξιοποιήσει την καταλανική κρίση σε μια κατεύθυνση ρήξης με το πολιτικό σύστημα, είναι όλα όσα δεν έγιναν –και στην Καταλονία και στην υπόλοιπη Ισπανία.
Αλλά πέρα από το καταλανικό ζήτημα, το δύσκολο «έδαφος» αφορά και τις γενικότερες εξελίξεις. Αφενός αυτό που περιγράφεται ως «τέλος ενός κύκλου», όσον αφορά την υποχώρηση των μεγάλων κινηματικών γεγονότων από τους Ιντιγνάδος το 2011 και μετά. Αφετέρου τον αδιέξοδο δρόμο που πήραν οι Ποδέμος και που βρίσκεται στο επίκεντρο της σημερινής εσωτερικής κρίσης τους. Σήμερα, που ανοίγει η συζήτηση για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς, εμφανίζονται δύο στρατηγικές, προβληματικές και οι δύο. Ο Ερεχόν φαίνεται να εισηγείται την αυτοδιάλυση της Αριστεράς μέσα σε έναν «λαϊκισμό του κέντρου», που θα συνενώνει τους πάντες πλην σκληρών δεξιών γύρω από μια θολή αναφορά σε «καλή διακυβέρνηση». Ο Ιγλέσιας επιμένει στη διαχωριστική Δεξιάς/Αριστεράς, αλλά μετατοπιζόμενος ουσιαστικά σε μια στρατηγική συμμαχία με τους Σοσιαλιστές, στην οποία οι Ποδέμος δείχνουν σήμερα καταδικασμένοι να μετατραπούν σε «μικρό εταίρο», σε έναν περιθωριακό ρόλο όπως αυτόν που είχε η παλιά Ενωμένη Αριστερά.
Αλλά για αυτά τα ζητήματα, και για τις εναλλακτικές απαντήσεις που χρειάζεται η ριζοσπαστική Αριστερά, θα επανέλθουμε.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά