Οι «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης βρίσκονται στο στόχαστρο των δανειστών και ήδη βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι περαιτέρω «εκπτώσεις» που δεν αφήνουν σοβαρά περιθώρια να εμφανιστεί μια ενδεχόμενη συμφωνία ως «έντιμος» συμβιβασμός. Απέναντι σ’ αυτή την προοπτική στέκεται μόνο η επιλογή της ρήξης.

Η δια­πραγ­μά­τευ­ση της κυ­βέρ­νη­σης με τους δα­νει­στές μοιά­ζει να έχει φτά­σει σε αδιέ­ξο­δο, αν και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­κα­λύ­πτε­ται από την ει­κο­νι­κή της εκ­δο­χή σ’ ένα άγριο πό­λε­μο προ­πα­γάν­δας. Η πλευ­ρά των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κέ­ντρων επι­δει­κνύ­ει την δύ­να­μή της εναλ­λάσ­σο­ντας τις απει­λές με τις υπο­σχέ­σεις. Είναι όμως από­λυ­το ψέμα ότι δεν θα φο­βό­ταν μια επι­λο­γή απο­φα­σι­στι­κά ρη­ξια­κή από την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά. Η αντί­δρα­ση των αγο­ρών απέ­να­ντι σε μια τραυ­μα­τι­σμέ­νη ευ­ρω­ζώ­νη δεν προ­δια­γρά­φε­ται και πά­ντως δεν κα­θο­δη­γεί­ται από τα πο­λι­τι­κά κέ­ντρα. Απ’ την άλλη, η κυ­βέρ­νη­ση δη­λώ­νει ότι επι­μέ­νει σε «κόκ­κι­νες γραμ­μές», στα ερ­γα­σια­κά, στις μα­ζι­κές απο­λύ­σεις, στους μι­σθούς και στις συ­ντά­ξεις, πα­ρό­τι η θέση της είναι δυ­σχε­ρής και διο­λι­σθαί­νει, υπό τις ασφυ­κτι­κές πιέ­σεις, σε επι­λο­γές με πο­λι­τι­κό και οι­κο­νο­μι­κό κό­στος, όπως είναι η πρό­σφα­τη Πράξη Νο­μο­θε­τι­κού Πε­ριε­χο­μέ­νου. Μά­λι­στα η επι­λο­γή του πρω­θυ­πουρ­γού ν’ αλ­λά­ξει την δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή ομάδα ερ­μη­νεύ­ε­ται ως κί­νη­ση προς διαλ­λα­κτι­κό­τε­ρη στάση.  

Ασκή­σεις ισορ­ρο­πί­ας

Η κυ­βέρ­νη­ση ακο­λού­θη­σε την τα­κτι­κή αγο­ράς χρό­νου δί­νο­ντας «έδα­φος» και υπό­γρα­ψε την συμ­φω­νία της 20ης Φλε­βά­ρη. Σή­με­ρα, τρεις μήνες μετά, η «εμπλο­κή με τον εχθρό» βρί­σκε­ται σε πλήρη ανά­πτυ­ξη και το κενό της στρα­τη­γι­κής ηχεί με την σιωπή του. Όποια κι αν είναι η εξέ­λι­ξη η τρέ­χου­σα κα­τά­στα­ση έχει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «στιγ­μής της αλή­θειας». Απο­κα­λύ­πτε­ται σή­με­ρα στα μάτια της κυ­βέρ­νη­σης, του κόμ­μα­τος και πάνω απ’ όλα στα μάτια της κοι­νω­νί­ας το μέ­γε­θος της δυ­σκο­λί­ας μιας συμ­φω­νί­ας win – win (κοινά επω­φε­λής), αν όχι το ανέ­φι­κτο της προ­ε­κλο­γι­κής υπό­σχε­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Οι «κόκ­κι­νες γραμ­μές» της κυ­βέρ­νη­σης βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο των δα­νει­στών και ήδη βλέ­πουν το φως της δη­μο­σιό­τη­τας οι πε­ραι­τέ­ρω «εκ­πτώ­σεις» που δεν αφή­νουν σο­βα­ρά πε­ρι­θώ­ρια να εμ­φα­νι­στεί μια εν­δε­χό­με­νη συμ­φω­νία ως «έντι­μος» συμ­βι­βα­σμός. Απέ­να­ντι σ’ αυτή την προ­ο­πτι­κή στέ­κε­ται μόνο η επι­λο­γή της ρήξης.

Αυτό το συ­μπέ­ρα­σμα προ­κα­λεί αμη­χα­νία στην κοι­νω­νία και δη­μιουρ­γεί όρους και προ­ϋ­πο­θέ­σεις κοι­νω­νι­κής, τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πό­λω­σης. Όρους που θα έπρε­πε να εκ­με­ταλ­λευ­τεί και να ανα­πτύ­ξει η κυ­βέρ­νη­ση, απο­σα­φη­νί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να την φυ­σιο­γνω­μία της καθώς πα­ρα­μέ­νει τα­λα­ντευό­με­νη και «ατα­ξι­νό­μη­τη». Σή­με­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται ως μια κυ­βέρ­νη­ση δια­φο­ρε­τι­κή από τις προη­γού­με­νες - καθώς αντι­στέ­κε­ται στους δα­νει­στές και βάζει κόκ­κι­νες γραμ­μές - που πιέ­ζε­ται ασφυ­κτι­κά να απο­δε­χτεί τον νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μο­νό­δρο­μο, αλλά και τους κα­νό­νες και πε­ριο­ρι­σμούς του μνη­μο­νια­κού πλαι­σί­ου. Ταυ­τό­χρο­να δεν είναι μια με­τα­βα­τι­κή «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» - καθώς απο­τε­λεί συ­γκυ­βέρ­νη­ση με την λαϊ­κι­στι­κή και εθνι­κι­στι­κή δεξιά (ΑΝΕΛ), φλερ­τά­ρο­ντας έντο­να με την κε­ντρο­δε­ξιά (Παυ­λό­που­λος κ.α.) - χωρίς ωστό­σο να έχει υπερ­βεί την εσω­τε­ρι­κή της αντί­φα­ση (και του κόμ­μα­τος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) καθώς είναι φο­ρέ­ας των ιστο­ρι­κών όρων που την γέν­νη­σαν.

Το ζή­τη­μα του χρέ­ους και η αντι­με­τώ­πι­ση των δα­νει­στών φα­ντά­ζουν ως το πλαί­σιο που θα κα­θο­ρί­σει εν τέλει τη φυ­σιο­γνω­μία και την προ­ο­πτι­κή της. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως η με­τέ­ω­ρη στάση της κυ­βέρ­νη­σης απο­τυ­πώ­νει την αντί­φα­ση στο «εσω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο», με­τα­ξύ του τα­ξι­κού και του πο­λι­τι­κού συ­σχε­τι­σμού, όπως αυτός δια­μορ­φώ­θη­κε στα «μνη­μο­νια­κά» χρό­νια στην Ελ­λά­δα. Οι πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων που οδή­γη­σαν σε κρίση το παλιό, δι­κομ­μα­τι­κό σύ­στη­μα και  ιδιαί­τε­ρα την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, ανοί­γο­ντας τον δρόμο στη νίκη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εξα­σφά­λι­σαν ταυ­τό­χρο­να ιστο­ρι­κές κα­τα­κτή­σεις για το εγ­χώ­ριο κε­φά­λαιο σε βάρος του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας. Σή­με­ρα θέλει να πα­γιώ­σει και να αυ­ξή­σει τις «κα­τα­κτή­σεις» του.

Αυτή η αντί­φα­ση δεν μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει. Είτε η Αρι­στε­ρά στην κυ­βέρ­νη­ση θα τρο­φο­δο­τή­σει την άρση των αστι­κών κα­τα­κτή­σε­ων από το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και την κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία γε­νι­κό­τε­ρα ή θα επι­κρα­τή­σει μια κυ­βέρ­νη­ση που θα  εγ­γυ­η­θεί την ιστο­ρι­κή επι­τυ­χία του ελ­λη­νι­κού αστι­σμού, μέσα στο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο, ευ­ρω­παϊ­κό πλαί­σιο, επι­διώ­κο­ντας ταυ­τό­χρο­να πο­λι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη. Στην δια­δι­κα­σία αυτή με­τέ­χουν πλή­θος πα­ρα­γό­ντων - πέρα από την κυ­βερ­νη­τι­κή βού­λη­ση - με καί­ριας ση­μα­σί­ας την στάση της Αρι­στε­ράς συ­νο­λι­κά, του κόμ­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ιδιαί­τε­ρα της αρι­στε­ρής του πτέ­ρυ­γας και φυ­σι­κά του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και των κι­νη­μά­των. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση δεν απο­τε­λεί ένα «μο­νό­πρα­κτο» με διάρ­κεια όση και της «συ­γκε­κρι­μέ­νης κυ­βέρ­νη­σης» και είναι λάθος να αντι­με­τω­πι­στεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εξάλ­λου η πι­θα­νό­τη­τα πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων στο άμεσο μέλ­λον μόνο μικρή δεν είναι.

Παρά ταύτα η κυ­βερ­νη­τι­κή επι­λο­γή της λαϊ­κο­με­τω­πι­κής στρα­τη­γι­κής «εθνι­κή ενό­τη­τα απέ­να­ντι στους δα­νει­στές» δεν προϊ­δε­ά­ζει μια κα­τεύ­θυν­ση ανα­τρο­πής των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών στο «εσω­τε­ρι­κό» και συ­να­κό­λου­θα θέτει και τα όρια της αντι­πα­ρά­θε­σης με τους δα­νει­στές.

Υπο­τα­γή ή ρήξη;

Το σχήμα «υπο­τα­γή ή ρήξη», αν και σωστό ως προς την γε­νι­κό­τη­τα, δεν είναι επαρ­κές για να πε­ρι­γρά­ψει, συ­γκε­κρι­μέ­να, τα εν­δε­χό­με­να του μέλ­λο­ντος και την προ­ο­πτι­κή αυτής της κυ­βέρ­νη­σης. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο όταν αυτό το σχήμα εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­στη­ρά «νο­μι­σμα­τι­κή» μορφή δη­λα­δή «ευρώ ή δραχ­μή». Οι έν­νοιες της «υπο­τα­γής» και της «ρήξης» αφο­ρούν  στον πραγ­μα­τι­κό τα­ξι­κό συ­σχε­τι­σμό μέσα στην χώρα και στην προ­βο­λή του στην σχέση με τους δα­νει­στές, ενώ απο­κτούν το πο­λι­τι­κό νόημά τους από τον τρόπο με τον οποίο τις προ­σλαμ­βά­νει ο λαός και ιδιαί­τε­ρα το ερ­γα­τι­κό και λαϊκό κί­νη­μα. Από το επί­πε­δο και τον βαθμό της πα­θη­τι­κής ανα­μο­νής ή αντί­θε­τα από την κί­νη­ση και την αυ­τε­νέρ­γεια του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος απέ­να­ντι στην ερ­γο­δο­σία και, ως ενερ­γη­τι­κή στή­ρι­ξη, απαί­τη­ση και προσ­δο­κία, προς την κυ­βέρ­νη­ση.

Ο στό­χος της στα­θε­ρο­ποί­η­σης, της συ­γκρό­τη­σης μιας νέας κοι­νω­νι­κής συ­ναί­νε­σης βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντος της κυ­βέρ­νη­σης, των αστι­κών δυ­νά­με­ων στην χώρα μα και των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κέ­ντρων, πρώτα στην ΕΕ. Όχι, ωστό­σο, στη βάση κοι­νού σχε­δί­ου. Η κυ­βέρ­νη­ση για να πε­ρι­γρά­ψει αυτόν τον στόχο χρη­σι­μο­ποιεί την έκ­φρα­ση «έντι­μος συμ­βι­βα­σμός» θέ­λο­ντας να πάρει απο­στά­σεις τόσο από την «ρήξη» όσο και από την «υπο­τα­γή».

Είναι ένας ρε­α­λι­στι­κός στό­χος; Μπο­ρεί η κυ­βέρ­νη­ση επι­διώ­κο­ντας τον «έντι­μο συμ­βι­βα­σμό» να στη­ρί­ξει μια θέση δια­κρι­τά πιο αρι­στε­ρή απ’ αυτήν που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το σύ­νο­λο της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας; Να ανα­νε­ώ­σει την έν­νοια του αρι­στε­ρού πο­λι­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού στην Ευ­ρώ­πη απο­φεύ­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να την σφο­δρή σύ­γκρου­ση και την ρήξη με την δε­σπό­ζου­σα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή στην ΟΝΕ και ευ­ρύ­τε­ρα; Νο­μί­ζου­με πως κάτι τέ­τοιο δεν είναι εφι­κτό.

Εν­δε­χο­μέ­νως βέ­βαια να μην είναι ανέ­φι­κτη μια εξέ­λι­ξη, μια συμ­φω­νία -δή­θεν επω­φε­λής και για τις δύο πλευ­ρές, που αν και ου­σια­στι­κά θα απο­δέ­χε­ται και θα εγ­γυά­ται την ήδη βαθιά υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας, να γίνει ανε­κτή από ση­μα­ντι­κό κοι­νω­νι­κό τμήμα ως η μόνη «ρε­α­λι­στι­κή» λύση από μια κυ­βέρ­νη­ση «που πά­λε­ψε και αντι­στά­θη­κε» σε αντί­θε­ση με τις προη­γού­με­νες. Ένα τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο όπως κι αν εμ­φα­νι­στεί στα μάτια της κοι­νω­νί­ας δεν χωρά αμ­φι­βο­λία πως θα απο­τε­λεί εκ­δο­χή της «υπο­τα­γής» και της «αρι­στε­ρής πα­ρέν­θε­σης». Πολύ χει­ρό­τε­ρα δε, για την Αρι­στε­ρά και το κί­νη­μα, αν για να επι­τευ­χθεί αυτό οδη­γη­θού­με σε ευ­ρύ­τε­ρες πο­λι­τι­κές συ­ναι­νέ­σεις, ακόμη και κυ­βερ­νη­τι­κές, «εθνι­κής ενό­τη­τας».

Κλι­μά­κω­ση σε μια δια­δι­κα­σία προ­ε­τοι­μα­σί­ας

Απ’ αυτή τη σκο­πιά είναι ανα­γκαίο η Αρι­στε­ρά να ανα­δεί­ξει τον ρε­α­λι­σμό της ρήξης και της ανα­τρο­πής ως το μόνο δρόμο για την εκ­πλή­ρω­ση των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών αι­τη­μά­των και προσ­δο­κιών. Αυτή η προ­σπά­θεια δεν αφορά ούτε στο ελά­χι­στο πα­ραλ­λα­γές και εκ­δο­χές της λε­γό­με­νης «ρεάλ πο­λι­τίκ».

Το κε­ντρι­κό ζή­τη­μα αφορά στην ανα­τρο­πή και ανα­στρο­φή των αστι­κών κα­τα­κτή­σε­ων της μνη­μο­νια­κής λι­τό­τη­τας. Αφορά δη­λα­δή στην εμπρο­σθο­βα­ρή ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας με την άμεση εκ­κί­νη­ση προ­γράμ­μα­τος ανα­δια­νο­μής υπέρ της ερ­γα­σί­ας και σε βάρος του κε­φα­λαί­ου στο­χεύ­ο­ντας στρα­τη­γι­κά στην δη­μιουρ­γία ρηγ­μά­των στο πεδίο των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, παρά ως ένα δήθεν εναλ­λα­κτι­κό σχέ­διο της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Οι αυ­ξή­σεις στους μι­σθούς, η βαριά φο­ρο­λο­γία στο κε­φά­λαιο, οι εθνι­κο­ποι­ή­σεις του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος και στρα­τη­γι­κών το­μέ­ων της πα­ρα­γω­γής και της οι­κο­νο­μί­ας συ­νο­δεύ­ο­νται από μέτρα διεύ­ρυν­σης της δη­μο­κρα­τί­ας, κοι­νω­νι­κού και ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, ως ρήγ­μα­τα στον πυ­ρή­να του συ­στή­μα­τος, στην ιδιο­κτη­σία των μέσων πα­ρα­γω­γής.

Στο «εξω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο», το ζή­τη­μα του χρέ­ους, αν και εμ­φα­νί­ζε­ται ως προ­τε­ραιό­τη­τα είναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νο με την δια­κύ­βευ­ση στον εγ­χώ­ριο τα­ξι­κό και πο­λι­τι­κό συ­σχε­τι­σμό. Η αντι­με­τώ­πι­σή του απο­τε­λεί ου­σια­στι­κά αντα­νά­κλα­ση και συ­νέ­πεια των στρα­τη­γι­κών επι­λο­γών στο «εσω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο». Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο αυτό ισχύ­ει για το ζή­τη­μα του νο­μί­σμα­τος. Από την σκο­πιά μιας με­τα­βα­τι­κής, αρι­στε­ρής κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής, με άμεσο στόχο την ανα­τρο­πή των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών που δια­μόρ­φω­σε η πο­λι­τι­κή της μνη­μο­νια­κής λι­τό­τη­τας, τί­θε­ται η άμεση ανά­γκη της απαλ­λα­γής από τις πλη­ρω­μές το­κο­χρε­ω­λυ­σί­ων και της εξό­δου από την ανα­τρο­φο­δο­τού­με­νη δίνη του δα­νει­σμού για τις πλη­ρω­μές των δα­νεί­ων. Ανά­γκη που πε­ρι­λαμ­βά­νει την επι­λο­γή της παύ­σης πλη­ρω­μών εντός της ευ­ρω­ζώ­νης και εκτεί­νε­ται μέχρι την μο­νο­με­ρή δια­γρα­φή του (με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του) χρέ­ους. Ασφα­λώς με εν­δε­χό­με­νο την έξοδο από την ΟΝΕ.

Αντί­θε­τα ένα σχέ­διο εθνι­κής ανά­πτυ­ξης που στη­ρί­ζε­ται στην υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας και του εθνι­κού νο­μί­σμα­τος προ­κει­μέ­νου να αυ­ξη­θεί η «αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα» του εγ­χώ­ριου κε­φα­λαί­ου δεν έχει καμιά αρι­στε­ρή και με­τα­βα­τι­κή προ­ο­πτι­κή. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο εάν συ­νο­δεύ­ε­ται από «μνη­μό­νιο» στα πλαί­σια συμ­φω­νη­μέ­νης και υπο­βοη­θού­με­νης εξό­δου από την ΟΝΕ.  Μια τέ­τοια κα­τεύ­θυν­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει την συ­νέρ­γεια ισχυ­ρού τμή­μα­τος της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης δια­θέ­σι­μου να επι­λέ­ξει την έξοδο απ’ την ευ­ρω­ζώ­νη. Εξέ­λι­ξη ου­δό­λως φι­λο­λαϊ­κή, φι­λερ­γα­τι­κή και αρι­στε­ρή και πά­ντως όχι πι­θα­νή καθώς η άρ­χου­σα τάξη φαί­νε­ται πως δια­τί­θε­ται να στη­ρί­ξει την κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΑΝΕΛ προ­κει­μέ­νου να οδη­γη­θεί σε συμ­φω­νία. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση χωρίς την συ­νέρ­γεια (ισχυ­ρού τμή­μα­τος) της ντό­πιας ελίτ υπάρ­χει μόνο ο δρό­μος της ανοι­χτής αντι­πα­ρά­θε­σης - μέσα και έξω - στην κα­τεύ­θυν­ση που σχη­μα­τι­κά προ­α­να­φέ­ρα­με.

Εν τέλει ακόμη κι ο συμ­βι­βα­σμός, ως εν­δε­χό­με­νο πάντα παρόν, δεν είναι παρά το απο­τέ­λε­σμα της πραγ­μα­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης, δεν είναι ποτέ «έντι­μος» και φέρει πάντα την σφρα­γί­δα του νι­κη­τή.

Απ’ αυτή τη σκο­πιά η νοη­μα­το­δό­τη­ση της «ρήξης» ή της «υπο­τα­γής» αφορά στον βαθμό της απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας, όχι μόνο του κόμ­μα­τος και της κυ­βέρ­νη­σης, αλλά ση­μα­ντι­κού αν όχι πλειο­ψη­φι­κού κοι­νω­νι­κού τμή­μα­τος στη χώρα και ταυ­τό­χρο­να στην ανά­δυ­ση ισχυ­ρού ευ­ρω­παϊ­κού και διε­θνούς κι­νή­μα­τος αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Σ’ αυτή την κα­τεύ­θυν­ση η ητ­το­πα­θής σε­χτα­ρι­στι­κή στάση τμή­μα­τος της Αρι­στε­ράς είναι τόσο επι­ζή­μια όσο και η άκρι­τη απο­δο­χή των κυ­βερ­νη­τι­κών επι­λο­γών.

Το βάρος πέ­φτει στο κόμμα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και στην οιο­νεί «αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γά» του που οφεί­λει να ερ­γα­στεί για την ενό­τη­τα και την συ­γκέ­ντρω­ση της δύ­να­μής της απαλ­λαγ­μέ­νη από το άγχος της «κυ­βερ­νη­σι­μό­τη­τας». Επι­βάλ­λε­ται να ανα­γνω­ρί­σει το βάθος της πε­ριό­δου και την υπο­χρέ­ω­ση δια­μόρ­φω­σης των πο­λι­τι­κών, των κοι­νω­νι­κών και των κι­νη­μα­τι­κών όρων που είναι απα­ραί­τη­τοι για να μεί­νει ανοι­χτή στον πα­ρό­ντα ιστο­ρι­κό χρόνο η προ­ο­πτι­κή της ανα­τρο­πής. Να αντι­λη­φθεί την ση­μα­σία και την κρι­σι­μό­τη­τα της συ­γκυ­ρί­ας στα πλαί­σια μιας δια­δι­κα­σί­ας προ­ε­τοι­μα­σί­ας και όχι ως μια μάχη «δίχως αύριο», απο­φεύ­γο­ντας επι­λο­γές που δια­κιν­δυ­νεύ­ουν την απα­ξί­ω­ση της Αρι­στε­ράς στα μάτια της κοι­νω­νί­ας, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας με εμπι­στο­σύ­νη τον πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο της ερ­γα­τι­κής τάξης και του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος και επι­μέ­νο­ντας στον δρόμο της ανα­τρο­πής της λι­τό­τη­τας, της ρήξης με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή - τόσο στο εσω­τε­ρι­κό όσο και στο εξω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο - και της σο­σια­λι­στι­κής προ­ο­πτι­κής.