Οι εκλογές για δήμους και περιφέρειες του Οκτωβρίου, κατέγραψαν για πρώτη φορά σε εκλογικό επίπεδο από το 2019 σοβαρές απώλειες για το κυβερνητικό στρατόπεδο.

Η ΝΔ δεν κατάφερε να πιάσει το απόλυτο 13 στα 13 στις περιφέρειες, χάνοντας την περιφέρεια Θεσσαλίας και κάποιες ακόμα από «αντάρτες» της ΝΔ, στο δεύτερο γύρο. Πιο σημαντικά όμως, η ΝΔ δεν κατάφερε να εκλέξει δήμαρχο σε κανέναν από τους τρεις μεγαλύτερους δήμους, πάλι στο δευτερο γύρο, χάνοντας από υποψηφίους που στήριξε το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και από τον υποψήφιο του ΚΚΕ στην Πάτρα. 

Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι με το νόμο Βορίδη, οι εκλογές διεξάχθηκαν σε ένα πολύ αντιδημοκρατικότερο πλαίσιο, που αλλοιώνει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ο καλπονοθευτικός νόμος Βορίδη, με το όριο εκλογής από την πρώτη Κυριακή στο 43%, βοήθησε τη ΝΔ να καταφέρει σε αρκετές περιπτώσεις να εκλέξει οριακά δημάρχους, ενώ ταυτόχρονα, με το όριο του 3-3.5% για την εκλογή δημοτικού συμβούλου επιχείρησε να «πετάξει έξω» από τα δημοτικά συμβούλια τα σχήματα της Αριστεράς αλλά και διάφορους γαλάζιους ή γαλαζοπράσινους αντάρτες. Επιπλέον, η a priori πριμοδότηση της παράταξης που θα εκλέξει δήμαρχο στον Α’ ή στο Β’ γύρο με το 60% των εδρών (ακόμα και an εκλέχτηκε με 43%) διαμορφώνει Δημοτικά Συμβούλια τερατουργήματα, όπου ο εκάστοτε δήμαρχος θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία να περνάει κυριολεκτικά ό,τι θέλει, χωρίς την υποχρέωση να διεκδικεί συμμαχίες, να απαντάει πολιτικά στην αντιπολίτευση κλπ. Συμβάινει και το εξής παράδοξο: στις περιπτώσεις που υπήρξε ανατροπή του αποτελέσματος του πρώτου γύρου, οι μικρότερες παρατάξεις-σχήματα βρίσκονται να εκλέγουν ελάχιστους συμβούλους.

Μεταπολιτευτικό ρεκόρ αποχής

Η τεράστια αποχή που χαρακτήρισε (και αυτές) τις εκλογές δεν μπορεί να υποτιμάται πολιτικά. Σίγουρα, η ερμηνεία της αποχής δεν μπορεί και δεν είναι μονοσήμαντη. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι τη χαρακτηρίζει μiα απογοήτευση προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς της αυτοδιοίκησης σε συνδυασμό με ένα γενικότερο κλίμα χαμηλών προσδοκιών, το οποίο επικοινωνεί με την αδυναμία της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ (και των παρατάξεων που στήριξε) συγκεκριμένα να παρουσιαστεί ως πειστική και πραγματική εναλλακτική. Ιδιαίτερα με τη διαλυτική κατάσταση που έχει επικρατήσει μετά την εκλογή Κασελάκη στην προεδρία, πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν αποστάσεις, απομακρύνονται, αφού πλέον καταρρίπτονται όποια αριστερά προσχήματα είχαν απομείνει. Ένα τέτοιο κόμμα με μία τέτοια πολιτική αδυνατεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει ακόμα και εκλογικά μια δυναμική. 

Τέτοια μεγέθη αποχής δεν μπορούν να μένουν αστερίσκοι σε αναλύσεις των αποτελεσμάτων, αλλά πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις δυνάμεις της Αριστεράς για να μπορέσουν να συνομιλήσουν με αυτή την απογοήτευση και να επιχειρήσουν να αντιστρέψουν το κλίμα χαμηλών προσδοκιών.

Η Αριστερά

Μέσα σε αυτό το κλίμα τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς κατάφεραν να καταγράψουν πολύ σημαντικά ποσοστά και σε αρκετές περιπτώσεις να αυξήσουν τον απόλυτο αριθμό ψήφων, ενάντια στη δυναμική της αποχής. Τα ψηφοδέλτια της Λαϊκής Συσπείρωσης κατέγραψαν αισθητή άνοδο ενώ κατάφεραν να κερδίσουν έξι δήμους (τους πέντε από αυτούς στο δέυτερο γύρο), παρά το γεγονός ότι εν τέλει κατέγραψαν ένα κομματικό κατέβασμα, χάνοντας την ευκαιρία να δημιουργηθούν ευρύτερες συνεργασίες με σχήματα της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που θα μπορούσαν να αναμετρηθούν με καλύτερες αξιώσεις με τις συστημικές παρατάξεις.

Το ζήτημα της ενότητας δεν είναι ποσοτικό, ούτε ζήτημα αθροίσματος ποσοστών και αυτό το απόδειξαν με καθαρό τρόπο τα πολύ καλά αποτελέσματα ενωτικών σχημάτων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα και την Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη.  Αντίστοιχα σχήματα υπάρχουν στην Αγία Παρασκευή, στην Καλλιθέα, στη Νεάπολη Θεσ/νίκης, στου Ζωγράφου, την Καλλιθέα κ.α. Τα ποσοστά που καταγράσφηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, 6.1% και 5.5% αντίστοιχα, είναι μεγάλη επιτυχία στη δεδομένη συγκυρία διεξαγωγής των εκλογών. Μετά από συνεχόμενα εκλογικά στραπάτσα, η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά δηλώνει παρούσα.

Αυτά τα ψηφοδέλτια κατάφεραν να συσπειρώσουν στις γραμμές τους ένα μεγάλο τμήμα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε τοπικό επίπεδο και κατάφεραν να λειτουργήσουν ως ένας δυναμικός αριστερός πόλος για να εκφραστεί αφενός η δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνητικές διοικήσεις των δήμων και αφετέρου να συσπειρώσει αυτούς και αυτές που τα προηγούμενα χρόνια έδωσαν μάχες σε τοπικό επίπεδο για την υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων και των χώρων πρασίνου ενάντια στα επιχειρηματικά συμφέροντα και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στην υποβάθμιση των κοινωνικών υποδομών, ενάντια στον ρατσισμό και τον σεξισμό, ενάντια στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στους δήμους.

Για τις επιλογές του β’ γύρου

Για εμάς είναι δεδομένο, ότι εάν στο β’ γύρο υπήρχε αριστερή υποψηφιότητα (της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ή της Λαϊκής Συσπείρωσης) θα έπρεπε να στηριχτεί από τις δυνάμεις και τους ανθρώπους της Αριστεράς απέναντι στους συστημικούς υποψηφίους. Από αυτή την άποψη, η γραμμή της Λαϊκής Συσπείρωσης για το β’ γύρο ότι δεν ψηφίζουμε κανέναν άλλο εκτός από τους δικούς μας υποψηφίους (ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης) είναι λάθος, κόβει γέφυρες επικοινωνίας που είναι απαραίτητες και τσουβαλιάζει τους αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς με τις συστημικές δυνάμεις. Εξίσου λάθος, είναι και η αντίστροφη ταύτιση της Λαϊκής Συσπείρωσης με τις συστημικές δυνάμεις ή με «διαχειριστικές δυνάμεις».

Από την άλλη, η κριτική πολιτική στήριξη στο β’ γύρο κάθε υποψηφίου που ήταν απέναντι σε υποψήφιο της ΝΔ, για να καταγραφεί ήττα της κυβέρνησης, είναι αποπροσαντολιστική και ο δήμος της Αθήνας ήταν χαρακτηριστική περίπτωση. Παρότι το αίσθημα αηδίας και αγανάκτησης για τον Μπακογιάννη ήταν απολύτως κατανοητό, «Την ίδια στιγμή, όμως, δεν παραγνωρίζουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που αναμετρώνται στον β’ γύρο ευθύνονται από κοινού για την κατάσταση της Αθήνας και τη σημερινή της παράδοση στο τουριστικό και κατασκευαστικό κεφάλαιο, την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και την έλλειψη προτεραιότητας σε έργα υποδομής για τις ανάγκες των κατοίκων και εργαζομένων. Έχουν από κοινού υπηρετήσει τα τελευταία πολλά χρόνια τις δεσμεύσεις της Ε.Ε. και των χρηματοδοτικών της προγραμμάτων, της μνημονιακής νομοθεσίας, αλλά και τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και των εργολαβιών, της υποβάθμισης των δημοτικών υπηρεσιών, των έργων βιτρίνας και της καταστολής των κοινωνικών αντιστάσεων.» (από την ανακοίνωση της Ανυπότακτης Αθήνας για το β’ γύρο των δημοτικών εκλογών).

Ο Δούκας, δεν μπορεί -και δε θα είναι- πολιτική απάντηση στον Μπακογιάννη, άλλωστε προεκλογικά συμφωνούσαν σε όλη την ατζέντα επί της ουσίας, ενώ είχαν και οι δύο εκτός κάδρου -πολύ επιμελώς- τη συζήτηση για τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις. Ανεξάρτητα του τι επέλεξε ο καθένας και η καθεμία να κάνει στην κάλπη τη δεύτερη Κυριακή, αυτό που θα μετρήσει είναι κατά πόσο θα μπορέσει η Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα, αλλά και το σύνολο των δυνάμεων της αριστερής αντιπολίτευσης στο δήμο, να οργανώσουν τους αγώνες για την υπεράσπιση των κοινωνικών αναγκών στην Αθήνα. 

Γνήσια ενωτική-μετωπική πολιτική

Η ενότητα, παρότι αναγκαία, δεν είναι από μόνη της και ικανή συνθήκη. Χρειάζεται μία γνήσια  ριζοσπαστική πολιτική η οποία θα μπορεί να συνδέει τα τοπικά προβλήματα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική πλειοψηφία στην καθημερινότητά της, με την κυβερνητική πολιτική, η οποία πλέον έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για Δήμους και Περιφέρειες (κυρίως σε επίπεδο χρηματοδότησης), αναγκάζοντάς τους σε μεγάλο βαθμό να ακολουθούν τις κυβερνητικές επιλογές της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων κόντρα στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Με άλλα λόγια ήταν απαραίτητο  οι ανάγκες των ανθρώπων να γίνουν το «πρόγραμμα» των ενωτικών σχημάτων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό κατάφεραν να εκφράσουν τα συνθήματα «η πόλη και οι ανάγκες μας πάνω από τα κέρδη τους» και «η πόλη στα χέρια των κατοίκων». Αυτός είναι ο μόνος δρόμος, ώστε η εκπόνηση «αυτοδιοικητικών προγραμμάτων» να μην είναι ούτε εγκεφαλικές δημιουργίες γενικόλογης αντικαπιταλιστικής διακήρυξης, ούτε γενικές πολιτικές διεκδικήσεις, ούτε όμως και να μένει σε «στενά αυτοδιοικητικά» πλαίσια.

Κρίσιμος παράγοντας για να υλοποιηθεί μια τέτοια πολιτική είναι η ενεργή συμμετοχή ανθρώπων και η ζωντανή σχέση που κατάφεραν να έχουν αυτά τα σχήματα με τα κινήματα και τους αγώνες στις γειτονιές. Για την Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη, ήταν μια προσπάθεια των προηγούμενων χρόνων με μεγάλη εμπλοκή σε όλους τους αγώνες των κατοίκων, πετυχαίνοντας και νίκες, επιτυγχάνοντας να αυξήσουν τη συμμετοχή ανθρώπων στις συνελεύσεις και τις δράσεις του σχήματος, δείχνοντας πως η πολιτική μπορεί να γίνεται από τα κάτω, από όλους και όλες, υιοθετώντας μάλιστα και ένα μοντέλο συλλογικής εκπροσώπησης και εναλλαγής ενάντια στο κυρίαρχο πρότυπο του πολιτικάντη υποψήφιου δημάρχου. Από την άλλη, η Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα, παρότι συγκροτήθηκε στα τέλη Αυγούστου, κατάφερε να εμπλέξει εκατοντάδες ανθρώπους στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στηριζόμενη στο γεγονός ότι οι τρεις κινήσεις που την αποτελούσαν (Ανυπότακτη Αθήνα, Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αθήνα, Ανταρσία στις γειτονιές της Αθήνας) ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων τα προηγούμενα χρόνια μαζί με πρωτοβουλίες και συλλογικότητες κατοίκων. 

Στην περίπτωση της Αθήνας και της Ανατρεπτικής Συμμαχίας, καθοριστικός ήταν ο ρόλος της Ανυπότακτης Αθήνας, ενός ενωτικού σχήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που παρότι δεν είχε εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους, είχε ενεργή παρουσία σε όλες τις μικρές και μεγάλες αντιστάσεις. Η Ανυπότακτη Αθήνα είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς -πριν το καλοκαίρι- να θέτει το ζήτημα της κοινής εκλογικής παρέμβασης της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στις εκλογές του Δήμου Αθηναίων, καλώντας τις άλλες δύο κινήσεις σε ανοιχτό διάλογο και συνεργασία, με επιμονή στην εκτίμηση ότι μια μαζική ενωτική πολιτική από τα αριστερά δημοτικά σχήματα μπορεί να διεκδικήσει ρόλο αντιπολίτευσης και έκφρασης των κινημάτων και των αγώνων μέσα στο δημοτικό συμβούλιο και έξω από αυτό. Χωρίς την επιμονή σε αυτό το πολιτικό σχέδιο, δύσκολα θα υπήρχε αυτή η εκλογική-πολιτική συμμαχία στην Αθήνα και ούτε φυσικά θα είχε αυτό το αποτέλεσμα. Είναι εξοργιστικά αντιδημοκρατικό ότι με  βάση τον καλπονοθευτικό νόμο Βορίδη,  η Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα με ποσοστό 6.1% εκλέγει μόνο έναν (!) δημοτικό σύμβουλο στους 41. 

Αυτό που αναδείχθηκε με εμφατικό τρόπο είναι η δυνατότητα απεύθυνσης μιας μαζικής ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής στη συγκυρία αλλά και την ανάγκη να εκφραστεί ένας τέτοιος πόλος στο πολιτικό κενό που έχει αφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα αριστερά του. Όσοι και όσες επιχείρησαν να εκφράσουν μια τέτοια δυναμική στις αυτοδιοικητικές εκλογές το κατάφεραν αρκετά καλά, ενώ όπου επιχειρήθηκε μια στενή καταγραφή, όπως στην περιφέρεια Αττικής, τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα της δυνατότητας.

Για να μπορέσουμε να ορθώσουμε αναχώματα στην κοινωνική λεηλασία της κυβερνητικής πολιτικής χρειαζόμαστε μία Αριστερά με γνήσια ενωτική και ριζοσπαστική με μαζική απεύθυνση. Υπάρχει ένα κρίσιμο δυναμικό αγωνιστών-τριών που το τελευταίο διάστημα, με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις για το έγκλημα στα Τέμπη αλλά και αυτές τις μέρες δηλώνοντας την αλληλεγγύη του στην Παλαιστίνη κοντρα σε όλο τον εθνικό εσμό, επιμένει αγωνιστικά και στις τελευταίες κάλπες ένα σημαντικό τμήμα στήριξε τα ενωτικά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτός είναι ο τρόπος για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπορέσει να δημιουργηθεί ξανά ένας μαζικός-ορατίος πόλος της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που θα είναι χρήσιμο εργαλείο για τις μάχες που έρχονται.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες