Από το 2010 μέχρι σήμερα στη χώρα μας έχουμε βιώσει μία κατάσταση συνεχούς κρίσης.
Η ιστορία που ξεκίνησε με τη χρεοκοπία της χώρας και συνεχίστηκε με τα μνημόνια, απανωτά το ένα μετά το άλλο, οδήγησε σε πλήρη αποσύνθεση τον κοινωνικό ιστό. Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους ανάγκες, που βρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη χρεοκοπημένοι οι ίδιοι, στην ανεργία και στην απόγνωση.
Την κατάσταση αυτή ακολούθησε το πλήρες ξεπούλημα της χώρας. Επιχειρήσεις βασικές για την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και για τη λειτουργία του κράτους και για την εθνική ασφάλεια, ιδιωτικοποιήθηκαν, στην πραγματικότητα ξεπουλήθηκαν στο ξένο κεφάλαιο. Τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, μεταφορές, πέρασαν ολοκληρωτικά ή κατά μέρος σε άλλους ιδιοκτήτες από τον ίδιο τον ελληνικό λαό.
Οι κυβερνήσεις με περισσή σπουδή, ακολούθησαν αυτό το μοντέλο. Άλλες γιατί το πίστευαν, και άλλες γιατί ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Όλες πάντως, σε κάποιο βαθμό ισχυρίστηκαν ότι ήταν δέσμιες συμβάσεων και συμφωνιών. Υπήρχε δηλαδή κρεμάμενη επί της κεφαλής τους η δαμόκλειος σπάθη των ξένων δανειστών που τους υπαγόρευαν τα μέτρα. Και πάνω σε αυτό η ταπείνωση τού να πρέπει να δανείσεις εσύ ο ίδιος αυτόν που θα σε αγοράσει.
Μετά το ξεπούλημα του δημοψηφίσματος του 2015 από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε τέσσερα χρόνια απανωτών αντιλαϊκών μέτρων, που οδήγησαν σχεδόν αμέσως από την εφαρμογή των πρώτων από αυτά, την κυβέρνηση στο να χάσει πλήρως οποιοδήποτε έρεισμα είχε στον ελληνικό λαό. Μόλις λίγους μήνες αφού είχε κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά πίσω στις δημοσκοπήσεις με ακόμα και 8 ή 10% για να μην ανακάμψει ποτέ στα χρόνια που ακολούθησαν. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που είχε τον ούριο άνεμο της λαϊκής υποστήριξης τον Ιανουάριο του 2015, για να τον καταστρέψει η ίδια αμέσως μετά, εφαρμόζοντας το πιο σκληρό μνημόνιο και θεσπίζοντας μέτρα τέτοια που οδηγούν στην πλήρη καταστροφή πολύ μεγάλο κομμάτι του λαού παίρνοντας τους τα πάντα. Η κυβέρνηση αυτή που θέσπισε το ιδιώνυμο της παρακώλυσης του πλειστηριασμού και οδήγησε τον πρώην υπουργό Λαφαζάνη σε ποινική δίωξη, μετατράπηκε από ελευθερωτή σε δεσμώτη στα μάτια αυτών που την υποστήριξαν λίγο καιρό πριν. Η συντριβή των εκλογών του 2019 ήταν η αναμενόμενη κατάρρευση και αποκαθήλωση.
Η τελευταία κυβέρνηση που είχαμε μέχρι σήμερα ήταν αυτή της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης δεξιάς που γνώρισε ποτέ ο τόπος, από τη μεταπολίτευση και μετά. Η κυβέρνηση αυτή που ήρθε δυναμωμένη από την αποτυχία της προηγούμενης, χωρίς προσδοκίες για καλυτέρευση της ζωής αυτών που την ψήφισαν, πάτησε επάνω στο καμένο έδαφος της δεκαετούς προηγούμενης διακυβέρνησης. Η απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος της λαϊκής υποστήριξης από την κυβέρνηση της αριστεράς, έδωσε στα νεοφιλελεύθερα αρπακτικά την αίσθηση ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα γιατί ακριβώς μπορούν. Σε ένα καμένο τοπίο με καταρρακωμένους τους πυρήνες αντίστασης, αφού το λαϊκό κίνημα κατά τη διάρκεια της περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ είχε φτάσει σε ιστορικά χαμηλά, και με μία πανδημία που της έλυσε ακόμα περισσότερο τα χέρια, καθότι ο κόσμος ήταν φυλακισμένος στο σπίτι του, επιχείρησε να κάνει αυτό που κανείς δεν έχει κάνει στη χώρα μας. Να τη μετατρέψει δηλαδή σε νεοφιλελεύθερη έρημο στα πρότυπα της Χιλής του Πινοτσέτ. Τα πάντα έγιναν μία συνεχής μπίζνα, και το μόνο κριτήριο ήταν ποιος ωφελείται και πόσο.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια το ΜΕΡΑ25 κλήθηκε να ενσαρκώσει το μεγάλο κομμάτι της λαϊκής αντίστασης στην πλήρη διάλυση. Με το ΣΥΡΙΖΑ να ασκεί αναιμική αντιπολίτευση, έχοντας συμφωνήσει εκ των προτέρων σε πολλά από αυτά που περνούσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως το χρηματιστήριο ενέργειας ή οι νόμοι για τα funds και τους πλειστηριασμούς που η ίδια πέρασε, και την όλο και πιο δεξιά στροφή ενσωματώνοντας ανθρώπους που καμία σχέση δεν έχουν με την αριστερά, έγινε φανερό ότι αυτό που προτείνει ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μία ριζική αλλαγή αυτής της κατάστασης που ζούμε αλλά ένα φτιασίδωμα.
Όμως εδώ που βρισκόμαστε σήμερα ένα μικρό φτιασίδωμα είναι ανεπαρκές για να αλλάξει τις ζωές των πολλών. 8 χρόνια περίπου μετά το δημοψήφισμα του 2015 και το 62% του ελληνικού λαού που καταψήφισε τις πολιτικές που του επιβλήθηκαν, η δικαίωση παραμένει και σήμερα επίκαιρη. Όχι γιατί ζητάμε κάποιου είδους ιστορική εξιλέωση, αλλά γιατί η κατάσταση που ζούμε, με την ακρίβεια να θερίζει και τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου να μην έχει διέξοδο και να περιμένει τα κάθε είδους κουπόνια για να βγάλει το μήνα, είναι αβίωτη.
Στο ΜΕΡΑ25 προτείνουμε τη ρήξη. Ρήξη με τις πολιτικές που μας έφεραν ως εδώ, ρήξη με τις αδιέξοδες λογικές του πολιτικαντισμού για τη διεκδίκηση της εξουσίας, ρήξη με τις κάθε είδους μηχανορραφίες για να εφαρμοστούν ακόμα πιο επαχθείς πολιτικές στην πλάτη των πολλών. Η συμπαράταξή μου με το ΜΕΡΑ25 είναι για όλους αυτούς τους λόγους. Για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να σταθούμε όρθιοι και να σκεφτούμε ότι υπάρχει μέλλον. Γιατί όλα μπορούν να είναι αλλιώς!
*Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΜΕΡΑ25, υποψήφιος βουλευτής στο Νότιο Τομέα της Αθήνας