Η στρατηγική της έντασης -με πρότυπο την πολιτική της ιταλικής ψυχροπολεμικής Δεξιάς, των «μολυβένιων» χρόνων- στρέφεται άμεσα κατά του ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας να ακυρώσει την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Όμως ταυτόχρονα, θα κριθεί από την στάση που θα αντιπαρατάξει το ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η αστυνομία εισβάλει στην κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη. Εισβάλει σε μια «ιστορική» κατάληψη, από το 1988, που επιβίωσε μέσα από «40 κύματα», σε αυτήν την πολυετή πολιτική ιστορία (που συμπεριλαμβάνει την εξαιρετικά επιθετική κυβέρνηση Μητσοτάκη της περιόδου 1989-92, αλλά και την κυβέρνηση Καραμανλή της εποχής πριν και μετά το Δεκέμβρη του ’08).

Η τρικομματική κυβέρνηση, που δείχνει αποφασισμένη να υλοποιήσει την προεκλογική δέσμευση του Σαμαρά, περί «ανακατάληψης των πόλεων», είναι μια κυβέρνηση που στηρίζεται στις ψήφους των σοσιαλδημοκρατών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Οι Ευάγγελος Βενιζέλος και Φ. Κουβέλης, μέσω της πρόσδεσής τους στον Αντ. Σαμαρά, καταλήγουν προσδεδεμένοι στην ουρά του Μιχαλολιάκου, που με σαφήνεια έχει δηλώσει ότι το θηρίο της ΧΑ δεν θα μείνει ικανοποιημένο, παρά μόνον αν η αστυνομία «εκκενώσει» όλες τις καταλήψεις, σε όλη τη χώρα, και δεν οδηγήσει τους καταληψίες σιδεροδέσμιους σε δίκες για κακουργήματα.

Η επίκληση του συντάγματος και της νομιμότητας, για να στηριχθεί αυτή η τακτική, είναι προφανώς παραπειστική. Ουδείς κυβερνητικός ασχολείται πχ με τη νομιμότητα του μεγαλύτερου αυθαίρετου στην Ευρώπη (του Mallτου Λάτση), ή με την κατάληψη πολυετούς διαρκείας των φιλέτων της παραλιακής από τα νυχτομάγαζα με τους μπράβους.

Σε μια χώρα με τεράστιο πρόβλημα ανεργίας, όπου οι νέοι επιζούν πλέον στην οικογενειακή εστία μέχρι τα 40, σε μια χώρα με εκατοντάδες χιλιάδες κλειστά, «αναξιοποίητα», σπίτια, είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι καταλήψεις περιορίζονται στις, περίπου, 40 πανελλαδικά. Καταλήψεις, όπως της Λ. Καραγιάννη, υπάρχουν –και συνεχίζουν ανενόχλητες- σε όλη την Ευρώπη: στη συντηρητική Ολλανδία, στη Γερμανία της Μέρκελ, στη Γαλλία του Σαρκοζί ή του Ολάντ, στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι, στην Ισπανία, στη Βρετανία κ.ο.κ. και μάλιστα σε μεγαλύτερη «πυκνότητα» απ’ ότι στη «ριζοσπαστική» Ελλάδα.

Ο στόχος της κυβέρνησης Σαμαρά είναι, λοιπόν, άλλος: Επιλέγει τις καταλήψεις και τους καταληψίες, ως «αδύναμο κρίκο» για να επιβάλει την πολιτική πυγμής, την πολιτική του νόμου και της τάξης, πάνω σε όλη την «αλυσίδα», πάνω στο κίνημα αντίστασης στα μνημόνια, στο εργατικό κίνημα και –ασφαλώς- στην Αριστερά. Ουδείς δικαιούται να αγνοεί ή να ξεχνά ότι η θηριώδης αναφορά στους «νοικοκυραίους», ήταν η πολεμική κραυγή της Δεξιάς (του Κ. Μητσοτάκη και του, τότε έξαλλου Οννεδίτη, Π. Καμένου) ενάντια στη θρυλική απεργία των εργαζομένων στην ΕΑΣ, ήταν η άγρια συντηρητική ταύτιση της ΝΔ με τα τρωκτικά της αγοράς που απειλούσαν, τότε, να αρπάξουν τα λεωφορεία και τις δημόσιες συγκοινωνίες.

Η στρατηγική της έντασης -με πρότυπο την πολιτική της ιταλικής ψυχροπολεμικής Δεξιάς, των «μολυβένιων» χρόνων- στρέφεται άμεσα κατά του ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας να ακυρώσει την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Όμως ταυτόχρονα, θα κριθεί από την στάση που θα αντιπαρατάξει το ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η γνώμη μας είναι ότι η στρατηγική αυτή θα ανατραπεί –γιατί υποτιμά το θυμό και την οργή της κοινωνικής πλειοψηφίας ενάντια στους «από πάνω»- αν, επαναλαμβάνουμε αν, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδείξει αντοχή στην πίεση. Και αντοχή σημαίνει επιμονή στο αριστερό πρόγραμμα, επιμονή στη ριζοσπαστική τακτική, αλλά επίσης αλληλεγγύη και στήριξη στους ανθρώπους μας που κάθε φορά –και με όποια αφορμή- το σύστημα βάζει στο στόχαστρο. Η δε αλληλεγγύη και στήριξη –απαραίτητο συστατικό ακόμα και της χαλαρότερης «κομματικότητας»- οφείλεται προς κάθε πλευρά. Την οφείλουμε όταν ο αντίπαλος χτυπά τον Δραγασάκη, τον Βούτση ή τον Λαφαζάνη, την οφείλουμε επίσης όταν χτυπά τον Διαμαντόουλο, τον Καραγιαννίδη ή τη Γαϊτάνη… Γιατί ξέρουμε ότι ο αντίπαλος θέλει να χτυπήσει όλο τον ΣΥΡΙΖΑ, θέλει να κατεδαφίσει όλη την προοπτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Το χτύπημα των καταλήψεων –όπως στη Βίλα Αμαλίας, όπως στην Πατησίων και Σκαραμαγκά, όπως στη Λ. Καραγιάννη- είναι μόνο η αρχή. Αυτό που παίζεται είναι η «νομιμότητα» των εργατικών και λαϊκών αγώνων, η νομιμότητα της ανατρεπτικής, της αριστερής πολιτικής. Σε μια χώρα όπου η Αριστερά, εκλογικά, ξεπερνά το 35%, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να επιβληθεί η ακροδεξιά πολιτική του Σαμαρά και των θλιβερών κολλαούζων του.