Σε όλες σχεδόν τις πλευρές του πολιτικού φάσματος (από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ), η «ανάπτυξη» τοποθετείται στο επίκεντρο των θέσεων και προσανατολισμών τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύεται από την αναφορά στην «παραγωγική ανασυγκρότηση».
Εξυπονοείται δηλαδή ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται να τεθεί σε αναπτυξιακή τροχιά, στο βαθμό που έχει υποστεί μια πολύχρονη ύφεση με αρνητικούς ρυθμούς «ανάπτυξης», και ότι επειδή έχει «στρεβλά» χαρακτηριστικά, αυτά χρειάζεται να ανασυγκροτηθούν, έτσι ώστε η παραγωγική διαδικασία στη χώρα να προσλάβει «ορθολογικά» χαρακτηριστικά. Εντούτοις εδώ και μια σχεδόν δεκαετία, από την έκρηξη της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης του 2008, και παρόλες τις ετήσιες προβλέψεις ότι από τον επόμενο χρόνο θα επέρχονταν η «ανάπτυξη», πράγμα που συνέχεια διαψεύδεται από τις εξελίξεις, το μόνο που έχει επιτευχθεί είναι η μετάβαση από τους αρνητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στην μηδενική στασιμότητα (0% - 1%).
Ως αιτιολογία της σημερινής «υπανάπτυξης» προβάλλεται η επίκληση της «κρίσης», κατά έναν τρόπο αφηρημένο και ουδέτερο, είτε οι «εσφαλμένες» πολιτικές των κομμάτων της αστικής διαχείρισης (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), είτε η επιβολή της συνεχούς λιτότητας, η οποία και απαιτείται να τερματιστεί, τη στιγμή που ψηφίστηκε και τέταρτο μνημόνιο που συνεχίζει την υφεσιακή πολιτική, είτε η συνεχής εφαρμογή των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων, είτε η λειτουργία των όρων της ζώνης του ευρώ που παράγει εκ της φύσεώς της την «υπανάπτυξη». Μ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζονται οι αφετηρίες της επταετούς μέχρι σήμερα οικονομικής καταστροφής του ενός – τετάρτου του παραγωγικού δυναμικού, δηλαδή το μείζον πολιτικό γεγονός της τελευταίας δεκαετίας που αντιπροσωπεύει η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τα ολέθρια αποτελέσματα που έχει επιφέρει η διαχείρισή της από τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις.
Πραγματικά ο ελληνικός καπιταλισμός, εν αντιθέσει με την πρώτη δεκαετία του 2000 που είχε ενταχθεί στην ΟΝΕ και στην ευρωζώνη, βρέθηκε εξ αιτίας της κρίσης υπερσυσσώρευσης σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Έτσι από το 2000 μέχρι το 2010, το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο καταγράφει μια σταθεροποιημένη τροχιά σ’ ένα περιβάλλον ετήσιας ανάπτυξης που φτάνει το 3% του ΑΕΠ. Παίρνοντας υπ’ όψιν και τους τέσσερεις βασικούς παραγωγικούς τομείς (βιομηχανία, εμπόριο, τράπεζες, λοιπές υπηρεσίες), το ενεργητικό τους σχεδόν διπλασιάζεται σ’ αυτή τη δεκαετία, (από τα 334 δισεκατ. ευρώ στα 634 δισεκατ. ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας όμως και τον κερδοφόρο τότε τραπεζικό τομέα). Η κερδοφορία του εταιρικού τομέα της οικονομίας διατηρείται σε ένα σταθερό επίπεδο των 11 δισεκατ. ευρώ ετησίως, ενώ ο δείκτης αποδοτικότητας του κεφαλαίου εμφανίζεται σαφώς θετικός σε ποσοστό περί το 11%. Από εκεί και πέρα ήταν η αδυναμία κερδοφόρου αξιοποίησης ενός πλεονάζοντος μέρους του κεφαλαίου, και η έναρξη της πορείας κατακρίμνησης των κερδών της μεγάλης πλειονότητας των επιχειρήσεων.
Έτσι, από το 2010 τίθενται σε κίνηση οι εκκαθαριστικοί μηχανισμοί της κρίσης, δηλαδή ξεκινά η απαξίωση και η εξουδετέρωση των πλέον ζημιογόνων κεφαλαίων (μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων και τριπλασιασμός του ποσοστού της ανεργίας), και επιβάλλεται η εφαρμογή των αλλεπάλληλων μνημονίων με κύριο αντικείμενο: Αφενός την επιβολή δρακόντειων δημοσιονομικών ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους (που η αστική τάξη αποκλειστικά δημιούργησε δια μέσου των πολιτικών και κρατικών της εκπροσώπων), και αφετέρου την σταδιακή υποβάθμιση και απορρύθμιση της εργασίας (ενεργών εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας). Ήδη από το 2010 η κερδοφορία των ελληνικών εταιριών μετατρέπεται σε ζημίες ύψους - 3,8 δισεκατ. ευρώ και αρνητική αποδοτικότητα του κεφαλαίου (-3,5%), ενώ το 2011 διευρύνεται σε - 7,6 δισεκατ. ευρώ και ακόμη μεγαλύτερη μείωση του αποδοτικότητας του κεφαλαίου (-6,8%).
Η αστική πολιτική εξουσία (αρχικά ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια ΝΔ και σήμερα ΣΥΡΙΖΑ), σε πλήρη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά οικονομικά κέντρα, επιφορτίστηκε το έργο της αποκατάστασης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, με μια διαδικασία που ενώ διασφάλιζε αυτό τον στόχο, ταυτόχρονα επέφερε την υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας και την εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων. Αυτό υλοποιήθηκε με την πολιτική των μνημονίων, πολιτική που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και σήμερα, προκαλώντας την μείωση των μισθών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, το συνεχές ροκάνισμα των συντάξεων, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την υπέρμετρη λαϊκή φορολόγηση κλπ. Η σταθερή και άκαμπτη αυτή πολιτική άρχισε να αποδίδει καρπούς σταδιακά στην πενταετία 2010 – 15, αποκαθιστώντας την κερδοφορία της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων από το 2015. Το μόνο που «αναπτύχθηκε» δηλαδή ήταν η κερδοφορία του κεφαλαίου, συνοδευόμενη από την εργατική υποβάθμιση, σε ένα περιβάλλον οικονομικής στασιμότητας.
Έτσι στην τελευταία καταγεγραμένη οικονομική χρήση του 2015, παρόλο που το ΑΕΠ παρουσίασε στασιμότητα, και παρόλο που ο συνολικός κύκλος εργασιών 16.168 επιχειρήσεων (από τις 23 χιλιάδες συνολικά) μειώθηκε κατά 3% από τα 131,6 δισεκατ. ευρώ του 2014 στα 127,9 δισεκατ. ευρώ, εντούτοις καταγράφηκε αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας εξ αιτίας κυρίως της μείωσης του κόστους των πωλήσεων (εργατικό κόστος). Τα συνολικά μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 9%, φτάνοντας τα 27 δισεκατ. ευρώ. Ως εκ τούτου σηματοδοτήθηκε μια εντυπωσιακή επάνοδος στην κερδοφορία, με εγγραφή κερδών (προ φόρων) 2,1 δισεκατ. ευρώ σε σχέση με τα 196 εκατομ. ευρώ του 2014, και με το 62% των επιχειρήσεων σε κερδοφορία. Αν τώρα πάρουμε το σύνολο του εταιρικού τομέα της οικονομίας (23 χιλιάδες επιχειρήσεις), και δούμε αποκλειστικά τις κερδοφόρες, τότε προκύπτει μια καθαρή κερδοφορία 6,7 δισεκατ. ευρώ το 2015 από 5,7 δισεκατ. ευρώ το 2014 (το 38% των εταιριών που ήταν ζημιογόνες κατέγραψαν ζημίες 4,4 δισεκατ. ευρώ και 5,4 δισεκατ. ευρώ αντίστοιχα).
Προκύπτει έτσι ότι η ανάταξη και λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας γίνεται στη βάση της ολοσχερούς μνημονιακής υποβάθμισης της μισθωτής εργασίας. Αυτό πλέον αντιπροσωπεύει μια ακλόνητη σταθερά στην πολιτική των αστικών κομμάτων και στην κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη ριζοσπαστική αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων κλπ. θα τροποποιήσει ριζικά τους όρους της αναπαραγωγής της αστικής τάξης. Η καπιταλιστική ανάκαμψη έγινε και συνεχίζει να πραγματοποιείται με μια συστηματική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργατικής τάξης και προς όφελος των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτό, οποιαδήποτε μορφή «ανάπτυξης» και αν προκύψει, δεν θα βασίζεται παρά στην μετατροπή του ελληνικού χώρου σε μια τεράστια ειδική οικονομική ζώνη, κατά τα βουλγαρικά και ρουμανικά πρότυπα.
Εκείνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι η παράταση της οικονομικής στασιμότητας, με συνεχή όμως μείωση και υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας. Μια στασιμότητα (ακόμα και ενδεχόμενη μικρή αναπτυξιακή ανάκαμψη) όπου διασφαλίζεται η σχετική καπιταλιστική κερδοφορία με την συνεχή μείωση του εργατικού κόστους. Βέβαια μια τέτοια κατάσταση, ενώ διασφαλίζει την αναπαραγωγή των κερδοφόρων κεφαλαίων, συνεχίζει να είναι ζημιογόνος για σημαντικό μέρος (38%) των επιχειρήσεων, από τις οποίες ένα μέρος θα συνεχίσει να εκκαθαρίζεται (η ανεργία θα παραμένει σταθερά σε υψηλά επίπεδα), ενώ ένα άλλο επιχειρεί το πέρασμά του στην κερδοφορία με την κοινωνική υποβάθμιση των εργαζομένων και σχετικές αναδιαρθρώσεις.
Σε κάθε περίπτωση με τα υπάρχοντα δεδομένα (υποτίμηση της εργασίας και αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων του δημόσιου χρέους), η όποια «ανάπτυξη» θα κινείται σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα, με σαφείς συνέπειες στη στασιμότητα του ΑΕΠ, την διατήρηση της μεγάλης ανεργίας, τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, την αναπαραγωγή δηλαδή ενός κοινωνικού τέλματος, εντός του οποίου όμως η πλειονότητα των κεφαλαίων έχει κατορθώσει να αναταχθεί και να διασφαλίζει μια κερδοφορία. Κατά συνέπεια η επίκληση της «ανάπτυξης» έχει κυριολεκτικά μυθολογικά και προσχηματικά χαρακτηριστικά : η αναφορά στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων που θα επιφέρουν την οικονομική αναζωογόνηση ανήκει στην ίδια φαντασιακή επιχειρηματολογία. Κι’ αυτό γιατί δεν είναι τα κεφάλαια που λείπουν από την ελληνική οικονομία, τα οποία και υπάρχουν, αλλά δεν επενδύονται λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών εξ αιτίας της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Επιπρόσθετα, αυτό κι’ αν ακόμη συμβεί απαιτεί ως προϋπόθεση την εξολοκλήρου συντριβή της αμοιβής και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, όπως και την πλήρη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων δραστηριοτήτων. Τέλος τέτοιες επενδύσεις απαιτούν την ύπαρξη ενός υψηλά εξειδικευμένου και αποτελεσματικού «συλλογικού εργάτη», πράγμα που έχει σήμερα διαταραχθεί λόγω του κλεισίματος πολλών επιχειρήσεων και εξ αιτίας της αναγκαστικής μετανάστευσης του νέου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού της χώρας.
Άρα με την διατήρηση των υπαρκτών και ακλόνητων για την αστική πολιτική σταθερών παραμέτρων της κοινωνικής υποτίμησης της εργασίας και της συνεχούς αφαίμαξης της οικονομίας από την εξυπηρέτηση του υπέρμετρου δανεισμού, δεν πρόκειται να δρομολογηθεί κανενός είδους αναπτυξιακή ανάκαμψη, σταθεροποιώντας μια κατάσταση στασιμότητας. Η ιδιοποίηση της σύγχρονης καπιταλιστικής κερδοφορίας, παράλληλα με την μεταφορά εισοδήματος από την ελληνική κοινωνία στο τοκογλυφικό κεφάλαιο των δανειστών, εκ των πραγμάτων αναπαράγει το τέλμα και το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις της αστικής ταξικής κυριαρχίας δεν μπορούν να αναπαραχθούν σήμερα παρά στο έδαφος της συνεχώς διευρυνόμενης υποβάθμισης των λαϊκών τάξεων.
Συνεπώς η θέση της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά απαιτεί ισχυρές τομές στην ίδια τη δομή της καπιταλιστικής παραγωγής, την απαρχή και συνέχιση του μετασχηματισμού των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πράγμα που προϋποθέτει βαθιές τροποποιήσεις του ταξικού και πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, ταυτόχρονα προφανώς με την παύση πληρωμών και την ριζική απομείωση του δημόσιου χρέους, που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την ψήφιση δύο μνημονίων μέσα σε έναν χρόνο, αδυνατεί να προωθήσει. Η τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων προβάλει ως μοναδική εναλλακτική λύση για την απελευθέρωση και την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η «ανάπτυξη» βασισμένη στην κοινωνική υπανάπτυξη φαίνεται ότι δεν μπορεί να δρομολογηθεί, έτσι ώστε μόνον η κοινωνική αναβάθμιση και δικαιοσύνη μπορεί να θεμελιώσει μια αναπτυξιακή τροχιά.
Αναλυτικότερα στοιχεία της εξέλιξης των επιχειρηματικών μεγεθών του ελληνικού καπιταλισμού και πλευρών της κρίσης και ανασύνταξής του σε:
ICAP «Η Ελλάδα σε αριθμούς 2017» και όλων των προηγούμενων ετών.
Ανέστης Ταρπάγκος «Κέρδη και ζημίες στη μνημονιακή εποχή», Εποχή 4-Νοεμβρίου-2012.
«Ελληνικός καπιταλισμός 1981 - 1999 : Από την κρίση υπερσυσσώρευσης στην ανάκαμψη», Αυγή 5-Μαρτίου-2013.
«Ελληνικός καπιταλισμός 2000 – 2013 : Από την σταθεροποιημένη ανάπτυξη στην κρίση», Αυγή 29-Μαρτίου-2013.
«Η καπιταλιστική κερδοφορία κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης», Αυγή 24-Αυγούστου-2013.
«Ο παραπαίων ελληνικός καπιταλισμός», Αυγή 31-Ιανουαρίου-2014.
«Τα κέρδη επανέρχονται για το κεφάλαιο», Εποχή 23-Νοεμβρίου-2014.
«Ελληνικός καπιταλισμός : Φως στην άκρη του τούνελ ;», Αυγή 12-Νοεμβρίου -2015.
«Παραγωγική ανασυγκρότηση και σχέσεις παραγωγής», Αυγή 18-Νοεμβρίου-2015.