Η ταινία, «Il Postino», του Μάικλ Ράντφορντ, είναι παραγωγής 1994 και αφηγείται τη φιλία ενός νεαρού ταχυδρόμου, του Μάριο Ρουόπολο, με τον Πάμπλο Νερούδα. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα, «Ardiente Paciencia», του Αντόνι Σκάρμετα (1985), με τη διαφορά ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία αντί για τη Χιλή.
Ο Μάριο ζει σε ένα ερημικό ψαροχώρι της Ιταλίας, τη Σαλίνα, και θέλει να μεταναστεύσει στην Αμερική. Στο ίδιο χωριό εγκαθίσταται, προσωρινά, το 1952, λόγω της δίωξης του από το αυταρχικό καθεστώς της πατρίδας του, ο Χιλιανός ποιητής και κομμουνιστής, Πάμπλο Νερούδα.
Όταν ο Μάριο προσλαμβάνεται, προσωρινά, στο ταχυδρομείο για να διακινεί την αλληλογραφία του Νερούδα, αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ζεστή φιλία. Ο Μάριο, παρ’ ότι δεν ξέρει πολλά γράμματα, αρχίζει να διαβάζει τα ποιήματα του Νερούδα και να συζητά πολλές ώρες μαζί του, για ποίηση, έρωτα, και πολιτική. Παράλληλα, ο Μάριο, επηρεαζόμενος από την κομμουνιστική τοποθέτηση του Νερούδα, αναπτύσσει μια πρωτόλεια ταξική συνείδηση, αρχίζοντας να αμφισβητεί τον δεξιό πολιτευτή, ο οποίος εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά, τους φτωχούς και αγνούς νησιώτες.
«Τι είναι ποίηση;», ρωτάει ο Μάριο τον Νερούδα, για να του απαντήσει ο δεύτερος, πως «Όταν την εξηγείς η ποίηση γίνεται ασήμαντη».
Έτσι, ο Μάριο, αρχίζει να καταλαβαίνει τι σημαίνει «μεταφορά» στην ποίηση και γιατί αυτή προκαλεί συναισθήματα. «Πες μου ένα όμορφο από τα θαύματα του νησιού σου», τον ρωτάει ο Νερούδα. Για να εισπράξει την αφοπλιστική απάντηση, του Μάριο: «Μπεατρίτσε Ρούσο».
Η Μπεατρίτσε είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα, που δουλεύει στο καφενείο της συντηρητικής θείας της, και την οποία έχει ερωτευτεί κεραυνοβόλα ο Μάριο. «Είμαι ερωτευμένος», λέει του Νερούδα. «Υπάρχει θεραπεία», του απαντάει εκείνος. «Δεν θέλω θεραπεία, αλλά να μπορώ να της μιλήσω», απαντάει ο Μάριο. Και, επειδή ντρέπεται να της μιλήσει, αρχίζει να την φλερτάρει μέσω ποιητικών μεταφορών: «Το χαμόγελό σου, απλώνεται στο πρόσωπό σου σαν πεταλούδα», της λέει ο Μάριο. Μάλιστα, κλέβει στίχους από τον Νερούδα:
«Μ’ αρέσεις όταν σωπαίνεις γιατί είσαι σαν ν’ απουσιάζεις,
και μ’ ακούς από μακριά, η φωνή μου δεν σ’ αγγίζει…» (από το ποίημα, «Μ’ αρέσεις όταν σωπαίνεις»).
Όταν ο Νερούδα επιπλήττει τον Μάριο για την κλοπή των στίχων του, αυτός του ανταπαντά πως, «Η ποίηση δεν ανήκει σε αυτούς που την γράφουν, αλλά σε εκείνους που την έχουν ανάγκη».
Η Μπεατρίτσε γοητεύεται από τα αγνά συναισθήματα του Μάριο και τελικά παντρεύονται, έχοντας ως κουμπάρο τον Νερούδα.
Κάποια στιγμή η πολιτική κατάσταση στη Χιλή αλλάζει και ο Νερούδα επιστρέφει στην πατρίδα του, με την υπόσχεση να γράφει στον Μάριο. Επειδή, αυτό δεν συνέβη ο Μάριο απογοητεύεται, αλλά τον δικαιολογεί επειδή ο ποιητής είναι πολυάσχολος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Νερούδα θα έλθει ξανά στη Σαλίνα. Εκεί ανακαλύπτει ότι ο Μάριο κι η Μπεατρίτσε απέκτησαν έναν γιο, τον οποίο ονόμασαν Παμπλίτο, προς τιμήν του ποιητή. Δυστυχώς, όμως, ο Μάριο δεν ζει. Και το χειρότερο είναι ότι δεν γνώρισε τον γιό του. Ο Μάριο σκοτώθηκε από την αστυνομία στη Νάπολη, σε μια συγκέντρωση του Κ.Κ. Ιταλίας, την στιγμή που πήγαινε στην εξέδρα για να απαγγείλει μια Ωδή που έγραψε για τον Πάμπλο Νερούδα.
vertical-align:baseline">