Μύθοι και αλήθειες για τη νέα νίκη του ρεπουμπλικανού προέδρου και του ακροδεξιού θιάσου του.

Γιατί νίκησε εκ νέου ο Ντόναλντ Τραμπ στην Αμερική; Είμαι σίγουρος ότι έχετε διαβάσει και μελετήσει πάρα πολλά άρθρα σχετικά με αυτή την επικράτηση που μόνο για ορισμένους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ένα ακόμη άρθρο μιας τέτοιας στοχοπροσήλωσης και… φιλοδοξίας φαντάζει περιττό.

Οφείλουμε όμως να παρέμβουμε στη δημόσια συζήτηση όπως αυτή διεξάγεται στο ελληνικό διαδίκτυο και όχι μόνο για να ξεκαθαρίσουμε την ομίχλη που έχει συσσωρευτεί μπροστά στα μάτια μας. Προκαταρκτικά, τονίζεται ότι ως βάσεις του παρόντος άρθρου χρησιμοποιήθηκαν πρωτογενείς έρευνες των ‘’οφ Μπρόντγουεη’’ ενημερωτικών ιστοτόπων Intercept, Mojoweiss, The Nation, The Wire, καθώς και η στιβαρή άλλοτε επαληθευμένη και άλλοτε διαψευσμένη αρθρογραφία κυρίως του αμερικανοσκωτσέζου Νάιαλ Φέργκιουσον και του βρετανού Άνταμ Τούζι, οικονομολόγων, ιστορικών, πολυπραγμόνων και παντός φιλελεύθερου καιρού, ειδημόνων, σε βάθος πενταετίας, κατά προσέγγιση από το τέλος του 2019 έως και τις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Δεν παρατίθενται λινκ, μόνο και μόνο για να μην τεμπελιάζουν οι ‘’(αντι)καθεστωτικοί’’ δημοσιογράφοι που τυγχάνουν ενίοτε αναγνώστες μας… Στη δουλίτσα, ανθρώποι, στη δουλίτσα! Δικαιολογήστε τους παχυλούς μισθούς σας, κουφάλες!

Σύμφωνα με μια κυρίαρχη αφήγηση την οποία ενστερνίστηκε και ο Μπέρνι Σάντερς, ο Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε τον τελικό νικητή και πρόεδρο της εργατικής τάξης ειδικά στη βαθιά Αμερική. Η (εν γένει αλλά έχει τη σημασία της εσφαλμένη) αυτή πεποίθηση προκλήθηκε από τη σχετική αρθρογραφία και του Φέργκιουσον και του Τούζι, αμέσως μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 2020, τότε που ο Τραμπ πήρε πάνω από 74 εκατομμύρια ψήφους και θα μπορούσε να έχει νικήσει χωροχρονικά όλους τους εκλεγμένους προέδρους και του 20ου και του 21ου αιώνα πλην του Μπάιντεν, σύμφωνα με την οποία ο μεν Φέργκιουσον ισχυριζόταν πως ‘’ο Τραμπ, όπως και ο Χίτλερ ψηφίστηκε από τουλάχιστον δύο στους πέντε εργάτες’’, ο δε Τούζι ότι ‘’ο Τραμπ κατανίκησε τον Μπάιντεν και στις 1.287 κομητείες όπου οι εργάτες χωρίς πτυχίο πλειοψηφούν των υπαλλήλων με πτυχίο’’. Το υπονοούμενο, ως προς την ταξική προέλευση της ψήφου, είναι σαφές.

Σύμφωνα με το ομοσπονδιακό υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, το 2019 ένας εργάτης ή υπάλληλος της βαθιάς Αμερικής, στο σταυροδρόμι τη ζώνης της Σκουριάς με τη ζώνη της Βίβλου, σα να λέμε στις κατεξοχήν πολιτείες που βάφτηκαν όλες, κόκκινες, με μέγιστο (προσοχή, μέγιστο) τυπικό εργασιακό στοιχείο ένα ενδεικτικό ελλαδολυκειακού επιπέδου εκπαίδευσης, κέρδιζε, το πολύ, 33.000 δολάρια τον χρόνο εφόσον ανήκε και σε συνδικάτο (λιγότερο από το 20% αυτής της υποκατηγορίας της μισθωτής εργασίας και συνηθέστερα, ποσοστό μικρότερο του 15%). Αντιστοίχως, ένας υπάλληλος γραφείου στις δύο Ακτές και τις πέντε εμβληματικές Πόλεις (Νέα Υόρκη, Ουάσιγκτον, Σικάγο, Λος Άντζελες, Σιάτλ) με ελάχιστο (προσοχή, ελάχιστο) τυπικό εργασιακό στοιχείο ένα πτυχίο κολεγίου, κέρδιζε το μέγιστο, 75.000 δολάρια εφόσον ανήκε σε σωματείο ( στην καλύτερη περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου είτε της πολιτειακής είτε της ομοσπονδιακής διοίκησης, το 28% των εργαζομένων).

Η ζώνη όμως ψηφοφόρων του Τραμπ, στη μεν βαθιά Αμερική προσδιορίζεται σε ποσοστά άνω του 60%, όπως ήταν και οι κύριες πολιτειακές επιτυχίες του, από εισοδήματα ανεξαρτήτως προέλευσης ανάμεσα στα 30 και τα 60.000 δολάρια, ενώ στις δύο Ακτές και τις πέντε Πόλεις, ανάμεσα στα 55 και τα 85.000 δολάρια. Τουτέστιν, στη μεν βαθιά Αμερική, τα εισοδήματα ανήκουν προφανώς και κατά κύριο λόγο στη μεσαία, ενδεχομένως επισφαλή ημιαστική αγροτική, τάξη, στις δε Ακτές, περιλαμβάνει ολοφάνερα την ανώτερη κλίμακα της αποκλειστικά μισθωτής εργασίας μαζί με τη μεσαία τάξη, των αντίστοιχων υστερούντων σε σχέση με την ‘’παγκοσμιοποίηση’’ μεσαίων στρωμάτων. Είναι ολοφάνερη η συσχέτιση της ψήφου στον Τραμπ με τον λεγόμενο τριπλό κατακερματισμό της μεσαίας τάξης – ανώτερης και κοσμοπολίτικης στις δύο Ακτές, ‘’νέας’’ και δυναμικής στις πόλεις του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού (Σιάτλ), επισφαλούς και ‘’αποκλεισμένης’’ στον Νότο και τη Μεσοδύση.

Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία της ‘’ξεκάθαρης εργατικής ψήφου’’ στον Τραμπ πάσχει και διαψεύδεται ως προς τα βασικά συστατικά της στοιχεία, ειδικά αν συνυπολογίσουμε το καθεστώς εργασίας, τα τυπικά προσόντα, το ύψος των εισοδημάτων και τη συνδικαλιστική συμμετοχή και οργάνωση – εκεί που φαίνεται πως ο Τραμπ υπερέχει. 

Υπενθυμίζεται ότι αυτή τη στιγμή το ‘’συνεκτικό’’ εισόδημα της μεσαίας τάξης στις ΗΠΑ, προκειμένου αυτή να διατηρεί ένα ‘’λογικό’’ για τα αμερικανικά μέτρα καταναλωτικό επίπεδο και συνάμα αξιόχρεο στις τράπεζες θεωρείται ότι ισοδυναμεί με τα 100.000 δολάρια ανεξαρτήτως εισοδηματικής πηγής τον χρόνο και κατά κεφαλήν. Όσο εξωφρενικός κι αν μοιάζει ο πήχης, με την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και μεταβιομηχανίας είναι ο απολύτως αποδεκτός και από τα δύο πολιτικά στρατόπεδα. Τα συμπεράσματα δικά σας, να μην τα γράφω και κουράζομαι άδικα.

Στην Αμερική, κατά κανόνα, οι εργάτες δεν ψηφίζουν – απέχουν είτε συνειδητά είτε υποχρεωτικά είτε θεσμικά. Υπενθυμίζεται ότι η μέρα των εκλογών, εργάσιμη  Τρίτη μετά τη δεύτερη Δευτέρα του Νοεμβρίου, ακόμη και αν συνυπολογίσουμε τις ημερομηνίες, πάλι κατά κανόνα καθημερινές και εργάσιμες, των προκαταρκτικών ψηφοφοριών ή την επιστολική ψηφοφορία με τα δικά της… δράματα (βλέπε προεδρικές εκλογές του 2000 και Ομοσπονδιακό Δικαστήριο)), δεν είναι αργία και μόνο υπό όρους επιτρέπεται η άδεια άσκησης εκλογικού δικαιώματος. Ακόμη χειρότερα, όπως γράφαμε ξανά το 2018 εδώ στο rproject,

‘’Από το 2005, σε μια σειρά πολιτειών που έλεγχαν οι Ρεπουμπλικάνοι εισήχθησαν εισοδηματικά, φορολογικά ακόμη και κριτήρια καταναλωτικής πίστης και αξιόχρεου (!) στις τράπεζες για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις ‘’από τις σχολικές επιτροπές έως τον Λευκό Οίκο’’ για να θυμηθώ ένα σλόγκαν των Δημοκρατικών. Πρώτη πολιτεία που εισήγαγε αρχικά έναν ειδικό κεφαλικό φόρο ως προϋπόθεση πρώτα για την εγγραφή στο εκλογικό κατάλογο και μετά για την ψήφο για να ακολουθήσει ένα όριο εισοδήματος φορολογητέου στην πολιτεία, την εκάστοτε εκλογική χρονιά, ήταν η Ιντιάνα με κυβερνήτη τον σημερινό (το 2018) αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, και ακολούθησε η Τζόρτζια, με το βαρύ, ρατσιστικό παρελθόν.

Αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται ότι περίπου 20.000.000 Αμερικανοί δεν μπορούν να ψηφίσουν, αν και θέλουν, εξαιτίας αυτών των κριτηρίων, χώρια όσοι έχουν στερηθεί το εκλογικό δικαίωμα λόγω κάποιας καταδίκης συνήθως για ήσσονος σημασίας αδίκημα. Το 25% αυτών των είκοσι εκατομμυρίων είναι Αφροαμερικανοί και δύο στους τρεις είναι άτομα κάτω των 40 ετών, κυρίως γυναίκες. Τα προαπαιτούμενα εισοδήματος και ειδικής φορολόγησης για την ψήφο, όπως είναι φανερό, πλήττουν τα φτωχότερα στρώματα, τους Αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, την εργατική τάξη, τη νεολαία, ξηλώνοντας τη γενική ομοσπονδιακή νομοθεσία του 1964-65 για την καθολικότητα της ψήφου, και μάλιστα με την βούλα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που έχει αποφασίσει από το 2009, πως η σχετική νομοθεσία της Ιντιάνα (και των υπόλοιπων πολιτειών) δεν αποτελεί στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν!’’.

Δυστυχώς, δεν κατορθώσαμε να βρούμε αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστώσουμε, μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, ποιο είναι το νέο υποσύνολο Αμερικανών, κυρίως μαύρων, που στερείται το δικαίωμα πρώτα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους και κατόπιν ψήφου με τα προαναφερόμενα κριτήρια (το 2018, το σχετικό δημοσίευμα προέκυψε από την έρευνα στο Intercept και το The Nation).

Εκείνο όμως το στοιχείο που αλιεύσαμε από την ‘’οφ Μπρόντγουεη’’ (εκεί που δεν ανήκουν οι Νιου Γιορκ Τάιμς και η Ουάσιγκτον Ποστ) ενημέρωση ήταν πως για παράδειγμα στην Αλαμπάμα, όπου κυβερνήτρια είναι η 80χρονη συνταξιούχος καθηγήτρια πολιτειακού λυκείου, Κέι Έλλεν Άιβι, άλλοτε μεγάλη υποστηρίκτρια των Κλίντον που πέρασε στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων το 2002 επί Μπους και σήμερα είναι φανατική τραμπίστρια, είναι πως στην εν λόγω πολιτεία, μεταξύ άλλων προδιαγραφών, μόνο όσοι δε χρωστούν είτε στην πολιτεία είτε στις τράπεζες, κατ’ ελάχιστον 500 δολάρια, μπόρεσαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.

Εσείς, ποιοι πιστεύετε ότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου στην Αλαμπάμα, εφόσον τους είχε πιάσει και το ραντάρ είτε της τράπεζας είτε της εφορίας είτε της αστυνομίας, όπου ο Τραμπ απέσπασε το 64,6% των ψήφων και η Χάρις το 34,1%, με το σύνολο των εκλογέων μόλις να ξεπερνά τα 2.240.000 την ώρα που ο δυνητικά ενήλικος (και επομένως εκλογικός πληθυσμός) της πολιτείας, είναι πάνω από τέσσερα εκατομμύρια;

Στο ίδιο πάντα πλαίσιο, είναι απολαυστική η παντελής έλλειψη αξιολόγησης της ψήφου στην Αμερική και με θρησκευτικά και εθνοκαταγωγικά κριτήρια, ενώ κατά τα άλλα, υποτίθεται ότι κυριαρχεί ο μετακοινοτιστικός κατακερματισμός του ταυτοτικού δικαιωματισμού και του ατομοκεντρικού γουοκισμού.

Είναι εντυπωσιακό για παράδειγμα πόσο δεν αξιολογείται η εκλογική συμπεριφορά των ρωμαιοκαθολικών με καταγωγή από την Ιρλανδία (τόπος ριζών του Μπάιντεν), τη Σκωτία και την Κεντρική Ευρώπη – ρωμαιοκαθολικής παιδείας είναι ο πολύς Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ (στο πλευρό του Τραμπ πλέον) το παρελθόν της οικογένειας του οποίου δεν καθορίζεται μόνο από το ‘’Κάμελοτ’’ της δεκαετίας του 1960, τις δολοφονίες των δύο Κένεντι και τον αγώνα τάχα υπέρ των μαύρων, αλλά και στις σχέσεις με τη μαφία και τον χιτλερισμό (ο πατριάρχης Τζόζεφ Κένεντι ως πρέσβης στη Βρετανία ήταν δεδηλωμένος οπαδός των ναζί), ενώ ξεχνιέται πολύ βολικά πως ο πατέρας Ρόμπερτ Κένεντι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε θητεύσει στο πλευρό του Τζόζεφ Μακάρθι ως ειδικός σύμβουλος περί τον αντικομμουνισμό (για να μην πέφτουμε από τα σύννεφα σήμερα με τις επιλογές του γιου δίπλα στον Τραμπ).

Τι μπορεί να επέλεξαν πλειοψηφικά αυτοί οι άνθρωποι, οι ρωμαιοκαθολικοί, γυναίκες και άνδρες, ειδικά αν δεχτώ ότι στην ‘’οφ Μπρόντγουεη’’ ενημέρωση διαπιστωνόταν γενικός ξεσηκωμός για τον τρόπο και τη μεθόδευση που οι Δημοκρατικοί ‘’ξαπόστειλαν’’ τον Τζο Μπάιντεν, στη μέση της κούρσας;

Κλείνουμε αυτό το μακροσκελέστατο άρθρο με μια άβολη υπενθύμιση του γράφοντος. Το 2018, πάλι με αφορμή τις τότε ενδιάμεσες εκλογές, διαπιστώναμε το εξής ‘’Ο θεωρούμενος όμως εφιάλτης του Δημοκρατικού Κόμματος είναι μια πιθανή, προεδρική υποψηφιότητα το 2020, της βουλευτίνας από την Χαβάη, Τούλσι Γκάμπαρντ, ακόμη και κόντρα στις βουλές της εκλογικής επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος.

Η Γκάμπαρντ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον πολιτικό βιογραφικό. Ταγματάρχης στην Εθνοφρουρά της Χαβάης και Ινδουίστρια, παρασημοφορημένη στρατιωτική γιατρός με δυο θητείες στο Ιράκ, είναι φανατική αντίπαλος κάθε πολεμικού σχεδίου του Λευκού Οίκου στη Μέση Ανατολή, είτε σε κλιμάκωση είτε με άξονα τη Συρία ή το Ιράν, γεγονός που την έχει κατατάξει στα πρόσωπα τα οποία ο Τραμπ «σιχαίνεται».

Το 2016, όντας αντιπρόεδρος της κεντρικής, εκλογικής επιτροπής των Δημοκρατικών, παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη για τη στάση του κόμματος απέναντι στον Μπέρνι Σάντερς τον οποίο στήριξε ως απλό μέλος των εθελοντών του, ενώ πραγματοποιούσε προπαρασκευαστικές ομιλίες του υποψηφίου. Εδώ και μερικές εβδομάδες (τον Οκτώβριο του 2018), η εξ απορρήτων σύμβουλός της, Ράνια Μπέατρις «έχει βγει στη γύρα» και στρατολογεί λογογράφους και πρόσωπα, που είχαν στελεχώσει τη διαδικτυακή, προεκλογική καμπάνια του Ομπάμα και στους Δημοκρατικούς έχουν αρχίσει να χτυπούν καμπανάκια ότι «η Τούλσι πήρε το όπλο της», γεγονός που αναμένεται να επιταχύνει τις επιλογές του κόμματος σε σχέση με τις υποψηφιότητες γένους θηλυκού (τελικά προκρίθηκε η Κάμαλα Χάρις, πρώτα ως αντιπρόεδρος του Μπάιντεν και κατόπιν ως προεδρική και αποτυχημένη υποψήφια)’’.

Η Τούλσι πήρε το όπλο της στο πλευρό πλέον του Τραμπ και ως επικεφαλής της (αντι)κατασκοπείας και της εθνικής ασφάλειας. Είτε μιλάμε για μια μεγαλοπρεπέστατη κωλοτούμπα αμφοτέρων είτε μιλάμε για μία ‘’επίθεση φιλίας’’ κυρίως προς στη Ρωσία και το Ιράν, είτε μιλάμε για μία ακόμη απόδειξη του ‘’όλοι το ίδιο είναι’’ είτε μιλάμε για μία αίσχιστη επίδειξη πολιτικού οπορτουνισμού είτε μιλάμε για τη διαβόητη στην Αμερική δικομματική συναίνεση στην κατανομή θέσεων εξουσίας μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση για τον Λευκό Οίκο είτε μιλάμε τέλος για τη χρεοκοπία της ‘’Αριστεράς μέσα στην Αριστερά’’ του Δημοκρατικού Κόμματος, ο γράφων το μόνο που έχει να διαπιστώσει είναι πως ‘’όλα αλλάζουν προκειμένου να μείνουν τα ίδια’’ σαν τον Γατόπαρδο του Λαμπεντούζα.

Με πίκρα και μεγάλη περίσκεψη για τις επιλογές όλων των διαθέσιμων ‘’(αντι)συστημικών’’ πολιτικών και κομμάτων, ψηφοφόρων και κοινωνικών σχηματισμών, είτε στην Αμερική είτε στην Ευρώπη σε έναν κόσμο τερατωδώς παρόμοιο με τον αντίστοιχο στον Μεσοπόλεμο.