Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Δ. Μπελαντή στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Iskra και το Rproject για τα 40 χρόνια μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή.

Ο ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Όπως τραγούδαγε πριν από αρκετά χρόνια ο γερμανός μουσουργός Βολφ Μπίερμαν αμέσως μετά την τραγωδία της Χιλής, η Χιλή έδειξε ότι «η δύναμη βγαίνει από τα στόμια και όχι από τα στόματα» . Το ζήτημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της τέθηκε με δριμύτητα στη Χιλή του 1970-1973[1] και λύθηκε καταστροφικά για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα με την επικράτηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος, την επιβολή της δικτατορίας Πινοσέτ για περίπου 20 χρόνια και τη θανάτωση και βασανισμό χιλιάδων αγωνιστών της Αριστεράς. Αυτά συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1973, σε μια ιστορική περίοδο πλούσια σε γεγονότα, όταν ξεκίναγε η διεθνής καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, όταν ο αμερικάνικος και διεθνής ιμπεριαλισμός αντιμετώπιζε σοβαρές προκλήσεις και κρίσεις όπως η αποχώρηση των Αμερικάνων από το Βιετνάμ, ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή, η καταστολή του φοιτητικού κινήματος στην Ταϋλάνδη και λίγο αργότερα η κινητοποίηση των φοιτητών και του λαού της Αθήνας κατά της δικτατορίας, το Πολυτεχνείο.

Το ζήτημα της Χιλής έχει δυο ιστορικές και θεωρητικές διαστάσεις εξαιρετικά σημαντικές για την εργατική τάξη και το λαό σε διεθνή κλίμακα. Η πρώτη αφορά τη στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας και η δεύτερη αφορά το ζήτημα της συμμαχίας της αστικής τάξης με τον ιμπεριαλισμό.

Η «Λαϊκή Ενότητα», το πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς στη Χιλή , αποτελούμενο από το ΣΚ του Σαλβαδόρ Αλιέντε, το ΚΚ, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα , το MAPU (κόμμα της χριστιανικής Αριστεράς) και άλλα μικρότερα αριστερά κόμματα, κυβέρνησε τη χώρα από τις προεδρικές εκλογές του 1970 ως τα πραξικόπημα του Σεπτέμβρη 1973. Το Μέτωπο αυτό, που είχε τη μορφή μιας ριζοσπαστικής και «αριστερής» εκδοχής του Λαϊκού Μετώπου, εμπεριείχε μια σοβαρή αντίφαση : από τη μια πλευρά  η κυβέρνησή του ήταν δεσμευμένη να προχωρήσει σε μέτρα πολύ ριζοσπαστικά για τις συνθήκες της Χιλής, όπως η εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού και σιδήρου καθώς και ορισμένων μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, η αύξηση των μισθών και το προχώρημα της αγροτικής μεταρρύθμισης. Τα μέτρα αυτά, όπως σωστά έχει επισημανθεί[2], δεν υπερέβαιναν το πλαίσιο εθνικοποιήσεων που πραγματοποιούνταν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη. Όμως, σε διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, όπως αυτές της Χιλής και της Λατινικής Αμερικής του 1970-όπου οι ταξικές αντιθέσεις ήταν ιδιαίτερα οξυμμένες και υπήρχαν δυο καθαρά ανταγωνιστικά κοινωνικά μπλοκ- και απέναντι σε μια ντόπια αστική και διεθνή ιμπεριαλιστική τάξη αδιάλλακτη και με στενά περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι πολιτικές αυτές ενίσχυαν ένα κοινωνικό ρεύμα λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, εργατικού ελέγχου και μαχητικής ταξικής διεκδίκησης, που υπερέβαινε συχνά τα πολιτικά όρια της αριστερής διακυβέρνησης. Συνεπώς, στο βαθμό που πραγματοποιήθηκαν και ιδίως μέσα από τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τη βορειοαμερικάνικη πολυεθνική ITT, τα μέτρα αυτά προκάλεσαν μια έντονη ταξική αντισυσπείρωση και πόλεμο από τη σκοπιά της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Προτού η αστική τάξη προχωρήσει στην επιλογή της δικτατορίας, είχε προχωρήσει σε έναν πόλεμο φθοράς κατά της κυβέρνησης, εκμεταλλευόμενη οικονομικά προβλήματα και επιμέρους συγκρούσεις της περιόδου και συγκροτώντας τους οδηγούς φορτηγών και άλλα μικροαστικά και αστικά στρώματα ( «κίνημα της κατσαρόλας») σε μια πορεία σύγκρουσης με την κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι φανερό ότι το κεφάλαιο είχε προκρίνει πριν από τον πόλεμο κινήσεων (το πραξικόπημα) έναν φθοροποιό πόλεμο θέσεων.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Αλιέντε κινήθηκε στα πλαίσια μιας λαϊκομετωπικής ρεφορμιστικής στρατηγικής, του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, του αργού και ειρηνικού περάσματος. Όμως, ο ειρηνικός δρόμος του μαρξιστή προέδρου Αλιέντε δεν ταυτιζόταν καθόλου με τη σοσιαλδημοκρατία ακόμη και της εποχής του, η οποία μετά τον πόλεμο είχε διολισθήσει σε μια καθαρή διαχείριση του καπιταλισμού. Μιλώντας για έναν μαρξιστικό ρεφορμισμό, δεν το κάνουμε λέμε τόσο για να ψέξουμε το ΣΚ και το ΚΚ Χιλής, με δεδομένο μάλιστα ότι ο Αλιέντε υπήρξε μια ευγενής και ηρωϊκή μορφή, ή ένας από τους ελάχιστους αριστερούς σοσιαλιστές ηγέτες ( με τρόπο που θυμίζει στον ισπανικό Εμφύλιο τη μορφή του Λάργο Καμπαλέρο) με μαρξιστική τοποθέτηση και μεγάλο ηθικό κύρος που κατανόησαν   τον ειρηνικό δρόμο όχι ως μια στρατηγική διαχείρισης του κεφαλαίου αλλά ως μια πραγματική στρατηγική δυνατότητα και επιλογή. Το λέμε για να επικυρώσουμε την αίσθηση ότι όποιος μεν καταχράται την έννοια του ειρηνικού δρόμου απλώς για να διαχειριστεί τον καπιταλισμό (όπως οι Μιτεράν και Παπανδρέου λίγο αργότερα στην Ευρώπη) καταλήγει σε μια πλαστογραφία και μια φάρσα του σοσιαλισμού, ενώ όποιος προχωρά πραγματικά με τα μέσα του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ενώ έχει ήδη εξαπολύσει πολιτικές ταξικού πολέμου και σύγκρουσης και απελευθερώσει το λαϊκό παράγοντα καταλήγει σε μια αιματηρή τραγωδία. Αν η Νότια Ευρώπη στη δεκαετία του 1980 υπήρξε το πεδίο της φάρσας, η Χιλή του 1973 υπήρξε το αιματοβαμμένο πρόσωπο της τραγωδίας. Με έναν τρόπο που θυμίζει έντονα τόσο την Ισπανία του 1936 αλλά και την ελληνική κοινωνία και Αριστερά της δεκαετίας του 1940.

Η βασική επιλογή της «Λαϊκής Ενότητας», όσον αφορά τα όρια του ειρηνικού δρόμου, ήταν η προώθηση των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων χωρίς μια συνολική κατανόηση του προβλήματος του αστικού κράτους και των δομικών του ορίων και χωρίς μια στρατηγική ρήξης και διάλυσης του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, με τους λενινιστικούς όρους της «συντριβής» τουλάχιστον αυτού του σκληρού πυρήνα. Η βασική λογική του Αλιέντε και των κομμάτων της Λαϊκής Ενότητας ήταν να μην υπάρξει στο ζήτημα των κατασταλτικών μηχανισμών μια πολιτική συνολικού ελέγχου τους και δραστικών παρεμβάσεων στη δομή τους , με τη ριζική αντικατάσταση της ηγεσίας τους και τη διάλυση ιδίως των μηχανισμών των ειδικών δυνάμεων του στρατού και της αστυνομίας και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, οι οποίες πρωτοστατούν πάντοτε στην ανάληψη της αστικής εξουσίας από το στρατό[3]. Αντίθετα, ο Αλιέντε δεν αμφισβήτησε βασικά ούτε το πλαίσιο συνταγματικής και νομοθετικής νομιμότητας στη λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων ούτε, ακόμη περισσότερο, τη «νομιμοφροσύνη» των στρατηγών, ως προς δε τον Πινοσέτ είχε εκφρασθεί και επαινετικά, θεωρώντας τον ως «προστάτη του δημοκρατικού καθεστώτος». Ακόμη και μετά τη δολοφονία του στρατηγού Σνάιντερ, που προσέκειτο στη δημοκρατική κυβέρνηση από πράκτορες της εκτροπής και των υπηρεσιών των ΗΠΑ, η εκτίμηση του Αλιέντε δεν τροποποιήθηκε ριζικά. Όμως, αν ο Αλιέντε δεν υπήρξε λενινιστής, είχε να αντιμετωπίσει μια «λενινιστική» αστική τάξη, η οποία γνώριζε με ακρίβεια το «ποιός-ποιόν» και οργάνωσε μια στρατηγική πολέμου φθοράς και τελικά πολέμου κινήσεων. Θεωρούσε , λοιπόν, ο Αλιέντε ότι κάτω από την πίεση της κυβέρνησης και των μαζών η άρχουσα τάξη σταδιακά θα εκχωρούσε δημοκρατικά την εξουσία της και θα αποσυρόταν στο περιθώριο της Ιστορίας. Άρα, ο στενός πολιτικός έλεγχος στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και η τάση αφοπλισμού και διάλυσης του πιο επιθετικού τους τμήματος κατανοήθηκε εσφαλμένα ως «αριστερίστικος τυχοδιωκτισμός». Λίγα χρόνια αργότερα, ο υπ’ αριθμόν 2 του ΚΚ Χιλής Βολόντια Τέιτελμποιμ (μετά τον γραμματέα του Λουίς Κορβαλάν) , ο οποίος είχε διαφύγει στη Μόσχα, παραδέχθηκε ότι και η ΛΕ αλλά και ειδικά το ΚΚ Χιλής υποτίμησαν δραματικά την ένοπλη στρατηγική του αντιπάλου και την ανταγωνιστική δομή του καπιταλιστικού κράτους[4].

Η στρατηγική της Αριστεράς στη Χιλή ήταν κατά κάποιο τρόπο μια εναλλακτική στρατηγική προς τον ένοπλο αγώνα, που εκείνη την εποχή ακολουθούνταν σε μια σειρά χώρες της ΛΑ, όπως το Περού, η Βραζιλία ή η Κολομβία και ιδίως προς τη γκεβαρική στρατηγική του «φοκισμού» . Από μια άποψη, η εκτίμηση ότι σε μια χώρα τόσο σχετικά αναπτυγμένη καπιταλιστικά όσο και με μια μεγάλη δημοκρατική παράδοση όπως η Χιλή έπρεπε να περάσει από ένα δημοκρατικό πλειοψηφικό μπλοκ που θα καταλάμβανε την κυβερνητική εξουσία αλλά και θα προχωρούσε στη συνέχεια και στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας δεν ήταν καθ’ εαυτήν εσφαλμένη. Επρόκειτο κατ’ αρχήν για μια στρατηγική δημοκρατικού δρόμου, η οποία διέφερε από τη στρατηγική του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, αλλά δεν κατέληγε αναγκαστικά σε μια στρατηγική ειρηνικού-κοινοβουλευτικού δρόμου. Παρ’όλα αυτά, η ΛΕ κατανόησε, δυστυχώς, το δημοκρατικό δρόμο ως ειρηνικό δρόμο. Όμως, τόσο η μεγάλη εμπειρία του εργατικού κινήματος διεθνώς όσο και η ιδιαίτερη σχέση όλης της Λατινικής Αμερικής με τον παράγοντα ΗΠΑ έπρεπε να καθορίσουν ένα σχέδιο πολέμου θέσεων ανοιχτό και αλληλοσυμπληρούμενο με την εναλλακτική του πολέμου ελιγμών ή κινήσεων. Μόνο αυτού του τύπου ο γκραμσιανισμός θα μπορούσε να νικήσει στη Χιλή αλλά και μπορεί να νικήσει διεθνώς και μέχρι σήμερα, όπου και όποτε δοκιμάζεται το πλειοψηφικό- δημοκρατικό πείραμα προς το σοσιαλισμό. Η προσκόλληση στο λεγκαλισμό και στην μη παραβίαση των ορίων του αστικού κράτους όχι μόνο απέτυχε αλλά και οφείλει να προβληματίσει όλους όσους νοιάζονται ακόμη και σήμερα για τη σοσιαλιστική μετάβαση.

Τι θα μπορούσε να έχει κάνει η ΛΕ ; Σίγουρα, δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις. Υπάρχουν, όμως, κάποιες λογικές που υποστηρίχθηκαν κυρίως από το MIR, το MAPU και την Αριστερά του ΣΚ (περιλαμβανομένου και του γραμματέα του Αλταμιράνο) και ήταν αντίθετες στην εξειδίκευση της στρατηγικής από την τάση Αλιέντε και το ΚΚ . Κατ’ αρχήν, η ΛΕ θα μπορούσε να εμπιστευθεί περισσότερο και να οργανώσει συστηματικά τις δομές εργατικής και λαϊκής αντιεξουσίας απέναντι στο κεφάλαιο, όπως ήταν οι αναδυόμενες εργατικές επιτροπές και συμβούλια στα μεγάλα εργοστάσια ( cordones industriales) και στον αγροτικό τομέα (comandos communales) , να τους δώσει θεσμική υπόσταση και να προετοιμάσει μέσω αυτών μια γενικευμένη εξέγερση σε περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Αυτή ήταν η κύρια πλευρά, να οργανώσει δηλαδή την κινηματική ριζοσπαστικοποίηση έναντι της ριζοσπαστικοποίησης των αστικών και μεσαίων στρωμάτων από το κεφάλαιο και το κράτος του. Θα μπορούσε, ακόμη, να προετοιμασθεί μετά από τις πρώτες ενδείξεις της μετάβασης στην εκτροπή και να οργανώσει έναν ισχυρό παράνομο μηχανισμό της Αριστεράς , ανοιχτό και προετοιμασμένο και για το ενδεχόμενο της ένοπλης πάλης και του εξοπλισμού του λαού. Αυτό δεν έγινε και, επίσης, πληρώθηκε ακριβά.

Επίσης, είναι αρκετά ανεξήγητο το πώς και το πόσο υποτιμήθηκε η παρέμβαση του αμερικάνικου ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Αντίθετα προς μια λογική που λέει ακόμη και σήμερα ότι η ιμπεριαλιστική αλυσσίδα είναι απλώς μια παράθεση εθνικών καπιταλισμών, η εμπειρία της Χιλής απέδειξε ότι όπου διακυβεύονται με πραγματικό τρόπο σημαντικά οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, η απάντησή της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης    σε συνεργασία με τις εθνικές αστικές τάξεις δεν μπορεί παρά να είναι αμείλικτη και να αναπαράγει βίαια τις σχέσεις διεθνούς ιεραρχίας και υποταγής . Από αυτό μπορεί να συναχθεί και ένα ακόμη συμπέρασμα : δεν μπορεί να υπάρξει νικηφόρα σοσιαλιστική διέξοδος αν δεν ανατραπούν σημαντικές θέσεις, δομές και μοχλοί εξουσίας όχι μόνο του εθνικού κεφαλαίου αλλά και του στενά συνεργαζόμενου με αυτό ιμπεριαλιστικού παράγοντα.

2.Η ΧΙΛΗ ΚΑΙ Ο ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

Παρά το ότι όσα συνέβησαν στη Χιλή θα έπρεπε να αποδεικνύουν ότι ο δημοκρατικός δρόμος δεν μπορεί να είναι βασικά ένας ειρηνικός και κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και ότι ένα μεταβατικό πρόγραμμα ρήξεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί τελικά στην ανατροπή των μορφών και ορίων του καπιταλιστικού κράτους και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων ή, αντίθετα, στην ήττα, ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής κομμουνιστικής Αριστεράς , το ΙΚΚ , προέβη σε μια ριζικά άλλη ανάγνωση, σε μια «δεξιά» ερμηνεία της Χιλής. Ο ευρωκομμουνισμός, στην κυρίαρχη δεξιά του εκδοχή, διάβασε τη Χιλή δια του ίδιου του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ ως την ανάγκη ματαίωσης κάθε δυνατής σύγκρουσης με το κεφάλαιο. Τα κείμενά του τού 1973 για τον Ιστορικό Συμβιβασμό ξεκινούν από την εμπειρία της Χιλής. Το πρόβλημα δεν ήταν πια το πόσο προχώρησε η σύγκρουση και τι έπρεπε να γίνει αλλά το ότι υπήρξε σύγκρουση ανάμεσα στην Αριστερά και στην παράταξη του κεφαλαίου. Κατά τον Μπερλίνγκουερ, η Χιλή απέδειξε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει απέναντι στη Δεξιά ούτε καν με το 51 %. Θα πρέπει να συγκυβερνήσει με κάποιο τρόπο μαζί με τη Δεξιά στην Ιταλία για να αποφύγει μια γενίκευση της «στρατηγικής της έντασης» . Ή έστω, η Δεξιά θα μπορούσε να κυβερνήσει με την συναίνεση της Αριστεράς. Με την ίδια λογική ο Αλιέντε ή θα έπρεπε να παραιτηθεί ή θα έπρεπε να τα βρει με τη χιλιανή Χριστιανοδημοκρατία και να εγκαταλείψει τα μέτρα που με θετικό τρόπο προχώρησε.

Η θέση του Μπερλίνγκουερ όχι μόνο χαρακτηρίζεται από αφέλεια και θεωρητική ένδεια αλλά και συνιστά μια αποφασιστική μετάβαση από τη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων (η οποία , αν και εξιδανίκευε την αστική δημοκρατία, παρέμενε κάπως σε μια λογική ανταγωνιστική μεταξύ των δυο κοινωνικών μπλοκ) προς το «εθνικό μέτωπο» και την «εθνική ενότητα» με την αστική τάξη. Λίγο αργότερα, θα συμπράξει στη δημιουργία του «συνταγματικού τόξου των έξι κομμάτων» (1977) και θα στηρίξει τις αστικές κυβερνήσεις του Αντρεότι επιφέροντας τραγικά αποτελέσματα στην ιταλική Αριστερά και στο ιταλικό εργατικό κίνημα, ιδίως κατά την περίοδο της επίθεσης του κεφαλαίου κατά των εργαζομένων στην ΦΙΑΤ (1980). Θα στηρίξει τη λιτότητα ως «αξία του εργατικού κινήματος» και την ανάδυση μιας σιδερένιας κρατικής καταστολής στο όνομα της αντιμετώπισης των «Ταξιαρχιών»-ιδίως μετά τη δολοφονία του Μόρο. Θα στηρίξει, ακόμη, και τη θέση της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ ως ανάχωμα απέναντι στην πιθανή επιθετικότητα του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Φτάνοντας στα όρια της εκλογικής του επιρροής (35 % το 1973, ), το ΙΚΚ μετατοπίζεται καθαρά προς μια κομμουνιστικής αναφοράς σοσιαλδημοκρατία, η οποία μετά από δεκαπέντε χρόνια θα προσαρμόσει τη φυσιογνωμία της στα πραγματικά προγραμματικά της χαρακτηριστικά.

Σήμερα στην Ελλάδα θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μα ριζικά άλλη ανάγνωση της Χιλής από εκείνη του Ε.Μπερλίνγκουερ λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Το πρώτο συμπέρασμα είναι αυτό της αναγκαίας φθοράς, αποδόμησης και τελικά ανατροπής του καπιταλιστικού κράτους και των μηχανισμών του σε οποιοδήποτε πείραμα σοσιαλιστικής μετάβασης και της αναγκαίας εξέλιξης του πολέμου θέσεων σε έναν πόλεμο ελιγμών και σε μια περίοδο αποφασιστικών αναμετρήσεων, που θα αμφισβητεί και θα διαλύει την νομιμότητα και τα δομικά όρια των μηχανισμών του αντιπάλου και μόνο έτσι θα αποτρέψει έναν εμφύλιο πόλεμο από την πλευρά του «εχθρού». Το δεύτερο συμπέρασμα είναι αυτό της οργάνωσης του λαϊκού παράγοντα χωρίς όρια και της έντασης της δυαδικοποίησης της εξουσίας, όσο ο αντίπαλος προετοιμάζει τις δικές του κινήσεις. Το τρίτο είναι αυτό της αναμονής κάθε δυνατής και πιθανής αντίδρασης , περιλαμβανόμενης και της βίαιης εκτροπής, από τον καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό παράγοντα και την θωράκιση και προετοιμασία απέναντι σε αυτήν- στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό συμπεριλαμβάνει και έναν τεράστιο οικονομικό πόλεμο από την πλευρά της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, που θα συνοδέψει μια ειλικρινή και συνεπή αντιμνημονιακή πολιτική. Το τέταρτο και τελευταίο συμπέρασμα είναι αυτό που συνδέει τον Γκράμσι με τον Λένιν αλλά και με αυτήν ακόμη την παράδοση των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και σύμφωνα με το οποίο κάθε επανάσταση που φτάνει στη μέση και σταματά είναι υποχρεωμένη να ζήσει την εξόντωση και το σβήσιμο από την ιστορία. Το γεγονός ότι σήμερα μιλάμε για την 11η Σεπτέμβρη και σκεφτόμαστε βασικά τους «δίδυμους πύργους» και όχι τη Χιλή αποδεικνύει του λόγου το αληθές.


[1] Βλ. σε Ρ.Ντεμπρέ «Ο δρόμος της Χιλής», «Χιλή , η ταξική αναμέτρηση», Αθήνα 1975, εκδόσεις Βέργος.

[2] Βλ. σε Α.Νταβανέλου «Χιλή 1970-1973:Κυβέρνηση της Αριστεράς, κράτος και εξουσία», Rproject, 10-9-2013.

[3] Βλ. και σε Π.Άντερσον «Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι», Αθήνα 1979, Μαρξιστική Συσπείρωση.

[4] Βλ. σε Ερ..Μαντέλ «Κριτική του Ευρωκομμουνισμού», Αθήνα 1981, Νέα Σύνορα.

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ISKRA ΚΑΙ RPROJECT ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΗ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ