Οι φετινές εκλογές διεξάγονται στο φως της δολοφονίας των Τεμπών, αυτού του τραγικού περιστατικού που συντάραξε συθέμελα την ελληνική κοινωνία έβγαλε στην επιφάνεια με πρωτόγνωρη δύναμη τον πόνο και την οργή εκατομμυρίων ανθρώπων, δρώντας σαν καταλύτης στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Το τραγικό αυτό γεγονός, ένας αναπόφευκτος κρίκος στην αλυσίδα των τελευταίων χρόνων (πανδημία, πόλεμος, κρίση) συμπύκνωσε μέσα του όλες τις γενικές κατηγορίες της κυρίαρχης αστικής πολιτικής.
- Την κυριαρχία της λογικής του κέρδους και η αγορά πάνω απ΄όλα, των ιδιωτικοποιήσεων, της «απελευθέρωσης των αγορών». Γιατι αυτή η λογική οδήγησε στο ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στην διαρκή μείωση του προσωπικού, στην εγκληματική υποβάθμιση των μέτρων ασφαλείας στο όνομα του κόστους, και στον ΟΣΕ και σε όλες τις άλλες μεταφορές.
- Τον ρόλο της ΕΕ που προωθεί κυνικά την «απελευθέρωση των αγορών», και στις σιδηροδρομικές μεταφορές, όπως και στο ρεύμα, τον νερό, τα άλλα δημόσια αγαθά, απεδεικνύοντας κάθε φορά ότι πρόκειται για έναν άθλιο μηχανισμό στον βωμό των μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων.
- Τον ρόλο των κυβερνήσεων, του αστικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του και του κράτους. Όλες οι κυβερνήσεις ακολουθούν την ίδια πολιτική, «χτίζει ο ένας πάνω στην πολιτική του άλλου». ΝΔ, αλλά και οι ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, η ακροδεξιά ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ κινούνται πάνω στις ίδιες ράγες της ιδιωτικοποίησης, της εκχώρησης των δημόσιων αγαθών στους ιδιώτες, του κέρδους, της απελευθέρωσης των αγορών.
Με βάση τα παραπάνω η υπεράσπιση των δικαιωμάτων όχι μόνο στην αξιοπρεπή ζωή αλλά και τη ίδια την ζωή των λαικών στρωμάτων προυποθέτει ένα κοινωνικό και πολιτικό αγώνα που «θέτει επί τάπητος» και συγκρούεται με τα πιο θεμελιώδη και στρατηγικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Με την καπιταλιστική ιδιοκτησία διεκδικώντας κρατικοποίηση όλων των τομέων που παρέχουν κοινωνικά αγαθά χωρίς αποζημίωση με εργατικό και λαικό έλεγχο, με την ΕΕ διεκδικώντας απειθαρχία / ρήξη με τις οδηγίες που οδηγούν στην απελευθέρωση των αγορών στον δρόμο για την έξοδο απο αυτήν, με το αστικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Έτσι το δίλημμα των επερχόμενων εκλογών δεν είναι «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ», αλλά το αν θα δυναμώσει η κυρίαρχη αστική πολιτική της επίθεσης στον λαό, του κέρδους, των ιδιωιτικοποιήσεων ή αν θα παλεύουμε από καλύτερες θέσεις για την ανατροπή του, αν θα αδυνατίσει ή όχι το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά και θα ενισχυθούν οι δυνάμεις της ανατροπής και του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Οι θέσεις αυτές είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές του ΜΕΡΑ25 και του ΚΚΕ. Το ΜΕΡΑ25 κάνει ουσιαστικά μια πρόταση «συνύπαρξης δημόσιου ιδιωτικού τομέα», ένα ΣΔΙΤ ουσιαστικά, μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και του δηλωμένου «ευρωπαϊσμού του». Η «ρεαλιστική του ανυπακοή» φτάνει έως προτάσεις «εκσυγχρονισμού» στο πλαίσιο του κεφαλαίου και της ΕΕ.
Το ΚΚΕ από την πλευρά του όχι μόνο δεν βάζει κανένα στόχο σύγκρουσης με την αστική πολιτική στο σήμερα, αλλά έχει μέτωπο με την πάλη για εθνικοποιήσεις, κάτω από το γενικό μοτίβο «τι ιδιωτικό, τι κρατικό», που τελικά φτάνει ως την διεκδίκηση «μέτρων ασφαλείας» στο σήμερα, μην ξεφεύγοντας και μη αμφισβητώντας το πλαίσιο της ευρω-απελευθέρωσης και της ιδιωτικοποίησης.
Η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί πράξη στήριξης και ενίσχυσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, δηλαδή εκείνου του προγράμματος που έρχεται σε ρήξη με την βασική γραμμή του κεφαλαίου στο σήμερα, επιδιώκει να γίνει κτήμα των λαικών τάξων, πολιτικός αγώνας για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής, για το άνοιγμα δρόμου για ευρύτερες αλλαγές ενάντια στο σύστημα.
Το πρόγραμμα αυτό δεν αφορά μόνο τα δημόσια αγαθά και δεν αφορά μόνο την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην πανδημία, στην εκπαίδευση και την μάχη με την πανεπιστημιακή αστυνομία, στο ζήτημα του πολέμου, συσπειρώθηκαν δυνάμεις που πάλεψαν με συνεπή τρόπο ενάντια στο κυρίαρχο «εθνικό αφήγημα», όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά και για την Ελλάδα, τον δικό της αντιδρατικό ανταγωνισμό με την τούρκικη αστική τάξη.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την περίοδο αυτή δίνει την μάχη των εκλογών εξ ονόματος όλης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι συζητήσεις του προηγούμενου διαστήματος αφήνουν ως παρακαταθήκη την δυνατότητα νέων βημάτων για έναν μαζικό, ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό πόλο. Η ενίσχυσή της σίγουρα θα μας κάνει όλες/ους να ατενίζουμε αυτή την δυνατότητα με μεγαλύτερη αισιοδοξία.