Οι εκλογές στη Γερμανία επιβεβαίωσαν τα προγνωστικά, που εδώ και μήνες έδειχναν μια δεξιά-συντηρητική μετατόπιση του πολιτικού-εκλογικού συσχετισμού, με τους δεξιούς Χριστιανοδημοκράτες να επιστρέφουν στην πρώτη θέση και την ακροδεξιά AfD να εκτινάσσεται στη δεύτερη. Αλλά υπήρξε και μια έκπληξη που φάνηκε να «επωάζεται» στην τελική ευθεία προς την κάλπη: Η ανάκαμψη του αριστερού κόμματος Die Linke.

Η –ασθενική– ανάκαμψη της Δεξιάς

Η Χριστιανοδημοκρατία επέστρεψε στην πρώτη θέση και ο Φρίντριχ Μερτζ θα διεκδικήσει την θέση του καγκελαρίου στο μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα, μετατρέποντας σε «παρένθεση» την απώλεια της πρωτιάς και της καγκελαρίας από το SPD το 2021. Αυτή τη θέση μονοπωλεί η γερμανική Χριστιανοδημοκρατία στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα μας. Όμως δεν λείπουν οι εσωτερικές γκρίνιες στη γερμανική Δεξιά. Η ανάκαμψη υπήρξε ασθενική, με την CDU να μην καταφέρνει καν να ξεπεράσει το 30% ή να πλησιάσει τα ποσοστά και τις ψήφους που συγκέντρωνε η Άγκελα Μέρκελ ακόμα και στις πιο χαμηλές εκλογικές πτήσεις της. Οι Χριστιανοδημοκράτες πήραν 28,5% (14.158.432 ψήφοι), καταγράφοντας «άνοδο» (2,8 εκατ. ψήφων και 4,4%) μόνο σε σύγκριση με την ιστορική βουτιά (9 ποσοστιαίων μονάδων) του 2021 που τους είχε οδηγήσει -τότε- εκτός κυβέρνησης. Ο Μερτζ θα χρειαστεί να συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού, καθώς το κόμμα του μάλλον απέσπασε τα εύλογα κέρδη της βασικής εκλογικής εναλλακτικής απέναντι σε μια κυβέρνηση που κατέρρεε παρά μπορεί να ισχυριστεί ότι ανέκτησε την πολιτική δύναμη που είχε στο πρόσφατο παρελθόν.

Η άνοδος της ακροδεξιάς

Αυτό που κάνει πιο μαύρη την εικόνα των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ότι σε συνθήκες όπου διατηρεί σημαντικές δυνάμεις (και την πρωτιά) η χριστιανοδημοκρατική Δεξιά, εκτινάσσεται η ακροδεξιά AfD.  Το 2021, η τάση ενίσχυσής της ακροδεξιάς είχε ανακοπεί προσωρινά, καταγράφοντας μια περιορισμένη πτώση 2,2 μονάδων (10,4%). Στον σκοτεινό κόσμο και στο ζοφερό πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε στα τελευταία 4 χρόνια, η ακροδεξιά δυνάμωνε διαρκώς και το είχε αποδείξει σε εκλογές σε κρατίδια και στις ευρωεκλογές πριν επιβεβαιωθεί και στην πανεθνική κάλπη της 23ης Φλεβάρη, όπου κατέγραψε τον διπλασιασμό της εκλογικής της επιρροής (20,8% και 10.327.148 ψήφοι) σε σχέση με το 2021 (10,4% και 4.809.228 ψήφοι). Οι άλλες εκλογικές επιτυχίες και η δημοσκοπική εμπέδωση της AfD στη δεύτερη θέση όλους τους προηγούμενους μήνες είχαν αφήσει ανοιχτό το ερώτημα της παραπέρα ενίσχυσής της. Είχαν άλλωστε προηγηθεί η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, οι διαδοχικές παρεμβάσεις του Ίλον Μασκ υπέρ της AfD και η ομιλία του Αμερικανού προέδρου Τζέι Ντι Βανς στο Μόναχο, όπου κατήγγειλε τα «τείχη προστασίας» -με σαφή την απεύθυνση σε γερμανικά και γαλλικά ακροατήρια. Δεν κατόρθωσε (σε αυτήν τη φάση…) να φτάσει σε επιδόσεις που θα την καθιστούσαν αναντικατάστατο ρυθμιστή της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά κατακτά πρωταγωνιστικό κεντρικό πολιτικό ρόλο και θα επιδιώξει να χτίσει πάνω στη σημερινή της επιτυχία για να μπορέσει μελλοντικά να διεκδικήσει και ισχυρό κυβερνητικό ρόλο και να γκρεμίσει το «τείχος προστασίας» -είτε βρίσκοντας πρόθυμους να της ανοίξουν τις πόρτες είτε ξεπερνώντας τα με μια νέα –εκλογική– «έφοδο».

Η παρακμή του SPD

Αυτό που καθόρισε τη νίκη των δυνάμεων Δεξιάς-ακροδεξιάς ήταν η κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτζ και η ιστορική ήττα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που βυθίστηκε στο 16,4% (8.148.284 ψήφοι).

Το κάποτε πανίσχυρο κόμμα, στο οποίο αναφέρονταν τα γερμανικά συνδικάτα και το οποίο αποτελούσε το καμάρι και τη ναυαρχίδα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, έχει μπει σε τροχιά διαρκούς συρρίκνωσης από την νεοφιλελεύθερη εποχή Σρέντερ στις αρχές του 21ού αιώνα, μεγάλο μέρος του οποίου πέρασε ως κυβερνητικός εταίρος της Άγκελα Μέρκελ (2005-09, 2013-17, 2017-21) και καταγράφοντας διαδοχικά «αρνητικά ιστορικά ρεκόρ».

Το 2009, το 23% ήταν –τότε– η χειρότερη εκλογική επίδοση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2017, το αρνητικό ρεκόρ έσπασε όταν το SPD βρέθηκε στο 20,5%. Οι ευκαιριακές «ανακάμψεις» (2013, 2021) είχαν πάντοτε ταβάνι το 25%, υπογραμμίζοντας ένα βαθύτερο φαινόμενο παρακμής σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν. Υπενθυμίζαμε αυτόν τον παράγοντα το 2021, όταν με ένα τέτοιο ιστορικά χαμηλό σκορ κατέκτησε την πρωτιά και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης κυρίως λόγω της μεγάλης τότε πτώσης της Χριστιανοδημοκρατίας. Η ιστορική επιστροφή ενός Σοσιαλδημοκράτη στην καγκελαρία ως επικεφαλής συμμαχικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2002 άνοιξε τελικά το δρόμο για μια νέα ιστορική βουτιά στην επιρροή του SPD, που στις 23 Φλεβάρη έχασε 3,8 εκατ. ψήφους και 9,3 μονάδες. Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σολτζ εξαέρωσαν την όποια περιορισμένη «συσπείρωση» είχε πετύχει το κόμμα του. Το σημερινό αποτέλεσμα δεν είναι απλά ένα  νέο αρνητικό μεταπολεμικό ρεκόρ. Για να εντοπίσει κανείς τέτοια εκλογική επίδοση του SPD πρέπει να ανατρέξει στον… 19ο αιώνα, στην εποχή της Αυτοκρατορικής Γερμανίας και μάλιστα στην εποχή που παρέμεναν ακόμα σε ισχύ οι αντισοσιαλιστικοί νόμοι του Μπίσμαρκ (πριν το 1888)! Στην ίδια εποχή πρέπει να ανατρέξει κανείς για να βρει το SPD έξω από τις δύο πρώτες θέσεις.

Οι κυβερνητικοί εταίροι του Σολτζ

Οι Πράσινοι υπέστησαν επίσης απώλειες από τον ρόλο τους στη συμμαχική κυβέρνηση Σολτζ, χάνοντας 3 μονάδες (11,6% από 14,7%) και περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με το 2021. Στο βαθμό που ήλπιζαν να επωφεληθούν από την χρόνια κρίση του «μεγάλου ασθενή» της κεντροαριστεράς (SPD), πρόκειται για μεγάλη αποτυχία. Όμως υπήρξαν το μόνο κόμμα του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού  που διασώθηκε σχετικά, καθώς διατηρούν μια εκλογική επιρροή που παραμένει η δεύτερη καλύτερη της ιστορίας τους σε ποσοστό και ψήφους μετά το ιστορικό υψηλό που έφτασαν το 2021, εκφράζοντας πιο προνομιακά ένα συγκεκριμένο ιδιόμορφο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας: Αυτό που -σχηματικά- θα λέγαμε ότι μπορεί να διαδηλώνει με ειλικρινή αγωνία και πάθος απέναντι στην απειλή που αποτελεί η AfD για τη δημοκρατία στη Γερμανία, την ώρα που μπορεί να κλείνει τα μάτια στον αυταρχικό κατήφορο της υπαρκτής Γερμανικής Δημοκρατίας απέναντι στην αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη…

Αυτοί που δεν διασώθηκαν από το κυβερνητικό ναυάγιο ήταν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Οι ούλτρα-νεοφιλελεύθεροι κατρακύλησαν στο 4,3% (2.148.878 ψήφοι), έχασαν 7,1 μονάδες και περίπου 3.140.000 ψήφους και βρέθηκαν εκτός Βουλής. Έκαναν τη βρώμικη δουλειά ως «φρένο» (ή ως βολικό άλλοθι…) για να εγκαταλειφθούν οι όποιες φιλολαϊκές πινελιές είχε το SPD στο πρόγραμμά του, προκάλεσαν την κρίση που οδήγησε την κυβέρνηση σε πτώση και τώρα εξωθούνται στο εξωκοινοβούλιο.

Η άνοδος της Αριστεράς

Το Die Linke πέτυχε ένα μικρό θαύμα, επιστρέφοντας από τους νεκρούς. Το αριστερό κόμμα είχε υποστεί μια σκληρή ήττα το 2021, όταν πήρε 4,9% και διέσωσε την παρουσία του στη Βουλή λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού συστήματος (όσον αφορά την κατανομή εδρών με ένα συνδυασμό μονοεδρικών περιφερειών και κομματικής λίστας επικρατείας). Είχε πληρώσει τα πεπραγμένα των τοπικών κυβερνήσεων στις οποίες συμμετείχε αλλά και το γενικότερο φλερτ με την κεντροαριστερά. Αυτό αφενός του στερούσε την «αντισυστημική» θέση που εξέφραζε στα πρώτα χρόνια ανάπτυξής του, όταν λειτουργούσε ως αριστερή αντιπολίτευση στο Μεγάλο Συνασπισμό. Αφετέρου το καθιστούσε ευάλωτο σε εκλογική λεηλασία: όσοι επιθυμούσαν να αποτραπεί ένας νέος Μεγάλος Συνασπισμός και να συγκροτηθεί μια «κεντροαριστερή κυβέρνηση», γνώριζαν ότι -παρά τις κινήσεις μετριοπάθειας- το Linke θα είναι αποκλεισμένο (ως το «άλλο άκρο» που αντιμετωπίζει το «τείχος προστασίας») και άρα ο δρόμος για τη συγκρότησή της περνούσε μέσα από την ψήφο στο SPD και τους Πράσινους. Ακολούθησε μια διετία χαοτικής και απωθητικής  δημόσιας αντιπαράθεσης με την πτέρυγα της Σάρα Βάγκενκνεχτ που πλήγωσε ακόμα περισσότερο το κόμμα και έληξε τον Οκτώβρη του 2023, όταν η Βάγκενκνεχτ αποχώρησε για να ιδρύσει λίγους μήνες μετά τη «Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW). Το κακό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών (2,74%) του Ιούνη του 2024, η «εξαφάνιση» του Linke σε κρατίδια στην ανατολική Γερμανία αλλά και εσωκομματικές κρίσεις που αφορούσαν το Παλαιστινιακό (οδηγώντας σε έξοδο κάποιους ακραφνείς φιλο-σιωνιστές αλλά -κυρίως- σημαντικές αντισιωνιστικές δυνάμεις) προμήνυαν ένα τέλος διαδρομής.

Καθώς πλησίαζε η κάλπη, ένας αριθμός ανθρώπων με αριστερό ριζοσπαστικό προσανατολισμό (και μεγάλες διαφωνίες με το Linke) άρχισε να το αντιμετωπίσει ως το τελευταίο –εκλογικό– οχυρό σε ένα πολιτικό σκηνικό που μετατοπιζόταν ραγδαία προς τα δεξιά. Ακόμα και ομάδες που είχαν πολύ πρόσφατα αποχωρήσει από το κόμμα κάλεσαν σε κριτική ψήφο σε αυτό. Αυτό το πιο «στενό» ακροατήριο που θα μπορούσε να διασώσει την κοινοβουλευτική παρουσία φαίνεται ότι διευρύνθηκε στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, με κομβικό σημείο την υπερψήφιση μιας νέας αντιμεταναστευτικής νομοθεσίας από μια πλειοψηφία Χριστιανοδημοκρατών και AfD, που προκαλούσε «ρωγμή» στο περίφημο «τείχος» και προκάλεσε συγκλονιστικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε πολλές γερμανικές πόλεις. Η κραυγή του νεαρού στελέχους του Linke, Χάιντι Ράιχινεκ «Αντισταθείτε στον φασισμό σε αυτή τη χώρα! Στα οδοφράγματα!» επικοινώνησε με την αντιφασιστική οργή και έγινε βάιραλ. Στο ζήτημα της πάλης ενάντια στο ρατσισμό και την ακροδεξιά, το Die Linke ξαναέγινε αντιληπτό ως «αντισυστημικό», ως το μόνο που μπορούσε να εκφράσει ειλικρινά όσους κι όσες στέκονται έξω κι απέναντι από την ρατσιστική «εθνική συναίνεση». Η απουσία του από την συγκυβέρνηση (λιγότερο επιλογή της ηγεσίας και περισσότερο προϊόν αποκλεισμού του) και η υπόσχεσή του να είναι «κοινωνική αντιπολίτευση» του επέτρεψε να προσελκύσει απογοητευμένους ψηφοφόρους του SPD και των Πρασίνων.Το Die Linke βρέθηκε στο 8,8% (+3,9) και στις 4.355.382 ψήφους (+2,1 εκατ.), επιστρέφοντας κοντά στα παλιότερα «κυβικά» του. Οι μεγαλύτερες εκλογικές του επιτυχίες αφορούν την κατάκτηση της πρώτης θέσης στη νεολαία (27%) και –για πρώτη φορά– στο Βερολίνο (20%).

Δοκάρι και έξω για την Σάρα Βάγκενκνεχτ

Η «Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW), έμεινε οριακά εκτός Βουλής, συγκεντρώνοντας 4,97%. Η πλατιά αναγνωρισιμότητα (από τις πιο διάσημες προσωπικότητες στη Γερμανία) της είχε επιτρέψει να «κληρονομήσει» ένα τμήμα της βάσης του Die Linke, ενώ δηλώνοντας «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά», προσέλκυσε έναν κόσμο της αποχής και ένα κοινό θυμωμένων πρώην ψηφοφόρων των παραδοσιακών κομμάτων. Αυτά αρκούσαν για να δημιουργήσουν ένα πολυσυλλεκτικό ακροατήριο που φάνηκε στις ευρωεκλογές (περίπου 2.450.000 ψήφοι και 6,12%). Το καλό σκορ για πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα και οι ακόλουθες επιτυχίες σε κάποια κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας, καλλιέργησαν μεγάλες προσδοκίες για την Σάρα.

Αποδείχθηκε πολύ σύντομα ότι το πολυσυλλεκτικό ψάρεμα στα θολά (ή και σε βρώμικα…) νερά, η λαϊκιστική τάχα «υπέρβαση» του άξονα Αριστερά/Δεξιά και η λειτουργία ως «μη-κόμμα» (μια μικρή/κλειστή ομάδα επίλεκτων συνεργατών της Σάρα) δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα πολιτικό ρεύμα που θα «αυγατίσει» μαζική δύναμη. Διατήρησε περίπου τις ίδιες ψήφους με εκείνες που είχε πάρει στις ευρωεκλογές (2.468.670 από περίπου 2.450.000), που στην εθνική κάλπη της αυξημένης συμμετοχής αποδείχθηκαν οριακά ανεπαρκείς για να της εξασφαλίσουν την είσοδο στη Βουλή. Οι επιτυχίες της στην ανατολική Γερμανία απλά μαρτυρούσαν ότι «κληρονόμησε» την (παραδοσιακά συντηρητικότερη) βάση του Die Linke σε αυτά τα Κρατίδια. Μετά από αυτές τις επιτυχίες, η «αντισυστημική» BSW μπήκε σε τοπικές συγκυβερνήσεις στο Βραδενβούργο (με το SPD) και στη Θουριγγία (με τους Χριστιανοδημοκράτες και το SPD).

Και σε αυτές τις εκλογές, η Σάρα «ψάρεψε» ψήφους από παντού (αποχή, πρώην Linke, Χριστανοδημοκράτες, Φιλελεύθερους, Σοσιαλδημοκράτες), δηλώνοντας «νόμιμη κληρονόμος και της παλιάς Σοσιαλδημοκρατίας και της παλιάς Χριστιανοδημοκρατίας» (γενικά ο πολιτικός της λόγος καθορίζεται από την εξιδανίκευση του «παλιού καλού» καπιταλισμού των μεταπολεμικών δεκαετιών). Η μόνη εκλογική βάση από την οποία δεν κέρδισε άξια λόγου μεγέθη ήταν αυτή της… AfD. Θυμίζουμε ότι η υπόκλιση της Σάρα στον ρατσισμό (και σε άλλες αντιδραστικές απόψεις) είχε ξεκινήσει με σημαία την «απόσπαση» κάποιων ψηφοφόρων που στρέφονταν, λέει, στην ακροδεξιά με αφετηρία κάποιες -τάχα -«δίκαιες ανησυχίες»…

Η επόμενη μέρα

Επιφανειακά, το «κέντρο» διατήρησε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης και οδεύει πιθανότατα σε μια ακόμα αναβίωση του Μεγάλου Συνασπισμού. Όμως τα δύσκολα είναι μπροστά. Σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν κρίσης στην ΕΕ, αυτήν τη φορά είναι η γερμανική οικονομία ο «μεγάλος ασθενής» που κινείται μεταξύ στασιμότητας και συρρίκνωσης. Ο συνδυασμός μαζικού επανεξοπλισμού, δημοσιονομικής πειθαρχίας και στήριξης της οικονομίας αποδείχθηκε ένας κύκλος που δεν τετραγωνίζεται (όπως διαπίστωσε ο Όλαφ Σολτζ κατά την πτώση του). Αυτά θα κληθεί να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση.

Η CDU, που έχει μπει σε μια πορεία αργής φθοράς ίσως διαπιστώσει ότι η ασθενική της ανάκαμψη μπορεί να αποτελέσει πρελούδιο μιας νέας πτώσης, όπως διαπίστωσε φέτος η ηγεσία του SPD. Το ίδιο το SPD, μπαίνει σε μια συμμαχία με την Δεξιά ως σκιά του παλιού του εαυτού και είναι πραγματικά άγνωστο σε τι κατάσταση θα βγει από αυτήν.

Η AfD καιροφυλακτεί καθώς έχει τη στήριξη μερίδων της γερμανικής αστικής τάξης, ενώ η συναίνεση της αστικής πολιτικής γύρω από τον σκληρό ρατσισμό, τον μιλιταρισμό, τον έξαλλο μακαρθισμό και την ακραία κρατική πυγμή ενάντια στην αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη δημιουργεί το πλέον έυφορο έδαφος για ενίσχυση των αντιδραστικότερων δυνάμεων –που έχουν πλέον να υπολογίζουν και στα μηνύματα από τις ΗΠΑ που θέλουν να κάνουν τους «πολιτισμικούς πολέμους» της Δεξιάς (κατά του «woke» κλπ) παγκόσμιους.

Η φορά των εξελίξεων θα κριθεί από τις απαντήσεις που θα δοθούν (ή δεν θα δοθούν…) από τα κάτω και αριστερά. Το εκλογικό αντανακλαστικό ενός κόσμου να στηρίξει το Die Linke χρειάζεται να μετατραπεί σε ενεργοποίηση και δράση -στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς, στις πλατείες. Όσον αφορά το ίδιο το κόμμα της Αριστεράς, ο προγραμματικός του λόγος, που υπερασπίζεται την κοινωνική δικαιοσύνη και ένα πρόγραμμα αντιλιτότητας χωρίς καμία έκπτωση στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τον αγώνα κατά της ρατσιστικής και έμφυλης καταπίεσης αποτελεί την βασική του αρετή. Αλλά το Die Linke δεν έχει απαλλαγεί από τα μόνιμα προβλήματά του: η υπόκλιση στη γερμανική «κρατική λογική» όσον αφορά το Ισραήλ (παρότι στέκεται στο «αριστερό» άκρο της και διαθέτει και μέλη/στελέχη με πιο καθαρή φιλοπαλαιστινιακή τοποθέτηση, όπως ο νεοεκλεγείς Φεράτ Κοτσάκ που σάρωσε στην εκλογική του περιφέρεια στο Βερολίνο), η μονομερής έμφαση στις εκλογές και η «διαθεσιμότητα» για κυβερνήσεις συνεργασίας, τα πεπραγμένα τέτοιων (τοπικών) κυβερνήσεων που έρχονται σε αντίφαση με το πρόγραμμά του και η ύπαρξη στελεχών που στήριξαν και στηρίζουν αυτές τις πολιτικές σε ηγετικούς ρόλους εξακολουθούν να θυμίζουν την ανάγκη πολύ μεγάλων μετατοπίσεων που θα αλλάξουν το υπαρκτό τοπίο στην Αριστερά. Αλλά η αριστερόστροφη εκλογική κινητοποίηση που εκφράστηκε -εύλογα- με το βασικό διαθέσιμο ψηφοδέλτιο δείχνει ότι τουλάχιστον υπάρχει το κοινωνικό δυναμικό το οποίο μπορεί να στηρίξει -και στο οποίο λογοδοτεί- μια τέτοια προσπάθεια.

Ετικέτες