Δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις πρέπει να σημάνουν συναγερμό για την Αριστερά.
Στην Αυστρία, ύστερα από θρίλερ και για ελάχιστες ψήφους, παραλίγο να είχαμε την εκλογή ενός ακροδεξιού στο ανώτατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το κόμμα του να περιμένει πλέον με τεράστια αυτοπεποίθηση τις εθνικές εκλογές.
Η Κύπρος προστίθεται πλέον και αυτή στις χώρες που αποκτούν για πρώτη φορά ισχυρή ακροδεξιά στη Βουλή, τόσο με τους «γραβατωμένους» της Θεοχάρους όσο και με το ΕΛΑΜ, τα «αδέλφια» των νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Δύο διαφορετικές περιπτώσεις, μιας γενικότερης όμως τάσης. Οι πιο σοβαροί αναλυτές, άλλωστε, ομολογούν πως τα διεθνή φώτα έπεσαν στην Αυστρία, ακριβώς γιατί αυτό που συνέβη εκεί δεν είναι «αυστριακή ιδιαιτερότητα», αλλά κορυφή ενός πανευρωπαϊκού παγόβουνου.
Στα ανατολικά, όπου για ιστορικούς λόγους μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υπήρξε ισχυρή ακροδεξιά, η κατάσταση με τα χρόνια παροξύνεται. Ακροδεξιές και νεοφασιστικές δυνάμεις είτε εκφράζουν την οργή ενάντια στην ΕΕ, φορώντας «αντιευρωπαϊκό» μανδύα (π.χ. Ουγγαρία), είτε ενισχύονται με τις πλάτες της ΕΕ στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου, φορώντας «αντιρωσικό-αντισοβιετικό» μανδύα (π.χ. Ουκρανία), είτε συνδυάζουν και τα δύο (π.χ. Πολωνία).
Όμως η πολιτική της ΕΕ (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) δεν ξυπνά τα «τέρατα» μόνο στην Ανατολή. Αυτά θεριεύουν πλέον και στην καρδιά της Δύσης. Σε Βρετανία, Γαλλία, Δανία, Αυστρία, Ολλανδία, Γερμανία, τα ακροδεξιά κόμματα έχουν κατοχυρωθεί ως πολιτικές δυνάμεις με σοβαρή εκλογική στήριξη, και την ικανότητα να καθορίζουν συχνά και την πολιτική ατζέντα. Με «ναυαρχίδα» (λόγω μεγέθους αλλά και λόγω της ξεχωριστής ιστορίας της χώρας) το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία.
Οκτώ χρόνια οικονομικής κρίσης και ακραίας λιτότητας ήταν αυτά που δημιούργησαν το «εύφορο χωράφι» της κοινωνικής απελπισίας, ώστε να φυτρώσει ο ακροδεξιός σπόρος.
Την κατάσταση παρόξυνε η αρχιτεκτονική της ΕΕ και της ευρωζώνης, δημιουργώντας αντανακλαστικά «εθνικής αναδίπλωσης» πάνω στα οποία δημαγωγεί η ακροδεξιά καταλήγοντας στην επιστροφή στο ισχυρό έθνος-κράτος («ισχυρή Βρετανία», «ισχυρή Γαλλία», «ισχυρή Αυστρία» κ.ο.κ.).
Οι δύο παράγοντες συντείνουν στο πέρασμα της κρίσης «από τη βάση στο εποικοδόμημα», στη μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πολιτική: σε βαθιά κρίση εκπροσώπησης. Αυτή η διαδικασία οξύνεται τα τελευταία ένα-δύο χρόνια, και στο φόντο της αδυναμίας της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος να απαντήσει νικηφόρα δίνει έξτρα ώθηση στην ακροδεξιά ως «αντισυστημική» δύναμη (από τους κλυδωνισμούς του Brexit ως την κατάρρευση των δύο μεγάλων κομμάτων στις προεδρικές στην Αυστρία).
Η απάντηση είναι από τα κάτω και από τα αριστερά. Στη Γαλλία, το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος ύστερα από δύο περίπου χρόνια έβαλε (έστω και προσωρινά) στη «γωνία» την ακροδεξιά ως προς την πολιτική και κοινωνική ατζέντα. Στην Ελλάδα, το κύμα λαϊκής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες λειτούργησε ως «μαζική άμυνα» απέναντι στην προσπάθεια της ακροδεξιάς να κερδοσκοπήσει πάνω στη δυστυχία.
Γενικότερα, στο πεδίο της πολιτικής θα χρειαστούν αντικαπιταλιστικές, διεθνιστικές απαντήσεις στο βάλτο στον οποίο βουλιάζει η Ευρώπη. O μόνος τρόπος να μην επικρατήσει η «αντεπαναστατική απελπισία» που θρέφει το φασισμό είναι να επικρατήσει η «επαναστατική ελπίδα». Και με αυτό το καθήκον έχουμε να μετρηθούμε όλοι μας, σε όλα τα καυτά μέτωπα της περιόδου...