Το ερώτημα ίσως φανεί περίεργο σε όσους τουλάχιστον δεν έχουν παρασυρθεί από την εικονική πραγματικότητα βελτίωσης των οικονομικών δεδομένων που προβάλλουν τα φερέφωνα της κυβέρνησης και των μνημονιακών δυνάμεων.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο στις δημοσκοπήσεις, τις αντιθέσεις να οξύνονται στο εσωτερικό του κυβερνητικού στρατόπεδου, την πλήρη, ουσιαστικά, διάλυση του ΠΑΣΟΚ και τον κλονισμό που προκαλεί η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, η προοπτική μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης με κορμό την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση φαντάζει ως η λογική διάδοχη λύση στο καταρρέον πολιτικό σκηνικό. Οσοι κραδαίνουν, όπως ο κ. Ψυχάρης (βλ. Βήμα 22/11.2012), το «φάντασμα του 1958», όταν η δυναμική που έφερε την ΕΔΑ στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εξανεμίστηκε στο διάστημα που ακολούθησε, δείχνουν απλά πόσο επιφανειακά έχουν καταλάβει τη σημερινή συγκυρία. Γιατί σήμερα η Αριστερά, και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει απέναντί της ούτε έναν υπό ανασυγκρότηση δυναμικό κεντρώο σχηματισμό, ούτε την απαρχή του μεταπολεμικού «οικονομικού θαύματος», αλλά ένα διαλυμένο πολιτικό σύστημα και μια κατεστραμμένη από την μνημονιακή λεηλασία χώρα, δυό τάσεις που τροφοδοτούν φυσικά και την δική της δυναμικής. Και που είναι τουλάχιστον απίθανο να αντιστραφούν εντός του έτους όταν συνεχίζονται με αμείωτους, αν όχι εντεινόμενους, ρυθμούς η ύφεση, η ανεργία, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και η εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και όμως το ερώτημα είναι υπαρκτό, για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ακριβώς επειδή η ελληνική κρίση είναι καθολική, επειδή με δυό λόγια κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος, είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι εκπρόσωποι και στηλοβάτες αυτού του λαβωμένου θηρίουθα παραχωρήσουν ευγενικά τη θέση τους σε αυτούς που επιθυμούν να το αλλάξουν. Οσο ισχνή κι αν είναι η πλειοψηφία της στο κοινοβούλιο, το κυβερνητικό μπλοκ θα κάνει το παν για να κερδίσει χρόνο και να αποτρέψει κάθε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες γιατί αυτό επιτάσσουν τα τεράστια συμφέροντα, εγχώρια και διεθνή, που το στηρίζουν και στα οποία υπακούει πιστά. Αυτό είναι το νόημα τόσο της στάσης της Γερμανίας και των Ευρωπαίων, με ορόσημο την επίσκεψη Μέρκελ του περασμένου Οκτώβρη, όσο και του υστερικού αντιαριστερού κλίματος που καλλιεργείται αδιάκοπα από τα ΜΜΕ, δηλαδή από τον μοναδικό ουσιαστικά εναπομείνοντα στηλοβάτη ενός απονομιμοποιημένου συστήματος. Με δυό λόγια, ακριβώς επειδή είναι αποδυναμωμένο και ευάλωτο, το μνημονιακό μπλοκ δεν θα πέσει μόνο του. Οσοι καλλιεργούν έστω και ακούσια τέτοιες ψευθαισθήσεις παροπλίζουν τις δυνάμεις που αγωνίζονται ενάντια στην συντελούμενη καταστροφή. Παρ’ όλα τα ρήγματα στο εσωτερικό της, αυτή η κυβέρνηση θα πέσει μόνον μέσα από μια διαδικασία σκληρής πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης, στην οποία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καλείται να παίξει έναν αναβαθμισμένο, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ρόλο.
Ο δεύτερος λόγος για τους οποίους το ερώτημα είναι υπαρκτό έχει να κάνει με την ίδια τη στάση του κομιστή της πρότασης για κυβέρνηση της Αριστεράς, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Το αντικειμενικό και εξαιρετικά ταχύρρυθμο πλησίασμα στην προοπτική της εξουσίας προκαλεί και τους αναμενόμενους πειρασμούς «στρογγυλέματος» των θέσεων, ίσως με το σκεπτικό του κατευνασμού ενός σκληρού αντιπάλου και της αναζήτησης ενός ευπρεπούς συμβιβασμού. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της στάσης, οι πρόσφατες τοποθετήσεις βασικών υπευθύνων του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ που λίγες μόνο μέρες μετά από μια κομματική συνδιάσκεψη που ενέκρινε σχεδόν ομόφωνα μια διακήρυξη που επαναλάβανε την πάγια θέση για ακύρωση των Μνημονίων μέσω του κοινοβουλίου, δήλωναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προβεί σε «μονομερείς ενέργειες» ενώ παρουσίαζαν με θετικό τρόπο το κυπριακό Μνημόνιο ως υπόδειγμα «σκληρής διαπραγμάτευσης». Πέρα από διαφωνίες ως προς τους στόχους του, αυτός ο «ρεαλισμός» θα μπορούσε ίσως σε άλλες συνθήκες, πχ τη δεκαετία του 1980, να δώσει κάποιους, αμφιλεγόμενους έστω καρπούς. Στη σημερινή συγκυρία όμως τα περιθώρια ενός ευπρεπούς συμβιβασμού έχουν προ πολλού εξανεμιστεί. Στο βαθμό που είναι ειλικρινής, ένας τέτοιος ρεαλισμός είναι απλά ουτοπικός. Και η σίγουρη κατάληξή του η συνθηκολόγηση χωρίς καν να δοθεί η μάχη. Δηλαδή η ταφόπλακα στην λαϊκή ελπίδα που πατάει στο ενωτικό όραμα της αριστερής κυβέρνησης.