Η ανεργία που έπληξε μαζικά τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, αλλά και τα μικροαστικά αυτοαπασχολούμενα στρώματα, αποτελεί την πλέον δραματική κοινωνική συνέπεια της καπιταλιστικής κρίσης που φτάνει να κλείσει μια ολόκληρη δεκαετία, καθώς και των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που ξεπερνούν πλέον μια ολόκληρη επταετία.

Ενώ στην αρχή και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ανέρχονταν σε ποσοστά κάτω του 10%, και στην κρίσιμη καμπή του 2008 έφτανε στα 7,8 % (απασχολούμενοι = 4.610 χιλιάδες και άνεργοι = 388 χιλιάδες), εκτινάχθηκε στην επόμενη τριετία (2008 – 11) μέχρι την απαρχή έναρξης της εφαρμογής των μνημονίων στα 17,9% (απασχολούμενοι = 4.054 χιλιάδες και άνεργοι = 882 χιλιάδες). Με την εισαγωγή των διαδοχικών μνημονίων έφτασε στο μέγιστο επίπεδο του 27,8% προς το τέλος του 2013 και τις αρχές του 2014 (απασχολούμενοι = 3.480 χιλιάδες και άνεργοι = 1.337 χιλιάδες) που σηματοδότησε και την οροφή πλέον του φαινομένου. Από εκεί και πέρα άρχισε να διαγράφεται μια σταδιακή και βραδεία καθοδική τροχιά, έτσι ώστε προς το τέλος του 2015 το ποσοστό της ανεργίας να πέσει στο 24,4% (απασχολούμενοι = 3.642 χιλιάδες και άνεργοι = 1.175 χιλιάδες), για να φτάσει τελικά στην αρχή της τρέχουσας χρονιάς του 2017 στο 23,3 % (απασχολούμενοι = 3.659 χιλιάδες και άνεργοι = 1.115 χιλιάδες) [ Αναλυτικά ΙΟΒΕ «Η ελληνική οικονομία», τεύχος 3 / 2017 ].

Στις δομικές αφετηρίες της καταστροφής ζωντανής εργασίας

          Τίθεται έτσι αφετηριακά το διπλό κρίσιμο ερώτημα για τις αιτίες της αρχικής εκτίναξης της ανεργίας από το 7,8% στο 27,8%, και από εκεί και πέρα της ερμηνείας για την πτώση από αυτή την κορύφωση στο φετινό 23,3 %. Ποιες είναι οι γενεσιουργές αφετηρίες αυτής της αλματώδους αύξησης του φαινομένου ; Οι επιφανειακές επιχειρηματολογίες που προβάλλονται έχουν να κάνουν με τον ισχυρισμό ότι η ελληνική οικονομία βασίζονταν σε ένα «στρεβλό» πρότυπο ανάπτυξης, ότι είχε «πήλινα» πόδια τα οποία και κατέρρευσαν. Από την άλλη πλευρά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ευθύνη βαραίνει τις αστικές οικονομικές πολιτικές που ασκούνταν και οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα. Τέλος, κατατίθεται η άποψη ότι η πρόκληση αυτής της υπερμεγέθους ανεργίας οφείλεται κυρίαρχα στην ένταξη της ελληνικής οικονομίας στη λειτουργία της ζώνης του ευρώ, η οποία και προκάλεσε αυτή την κοινωνική και παραγωγική καταστροφή.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε ολόκληρη σχεδόν την δεκαετία του 2000 η ανεργία δεν ξεπερνούσε τον μέσο ευρωπαϊκό όρο του 10%, η ανάπτυξη της οικονομίας κινούνταν με αυξητικούς ετήσιους ρυθμούς, και η καπιταλιστική κερδοφορία και συσσώρευση βρίσκονταν σε εξαιρετικά επαρκή για την αξιοποίηση του κεφαλαίου επίπεδα ; Μήπως και στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 δεν ήταν τα αστικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που ασκούσαν την διακυβέρνηση, μήπως και τότε η ελληνική οικονομία δεν βασίζονταν σε «σαθρές» βάσεις, και άραγε γιατί  η ένταξη στην ΟΝΕ δεν επέφερε ευθύς εξ αρχής αυτές τις δυσμενείς κοινωνικές συνέπειες ; Προφανώς και η λειτουργία εντός της ευρωζώνης διαδραμάτισε έναν ορισμένο ρόλο (περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, δανειακές επιβαρύνσεις κλπ.), εντούτοις αυτός ήταν δευτερογενής και όχι κυρίαρχος.

          Οι θεμελιώδεις, αντίθετα, παράγοντες που επέφεραν αυτή την κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας, έχουν να κάνουν με την εκδήλωση της μεγάλης και συνεχιζόμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, διεθνώς και στην ελληνική περίπτωση, της γρήγορης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, της μείωσης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, της επιβάρυνσης της αύξησης της οργανικής του σύνθεσης, της αδυναμίας τελικά του ελληνικού καπιταλισμού να λειτουργήσει με όρους επαρκούς κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας. Πρόκειται για ενδογενές φαινόμενο της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, αντίστοιχου εκείνου της προηγούμενης κρίσης του 1975 – 85, που σήμερα εκδηλώθηκε με πολύ μεγαλύτερη ένταση. Επειδή έτσι ο ενοποιημένος ισολογισμός των ελληνικών επιχειρήσεων εμφάνισε με την εξέλιξη της κρίσης υπερμεγέθη ζημιογόνα αποτελέσματα, που υπερσκελίζαν με σαφήνεια τα κερδοφόρα αποτελέσματα της μειοψηφίας των εταιριών, η αστική τάξη έδωσε ευθύς εξ αρχής την απάντηση που εδώ και ενάμισυ αιώνα έχει δώσει η επιστημονική θεωρία του μαρξισμού, την «δημιουργική καταστροφή» των μη επαρκώς αξιοποιουμένων κεφαλαίων.

Μ’ άλλες λέξεις ξεκίνησε στην πρώτη τριετία της κρίσης (2008 – 11) την εκκαθάριση εκατοντάδων βιομηχανικών, εμπορικών και τεχνικών επιχειρήσεων, δηλαδή το κλείσιμο και την παύση της λειτουργίας τους, καταστρέφοντας τις ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις (ανεργία από το 7,8% στο 17,9%), και αντίστοιχα πάγια κεφάλαια. Ο κατάλογος των επιχειρήσεων που εκκαθαρίστηκαν (από την Αλλατίνη μέχρι τη Χαλυβουργεία και από την Σάτο μέχρι την Κόκα Κόλα κλπ.) είναι μακροσκελέστατος. Ενώ δηλαδή σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2.000 το σύνολο του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας εμφάνιζε μια σταθερή κερδοφορία της τάξης των 11,5 δισεκατ. ευρώ και μια αποδοτικότητα του κεφαλαίου στο μέσο όρο του 11%, στην πρώτη τριετία της κρίσης (2008 – 11) τα κέρδη προ φόρων των επιχειρήσεων  μετατράπηκαν σε ζημίες ύψους -7,6 δισεκατ. ευρώ και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου έπεσε στα -6,8 % [ Α. Ταρπάγκος «Ελληνικός καπιταλισμός 1981 – 2013» Αυγή 5 και 29 – Μαρτίου – 2013 ].

          Αυτή η απάντηση του ελληνικού καπιταλισμού ήταν αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την ανάκαμψη των επιχειρηματικών του μεγεθών, διασφάλιζε την εκκαθάριση του ζημιογόνου τοπίου, δεν επέφερε όμως αυτομάτως την επανάκαμψη στην κερδοφορία. Απαιτούνταν πρόσθετα μέτρα προκειμένου να μειωθεί το εργατικό κόστος, να πειθαρχηθεί η εργασία, να ελαστικοποιηθούν οι μορφές της απασχόλησης, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί μια μεγάλων διαστάσεων αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας και προς όφελος των επιχειρήσεων. Παράλληλα ο υπερδανεισμός που είχε δημιουργήσει η αστική τάξη προκειμένου να συντηρεί την κρατική και επιχειρηματική της κυριαρχία είχε γίνει πλέον απαιτητός από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς νομισματικούς μηχανισμούς, και άρα χρειάζονταν να μετακυλιθεί το βάρος αποπληρωμής των τόκων στις λαϊκές τάξεις με την επιβολή της δρακόντειας δημοσιονομικής λιτότητας και της υπέρμετρης φορολόγησης.

          Οι δύο αυτές παράμετροι αποτέλεσαν την βάση επιβολής των διαδοχικών μνημονίων, που μεταξύ των άλλων προκάλεσαν την πτώση του ΑΕΠ από τα 237 δισεκατ. ευρώ στα 176 δισεκατ. ευρώ, την περικοπή των δημόσιων δαπανών από τα 128 δισεκατ. ευρώ στα 86 δισεκατ. ευρώ, τη μείωση των επενδύσεων από τα 40 δισεκατ. ευρώ στα 20 δισεκατ. ευρώ, την πτώση της αμοιβής των μισθωτών εργαζομένων από τα 85 δισεκατ. ευρώ (2009) στα 59 δισεκατ. ευρώ (2016) [ Γ. Παλαιτσάκης «Βαρύτατες ζημιές από τα μνημόνια στην ελληνική οικονομία», Ναυτεμπορική, 7-Αυγούστου-2017 ]. Αυτά τα περιοριστικά μέτρα επέτειναν το φαινόμενο της ανεργίας, εφόσον μείωσαν κατακόρυφα την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και τις δημόσιες δαπάνες, γεγονός που συρρίκνωσε παραπέρα την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα, και εκτοξεύοντας την ανεργία του 17,9% του 2011 στο επίπεδο του 27,8% στο μεταίχμιο 2013 -14. Κρίση υπερσυσσώρευσης λοιπόν και μνημονιακές πολιτικές βρίσκονται στην αφετηρία της υπερδιόγκωσης της ανεργίας στην τελευταία δεκαετία.

Μορφές απόκρυψης της πραγματικής ανεργίας

          Τι εξηγεί τώρα την τάση μείωσης της ανεργίας από το μεταίχμιο του 2013 και μέχρι σήμερα ; Η ΝΔ ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής της διαχείρισης (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015) είχε κατορθώσει να δρομολογήσει μιαν ορισμένη «ανάπτυξη» που οδήγησε το επίπεδο της ανεργίας από το 27,5 του 2013 στο 24,9 % το 2015. Και αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ διατείνεται ότι αυτός κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό, επιφέροντας μείωση του ποσοστού της ανεργίας ακόμη χαμηλότερα, στο 23,3 % στα δύο πρώτα χρόνια διακυβέρνησής του. Κανένας από αυτούς τους δύο ισχυρισμούς δεν έχει βάση, δεν οφείλεται δηλαδή σε ιδιαίτερα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αναχαίτιση αυτής της κοινωνικής καταστροφής. Απεναντίας αυτό το γεγονός οφείλεται σε μια σειρά αντικειμενικούς πολιτικούς παράγοντες, που από μια άποψη διαμορφώνουν ένα ακόμη περισσότερο δυσμενές κοινωνικό τοπίο.

          Α) Ένα πρώτο γεγονός αφορά στην γενίκευση πλέον των προσλήψεων με όρους μερικής απασχόλησης, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται για θέσεις εργασίας συμβατικού χαρακτήρα : Οκτάωρη εργασία, αμοιβή με τις συλλογικές συμβάσεις, προσλήψεις με διάρκεια αορίστου χρόνου. Έτσι στο σύνολο των πραματοποιουμένων προσλήψεων το 55% γίνεται σήμερα με συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Αν οι μερικώς απασχολούμενοι ανέρχονταν στην αρχή της δεκαετίας του 2000 σε 185 χιλιάδες άτομα, στην εκδήλωση της κρίσης (2008) έφταναν τους 261 χιλιάδες εργαζόμενους, για να καταλήξουν σήμερα να αφορούν 363 χιλιάδες θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλαδή το 10,5% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας [ Πλήρη στοιχεία στην Μελέτη της ICAP για την «Απασχόληση και την Ανεργία» που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο 2017 ].

          Β) Μια δεύτερη μορφή στρέβλωσης της απασχόλησης, που αντιπροσωπεύει εξίσου τρόπο εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας από το κεφάλαιο, και που συμβάλλει εξίσου στην μείωση του αριθμού των καταγεγραμμένων ανέργων, καθώς μάλιστα δεν εξασφαλίζει την δυνατότητα επιβίωσης των εργατικών νοικοκυριών με τις εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές που συνοδεύεται, είναι η αύξηση της συμμετοχής των προσωρινά απασχολουμένων. Αυτό το ποσοστό φτάνει αντίστοιχα στο 10% του εργατικού δυναμικού και παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, ιδιαίτερα στην περίοδο λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων. Στο σύνολο των 137 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας που αναδείχθηκαν μεταξύ 2014 και 2016, οι 55 χιλιάδες αφορούσαν απασχολήσεις μερικού ή προσωρινού χαρακτήρα. Η ελαστικοποίηση δηλαδή της εργασίας χρησιμοποιείται για την συγκάλυψη της ανεργίας, και ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει την κερκόπορτα για την πλήρη εργασιακή απορρύθμιση.

          Γ) Σ’ αυτήν άλλωστε την κατηγορία ανήκουν και οι προσωρινές θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από το δημόσιο σε τομείς όπως η τοπική αυτοδιοίκηση και οι κοινωνικές υπηρεσίες, με συμβάσεις εργασίας οκτάμηνης διάρκειας και αποδοχές τον μειωμένο κατώτατο μισθό των 586 ευρώ μικτά (495 ευρώ καθαρά), που καταφανώς και δεν επαρκούν για την διαβίωση μιας εργατικής οικογένειας. Άλλωστε αυτή η πρακτική, κοινή στις κυβερνητικές πολιτικές ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά ανακυκλώνει την ανεργία, αφορά μακροχρόνια ανέργους, στερείται συνέχειας, και δεν αντιπροσωπεύει την διαμόρφωση στοιχειωδώς σταθερών θέσεων παραγωγικής απασχόλησης. Γίνεται κυρίως για την στοιχειακή άμβλυνση των πιο ακραίων περιπτώσεων ανεργίας, δίχως να επιφέρει μια ουσιαστική επίλυση στο πρόβλημα της παραγωγικής αδρανοποίησης.

Δ) Τέλος σημαντικότατος, και τελικά ο πλέον δραστικός τρόπος, για την εμφάνιση της ανεργίας με μειωμένα, εξίσου όμως υψηλότατα, ποσοστά είναι η συνεχής αιμορραγία νέου τεχνικό – επιστημονικού δυναμικού και η μετανάστευσή του στις χώρες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ιδιαίτερα της Γερμανίας και της Βρετανίας. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός του ανέρχεται στις 350 χιλιάδες σύμφωνα με το Endeavor, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος φτάνουν τις 427 χιλιάδες άτομα. Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι αυτός ο νέος τεχνικό – επιστημονικός πληθυσμός που έχει μεταναστεύσει, θα μπορούσε να επιφέρει ένα αναπτυξιακό πλεόνασμα 13 δισεκατ. ευρώ και 9 δισεκατ. φορολογικά έσοδα τον χρόνο [ Φαμπιέν Περιέ «Απασχόληση : Οι νέοι έλληνες εξορίζονται μαζικά», Defend Democracy Press].

Προκύπτει έτσι ότι η φαινομένη μείωση της ανεργίας κατά ένα ποσοστό περίπου 5% στην τελευταία διετία (2015 – 17), προκύπτει κυρίως από την ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης (μερική και προσωρινή εργασία), τη σταθεροποίηση των προσωρινών απασχολήσεων σε δημόσιες υπηρεσίες (οκτάμηνα) , και από το συνεχιζόμενο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου. Δεν είναι με άλλες λέξεις προϊόν δρομολόγησης αναπτυξιακών διαδικασιών που αν υπήρχαν θα καταγράφονταν στα αντίστοιχα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Απεναντίας αυτό που προκύπτει και με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,2% μεταξύ 2016 / 15, έχοντας συνολικά αποψιλωθεί κατά 27% σε όλη την μνημονιακή περίοδο. Αντίστοιχα η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία έπεσε από τα 212 δισεκατ. ευρώ στα 152 δισεκατ. ευρώ ενώ ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου κατέβηκε από τα 49 δισεκατ. ευρώ στα 20 δισεκατ. ευρώ. [ Ν. Ιγγλέσης «Η μνημονιακή καταστροφή σε επίσημους αριθμούς» ]. Το μόνο μέγεθος που εμφάνισε αντίστροφη πορεία ήταν η καπιταλιστική κερδοφορία εξ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων να εμφανίσουν στο μεταίχμιο 2014 / 15 μικτά κέρδη 27 δισεκατ. ευρώ και καθαρή κερδοφορία 6,7 δισεκατ. ευρώ (παρόλο που η μειονότητα των εταιριών εμφανίζει ζημίες -5,4 δισεκατ. ευρώ) [ ICAP «Η Ελλάδα σε αριθμούς 2017» ]. Κι’ αυτό παρόλο που ο κύκλος εργασιών και τα πάγια κεφάλαια παρέμειναν στάσιμα.

Και από την άλλη πλευρά οι ίδιες οι επενδυτικές δαπάνες στο σύνολο της μεταποιητικής δραστηριότητας υποχώρησαν κατά 3,5% στη διάρκεια του 2016, ενώ και οι επενδυτικές αυτές δραστηριότητες ουσιαστικά καταναλώθηκαν κυρίως στην συντήρηση και αντικατάσταση του υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, και εντελώς δευτερογενώς στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας για τα ήδη παραγόμενα προϊόντα και τη βελτίωση των εφαρμοζομένων μεθόδων παραγωγής [ ΙΟΒΕ  «Έρευνα επενδύσεων στη Βιομηχανία», Μάρτιος – Απρίλιος 2017]. Εκείνο που  κυρίως συνέβη ήταν ότι το 2014 – 15 καταγράφηκε για πρώτη φορά μετά από την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης η υπερίσχυση των κερδών έναντι των προηγούμενων ζημιογόνων αποτελεσμάτων, εξ αιτίας των μέτρων εργασιακής λιτότητας και απορρύθμισης, πράγμα που έθεσε προσωρινά τέρμα στις μαζικές εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων που είχαν προκαλέσει τα μεγάλα κύματα ανεργίας των προηγουμένων ετών.

Αριστερή τακτική και στρατηγική απέναντι στην ανεργία

Η αντιμετώπιση της υψηλής αυτής ανεργίας δεν μπορεί να γίνεται απλά με την αναμονή ανάληψης της διακυβέρνησης από μια αριστερή λαϊκή δύναμη ή συμμαχία, εντάσσοντας τα μέτρα αντιμετώπισης ως τμήμα ενός κυβερνητικού προγράμματος, γιατί αυτό αφορά μια μακροπρόθεσμη υπόθεση, που είναι αμφίβολη η πραγματοποίησή της. Ούτε προφανώς είναι εφικτή με συνεχείς εκκλήσεις των αστικών δυνάμεων στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αν μη τι άλλο για το γεγονός ότι αυτές κατευθύνονται μέχρι σήμερα τουλάχιστον σε μεταβιβάσεις κοινωφελών επιχειρήσεων στο ιδιωτικό κεφάλαιο, πράγμα που δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ή στην καπιταλιστική εκμετάλλευση δημόσιας περιουσίας (λ.χ. Σκουριές, Ελληνικό κλπ.), οι οποίες οι απασχολήσεις που δημιουργούν είναι προσωρινές και επιπρόσθετα επιφέρουν σοβαρότατες οικολογικές καταστροφές. Άλλωστε σε κάθε περίπτωση η εκτίναξη της ανεργίας που έχει προκληθεί από την κρίση υπερσυσσώρευσης και τις μνημονιακές πολιτικές, αντιπροσωπεύει θεμελιακή παράμετρο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, ισχυρή νίκη του κεφαλαίου επί της εργασίας. Από την αστική σκοπιά των πραγμάτων, οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη και αν επιτευχθεί, γεγονός αμφισβητήσιμο, δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην σταθερή υψηλή ανεργία (γιατί αυτή πειθαρχεί την εργατική τάξη) και στη μονιμοποίηση των μνημονιακών μέτρων.  

Μια λαϊκή αριστερή αντιμετώπιση του φαινομένου κλιμακώνεται, σχηματικά προφανώς, αλλά μεθοδολογικά αναγκαία, και στα τρία επίπεδα μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής :

1)Στο πεδίο του άμεσου ιστορικού παρόντος με την ανάδειξη της κινηματικής διεκδίκησης αντιμετώπισης της κοινωνικής κατάστασης εξαθλίωσης της συντριπτικής πλειονότητας των ανέργων (ιδιαίτερα μακροχρόνια ανέργων και νέων), πράγμα που σημαίνει : Από τη μια πλευρά την διασφάλιση της σταθερής χορήγησης επιδόματος ανεργίας στο σύνολο του άνεργου δυναμικού, τη στιγμή που αυτό χορηγείται μόνον στο 10% των ανέργων, μέχρι την εύρεση κατάλληλης απασχόλησης. – Και από την άλλη πλευρά, την αποκατάσταση του επιδόματος ανεργίας στο 80% του αποκατεστημένου κατώτατου μισθού στα 750 ευρώ τουλάχιστον, δηλαδή στα 600 ευρώ μικτές αποδοχές έναντι των 350 που είναι σήμερα. Μόνον κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να τροποποιηθούν οι ταξικοί συσχετισμοί, να εξουδετερωθεί η παραλυτική επίδραση του φαινομένου στους ενεργούς εργαζόμενους, να ανακάμψει η ίδια η εργατική συνδικαλιστική δράση.

2)Στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο της τακτικής, η σημαντική αύξηση των θέσεων εργασίας δεν μπορεί να προέλθει παρά με την αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης, της καταναλωτικής δαπάνης των λαϊκών νοικοκυριών. Μόνον αυτή είναι σε θέση να επιφέρει την αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, και έτσι να αυξηθεί η απασχόληση εφόσον εκ των πραγμάτων αυξάνεται το ίδιο το επίπεδο της οικονομικής παραγωγής, εμπορίας και υπηρεσιών. Η αποκατάσταση αυτής της καταναλωτικής δαπάνης που έχει μειωθεί από τα 157 δισεκατ. ευρώ (2009) στα 117 δισεκατ. ευρώ, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με μια ισχυρότατη αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των υποτελών τάξεων και σε βάρος της σημερινής κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, μετατρέποντας δηλαδή την αντίστροφη ροή που ίσχυε στην μέχρι σήμερα διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων.

3)Η υλική προαγωγή αυτών των δύο στόχων του κινήματος, άμεσων και μεσοπρόθεσμων, εφόσον πραγματοποιηθεί ή διαμορφωθούν οι όροι για να γίνει εφικτή, εκ των πραγμάτων οδηγεί στην αμφισβήτηση και τον κλονισμό ενός πρωταρχικού θεμελίου της σημερινής ταξικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης, αφού η ανάκαμψη της κερδοφορίας της βασίστηκε ακριβώς στις μνημονιακές μεταλλάξεις και στη λειτουργία των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Αυτή η περίπτωση αντιστοιχεί σε μια απεριόριστη ένταση των ταξικών σχέσεων και ανταγωνισμών και απολήγει στην ανάδειξη μιας επαναστατικής κοινωνικής κατάστασης. Οι αντιφάσεις αυτές προφανώς δεν επιλύονται από εκεί και πέρα παρά με την θέση στο προσκήνιο βαθιών σοσιαλιστικών τομών κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στο έδαφος μετασχηματισμένων σχέσεων παραγωγής.    

Ετικέτες