Η νύχτα της 21ης Νοέμβρη ήταν μια από τις πιο οδυνηρές των τελευταίων χρόνων στη Χιλή. Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου έδειχναν ότι ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, ο υποψήφιος που δήλωνε τη συμπάθειά του στη δικτατορία του Πινοσέτ και στην αντεπανάσταση, είχε έρθει πρώτος.
Ο Καστ εκπροσωπούσε την Δεξιά την οποία είχε αμφισβητήσει η εξέγερση του Οκτώβρη του 2019 -οι δυνάμεις που εναντιώθηκαν στην υποταγή των φτωχών, οι φεμινίστριες και οι ιθαγενείς λαοί.
Δεύτερος ερχόταν ο Γκάμπριελ Μπόριτς, ένα πρώην ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος που είχε γίνει βουλευτής, εκπροσωπώντας το Frente Amplio (Πλατύ Μέτωπο), μια πολιτική συμμαχία που ερχόταν σε ρήξη ταυτόχρονα και με τα κεντροαριστερά κόμματα της νεοφιλελεύθερης Μετάβασης και με την περιθωριοποιημένη ριζοσπαστική Αριστερά. Πρόκειται για τον ίδιο Μπόριτς που είχε υπογράψει με προσωπική του ευθύνη -χωρίς την στήριξη του κόμματός του- τη Συμφωνία για Κοινωνική Ειρήνη και Νέο Σύνταγμα το Νοέμβρη του 2019. Αυτή άνοιγε το δρόμο σε μια περιορισμένη συντακτική διαδικασία και για αυτό το λόγο αποτέλεσε το επίκεντρο μεγάλης κριτικής από το λαϊκό κίνημα στο σύνολό του.
Η πιο σημαντική προεδρική εκλογή μετά το 1970 έδειχνε να μας οδηγεί προς μια βαρβαρότητα που δεν ήταν αδιανόητη για όποιον διαθέτει μνήμη [του πινοσετικού παρελθόντος]. Οι κινηματικές δυνάμεις της Χιλής, ανοιχτά επικριτικές απέναντι στο μετριοπαθή προσανατολισμό του Μπόριτς, πήραν γρήγορα την απόφαση να ενταχθούν στην προεκλογική καμπάνια για να διασφαλίσουν τον θρίαμβό του και πάνω από όλα να επιβάλουν μια συντριπτική ήττα στην πινοσετική υποψηφιότητα του Καστ.
Αυτό έγινε πράξη στις 19 Δεκέμβρη, με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που δεν είχε προηγούμενο με διάφορους τρόπους. Πρώτον, ο Μπόριτς (με 55,9% των ψήφων) εξελέγη με προβάδισμα πάνω από 11 μονάδων απέναντι στον Καστ (44,1%). Δεύτερον, η συμμετοχή αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τον πρώτο γύρο (55,7%, σε σύγκριση με 47,3%). Ήταν η υψηλότερη εκλογική συμμετοχή μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής ψηφοφορίας το 20212. Τέλος, ο Μπόριτς είναι ο πρόεδρος που εξελέγη με τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία της Χιλής (4.620.671). Πρόκειται για ένα συνδυασμό γεγονότων άνευ προηγούμενου σε μια χώρα με μακρά περίοδο υψηλής αποχής από τις εκλογές, με την εξαίρεση του Δημοψηφίσματος για το Νέο Σύνταγμα τον Οκτώβρη του 2020. Το Δεκέμβρη, ψήφισαν για πρόεδρο περίπου ένα εκατομμύριο περισσότεροι άνθρωποι από όσους συμμετείχαν στο δημοψήφισμα για σύνταγμα (7.562.173, 50,9% του εκλογικού σώματος).
Σε μια όμορφη αντιστροφή [της 21ης Νοέμβρη], ένα αίσθημα νίκης κατέκλυσε τη νύχτα της 19ης Δεκέμβρη αυτού του πολύ μακρού 2021 για το λαό της Χιλής. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε όλη τη Χιλή για να πανηγυρίσουν από κοντά αυτό που αισθάνονταν ως έναν δικό τους θρίαμβο: Νίκησαν τον Πινοσετισμό και κράτησαν ανοιχτό τον κύκλο μετασχηματισμού που άνοιξε με την λαϊκή εξέγερση του Οκτώβρη του 2019. Το αίσθημα δεν ήταν μόνο χαρά, αλλά πάνω από όλα ανακούφιση. Το φεμινιστικό κίνημα και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα αντιλαμβάνονταν πολύ καθαρά την απειλή του νεοφασίστα Καστ, όπως προδιαγραφόταν μέσα από το προηγούμενο των Τραμπ, Μπολσονάρο και Ορμπάν. Έχοντας ελάχιστες αυταπάτες για τον Μπόριτς, ήταν αυτές οι δυνάμεις που έσπευσαν άμεσα να διασφαλίσουν τη νίκη του στον δεύτερο γύρο. Κάποιες πρώτες αναλύσεις της ψήφου για τον Μπόριτς ήδη δείχνουν την τεράστια σημασία που είχε η γυναικεία και νεολαιίστικη ψήφος για αυτή τη νίκη.
Από την εξέγερση στην αντι-εξέγερση
Πώς φτάσαμε σε ένα τόσο επικίνδυνο σενάριο; Δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις, αλλά υπάρχουν κάποια αναμφίβολα στοιχεία. Όπως και άλλες χώρες της περιοχής και του πλανήτη, η Χιλή περνά μια μακρά περίοδο πολωμένης πολιτικοποίησης, που έχει τη βάση της στην κοινωνική και πολιτική αστάθεια που προκαλούν οι πολλαπλές οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις. Ένας κύκλος οικονομικής ανάπτυξης κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000, εγγυόταν την σταθερότητα για τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της μετάβασης στη δημοκρατία. Αλλά με τις τιμές των πρώτων υλών να πέφτουν γύρω στο 2009, αυτή η σταθερότητα άρχισε να εξαφανίζεται για τα λαϊκά στρώματα που αρχίζουν να βλέπουν ότι οι ζωές τους γίνονται όλο και πιο επισφαλείς. Η Χιλή είναι μια χώρα χωρίς εγγυημένη καθολική πρόσβαση στην υγεία, τη σύνταξη, την παιδεία και τη στέγαση. Αυτές οι πτυχές της ζωής είναι ιδιωτικοποιημένες, είτε βρίσκονται στα χέρια ιδιωτικών επιχειρήσεων είτε πέφτουν στους ώμους των οικογενειών. Αυτό το βάρος πέφτει ιδιαίτερα στα κορίτσια, τη νεολαία και τις γυναίκες που έχουν την ευθύνη της φροντίδας. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αλλαγές στις μακρο-οικονομικές συνθήκες έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των εργαζομένων.
Αυτή η διαδικασία αυξανόμενης επισφάλειας διασταυρώνεται με μια απίστευτα περιορισμένη δημοκρατία, κληρονομιά ενός συντάγματος που ενέκρινε η δικτατορία το 1980. Πρόκειται για ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που συγκεντρώνει την πολιτική δύναμη στην Εκτελεστική και στο Κογκρέσο, χωρίς να αφήνει χώρο για τις κοινότητες και τις περιοχές. Υψώνει τεράστια εμπόδια σε πιθανές τροποποιήσεις, με πολλές αλλαγές να μπλοκάρονται λόγω απαιτούμενης κοινοβουλευτικής υπερ-πλειοψηφίας. Είναι μια δημοκρατία των αποκλεισμών, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των μεγάλων αστικών κομμάτων και ενισχυμένη από μηχανισμούς που τείνουν να αποκλείουν τις γυναίκες, τους ιθαγενείς λαούς και τους ανένταχτους πολιτικά.
Αυτός ο εκρηκτικός συνδυασμός οδήγησε στην εξέγερση του 2019, όπου η σπίθα της μαθητικής εξέγερσης ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες, έβαλε φωτιά σε έναν κάμπο γεμάτο θυμό, χρέη και απελπισία. Η εξέγερση ήταν η πύλη μετάβασης σε μια νέα εποχή, που συνοδευόταν από την πολιτική βία που χαρακτηρίζει κάθε λαϊκή αφύπνιση. Αλλά ήταν επίσης ένα σοκ για την άρχουσα τάξη, που γρήγορα ενεργοποίησε τους αυταρχικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς μάχης για να αντιμετωπίσει αυτή τη λαϊκή αφύπνιση. Ο πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα κήρυξε πόλεμο ενάντια στο λαό, βγάζοντας το στρατό για να καταστείλει την εξέγερση. Πολιτικά και σε επίπεδο ΜΜΕ, άρχισε να αναδύεται μια αφήγηση που έφερνε σε αντιπαραβολή την καταστροφική βία στους δρόμους με τη νέα κοινωνική συμφωνία που διαπραγματευόταν μέσα στο Κογκρέσο.
Η πρώτη στιγμή της εξέγερσης έληξε με τη συμφωνία της 15 Νοέμβρη. Άρχισε έτσι η θεσμική παγίωση της αντινεοφιλελεύθερης αμφισβήτησης, η οποία οδήγησε στο να ανοίξει πολιτικός χώρος για την αντι-εξέγερση, που οργανωνόταν γύρω από την καμπάνια του «Όχι» στο Δημοψήφισμα για ένα Νέο Σύνταγμα. Αυτή η συνθήκη δημιουργούσε εντάσεις μέσα στο στρατόπεδο που υποστήριζε ένα δημοψήφισμα: Υπέρ ή κατά αυτής της Συμφωνίας και της θεσμοποίησής της. Αυτές είναι γνώριμες σκηνές για τα λαϊκά κινήματα σε όλο τον κόσμο: οι παρατεταμένες και θερμές συζητήσεις γύρω από τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που δημιουργεί μια ξαφνική στροφή από αυτό που οραματιζόμαστε προς την θεσμοποιημένη μορφή του.
Δύο χρόνια μετά την εξέγερση, είναι εμφανές ότι η διαδικασία πολιτικοποίησης που βιώνει η Χιλιανή κοινωνία, δεν είναι μονομερής προς τα αριστερά. Η εμπλοκή χιλιάδων ανθρώπων στην πολιτική δράση συμβαίνει και στα αριστερά και στα δεξιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα έχει απλώς διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη. Οι λαϊκές δυνάμεις έχουν υιοθετήσει μια πολιτική-κοινωνική δράση με φεμινιστικό και αριστερό προσανατολισμό. Συμμετείχαν σε εδαφικές/τοπικές συνελεύσεις για να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή για να συζητήσουν το περιεχόμενο ενός νέου συντάγματος. Ενεπλάκησαν ενεργά σε καμπάνιες εκλογής αντιπροσώπων στην Συντακτική Συνέλευση, ή εντάχθηκαν σε κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις για να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διαδικασία της αλλαγής.
Από τη μεριά της, η Δεξιά οργανώνει τη δική της βάση, σε συντηρητικούς και αντικομμουνιστικούς κύκλους παραπληροφόρησης, σε αντιδραστικές ευαγγελικές εκκλησίες και σε νεοφασιστικές συμμορίες που έχουν εμφανιστεί στους δρόμους με δυνάμεις που δεν είχαμε ξαναδεί από την εποχή της Λαϊκής Ενότητας το 1970-73. Αυτά τα τάγματα εφόδου επιτίθενται σε σύμβολα της εξέγερσης και τρομοκρατούν το λαϊκό κίνημα.
Η δραστηριότητα των αριστερών κοινωνικών κινημάτων είναι μαζική, ανοιχτή, αυτό-διαχειριζόμενη, συμμετοχική και εποικοδομητική, με πολλαπλές φωνές, ενώ η πολιτικοποίηση στα δεξιά είναι αντιδραστική, στηριγμένη σε μικρότερες ομάδες που χρηματοδοτούνται από επιχειρηματίες και διαθέτει πιο παραδοσιακές πολιτικές εκπροσωπήσεις. Ένας τέτοιος εκπρόσωπος είναι ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, πρώην μαχητής και βουλευτής της Καθολικής, συντηρητικής, αυταρχικής και εθνικιστικής Δεξιάς που έγινε ηγέτης του νέου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ενοποιεί τους πιο εξέχοντες υποστηρικτές του Πινοσέτ με το νεοφασισμό. Λειτουργεί έξω από τον παραδοσιακό δεξιό συνασπισμό Chile Vamos.
Ο Καστ είχε υπάρξει ξανά υποψήφιος σε προεδρικές εκλογές το 2017, τερματίζοντας την κούρσα με χαμηλό εκλογικό αποτέλεσμα. Έκτοτε, έχει κατοχυρώσει μεγάλη υποστήριξη ως η φωνή της αντίδρασης ενάντια στη φιλοδοξία της Αριστεράς να αλλάξει το σύνταγμα και τη χώρα. Οι φραστικές επιθέσεις του στοχεύουν κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στο Frente Amplio, όπως και στο φεμινιστικό και το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, το κίνημα των ιθαγενών Μαπούτσε και τις κοινωνικές-περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η εξέγερση και ιδιαίτερα ο εκλογικός κύκλος του 2020-21, του έδωσαν την ευκαιρία να κατοχυρώσει την ηγεσία του ως ο εκπρόσωπος του «Όχι» σε μια συντακτική συνέλευση και ως ο ηγέτης μιας εκλογικής εναλλακτικής για το χώρο της αντι-εξέγερσης. Η πανδημία του έδωσε την ευκαιρία να προβάλει τις αντι-επιστημονικές και αντι-παγκοσμιοποιητικές του απόψεις, αν και με πιο διακριτικό τρόπο από ό,τι οι ακροδεξιές ηγεσίες διεθνώς.
Αυτές οι ευκαιρίες που του έδινε η συγκυρία, μαζί με την αδυναμία των υποψηφίων του [παραδοσιακού δεξιού] Chile Vamos, έκαναν τον Καστ επικεφαλής της δεξιάς εκλογικής μάχης σε αυτές τις προεδρικές εκλογές. Πώς φτάσαμε λοιπόν σε αυτό το σημείο; Οι πολλαπλές κρίσεις του καπιταλισμού στη Χιλή δεν γέννησαν μόνο μια μετασχηματιστική, αντινεοφιλελεύθερη, φεμινιστική και πολυεθνική εναλλακτική, αλλά δημιούργησαν χώρο και για τα τέρατα του Πινοσετισμού και του αυταρχισμού. Αυτά προσφέρουν μια άλλη εναλλακτική: Καταπίεση των μεταναστών, νοσταλγία για τη σκληρή πατριαρχία της εποχής της δικτατορίας και οικονομική ασφάλεια για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι δύο πόλοι του στρατοπέδου του μετασχηματισμού: Ο Μπόριτς και η Συντακτική Συνέλευση
Σε αυτή την αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη της Χιλής, όπου οι παραδοσιακές δυνάμεις της Δεξιάς και της Κεντροαριστεράς αποδείχθηκαν εξαντλημένες και χωρίς νέες ιδέες, άνοιξε ένας χώρος για μετασχηματισμό. Σε αυτόν το χώρο, συνυπάρχουν δύο διαφορετικές δυνάμεις: Από τη μία, ο Μπόριτς και ο συνασπισμός Apruebo Dignidad (που περιλαμβάνει το Frente Amplio και το Κομμουνιστικό Κόμμα) και από την άλλη, οι δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων και των ιθαγενών λαών, που κατάφεραν να καταλάβουν άνευ προηγούμενου χώρο στη Συντακτική Συνέλευση, με τις νίκες των ψηφοδελτίων των Συντακτικών Κοινωνικών Κινημάτων, της Λίστας του Λαού και των αντιπροσώπων των Ιθαγενών Λαών. Είναι μια συνύπαρξη που έχει εντάσεις, αλλά τουλάχιστον έχει ως κοινό έδαφος την φιλοδοξία για δομικές αλλαγές στο καθεστώς του 1980.
Ενώ ο Μπόριτς πέτυχε την ετερογενή μαζική υποστήριξη που περιέγραψα στην αρχή, οι λαϊκές συντακτικές δυνάμεις αντλούν τη δική τους δύναμη από το γεγονός ότι η καμπάνια για ένα νέο σύνταγμα είναι σήμερα στο επίκεντρο του τρέχοντος πολιτικού κύκλου στη Χιλή. Οι πρόσφατες εκλογές αποτελούν μια ένδειξη αυτού του φαινομένου. Κάθε φορά που το επίδικο είναι η συντακτική διαδικασία, η συμμετοχή είναι ψηλή και τείνει κυρίως να αφορά τον πόλο του μετασχηματισμού. Αυτό συνέβη στη ψηφοφορία για το δημοψήφισμα, με το 80% υπέρ του «Ναι» σε νέο σύνταγμα και στην εκλογή των μελών της Συντακτικής, όπου οι ανοιχτά αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις άγγιξαν την πλειοψηφία στη Συνέλευση. Συνέβη επίσης στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, όπου η απειλή μιας κυβέρνησης Καστ που θα κατέστρεφε τις όποιες προόδους στα δικαιώματα και θα μπλόκαρε το δρόμο για ένα νέο σύνταγμα που άνοιξε η εξέγερση, ήταν πραγματική. Δεν συνέβη το ίδιο στις κοινοβουλευτικές εκλογές, όπου δεν υπήρχαν οι αντίστοιχες δημοκρατικές εγγυήσεις για τη συμμετοχή των ανένταχτων, των κοινωνικών αγωνιστών και των ιθαγενών λαών. Μπορούμε πλέον σήμερα να ισχυριστούμε ότι οι λαϊκές δυνάμεις, αυτές που εγγυούνται την συντακτική διαδικασία, επιλέγουν σοφά τις εκλογικές τους μάχες μέσα σε αυτό το πλαίσιο περιορισμένης δημοκρατίας.
Μια κυβέρνηση Μπόριτς θα είναι ευνοϊκά διακείμενη προς τη συντακτική διαδικασία, δημιουργώντας ευκαιρίες στις λαϊκές δυνάμεις που διατηρούν την ανεξαρτησία τους απέναντι στην κυβέρνηση, ακόμα κι αν έχουν κάποιους κοινούς στόχους. Το επίδικο για τις λαϊκές δυνάμεις μέσα κι έξω από τη συντακτική συνέλευση είναι να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα της παρουσίας μιας σχετικά φιλικής κυβέρνησης προκειμένου να ωθήσουν τη διαδικασία της συντακτικής συνέλευσης όσο πιο μακριά γίνεται, προκειμένου να ανοίξουν έναν ευρύτερο και πιο μακρύ κύκλο δομικών μετασχηματισμών στο οικονομικό μοντέλο, το πολιτικό σύστημα και την εγγύηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Από την άλλη, η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μπόριτς θα είναι να κινηθεί σε ένα διαιρεμένο Κογκρέσο εν μέσω μιας επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης. Σε αυτό το δύσκολο, αλλά όχι πρωτοφανές, πλαίσιο, ο Μπόριτς έχει την ευκαιρία να αποφύγει να εξελιχθεί σε μια επανάληψη των κυβερνήσεων της Κονσερτασιόν [τις νεοφιλελεύθερες «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1990 και του 2000]. Η επιτυχία της κυβέρνησης Μπόριτς εξαρτάται εμφανώς από την υλοποίηση της υπόσχεσης για αλλαγή στους ανθρώπους που πανηγύρισαν στους δρόμους τη νύχτα των εκλογών και από το να μην παραδοθεί στους πολιτικούς μανδαρίνους που κερδίζουν χρόνο, περιμένοντας να λάθη της κυβέρνησης για να εμφανιστούν και να πουν ότι οι ίδιοι θα τα κατάφερναν καλύτερα.
Βραχυπρόθεσμα, θα δούμε μια αναδιοργάνωση της Δεξιάς: τα κόμματα του Chile Vamos και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα επιδιώξουν να χτίσουν πάνω στις ψήφους που πήραν, καθώς ανταγωνίζονται για την ηγεσία αυτή της κοινωνικής βάσης στον νέο πολιτικό κύκλο. Καθώς αποτελούν μια μειοψηφία στη Συντακτική Συνέλευση, θα ρίξουν όλες τους τις δυνάμεις στο Κογκρέσο. Και θα συνεχίσουν να επιμένουν στην αφήγηση ότι «ο μετριοπαθής Μπόριτς» κέρδισε τις εκλογές, ως μέθοδο ρυμούλκησης της κυβέρνησης Μπόριτς προς «το κέντρο». Θα δούμε επίσης παλιούς πολιτικούς της Κονσερτασιόν να βρίσκουν χώρο σε μια κυβέρνηση Μπόριτς, χρησιμοποιώντας ένα μίγμα κολακείας και έμμεσων απειλών. Θα παρουσιαστούν ως εγγυητές της κυβερνησιμότητας, ενώ θα συνεχίσουν να είναι η τελευταία γραμμή άμυνας της Μετάβασης [από την πινοσετική δικτατορία στην περιορισμένη δημοκρατία]. Θα μοιραστούν από κοινού με τη Δεξιά το καθήκον της ρυμούλκησης του Μπόριτς προς το κέντρο, υπολογίζοντας και στην πολύ γνωστή του τάση προς τους συμβιβασμούς και τις συμφωνίες σε κρίσιμες στιγμές.
Η πρώτη πρόκληση για τον Μπόριτς και το Apruebo Dignigdad θα είναι να αποφασίσουν αν θα αξιοποιήσουν τον εκλογικό θρίαμβο για να επιβεβαιώσουν το πρόγραμμα δομικών μεταρρυθμίσεων, ή αν ο φόβος της απόρριψής του από την παλιά διακομματική τάξη πραγμάτων θα τους οδηγήσει στη μετριοπάθεια και θα τους απομακρύνει από την κοινωνική βάση που τους έδωσε μια νίκη την οποία δεν κατάφεραν να κερδίσουν από μόνοι τους στον πρώτο γύρο.
Νέα καθήκοντα για την αντικαπιταλιστική Αριστερά
Ενάντια στην αντίληψη ότι η κυβέρνηση Μπόριτς δεν μπορεί παρά να είναι μετριοπαθής και συμφιλιωτική, τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν τη «συντακτική στιγμή» με όλη τους τη δημιουργικότητα και την επιθυμία για ρήξη με το υπάρχον καθεστώς. Η δεξιά αφήγηση περί «μετριοπάθειας», την οποία απηχούν και τα φιλελεύθερα τμήματα του Apruebo Dignidad, επιδιώκει να στείλει ένα μήνυμα πειθάρχησης: η ριζοσπαστική Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα καλά θα κάνουν να σωπάσουν, αλλιώς θα είναι υπεύθυνοι για μια νέα ήττα, ή ακόμα χειρότερα, για ένα νέο πραξικόπημα. Μας ζητάνε να αφήσουμε τον Μπόριτς να κάνει ό,τι νομίζει, χωρίς να διχάζουμε «τη δική μας πλευρά» με κριτικές.
Αλλά η έμφαση στην πραγματική υλοποίηση του προγράμματος δεν είναι -όπως πιστεύουν κάποιοι- εμπόδιο στην πραγματοποίηση του μετασχηματισμού. Αντίθετα, είναι η καλύτερη εγγύηση για αυτό. Αυτοί οι μετασχηματισμοί θα γίνουν εφικτοί μόνο αν τους καθοδηγήσει ένας πλατύς συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, που θα διατηρεί στο τραπέζι τις αδιαπραγμάτευτες πτυχές του προγράμματος, θα καθιστά την επιλογή της καταστολής απαράδεκτη και θα προωθεί την επείγουσα αναγκαιότητα να ξεπεραστεί το μετριοπαθές σενάριο που προβλέπει να προχωρήσουμε μόνο «ως εκεί που είναι εφικτό». Απέναντι σε μια κυβέρνηση ευάλωτη προς τη λαϊκή πίεση, θα είναι κρίσιμο να διατηρήσουμε την πολιτική ανεξαρτησία των κοινωνικών κινημάτων και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας τις προόδους και επικρίνοντας τις υποχωρήσεις, ώστε να μην παγιδευτούμε στον πανταχού παρόντα (και κενό νοήματος) πειρασμό της απόκτησης δύναμης στις κυβερνητικές θέσεις με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη του στόχου του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Ποια είναι αυτά τα αδιαπραγμάτευτα σημεία του προγράμματος; Άμεσα, μια φορολογική μεταρρύθμιση που θα περιορίζει την οικονομική κρίση στα εργατικά νοικοκυριά μέσα από την διαγραφή των φοιτητικών χρεών και την καθιέρωση ενός καθολικού εισοδήματος έκτακτης ανάγκης. Μεσοπρόθεσμα, η μείωση της εργάσιμης ημέρας, ένα νέο συνταξιοδοτικό σύστημα χωρίς το AFP [το φορέα διαχείρισης του ιδιωτικοποιημένου συστήματος], ένα καθολικό ασφαλιστικό ταμείο και ένα εθνικό σύστημα υγείας, όπως η και η τροποποίηση των διαδικασιών συλλογικής διαπραγμάτευσης και η εγγύηση του δικαιώματος στην απεργία. Μακροπρόθεσμα, να μπουν οι βάσεις για μια οικολογική μετάβαση όπου η επανεθνικοποίηση των πρώτων υλών θα συνοδεύεται από έναν αναπροσανατολισμό του παραγωγικού μοντέλου μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης και περιφερειακής ολοκλήρωσης.
Αλλά πέρα από αυτά, η νέα κυβέρνηση οφείλει να ανταποκριθεί σε δύο επείγοντα αιτήματα των δυνάμεων που δεν αποτελούν μέρος του συνασπισμού της αλλά την υποστήριξαν στο δεύτερο γύρο. Την απελευθέρωση των Μαπούτσε πολιτικών κρατουμένων και όσων συνελήφθησαν στην εξέγερση του 2019, και το δικαίωμα σε ελεύθερη, νόμιμη, ασφαλή και δωρεάν έκτρωση. Και τα δύο αιτήματα αποτελούν πρωτοβουλίες που μπλόκαρε στο κοινοβούλιο η Δεξιά και η Κεντροαριστερά. Η κυβέρνηση Μπόριτς έχει την ιστορική ευθύνη να επανορθώσει τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο παρόν και στο παρελθόν, και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο σεξουαλικής ελευθερίας και αναπαραγωγικής δικαιοσύνης που θα εκφράζει καθαρές προόδους για το φεμινιστικό κίνημα και τις ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητες.
Θα είναι λοιπόν αναγκαίο για τις ποικιλόμορφες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μέσα κι έξω από τη Συντακτική Συνέλευση να δημιουργήσουν μια συμμαχία που θα ενοποιεί τα κινήματα που υποστήριξαν τις φεμινιστικές, φοιτητικές, ιθαγενικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών μαζί με το αρχιπέλαγος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε μαζική δράση. Αυτό θα μετατρέψει τις μαχητικές τους δυνατότητες, που τόσο πολύ συνέβαλαν σε αυτά τα κοινωνικά κινήματα, σε πολιτικές δυνατότητες του λαού και όχι μόνο των μικρών ομάδων.
Μια τέτοια λαϊκή συμμαχία θα αντιμετωπίσει ένα δύσκολο καθήκον: να αντιπαρατεθεί με τη νέα ριζοσπαστικοποιημένη Δεξιά και την θέλησή της για ένα αντιλαϊκό ρεβανσισμό. Αυτή η αντιπαράθεση θα εξελιχθεί στους δρόμους και θα αντλήσει από τα μαθήματα στην αυτοάμυνα που προέκυψαν δεκαετίες πριν αλλά και πιο πρόσφατα στην εξέγερση του 2019. Αλλά ο πιο διαρκής τρόπος να σταματήσουμε την ακροδεξιά είναι να αποσπάσουμε τη δυνητική της λαϊκή βάση με ένα σχέδιο αντικαπιταλιστικού και φεμινιστικού μετασχηματισμού. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την κατάκτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και αγώνα, φράζοντας τη συντηρητική διέξοδο από την κρίση. Τον φασισμό τον αντιμετωπίζουμε επίσης στο έδαφος της καθημερινής ζωής της πολυεθνικής εργατικής τάξης της Χιλής.
Πάνω από όλα, μια τέτοια πολιτική και κοινωνική σύγκλιση έχει την ευκαιρία να γίνει η δύναμη που θα δώσει σθεναρή υποστήριξη στη διαμόρφωση και την έγκριση του νέου Συντάγματος στο δημοψήφισμα το 2022. Μπορεί να διορθώνει τους δισταγμούς της νέας κυβέρνησης να υλοποιήσει το πρόγραμμά της σε κρίσιμες στιγμές. Με ένα μπλοκαρισμένο Κογκρέσο, η λαϊκή κινητοποίηση θα είναι κρίσιμη στη διαμόρφωση συσχετισμών. Η πολιτική ανεξαρτησία και ο προγραμματικός προσανατολισμός αυτής της κινητοποίησης θα είναι το κλειδί σε αυτό το νέο κύκλο.
*Ο Πάμπλο Αμπουφόμ είναι μέλος της αντικαπιταλιστικής οργάνωσης Solidaridad και της συντακτικής επιτροπής του Revista Posiciones.