Η λυκοσυμμαχία την προηγούμενη φορά

Στις 30 Αυγούστου του 1922 ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τον στρατό του Κεμάλ στο Ντουμπλουπινάρ, κοντά στο ΑφιόνΚαραχισάρ. Η στασιμότητα που είχε επέλθει ένα χρόνο πριν μετά την ελληνική ήττα στον Σαγγάριο, άρχισε πλέον να μετατρέπεται στην τελική, άτακτη και ταπεινωτική αποχώρηση από τη Μικρά Ασία.

Κι όμως τρία χρόνια πριν η ελληνική εκστρατεία ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς με στρατιωτική υπεροπλία, αλλά και με συμμαχία με τους μεγάλους νικητές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Oι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις (Αντάντ) διοργάνωσαν τη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, που ξεκίνησε στις αρχές του 1919 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1920. Μεταξύ άλλων στη Σύνοδο αποφασίστηκε ο διαμελισμός των τριών Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ήταν με απόφαση αυτού του απροκάλυπτου ιμπεριαλιστικού εσμού, της Συνόδου των Παρισίων και του λεγόμενου Συμβουλίου των Τεσσάρων (ή Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου της Συνόδου), που δόθηκε το «πράσινο φως» και για την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. Ασία.

Οι σύμμαχοι-νικητές του πολέμου ήθελαν να αποστείλουν στρατό στη Μικρά Ασία πρώτον για να εξασφαλίσουν και στην πράξη αυτό που είχε ήδη συνομολογηθεί στα χαρτιά, δηλαδή τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως, όπως και σήμερα με τα κοιτάσματα στην Α. Μεσόγειο, το πραγματικό ενδιαφέρον για την περιοχή εστιαζόταν στα πετρέλαια της Μοσούλης που τότε βρίσκονταν ακόμη εντός του οθωμανικού κράτους. Τα κοιτάσματα της Μοσούλης ήταν πολύ σημαντικά καθότι δεν είχαν εντοπιστεί ακόμη άλλα μεγάλα αποθέματα υδρογονανθράκων την υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Συνεπώς οι σύμμαχοι ήξεραν πολύ καλά ότι η εκστρατεία δεν γινόταν για τη δήθεν απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών που βρίσκονταν στη Μ. Ασία, παρότι αυτό προέβαλε η ελληνική πλευρά. Η Μεγάλη Ιδέα στόχευε στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, όπως δημαγωγούσαν οι εθνικιστές πολιτικοί της εποχής, όπως σήμερα δημαγωγούν για μια ελληνική ΑΟΖ που θα συνορεύει με την κυπριακή και την αιγυπτιακή ΑΟΖ, αποκλείοντας πρακτικά την Τουρκία από τη θάλασσα.

Ωστόσο, οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αποτελούσαν μια φιλική παρέα, αλλά μια λυκοσυμμαχία: Παρότι «σύμμαχοι» και μάλιστα «εγκάρδιοι» -αυτό σήμαινε η Αντάντ- παραμόνευαν και πάλι για να «ρίξουν» η μία την άλλη (π.χ. η Ιταλία πολλάκις επιχείρησε αποβάσεις σε περιοχές της Μ. Ασίας τόσο πριν όσο και μετά την ελληνική Μικρασιατική Εκστρατεία). Έτσι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη σχετικά με το ποιος στρατός θα επέβλεπε και θα επέβαλλε «αμερόληπτα» τα συμφωνηθέντα στο έδαφος της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σήμερα υπάρχει μια άρρητη διαμάχη μεταξύ σύμμαχων δυνάμεων δηλ. των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μακρόν, Μέρκελ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Τραμπ διεξάγουν μια υπόγεια, αλλά πολύ εύγλωττη αντιπαράθεση μεταξύ τους με στόχο την κυριαρχία στην περιοχή, τον έλεγχο στην Αν. Μεσόγειο, έχοντας όλοι στο νου τους τον μεγάλο αντίπαλο, δηλ. τη ΡωσίαΕλλάδα και Τουρκία προσπαθούν -όπως πάντα- να πλασαριστούν καλύτερα σε αυτές τις αντιπαραθέσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι σε συμμαχικό πλεονέκτημα (όπως και το 1922) αυτή τη φορά ούσα μέλος της ΕΕ, αλλά και έχοντας άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους στη Μ. Ανατολή.

Όμως σήμερα που έχουν περάσει 100 χρόνια και υπάρχει υποτίθεται μια πιο δημοκρατική παγκόσμια κοινότητα με θεσμούς και δίκαιο κ.λπ. είναι ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΠΡΟΦΑΝΕΣ σε σχέση με το 1920 ότι κανένα διεθνές δίκαιο δεν δικαιολογεί την παρουσία ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή. Αν η παρουσία ενός τουρκικού πολεμικού πλοίου στο Αιγαίο ή στην Αν. Μεσόγειο θεωρείται (κακώς) από την ελληνική πλευρά ως «πρόκληση», τότε πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η παρουσία ενός γαλλικού ή αμερικανικού πολεμικού πλοίου στην ίδια περιοχή, δηλ. σε απόσταση εκατοντάδων ή χιλιάδων μιλίων από τη χώρα προέλευσής του; Κι όμως, όπως και τότε με τα αγγλικά και τα ιταλικά πλοία, έτσι και σήμερα, το να κόβουν βόλτες στο Αιγαίο τα αμερικανικά και τα γαλλικά πολεμικά πλοία θεωρείτο νόμιμο και φυσιολογικό -γιατί αυτό επιτάσσει το ελληνικό εθνικό συμφέρον.

Η ισχύς

Στις συνθήκες του 1919 που περιγράψαμε παραπάνω, σχεδόν «φυσιολογικά» προκρίθηκε η λύση του αξιόπιστου ελληνικού στρατού, που ήταν αρκετά μεγάλος για το μέγεθος της χώρας και πολύ καλά εξοπλισμένος. Τότε είχε 11 μεραρχίες με βαρύ πυροβολικό και ένα στόλο που δεν είχε αντίπαλο στην περιοχή, καθώς διέθετε το μοναδικό θωρηκτό στην Αν. Μεσόγειο. Όμως και σήμερα η Ελλάδα δεν πάει πίσω: είναι 11η στον κόσμο όσον αφορά το σχετικό μέγεθος του εφεδρικού στρατού, 16η όσον αφορά το απόλυτο μέγεθος των μαχητικών αεροσκαφών, 16η όσον αφορά τον απόλυτο αριθμό τανκς, 13η όσον αφορά τον αριθμό των πυραυλικών συστημάτων, 5η όσον αφορά τις φρεγάτες, 10η όσον αφορά τα υποβρύχια (στοιχεία από την Globalfirepower) και έχει μαζί με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία αναλογικά τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ.

Τον Απρίλιο του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Τεσσάρων ικανοποίησε αίτημα του Βενιζέλου για την κατάληψη της Σμύρνης. Η απόβαση έγινε στις 2 Μαΐου (15 με το νέο ημερολόγιο) του 1919. Τα αποβατικά σκάφη τα συνόδευαν ως προστασία τέσσερα ελληνικά και τρία αγγλικά πολεμικά πλοία!

Η εγκατάσταση του ελληνικού στρατού έγινε με πρόσχημα την τήρηση της τάξης στην περιοχή (πρόσχημα κλασικό σε πλειάδα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές). Η έλευση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη σήμαινε άμεσα σφαγές αφοπλισμένων (βάσει των συμφωνιών) Τούρκων αξιωματικών και φαντάρων. Επίσης σήμανε σφαγές αμάχων, λεηλασίες και βιασμούς στα κοντινά χωριά. Το σοκ των φιλελεύθερων δυτικών πνευματικών ανθρώπων, όπως του Γάλλου συγγραφέα Λουί ντε Μπερνιέρ -που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της ελληνικής απόβασης- ή του διάσημου (και μέχρι τότε φιλέλληνα) Βρετανού ιστορικού Άρνολντ Τόινπι ήταν μεγάλο. Ήταν τέτοια η ελληνική βαναυσότητα κατά των μουσουλμανικών πληθυσμών που κάποιοι έκαναν λόγο για «σταυροφορία με καθυστέρηση κάμποσων αιώνων».

Η μοιρασιά

Στις 10 Αυγούστου 1920, υπογράφτηκε στις Σέβρες της Γαλλίας η ομώνυμη Συνθήκη, στο πλαίσιο της Συνόδου της Ειρήνης του Παρισιού (βλ. παραπάνω). Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ελαττωνόταν έως το ένα πέμπτο. Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία άρπαξαν τεράστιες περιοχές της ηττημένης αυτοκρατορίας, από τη Συρία, έως το Μαρόκο. Η Συνθήκη δεν άφησε χωρίς λεία και την Ελλάδα, καθώς της παραχώρησε τη Δυτική και Ανατολική Θράκη έως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο καθώς και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε τη δράση για την επιβολή της συγκεκριμένης Συνθήκης, η οποία φυσικά απορρίφθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του Κεμάλ. Έτσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Ο ελληνικός στρατός, επιβάλλοντας το «Διεθνές Δίκαιο» -όπως ακριβώς επικαλείται και σήμερα- προέλασε στα βάθη της Μ. Ασίας φτάνοντας στα πρόθυρα της Άγκυρας -κι αυτό έχει καλλιεργηθεί και αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του τουρκικού λαού μέχρι σήμερα, όπως τα ανάποδα ακριβώς έχουν καλλιεργηθεί και αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού. Στην πορεία αυτή προς την Ανατολή ο ελληνικός στρατός έκανε μικρά και μεγάλα εγκλήματα κατά αμάχων. Χειρότερα όμως έγιναν κατά την υποχώρηση. Πολλές είναι οι περιπτώσεις σφαγών (Καρατεπέ, Σαλιχλί, Αλασεχίρ), ωστόσο από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η πόλη Μανισά: Στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1922 δολοφονήθηκαν σχεδόν 4.500 Τούρκοι και η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Αμερικανός υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Τζ.Λόουντερ Παρκ, που επισκέφτηκε την περιοχή μετά την εκκένωσή της από τον ελληνικό στρατό, έγραψε: «Η Μανισά… σχεδόν εξαφανισμένη από τη φωτιά: [καταστράφηκαν] 10.300 σπίτια, 15 τζαμιά, 2 δημόσια λουτρά, 2.278 μαγαζιά, 19 ξενοδοχεία, 26 μέγαρα».

Κόστος

Ωστόσο δεν ήταν μόνον ο τουρκικός και οι άλλοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας αυτοί που πλήρωσαν το τίμημα αυτού του πολέμου. Η Μικρασιατική Εκστρατεία στην εκκίνησή της είχε δημιουργήσει ενθουσιασμό στον ελληνικό λαό, καθώς αυτός ποτιζόταν επί χρόνια με το εθνικιστικό δηλητήριο της Μεγάλη Ιδέας και των «δικαίων» του έθνους. Στην Αθήνα είχαν πραγματοποιηθεί μαζικές φιέστες ενώπιον της απόβασηςστη Σμύρνη, αλλά και μετά από αυτήν. Μόνον το ΣΕΚΕ, όπως λεγόταν τότε το ΚΚΕ, αντιστάθηκε στο εθνικιστικό δηλητήριο και στον πόλεμο. Είχε δίκιο. Λίγα χρόνια μετά ήρθε ο απολογισμός: Δεκάδες χιλιάδες φαντάροι σκοτώθηκαν στο μέτωπο ή εξοντώθηκαν από κακουχίες, λιμούς, ψείρες κ.λπ.Πολύ περισσότερες χιλιάδες ακρωτηριάστηκαν. Ακαθόριστος μέχρι και σήμερα αριθμός Ελλήνων αμάχων έχασαν τη ζωή τους από τον τουρκικό στρατό και τους Τούρκους παραστρατιωτικούς, κυρίως ως αντίποινα για τις ελληνικές θηριωδίες. Πολλές χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους στη διαδικασία προσφυγοποίησης. Πάνω από 1,5 εκατ. άνθρωποι εκπατρίστηκαν βίαια (πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι εκπατρίστηκαν αντίστοιχα από την Ελλάδα).

Κάθε μέρα του μακρόσυρτου πολέμου χαρακωμάτων κόστιζε καθημερινά στον ελληνικό λαό 8 εκατ. δραχμές, ένα ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή.Για να αντιμετωπιστεί η οικονομική καταστροφή που διαγραφόταν ο υπουργός Οικονομικών -και μετέπειτα πρωθυπουργός- Π. Πρωτοπαπαδάκης διχοτόμησε το νόμισμα και επέβαλε αναγκαστικό δάνειο στον πληθυσμό (ίσο με τη μισή αξία του κάθε χαρτονομίσματος) χτυπώντας περαιτέρω τα λαϊκά εισοδήματα.

Τα αίτια

Παρ’ όλες αυτές τις θυσίες επήλθε η ήττα. Πολιτικά η Μικρασιατική Εκστρατεία τελείωσε με την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών την 13/10/1922 και την Συνθήκη της Λοζάνης στις 24/7/1923.

Η ήττα ήρθε για πολλούς λόγους. Α) Επειδή η άρχουσα τάξη ήταν διασπασμένη. Β) Επειδή οι φαντάροι δεν ήθελαν να πολεμήσουν σε έναν άδικο πόλεμο (80.000 ήταν οι λιποτάκτες). Γ)Επειδή ο αντίπαλος, οι στρατιώτες του επαναστατικού στρατού του Κεμάλ πίστευαν ότι πολεμούσαν σε έναν δίκαιο αμυντικό πόλεμο. Αλλά ήρθε και γιατί όπως είπαμε, και για έναν άλλο λόγο: Γιατί άραγε θα έπρεπε πάντα οι σύμμαχοι να υποστηρίζουν τις ελληνικές ιμπεριαλιστικές βλέψεις; Το ότι η Αντάντ ήταν μια λυκοσυμμαχία στο εσωτερικό της οποίας η καθεμία ιμπεριαλιστική δύναμη προσπαθούσε να «ρίξει» διαρκώς τις συμμάχους της και να αποσπάσει για την ίδια τη μεγαλύτερη δυνατή λεία, ήταν γνωστό από την αρχή. Το κρυφτούλι με την Ιταλία ήταν παρόν σε όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ακόμη πριν από αυτή: για να μην καταλάβει η Ρώμη περισσότερα εδάφη αναγκάστηκε το Παρίσι να αποδεχτείτην άποψη του Λονδίνου ότι η Αθήνα έπρεπε να καταλάβει τη Σμύρνη.Αυτό ήταν το ντιλ. Όταν όμως και η Γαλλία και η Αγγλία απέκτησαν αυτά που ποθούσαν, όταν δηλ. έγινε η μοιρασιά της Μ. Ανατολής και των πετρελαίων της, και όταν διαπιστώθηκε ότι ο Κεμάλ δεν είχε «μπολσεβίκικες προθέσεις», οι ιμπεριαλιστικές αυτές δυνάμεις δεν είχαν λόγο να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ειδικά όταν στον ελληνικό θρόνο είχε παλινορθωθεί ένας σύμμαχος των Γερμανών.

Σήμερα η δύναμη πυρός που έχει αναπτυχθεί στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο είναι απείρως μεγαλύτερη από αυτήν που αναπτύχθηκε 100 χρόνια πριν. Οι δαπάνες στις οποίες υποχρεώνεται ο ελληνικός λαός για αυτές τις εξορμήσεις είναι ήδη τεράστιες, ενώ εξαγγέλλονται ότι θα πέσουν και άλλα θηριώδη ποσά σε αυτόν το Μολόχ (στις 31/8 εξαγγέλθηκαν άλλα 10 δισ. ευρώ στο σβέρκο ενός λαού που έχει υποστεί 10 χρόνια μνημόνια και εφτά μήνες υγειονομικής κρίσης).

Γι΄αυτό τα διδάγματα του 1922 είναι σήμερα πολύ σημαντικά. Λαός που δεν μαθαίνει από την ιστορία του, κινδυνεύει να την ξαναζήσει. Δυστυχώς.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες