Είναι περισσότερο από ορατό στη σημερινή περίοδο που διανοίγεται με την, σε δύο μήνες, έναρξη του 2017, ότι μια πλημμυρίδα του νεοσυντηρητισμού και του ρατσιστικού – εθνικιστικού ρεύματος τείνει να κατακλύσει τις κύριες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (με δεδομένο ότι σ’ εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης ισχύει ήδη εδώ και αρκετό καιρό).

Στην Βρετανία, παρόλη την λαϊκή επένδυση στο Brexit, ενόσω τμήματα του οικονομικού κατεστημένου υποστήριζαν το Remain, η όλη διαδικασία ηγεμονεύτηκε από την ακροδεξιά, με την συντηρητική κυβέρνηση ακλόνητη στη θέση της, που υιοθετεί πολιτικές νεοθατσερικού τύπου. Στην Ισπανία, το αστικό κοινωνικό καθεστώς προτίμησε να «θυσιάσει» ένα σημαντικό μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προκειμένου να αναλάβει εκ νέου την διακυβέρνηση το Λαϊκό Κόμμα, αποτρέποντας έτσι το ενδεχόμενο προοδευτικής κυβέρνησης με το Unidos Podemos. Στη Γερμανία, μπορεί η ισχύς της χριστιανοδημοκρατίας να εμφανίζεται μειωμένη σε επιμέρους εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά αυτή αντισταθμίζεται από την αλματώδη άνοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας της άνοιξης του 2017, είναι περισσότερο από σίγουρη η συμμετοχή των ρεπουμπλικάνων και του Εθνικού Μετώπου στον δεύτερο γύρο, τη στιγμή που ήδη από τον πρώτο γύρο τα δύο αυτά κόμματα της συντηρητικής παράταξης φαίνονται να συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις των δύο-τρίτων του εκλογικού σώματος.

Μια σαφής ροπή συντηρητικών μετατοπίσεων

          Στην ελληνική περίπτωση η χρεοκοπία και ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, από την σκοπιά προφανώς των λαϊκών συμφερόντων και της Αριστεράς, αναδεικνύει ήδη ένα σημαντικό ρεύμα αποστασιοποίησης από αυτόν, που βαίνει συνεχώς διευρυνόμενο. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν ένας σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που καταγράφηκε ως φορέας κατάργησης των μνημονίων και ικανοποίησης στοιχειωδών ζωτικών εργατικών αναγκών, πολιτεύτηκε ευθύς ως ανέλαβε την διακυβέρνηση με την ετυμηγορία των λαϊκών τάξεων, ως εξουσίας νομιμοποίησης και σταθεροποίησης των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων των δύο προηγουμένων μνημονίων, υιοθετώντας και προσθέτοντας ένα τρίτο μνημόνιο πάνω στο ήδη γεμάτο πλήγματα σώμα της εργαζόμενης ελληνικής κοινωνίας. Έτσι το φάντασμα της επανάκαμψης του νεοσυντηρητισμού τείνει να κυριαρχήσει και πάνω στον ελληνικό ουρανό, διαμορφώνοντας όρους αυτοδύναμης διακυβέρνησης της ΝΔ του ακραίου και σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού, και σαφέστατης υποχώρησης της εκλογικής εμβέλειας του ΣΥΡΙΖΑ.

          Εκείνο που τείνει να συμβεί είναι το ότι όπως τα λαϊκά στρώματα εγκατέλειψαν τη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ και στράφηκαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και σήμερα σημαντικό τμήμα αυτών των στρωμάτων, διαπιστώνοντας την διάψευση των προσδοκιών του, τείνει να στραφεί προς τα δεξιά, παρόλο τον μετωπικό νεοφιλελεύθερο λόγο της ΝΔ (εκ νέου κύματα απολύσεων στο δημόσιο, αποδοχή των απαιτήσεων των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης και του ελληνικού ΣΕΒ, κατάργηση φορολόγησης του επιχειρηματικού κεφαλαίου, κατάργηση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, ιδιωτικοποίηση και σε τομείς όπως τα νοσοκομεία και οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί). Το αποτέλεσμα δηλαδή της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ χειρότερο από τα αναμενόμενα : Έχει ανοίξει τον δρόμο διάπλατα προς την ροπή επανάκαμψης της συντηρητικής δεξιάς, πράγμα που πλέον θα οδηγήσει τον ήδη εξαετή όλεθρο των εργαζομένων τάξεων στην απόλυτη εξαθλίωση. Το να καταλάβεις την διακυβέρνηση και να μην είσαι ικανός, ή να μην έχεις την πρόθεση να εφαρμόσεις μια αριστερή πολιτική, στο όνομα της οποίας έχεις εκλεγεί, αυτό εκ των πραγμάτων οδηγεί στην κατίσχυση της δεξιάς πολιτικής και παράταξης.

          Άρα, όσο είναι αναγκαία η ανάσχεση και ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής εφαρμογής του τρίτου μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ, με την ταυτόχρονη κατάργηση  όλων των εφαρμοστικών νόμων των προηγούμενων μνημονίων, κατά μείζονα λόγο απαιτείται η ανακοπή της προοπτικής επανάκαμψης του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην διακυβέρνηση της χώρας. Ένα ζήτημα είναι η ήττα της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης, κι’ ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα είναι η αποτροπή και η αναχαίτιση της πορείας της συντηρητικής δεξιάς προς την εξουσία, για μια καινούρια φορά. Δεν μπορεί ναι ασκείται η πιο αδιάλλακτη αντιπολίτευση προς τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, και να μην ασκείται ταυτόχρονα η πλέον επιθετική και ολομέτωπη αντιπολίτευση προς τη ΝΔ. Είναι δυνατόν και με ποιους όρους να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος (ήττα της κυβερνητικής πολιτικής, ανάσχεση του δρόμου προς την εξουσία της ΝΔ), με την επίγνωση ότι η ενδεχόμενη επανάκαμψη της δεξιάς στην διακυβέρνηση, θα έχει ακόμη σκληρότερα και καταστρεπτικά κοινωνικά αποτελέσματα ; Το ερώτημα αυτό δεν θα απαντηθεί στην όποια ενδεχόμενη προεκλογική περίοδο, δεν μπορεί να απαντηθεί με την ενδεχόμενη ή μη είσοδο στη βουλή σχημάτων όπως η Λαϊκή Ενότητα, η Ανταρσύα, η Πλεύση Ελευθερίας, δεν μπορεί να βρει λύση με την όποια σχετική βελτίωση των εκλογικών επιδόσεων του ΚΚΕ.

Περιπτώσεις ανάσχεσης της ακραίας συντηρητικής επέλασης

          Α) Μια πρώτη θεωρητική περίπτωση που μπορεί να αναδειχθεί για την ανάσχεση αυτού του κινδύνου καθολικής καταστροφής, είναι η διαμόρφωση ενός μετώπου με δημοκρατικά και αντινεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ανάμεσα στον συρρικνωμένο ΣΥΡΙΖΑ, και στις δυνάμεις της Αριστεράς που έχουν αντιμνημονιακό και ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Μια τέτοια περίπτωση που θα χρησιμοποιούσε ως κύριο επιχείρημα την αποφυγή χειρότερων εξελίξεων με την επανάκαμψη της ΝΔ στη διακυβέρνηση, είναι προφανώς ανυπόστατη από κάθε άποψη, στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού προσχωρήσει στην ανοιχτή μνημονιακή πολιτική, στην υπηρέτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών υπερεθνικών κέντρων. Άλλωστε μια τέτοια συμμαχία δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει σε καμία περίπτωση την παραφθορά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά απεναντίας θα προκαλούσε ζημία στις ίδιες τις αριστερές δυνάμεις, εξ αιτίας της πλήρους αντιφατικότητας και ασυναρτησίας της.

          Β) Σε μια δεύτερη περίπτωση η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να προσδώσει στην πολιτική αντιπαράθεση «πολωτικά» χαρακτηριστικά, εμφανίζοντας τον εαυτό της ως δύναμη φιλολαϊκής προστασίας και πολιτικού εκσυγχρονισμού, έναντι του «φαύλου» πολιτικού παρελθόντος του «τριγώνου της διαπλοκής» κλπ. Θα αξιοποιήσει προφανώς το φόβητρο του πραγματικά ακόμη πιο αντιλαϊκού και σαρωτικού νεοσυντηρητισμού της ΝΔ : Μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν έχει πειστικά χαρακτηριστικά, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε και αναπαρήγαγε το σύνολο της μνημονιακής πολιτικής, σε σχετική ταύτιση με τις αστικές μνημονιακές δυνάμεις. Εντούτοις όμως μπορεί να έχει ορισμένα αποτελέσματα στην συγκράτηση ενός μέρους του εκλογικού του σώματος, προκειμένου να αποτρέψει την προς τα αριστερά μετατόπισή του. Μια τέτοια λογική αντιπαράθεσης μεταξύ «φωτός και σκότους», μπορεί να είχε μια ορισμένη αποτελεσματικότητα στις προηγούμενες δεκαετίες μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, γιατί ακριβώς η ελληνική σοσιαλδημοκρατία διατηρούσε ακόμη τις εργατικές της εκπροσωπήσεις, έναντι της συμμαχίας αστικής τάξης και μικρομεσαίων στρωμάτων που έκφραζε η δεξιά παράταξη. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ισχύ κάτι τέτοιο, γιατί το κόμμα της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας, δεν έχει οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη, και γιατί ευθέως έχει ταχθεί στην υπηρεσία στήριξης των συμφερόντων ανάκαμψης και στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

          Γ) Μια τρίτη περίπτωση έχει να κάνει με την ανάδειξη στο προσκήνιο ενός συνολικού (υποθετικού βέβαια) μετώπου όλων των δυνάμεων της Αριστεράς (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Πλεύση Ελευθερίας, Ανταρσύα), το οποίο ενδεχομένως μέσα από την ενωτική του δυναμική θα μπορούσε να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Ωστόσο μια τέτοια πολιτική συμμαχία αντιμετώπισης τόσο της πτωτικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της ανοδικής πορείας της ΝΔ, είναι από τη μια πλευρά ανέφικτο, ενώ από την άλλη είναι αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Είναι φανερό ότι ο πολιτικός υποκειμενισμός που χαρακτηρίζει δυνάμεις του αριστερού κινήματος, αλλά και πολύ σημαντικές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, εμποδίζουν την διαμόρφωση μιας τέτοιου είδους συμμαχίας. Και από την άλλη πλευρά, είτε θέλει να το αποδεχθεί κανείς είτε όχι, οι δυνάμεις της Αριστεράς, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την μνημονιακή μετάλλαξη ΣΥΡΙΖΑ, έχουν χάσει τα πεδίο μιας πλειοψηφικής λαϊκής απεύθυνσης και συσπείρωσης, και κινούνται στους δικούς τους «μικροκόσμους».

          Είναι άρα αναπότρεπτη η επανάκαμψη του ακραίου δεξιού νεοφιλελευθερισμού στην διακυβέρνηση της χώρας, με την παραφθορά που υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που θα έχει «θανατηφόρες» πλέον επιπτώσεις για τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο ; Η μοναδική δυνατότητα που απομένει , κι’ αυτή με δυσμενείς όρους στην σημερινή περίοδο, είναι η ενωτική αντιμνημονιακή και ριζοσπαστική παρέμβαση του λαϊκού εργατικού κινήματος, του παράγοντα δηλαδή εκείνου που εισερχόμενος στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, είναι σε θέση να επαναπροσδιορίσει τα πράγματα, να διαφοροποιήσει τους ταξικούς συσχετισμούς, και να δώσει ισχυρή ώθηση στο ελληνικό αριστερό κίνημα. Κι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει στη σημερινή συγκυρία παρά μόνον εφόσον οι σχηματισμοί της Αριστεράς επικεντρωθούν κατ’ εξοχήν σ’ αυτό τον προσανατολισμό, της τροφοδότησης αυτής της κοινωνικής κινηματικής δυναμικής, κατά τρόπο μετωπικό, ή τουλάχιστον σε παραλληλία. Μόνον μια τέτοια κίνηση είναι σε θέση να δώσει εκ νέου αυτοπεποίθηση στους «από κάτω», να προωθήσει τα κοινά ταξικά τους συμφέροντα, να καταστήσει την μισθωτή εργασία, τους ανέργους, τους συνταξιούχους ισχυρό υποκείμενο της τρέχουσας ταξικής αντιπαράθεσης.

Η ανταπόκριση σε μια ανοιχτή ιστορική εκκρεμότητα

          Μπορεί η αναφορά σε μια τέτοια κατεύθυνση να γίνεται κουραστική και καταχρηστική, ωστόσο είναι μονόδρομος για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων. Δεν ήταν παρά το πανελλαδικό απεργιακό κίνημα της περιόδου 2010 – 12, καθώς και το αυθόρμητο κίνημα της Πλατείας Συντάγματος, που επέφεραν την πλήρη απονομιμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής και ως συνεπακόλουθο την ευρύτατη μεταστροφή του λαϊκού κόσμου προς τα αριστερά. Σήμερα βέβαια είναι δυσμενέστεροι οι όροι για την απεργιακή κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων, πράγμα που οφείλεται : Στην εν τω μεταξύ διόγκωση και σταθεροποίηση της ανεργίας στο 25% και της συνακόλουθης «αδήλωτης» εργασίας, στα εισοδηματικά πλήγματα που έχει δεχθεί ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, στην αμηχανία και αδρανοποίηση των λαϊκών στρωμάτων που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας και σήμερα παρακολουθούν σε πλήρη σύγχυση την διάψευση των προσδοκιών τους. Επειδή ακριβώς συντρέχουν στην τρέχουσα συγκυρία αυτοί οι επιβαρυντικοί όροι για την κινηματική δυναμική, γι’ αυτό και απαιτείται η καθοριστική επικέντρωση και υπηρέτηση της κινηματικής ανάταξης του λαϊκού εργατικού κινήματος από την πλευρά των αριστερών δυνάμεων.

          Δεν είναι παρά η διεκδίκηση των άμεσων λαϊκών ζωτικών αναγκών που μπορούν να συγκροτήσουν ένα κοινό πρόγραμμα στόχων πάλης, ένα μεταβατικό ταξικό αντιπολιτευτικό πρόγραμμα : Αποκατάσταση και αύξηση κατώτατου μισθού και αμοιβών συλλογικών συμβάσεων, γενικευμένο επίδομα ανεργίας για το σύνολο των ανέργων, κατάργηση των φορολογικών επιβαρύνσεων (ΕΝΦΙΑ, εισοδήματος, ΦΠΑ κλπ.), αποκατάσταση των συντάξεων και αποτροπή κάθε νέου τρόπου υπολογισμού τους, προάσπιση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευσης, μεταφορών, νοσοκομειακής περίθαλψης κλπ.). Τέτοιου είδους, μεταξύ άλλων,  ταξικές αιχμές μπορούν στην αγωνιστική τους ανάπτυξη να λειτουργήσουν στην κατεύθυνση κλονισμού των μνημονιακών πολιτικών, της κυριαρχίας της αστικής τάξης της χώρας, των εκβιαστικών υπαγορεύσεων των υπερεθνικών καπιταλιστικών κέντρων. Μια τέτοια δυναμική είναι όρος sine qua non για την οποιαδήποτε εκτίναξη της επιρροής του αριστερού κινήματος, όπως ακριβώς είχε συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογικές αναμετρήσεις Μαίου – Ιουνίου 2012.

          Αν αντί να συνεισφέρουμε ολικά και καθοριστικά για να έρθει στην επιφάνεια μια τέτοια λαϊκή δυναμική, στο έδαφος της υπαρκτής υλικής κοινωνικής πραγματικότητας, αντί να μεταθέτουμε τις μεγάλες αλλαγές για τις λεωφόρους ενός απροσδιόριστου μέλλοντος, αν αντί αυτών προτάσσουμε τον νομισματικό φετιχισμό και την εθνική ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, αν κανοναρχούμε την καθολική επαναστατική μεταλλαγή χωρίς μεταβατικές διαμεσολαβήσεις στη συγκυρία και στην τακτική, τότε ένα είναι σίγουρο : Ότι ο δεξιός συντηρητισμός, αξιοποιώντας στο έπακρο την χρεοκοπία της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, με κύρια παραδείγματα τη σημερινή Γαλλία και Ελλάδα, θα λειτουργήσει σαρωτικά για τα λαϊκά εργατικά δικαιώματα και συμφέροντα. Εμμονή λοιπόν στον υποκειμενισμό μας ή δρομολόγηση της ενωτικής και μετωπικής υπηρέτησης ανάπτυξης του αντικειμενικού παράγοντα, του λαϊκού παράγοντα ;

Ό,τι και αν έχει διαμεσολαβήσει, το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ήταν καθοριστικό από αυτή την άποψη, ανεξάρτητα αν ήταν εκλογικού τύπου έκφραση και όχι μορφή κινηματικής ανάταξης : Η κάθετη εναντίωση στα μνημόνια συγκέντρωσε την απόλυτη λαϊκή πλειοψηφία. Το σημερινό ζήτημα είναι η υλική και κινηματική μορφοποίηση αυτού του συντριπτικά πλειοψηφικού «όχι», έτσι ώστε το «ναι» να παραμείνει μειοψηφικό και περιθωριοποιημένο. Αν το αρχικό αυτό «όχι» μετατράπηκε στο μετέπειτα «ναι» της υιοθέτησης του τρίτου μνημονίου, του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά, και αυτό δεν ακολουθήθηκε από μια λαϊκή κινηματική έξαρση για την προάσπιση της αλήθειας του «όχι», σήμερα, που τα αποτελέσματα της μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο από ορατά, χρειάζεται να πληρωθεί αυτή η ιστορική εκκρεμότητα : Ο υλικός κινηματικός λαϊκός μετασχηματισμός της εκλογικής έκφρασης, το πέρασμα από την ψήφο που «προδόθηκε» στην άτεγκτη  ταξική κοινωνική κινητοποίηση.