Σχετικά πρόσφατα είχαμε επικρίνει τον Άνθρωπο του Θεού ως μια ταινία που συσκοτίζει την πραγματικότητα και, αποθεώνοντας το θρησκευτικό αίσθημα, μπορεί να οδηγήσει όσους υιοθετούν τα πρότυπά της μόνο σε λαθεμένους, αδιέξοδους δρόμους . Η Μπενεντέτα, η τελευταία ταινία του Πολ Βερχόφεν, μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί ως ο αντίποδάς της. Είναι μια ταινία που απομυθοποιεί, αποδομεί και ανατέμνει διεισδυτικά τη θρησκεία με τα κάθε λογής συμπαρομαρτούντα της. Το κάνει όμως αυτό σε ένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, με ωμό ρεαλισμό και πειστικότητα, καθιστώντας έτσι ευδιάκριτα όσα επιχείρησε να κρύψει και να φτιασιδώσει ο Άνθρωπος του Θεού.

Ο Βερ­χό­φεν είναι ασφα­λώς ένας κάπως άνι­σος σκη­νο­θέ­της. Με­ρι­κές ται­νί­ες του όπως ο Ρό­μπο­κοπ και η Ολική Επα­να­φο­ρά έχουν έντο­νο το στοι­χείο του εντυ­πω­σια­σμού, προς ζημία των θε­μά­των που θα μπο­ρού­σαν να ανα­κι­νή­σουν. Είναι όμως ταυ­τό­χρο­να ένας σκη­νο­θέ­της με οξεία αί­σθη­ση και ικα­νό­τη­τα να εκ­θέ­τει τη δια­φθο­ρά του αστι­κού κό­σμου, ιδιαί­τε­ρα του star system, του οποί­ου και ο ίδιος απο­τε­λεί μέρος. Μια πα­λιό­τε­ρη κλα­σι­κή ται­νία του, το Showgirls, ήταν από τις πιο αιχ­μη­ρές σε αυτό το πεδίο, προ­κα­λώ­ντας αδι­καιο­λό­γη­τα δυ­σμε­νή σχό­λια από με­γά­λο μέρος των κρι­τι­κών. Η Μπε­νε­ντέ­τα έρ­χε­ται να κάνει το ίδιο για την Εκ­κλη­σία και το μο­να­στι­σμό, όχι με στόχο να αντι­κρού­σει τη θρη­σκεία επι­στη­μο­νι­κά αλλά να κα­τα­δεί­ξει το ρόλο της στην πραγ­μα­τι­κή ζωή.

Μια πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία

Η υπό­θε­ση δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις αρχές του 17ου αιώνα, σε μια εποχή πα­ντο­δυ­να­μί­ας του πα­πι­σμού στην Ιτα­λία, όταν οι με­σαιω­νι­κές προ­λή­ψεις και οι θε­σμοί δια­τη­ρού­σαν την κυ­ριαρ­χία τους. Βα­σί­ζε­ται σε μια πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία, της μυ­στι­κί­στριας ηγου­μέ­νης Μπε­νε­ντέ­τα Καρ­λί­νι, η οποία είχε μια λε­σβια­κή σχέση με μια από τις μο­να­χές της, την Μπαρ­το­λο­μέα. Ο Βερ­χό­φεν ακο­λου­θεί χα­λα­ρά τη βιο­γρα­φία της Καρ­λί­νι, δί­νο­ντας τη δική του εκ­δο­χή, που με­τα­τρέ­πε­ται σε μια κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή εκεί­νης της επο­χής αλλά και της δικής μας. Και ενώ η κρι­τι­κή εστιά­ζει, όπως εί­πα­με, στον πα­πι­σμό, απο­κτά ευ­ρύ­τε­ρες δια­στά­σεις και ευ­διά­κρι­τους σύγ­χρο­νους συ­σχε­τι­σμούς.

Η Μπε­νε­ντέ­τα (υπο­δυό­με­νη από την Virginie Efira), μια νεαρή με θρη­σκευ­τι­κή ανα­τρο­φή, αφιε­ρώ­νε­ται από τον πα­τέ­ρα της, ένα πλού­σιο άρ­χο­ντα της Το­σκά­νης, σε ένα μο­να­στή­ρι στην Πέσια. Εκεί αρ­χί­ζει να έχει ορά­μα­τα, και όταν στη διάρ­κεια μιας τέ­τοιας εμπει­ρί­ας της εμ­φα­νί­ζο­νται στο σώμα της τα ση­μά­δια της σταύ­ρω­σης, ανα­γο­ρεύ­ε­ται από τον το­πι­κό επί­σκο­πο σε ηγου­μέ­νη, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας την προ­κά­το­χό της (Charlotte Rampling). Στο με­τα­ξύ, η Μπε­νε­ντέ­τα συ­νά­πτει μια ερω­τι­κή σχέση με την Μπαρ­το­λο­μέα (Δάφνη Πα­τα­κιά), μια νεαρή που βιά­ζε­ται από τον πα­τέ­ρα και τους αδελ­φούς της και κα­τα­φεύ­γει στο μο­να­στή­ρι για να σωθεί από τα μαρ­τύ­ρια. Όταν η Χρι­στί­να, η κόρη της πα­λιάς ηγου­μέ­νης, που είχε κα­τη­γο­ρή­σει την Μπε­νε­ντέ­τα ότι αυ­το­τραυ­μα­τι­ζό­ταν, κα­τα­δι­κά­ζε­ται σε αυ­το­μα­στί­γω­ση και αυ­το­κτο­νεί, η ηγου­μέ­νη πα­ρα­κο­λου­θεί κρυφά τις συ­νευ­ρέ­σεις των κο­ρι­τσιών και φρο­ντί­ζει να πε­ριέλ­θουν σε γνώση του Νούν­τσιου της Φλω­ρε­ντί­ας (Lambert Wilson). Ο τε­λευ­ταί­ος έρ­χε­ται στην Πέσια και θέτει σε κί­νη­ση τις δια­δι­κα­σί­ες για κα­θαί­ρε­ση της Μπε­νε­ντέ­τα, η οποία, μόλις η Μπαρ­το­λο­μέα ομο­λο­γεί τη σχέση τους, κα­τα­δι­κά­ζε­ται να καεί στην πυρά. Στο με­τα­ξύ, η πα­νού­κλα έχει εξα­πλω­θεί στη Φλω­ρε­ντία και ο Νούν­τσιος και η παλιά ηγου­μέ­νη προ­σβάλ­λο­νται από την αρ­ρώ­στια. Στο τέλος, όταν η Μπε­νε­ντέ­τα δέ­νε­ται στον πά­σα­λο, ο λαός της πόλης εξε­γεί­ρε­ται και εξο­ντώ­νει τον Νούν­τσιο και τη συ­νο­δεία του, ενώ η ετοι­μο­θά­να­τη ηγου­μέ­νη, θύμα και αυτή των συν­θη­κών, βοηθά την Μπε­νε­ντέ­τα. Η τε­λευ­ταία και η Μπαρ­το­λο­μέα δια­φεύ­γουν από την Πέσια, αλλά την επο­μέ­νη η Μπε­νε­ντέ­τα ανα­κοι­νώ­νει ότι πρέ­πει να επι­στρέ­ψει, ακόμη και αν αυτό ση­μαί­νει να καεί στην πυρά, γιατί το μο­να­στή­ρι είναι το σπίτι της και δεν υπάρ­χει ζωή αλλού γι’ αυτήν. Στον επί­λο­γο μα­θαί­νου­με ότι η Πέσια γλί­τω­σε από την πα­νού­κλα και η Μπε­νε­ντέ­τα έζησε ως το θά­να­τό της σε πε­ριο­ρι­σμό στο μο­να­στή­ρι.

Το κύριο στην ται­νία δεν είναι αν η εκ­δο­χή της πα­ρα­μέ­νει πιστή στην αυ­θε­ντι­κή ιστο­ρία, αλλά η συ­γκε­κρι­μέ­νη οπτι­κή με την οποία την προ­σεγ­γί­ζει ο Βερ­χό­φεν και η ατμό­σφαι­ρα που δη­μιουρ­γεί. Σε κάθε βήμα, η θρη­σκεία, η Εκ­κλη­σία και ο μο­να­στι­σμός απο­κα­λύ­πτο­νται ως ένα ψέμα, ένα φύλλο συκής για τις πολύ γή­ι­νες, ιδιο­τε­λείς επι­διώ­ξεις των υπη­ρε­τών τους που καμιά σχέση δεν έχουν με το θρη­σκευ­τι­κό τους πε­ρι­τύ­λιγ­μα.

Η ηγου­μέ­νη του μο­να­στη­ριού απο­δει­κνύ­ε­ται μια εμπό­ρισ­σα της πί­στης, που φρο­ντί­ζει να απο­σπά από τους πλού­σιους γο­νείς των κο­ρι­τσιών το μέ­γι­στο δυ­να­τό αντί­τι­μο για να γί­νουν δεκτά στο μο­να­στή­ρι. Όταν ο πλού­σιος πα­τέ­ρας της Μπε­νε­ντέ­τα, που υπο­τί­θε­ται την έχει τάξει από ευ­λά­βεια στο Θεό, τη φέρ­νει εκεί, τον βλέ­που­με να πα­ζα­ρεύ­ει σκλη­ρά με την ηγου­μέ­νη το οφει­λό­με­νο τί­μη­μα. Ο  επί­σκο­πος της πε­ριο­χής, μα­θαί­νο­ντας για τα ση­μά­δια στο σώμα της Μπε­νε­ντέ­τα απο­φα­σί­ζει να στη­ρί­ξει την ανά­δει­ξή της σε ηγου­μέ­νη, όχι γιατί πι­στεύ­ει ότι έγινε κά­ποιο θαύμα, αλλά γιατί τα νέα θα τρα­βή­ξουν την προ­σο­χή στην επι­σκο­πή του, βοη­θώ­ντας έτσι την άνοδό του στην ιε­ραρ­χία. Ο Νούν­τσιος, από τη μεριά του, θα αντι­δρά­σει και θα προ­σπα­θή­σει να οδη­γή­σει την ηρω­ί­δα στην πυρά για τον ακρι­βώς αντί­στρο­φο λόγο, καθώς βλέ­πει στο γε­γο­νός μια απει­λή για τη δική του εξου­σία. Ακόμη και ο βά­ναυ­σος πα­τέ­ρας της Μπαρ­το­λο­μέα που τη βιά­ζει συ­στη­μα­τι­κά, κα­λο­δέ­χε­ται να την απο­χω­ρι­στεί όταν η αμοι­βή του ανε­βαί­νει από τα δέκα στα εί­κο­σι δη­νά­ρια. Κο­ντο­λο­γίς, το χρήμα και η δύ­να­μη είναι ο κοι­νός σκο­πός όλων, για την επί­τευ­ξη του οποί­ου χρη­σι­μεύ­ει σε με­ρι­κούς ως όχημα η θρη­σκευ­τι­κή «πίστη», όπως χρη­σι­μεύ­ουν σε άλ­λους η κλε­ψιά, η ωμό­τη­τα και η πορ­νεία.

Μέσα σε αυτό τον απα­τη­λά θε­ο­σε­βή κόσμο, η Μπε­νε­ντέ­τα είναι η συ­γκρι­τι­κά πιο έντι­μη, με την έν­νοια ότι βιώ­νει πραγ­μα­τι­κά τα ορά­μα­τα και τις εκ­στά­σεις της, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν μια άμεση επι­κοι­νω­νία με τον Χρι­στό και με διά­φο­ρους δαί­μο­νες. Αλλά και στην πε­ρί­πτω­σή της δεν αφή­νε­ται αμ­φι­βο­λία πως τα «θαύ­μα­τα» είναι επι­νοη­μέ­να και η ίδια επι­φέ­ρει στον εαυτό της τις πλη­γές της. Όταν εμ­φα­νί­ζο­νται τα ση­μά­δια του Ιησού στο σώμα της ξεχνά να τα κάνει και στο μέ­τω­πό της, σε αντι­στοι­χία με το ακάν­θι­νο στε­φά­νι, και η Χρι­στί­να, η κόρη της ηγου­μέ­νης, τη βλέ­πει να τα προ­κα­λεί η ίδια αρ­γό­τε­ρα. Ακόμη και στο φι­νά­λε, όταν η Μπε­νε­ντέ­τα δεί­χνει στο πλή­θος τις νέες πλη­γές που έχουν ανοί­ξει στα χέρια της, υπο­τι­θέ­με­να από τη θεία πρό­νοια, για να τους πα­ρο­τρύ­νει ενά­ντια στον Νούν­τσιο, η Μπαρ­το­λο­μέα βρί­σκει εκεί κοντά ένα θραύ­σμα αγ­γεί­ου, που όλα δεί­χνουν ότι έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί κα­τάλ­λη­λα για το σκοπό.

Ένα ερώ­τη­μα που θα τεθεί είναι αν η απου­σία κά­ποιων γνή­σια πι­στών ιε­ρω­μέ­νων στην ται­νία, όπως ο πρω­τα­γω­νι­στής και οι μο­να­χές στον Άν­θρω­πο του Θεού, πα­ρα­βιά­ζει τη ρε­α­λι­στι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση. Κα­τό­πιν όλων, σε όλες τις επο­χές μια με­ρί­δα του κλή­ρου εμ­φο­ρού­νταν από μια ει­λι­κρι­νή πε­ποί­θη­ση πως εκ­προ­σω­πούν το νόμο του Θεού, και τα έργα και τα λόγια τους, ακόμη και αν απέ­κλι­ναν, δεν βρί­σκο­νταν σε πλήρη διά­στα­ση με αυτόν, όπως συμ­βαί­νει στην Μπε­νε­ντέ­τα.

Νο­μί­ζου­με πως όχι, για μια σειρά λό­γους.

Κατ’ αρχήν, η ται­νία ανα­φέ­ρε­ται σε μια εποχή που η δια­φθο­ρά και ο φα­να­τι­σμός της πα­πι­κής εκ­κλη­σί­ας είχαν κο­ρυ­φω­θεί στο έπα­κρο. Στο 16ο αιώνα η Ρώμη ήταν βου­τηγ­μέ­νη στην πορ­νεία και οι πάπες ζού­σαν μέσα στη χλιδή, συχνά δια­θέ­το­ντας στον εαυτό τους ερω­μέ­νες. επι­δι­δό­με­νοι σε ίντρι­γκες και φό­νους και μα­ζεύ­ο­ντας έσοδα από τα συγ­χω­ρο­χάρ­τια. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η δή­λω­ση του Λέ­ο­ντα του 10ου, «Αφού ο Θεός μας έδωσε την πα­πι­κή έδρα, ας την απο­λαύ­σου­με»[1]. Η επό­με­νη φάση, στην οποία εντάσ­σε­ται χρο­νι­κά η ιστο­ρία της Μπε­νε­ντέ­τα Καρ­λί­νι, χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από την αντι­με­ταρ­ρύθ­μι­ση, την Ιερά Εξέ­τα­ση (ο Τζορ­ντά­νο Μπρού­νο κάηκε στην πυρά στα 1600) και τον κα­τα­τρεγ­μό των μα­γισ­σών. Όλα αυτά δεν σή­μαι­ναν μια πραγ­μα­τι­κή αλ­λα­γή των ηθών, αλλά μια αντί­δρα­ση στη λου­θη­ρα­νι­κή Με­ταρ­ρύθ­μι­ση, μέσα από την πιο σκο­τα­δι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση. Ο Βερ­χό­φεν πα­ρα­λεί­πει δι­καιο­λο­γη­μέ­να τις εξαι­ρέ­σεις για να απο­δώ­σει οξυ­μέ­να το πνεύ­μα της επο­χής.

Κατά δεύ­τε­ρο λόγο, η ται­νία πα­ρου­σιά­ζει πράγ­μα­τι με­ρι­κούς θε­ο­σε­βείς τύ­πους, που όμως απο­δει­κνύ­ε­ται ότι δεν έχουν καμιά τύχη μέσα σε αυτή την κα­τά­στα­ση. Η κόρη της ηγου­μέ­νης, η Χρι­στί­να (Louise Chevillotte), είναι μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση, που βάζει πάνω από κάθε τι άλλο την αλή­θεια. Η Χρι­στί­να απο­φα­σί­ζει να κα­ταγ­γεί­λει την απάτη της Μπε­νε­ντέ­τα όχι γιατί δεν πι­στεύ­ει γε­νι­κά στα θαύ­μα­τα, αλλά γιατί απαι­τεί ένα αλη­θι­νό θαύμα για να πι­στέ­ψει, και γνω­ρί­ζει ότι στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για ένα ψέμα. Κα­τα­δι­κά­ζε­ται όμως από την ίδια τη μη­τέ­ρα της, που την έχει προει­δο­ποι­ή­σει να μην απο­κα­λύ­ψει την αλή­θεια και όταν το κάνει τη δια­ψεύ­δει, καθώς θε­ω­ρεί ότι το να ενερ­γή­σει στη συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή δεν θα φέρει απο­τέ­λε­σμα και θα κάνει ζημιά στην ίδια και το μο­να­στή­ρι.

Η Χρι­στί­να, όπως και ο εφη­μέ­ριος που εξο­μο­λο­γεί τις μο­να­χές, είναι λαϊ­κές φυ­σιο­γνω­μί­ες, και η θρη­σκευ­τι­κή πίστη τους, αν της αφαι­ρε­θεί ο με­τα­φυ­σι­κός μαν­δύ­ας, δεν είναι κάτι άλλο από μια αφελή και άμεσα ανέ­φι­κτη απαί­τη­ση για αγνό­τη­τα και γνη­σιό­τη­τα. Από τη Χρι­στί­να όμως λεί­πει η σκλη­ρή εμπει­ρία της ζωής, που έχει η πη­γαία και δυ­να­τή Μπαρ­το­λο­μέα, με συ­νέ­πεια η φι­λα­λή­θειά της να πα­ρα­μέ­νει ιδε­α­λι­στι­κή.

Το αι­σθη­τι­κό απο­τέ­λε­σμα βοη­θιέ­ται πολύ από το εξαι­ρε­τι­κό ταί­ρια­σμα και τις φυ­σι­κές ερ­μη­νεί­ες των ηθο­ποιών. Επι­πλέ­ον, ο Βερ­χό­φεν διαν­θί­ζει την ται­νία με χιου­μο­ρι­στι­κά επει­σό­δια, όπως ο διά­λο­γος ανά­με­σα στον ετοι­μο­θά­να­το Νούν­τσιο και την Μπε­νε­ντέ­τα[2], αλλά και τολ­μη­ρές ερω­τι­κές σκη­νές, με απο­κο­ρύ­φω­μα τη με­τα­τρο­πή από τη Μπαρ­το­λο­μέα ενός μι­κρού αγάλ­μα­τος της Πα­να­γί­ας σε ερω­τι­κό βο­ή­θη­μα.

Το τε­λευ­ταίο εύ­ρη­μα θα φανεί ίσως βέ­βη­λο σε ορι­σμέ­νους, και θα ήταν πράγ­μα­τι αν πα­ρεμ­βα­λό­ταν αυ­θαί­ρε­τα, χωρίς κα­νέ­να λόγο. Επι­τρέ­πει όμως στον Βερ­χό­φεν να εντεί­νει την αντι­πα­ρά­θε­ση ανά­με­σα στον Νούν­τσιο και την ηρω­ί­δα. Σε έναν ση­μα­ντι­κό διά­λο­γο ο Νούν­τσιος, μετά την εύ­ρε­ση του αγαλ­μα­τι­δί­ου, κα­τη­γο­ρεί την Μπε­νε­ντέ­τα για δια­στρο­φή και ότι η αγάπη της για την Μπαρ­το­λο­μέα πα­ρα­βιά­ζει τη χρι­στια­νι­κή πίστη, για να λάβει την απά­ντη­ση ότι στο πρό­σω­πο της Μπαρ­το­λο­μέα αγαπά και όλους τους άλ­λους αν­θρώ­πους. Η ίδια η ανεύ­ρε­ση του αγαλ­μα­τι­δί­ου στη διάρ­κεια των ανα­κρί­σε­ων μέσα σε μια «κρύ­πτη» που έχει ανοί­ξει η Μπαρ­το­λο­μέα στο ογκώ­δες βι­βλίο λο­γα­ρια­σμών της μονής, κάνει έναν ισχυ­ρό υπαι­νιγ­μό για την ανα­ζή­τη­ση της ηδο­νής που κρύ­βε­ται πίσω από όλες τις σχέ­σεις εξου­σί­ας.

Αντι­δρά­σεις και κρι­τι­κές

Με την οξεία της αμ­φι­σβή­τη­ση στις κυ­ρί­αρ­χες προ­κα­τα­λή­ψεις και τον κομ­φορ­μι­σμό ήταν επό­με­νο η Μπε­νε­ντέ­τα να προ­κα­λέ­σει αντι­δρά­σεις και κρι­τι­κές, που όμως απέ­τυ­χαν γε­νι­κά να φτά­σουν στον πυ­ρή­να της και να ανα­με­τρη­θούν με τα ζη­τή­μα­τα που θέτει.

Η Μπε­νε­ντέ­τα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ευ­ρέ­ως ως μια «προ­κλη­τι­κή» ται­νία και είναι πράγ­μα­τι τέ­τοια. Ωστό­σο, οι «προ­κλή­σεις» της, μα­κριά από το να απη­χούν την ιδιο­τρο­πία του Βερ­χό­φεν και τη διά­θε­σή του να σο­κά­ρει, μας φέρ­νουν αντι­μέ­τω­πους με την απαν­θρω­πιά μιας ιστο­ρι­κής επο­χής, που μόνο εξω­τε­ρι­κά και μορ­φι­κά δια­φέ­ρει από τη δική μας.

Αν και η στάση της επί­ση­μης κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας ως τώρα ήταν μάλ­λον η σιωπή –κα­τα­νοη­τή λόγω της ισχυ­ρής αί­σθη­σης της  υπο­κρι­σί­ας της που θα απο­κο­μί­σουν όσοι δουν την Μπε­νε­ντέ­τα– οι σκο­τα­δι­στι­κές κα­θο­λι­κές ορ­γα­νώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν για «προ­σβο­λή του Ιησού» και τα πα­ρό­μοια. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κατά την προ­βο­λή της ται­νί­ας στο Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου της Νέας Υόρ­κης το Σε­πτέμ­βρη, μια ομάδα κα­θο­λι­κών κρα­τού­σε πλα­κάτ με συν­θή­μα­τα όπως «Δια­μαρ­τυ­ρό­μα­στε έντο­να για τη βλά­σφη­μη λε­σβια­κή ται­νία Μπε­νε­ντέ­τα, που προ­σβάλ­λει την ιε­ρό­τη­τα των κα­θο­λι­κών μο­να­χών»[3]. Σε ένα άλλο σάιτ, της εύ­γλωτ­τα τι­τλο­φο­ρού­με­νης «Αμε­ρι­κά­νι­κης Ένω­σης για την Προ­στα­σία της Πα­ρά­δο­σης, της Οι­κο­γέ­νειας και της Ιδιο­κτη­σί­ας» (πάνω απ’ όλα της ιδιο­κτη­σί­ας!, Χ.Κ.), βρί­σκου­με αναρ­τη­μέ­να κα­τα­το­πι­στι­κά άρθρα πάνω στο «Γιατί η ται­νία Μπε­νε­ντέ­τα είναι βλά­σφη­μη και αντι-κα­θο­λι­κή» ενώ η Ρωσία απα­γό­ρευ­σε την προ­βο­λή της [4].

Από την άλλη μεριά, η ται­νία, που έκανε πρε­μιέ­ρα στο φε­στι­βάλ Κανών του 2021, απέ­σπα­σε θε­τι­κές γνώ­μες από τους κρι­τι­κούς, με μια 85% απο­δο­χή στο Rotten Tomatoes[5]. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι όμως την είδαν σαν ένα προ­βλη­μα­τι­σμό για τη σχέση ανά­με­σα στη σε­ξουα­λι­κή ελευ­θε­ρία και την πίστη. Αυτή η διά­στα­ση όντως υπάρ­χει, όπως το υπο­δη­λώ­νει και το βάρος των ερω­τι­κών σκη­νών. Απέ­χει όμως πολύ –ακόμη και αν δε­χτού­με, πράγ­μα αμ­φί­βο­λο, ότι τέ­τοια ήταν η πρό­θε­ση του Βερ­χό­φεν– από το να είναι η κύρια. Όπως πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν ευ­στα­θούν οι κρί­σεις ότι η ται­νία επι­χει­ρεί απλά να σκαν­δα­λί­σει, χωρίς να έχει τί­πο­τα να πει.

Σε μια τέ­τοια, ακραία απα­ξιω­τι­κή κρι­τι­κή προ­βαί­νει η Μ. Θε­ο­δω­ρο­πού­λου: «Το Μπε­νε­ντέ­τα… [προ­σπα­θεί] να πε­ρά­σει ως σο­βα­ρή ψυ­χο-κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή της τυ­φλής εξου­σί­ας αντί για μια παι­δα­ριώ­δη τρο­λιά… Σε όλη τη διάρ­κεια της κα­ριέ­ρας του, από το RoboCop ως το Βα­σι­κό Έν­στι­κτο κι από το Showgirls ως το Elle, τον Βερ­χό­φεν έχουν απα­σχο­λή­σει θέ­μα­τα πί­στης, σάρ­κας, δύ­να­μης και σεξ, όμως εδώ οι αδέ­ξιες προ­σπά­θειες για χιού­μορ, η low budget σά­τι­ρα και η επι­φα­νεια­κή σύ­γκρου­ση του ιερού με το ασή­μα­ντο κά­νουν την ται­νία να μην αντι­στοι­χεί με τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από φάρσα σε σχο­λι­κό προ­αύ­λιο»[6].

Όλα αυτά θα μπο­ρού­σε, βέ­βαια, να ισχύ­ουν, θα έπρε­πε όμως κάπως να τεκ­μη­ριώ­νο­νται. Η κρι­τι­κός μας δεν φέρ­νει ούτε ένα επι­χεί­ρη­μα, εμ­φα­νί­ζο­ντάς τα πε­ρί­που ως αυ­το­νό­η­τα και αφή­νο­ντάς μας έτσι στα σκο­τά­δια μας.

Μια σαφώς πιο σο­βα­ρή κρι­τι­κή επι­χει­ρεί ο Χρ. Μή­τσης, που όμως μένει στα μισά του δρό­μου. Ο Μή­τσης εντο­πί­ζει εύ­στο­χα το στοι­χείο της κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής που υπο­λαν­θά­νει διαρ­κώς στην ται­νία, στε­ρώ­ντας κάθε βάση από μια πρό­χει­ρη απόρ­ρι­ψή της:

«Αν πε­ρι­μέ­νει κα­νείς πως η ται­νία θα εστιά­σει απο­κλει­στι­κά στην απα­γο­ρευ­μέ­νη ερω­τι­κή σχέση των δυο γυ­ναι­κών και στην κα­ταγ­γε­λία της κλη­ρι­κής αδιαλ­λα­ξί­ας, σί­γου­ρα θα εκ­πλα­γεί. Η Μπε­νε­ντέ­τα δια­τη­ρεί το επι­θε­τι­κά σαρ­κα­στι­κό βλέμ­μα του Βερ­χό­φεν απέ­να­ντι στα ανε­ξέ­λεγ­κτα πάθη και τη σύ­γκρου­σή τους με έναν αυ­στη­ρό θε­σμι­κό κομ­φορ­μι­σμό. Εδώ τον τε­λευ­ταίο εκ­προ­σω­πούν όλοι οι “άν­θρω­ποι του Θεού”, οι οποί­οι από τον αντι­πρό­σω­πο του Πάπα ως την ηγου­μέ­νη του μο­να­στη­ριού πα­ζα­ρεύ­ουν οι­κο­νο­μι­κά και πο­λι­τι­κά κάθε… πνευ­μα­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­σή τους. Σε έναν αν­δρο­κρα­τού­με­νο, βίαιο και άρ­ρω­στο (κυ­ριο­λε­κτι­κά και με­τα­φο­ρι­κά) κόσμο που τα πάντα που­λιού­νται κι αγο­ρά­ζο­νται όμως, ο Βερ­χό­φεν δεν αντι­πα­ρα­βάλ­λει δυο ρο­μα­ντι­κές, ερω­τευ­μέ­νες γυ­ναί­κες»[7].

Έχο­ντας προ­βεί σε αυτές τις δια­πι­στώ­σεις, ο Μή­τσης μέμ­φε­ται πα­ρα­πέ­ρα τον «κυ­νι­σμό» του Βερ­χό­φεν, που, όπως εκτι­μά, «φέρ­νει σε πρώτο πλάνο το έν­στι­κτο της επι­βί­ω­σης και ει­ρω­νεύ­ε­ται πικρά θύτες και θύ­μα­τα, αρ­χί­ζο­ντας αργά αλλά στα­θε­ρά να πα­ρα­σύ­ρε­ται από την ξέ­φρε­νη διά­θε­σή του για ανε­λέ­η­τη δια­κω­μώ­δη­ση». Εξαι­τί­ας αυτού, «οι χα­ρα­κτή­ρες γλι­στρούν άτσα­λα στο γκρο­τέ­σκο, η πλοκή κο­ρυ­φώ­νε­ται με μια ανε­ξέ­λεγ­κτα θο­ρυ­βώ­δη σύ­γκρου­ση, ψυ­χο­λο­γι­κές δια­θέ­σεις αλ­λά­ζουν στο λεπτό και μια ανα­τρε­πτι­κή, κα­τά­μαυ­ρη σά­τι­ρα κα­τα­λή­γει σε μια άνιση πα­ρω­δία»[8].

Εδώ ο κρι­τι­κός χάνει κατά τη γνώμη μας το στόχο. Ο κυ­νι­σμός τον οποίο ανι­χνεύ­ει υπάρ­χει πράγ­μα­τι στην ται­νία. Μόνο που δεν είναι ένας κυ­νι­σμός που εμ­φυ­τεύ­ει ξε­περ­νώ­ντας το μέτρο από τα έξω ο Βερ­χό­φεν, αλλά –όπως συ­νή­θι­ζε να λέει σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις ο Μαρξ– ένας κυ­νι­σμός που βρί­σκε­ται μέσα στο ίδιο το πράγ­μα. Ως απο­τέ­λε­σμα, απο­τυ­χαί­νει να εκτι­μή­σει στο αυ­θε­ντι­κό τους νόημα στοι­χεία της πλο­κής και ει­δι­κά το φι­νά­λε της ται­νί­ας που κάθε άλλο παρά έχουν την πα­ρω­δια­κή διά­θε­ση που τους απο­δί­δει. Έτσι κι αλ­λιώς, μας δίνει μια καλή αφορ­μή να συ­μπλη­ρώ­σου­με αυτά τα ση­μεία.

Η Μπε­νε­ντέ­τα είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια σκλη­ρή ται­νία, που απει­κο­νί­ζει ωμά τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του Με­σαί­ω­να, και κατ’ επέ­κτα­ση των εκ­με­ταλ­λευ­τι­κών κοι­νω­νιών, θέ­το­ντας το ερώ­τη­μα αν υπάρ­χει κά­ποια διέ­ξο­δος προς την αν­θρώ­πι­νη πραγ­μά­τω­ση. Θυ­μί­ζει αρ­κε­τά μια από τις πρώ­τες ται­νί­ες του Βερ­χό­φεν, το Σάρκα και Αίμα, όπου δυο ομά­δες με­σαιω­νι­κών μι­σθο­φό­ρων αλ­λη­λο­ε­ξο­ντω­νό­ταν. Ενώ εκεί όμως η έμ­φα­ση έπε­φτε στην ατο­μι­κή πε­ρι­πέ­τεια, εδώ βρί­σκου­με μια αρ­κε­τά πιστή πα­ρου­σί­α­ση των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων που δρουν πίσω από τα άτομα, με τις τύχες των ατό­μων να κα­θο­ρί­ζο­νται ισχυ­ρά από αυτές τις δυ­νά­μεις.

Η προ­κύ­πτου­σα ει­κό­να της θρη­σκεί­ας συ­μπί­πτει κατά βάση με την εκτί­μη­ση του θρη­σκευ­τι­κού αι­σθή­μα­τος από τον νεαρό Μαρξ: «Η θρη­σκευ­τι­κή αθλιό­τη­τα είναι ταυ­τό­χρο­να η έκ­φρα­ση της πραγ­μα­τι­κής αθλιό­τη­τας και η δια­μαρ­τυ­ρία για την πραγ­μα­τι­κή αθλιό­τη­τα. Η θρη­σκεία είναι ο ανα­στε­ναγ­μός του κα­τα­πιε­σμέ­νου πλά­σμα­τος, η καρ­διά ενός άκαρ­δου κό­σμου, και η ψυχή άψυ­χων συν­θη­κών. Η θρη­σκεία είναι το όπιο του λαού»[9].

Από την άλλη μεριά, έχουν λάθος εκεί­νοι οι κρι­τι­κοί, όπως ο Λ. Κα­τσί­κας[10], που θε­ω­ρούν ότι απέ­να­ντι στο θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό, η Μπε­νε­ντέ­τα αντι­προ­σω­πεύ­ει τον κόσμο των εν­στί­κτων. Οι επί­μο­νες εκ­κλή­σεις της Μπε­νε­ντέ­τα να κλεί­σουν τα τείχη της πόλης όταν εξα­πλώ­νε­ται η πα­νού­κλα –αυτό που μένει από τις εκ­στά­σεις της αν τους αφαι­ρε­θούν τα με­τα­φυ­σι­κά άμφια– είναι η φωνή της λο­γι­κής, ακόμη και αν υπο­τε­θεί ότι απορ­ρέ­ουν από ένα συν­δυα­σμό υπο­λο­γι­σμού (η επι­δί­ω­ξη να μην μπει ο Νούν­τσιος στην πόλη) και εν­στί­κτου (οι μυ­στι­κι­στι­κοί πα­ρο­ξυ­σμοί της και το κα­τα­πιε­σμέ­νο ηδο­νι­στι­κό υπό­βα­θρο που υπο­κρύ­πτουν). Σε μια εποχή πρω­τό­γο­νης βαρ­βα­ρό­τη­τας, η λο­γι­κή δεν μπο­ρεί να επι­βλη­θεί με την πειθώ, αλλά μόνο με το φόβο και την πρό­λη­ψη (ο κο­μή­της που ερ­μη­νεύ­ε­ται ως θεϊκό ση­μά­δι), παίρ­νο­ντας τη μορφή θείων εντο­λών, που η πα­ρα­βί­α­σή τους θα επι­φέ­ρει τι­μω­ρία. Μόνο έτσι μπο­ρεί να τη­ρη­θούν οι στοι­χειώ­δεις νόρ­μες συ­μπε­ρι­φο­ράς, που κα­θι­στούν δυ­να­τή τη συμ­βί­ω­ση των αν­θρώ­πων και, στη δο­σμέ­νη κα­τά­στα­ση, τη σω­τη­ρία τους από τη φο­βε­ρή αρ­ρώ­στια. Η από­φα­ση της Μπε­νε­ντέ­τα να επι­στρέ­ψει στο μο­να­στή­ρι απο­τε­λεί μια ανα­γνώ­ρι­ση αυτού του λίγου που δίνει η θρη­σκεία ανα­φο­ρι­κά με την αν­θρώ­πι­νη εκ­πλή­ρω­ση στην προϊ­στο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας, αλλά ταυ­τό­χρο­να και μια κα­τά­δει­ξη της ανε­πάρ­κειάς του.

Αν και θα ήταν λάθος να με­τα­φέ­ρου­με αυ­τού­σια την προ­βλη­μα­τι­κή της ται­νί­ας στην εποχή μας, υπάρ­χουν σα­φείς υπαι­νιγ­μοί για το παρόν. Αρκεί να αντι­κα­τα­στή­σου­με την πα­νού­κλα με την παν­δη­μία του Covid, το θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό και τα βα­σα­νι­στή­ρια με το ρα­τσι­σμό και την κα­κο­ποί­η­ση των γυ­ναι­κών στις μέρες μας ή τους βια­σμούς παι­διών από κα­θο­λι­κούς ιε­ρείς, για να έχου­με την αί­σθη­ση ότι η αν­θρω­πό­τη­τα δεν έχει προ­ο­δεύ­σει πολύ έκτο­τε και ότι η ρίζα γι’ αυτό θα βρε­θεί στους κυ­ρί­αρ­χους θε­σμούς. Στο τέλος του έργου ο θε­α­τής τί­θε­ται έτσι αντι­μέ­τω­πος με το ερώ­τη­μα: «Αν η Μπε­νε­ντέ­τα επι­λέ­γει ανα­γκα­στι­κά το μο­να­στή­ρι από την πορ­νεία, μπο­ρεί αυτό το δί­λημ­μα να είναι η επι­λο­γή στην εποχή μας, όταν είναι πλέον δυ­να­τή μια καλή ζωή για όλους;»

Η εξέ­γερ­ση των μαζών είναι πα­ρού­σα στη σκηνή όπου τα πλήθη επι­τί­θε­νται στον Νούν­τσιο και τη συ­νο­δεία του. Ο Βερ­χό­φεν, που στο πα­ρελ­θόν είχε κάνει εν­δια­φέ­ρου­σες ται­νί­ες με ανα­φο­ρά στο σο­σια­λι­στι­κό κί­νη­μα, όπως η Κάτι Τίπελ, δεν θέτει ερω­τή­μα­τα –το ίδιο το υλικό του δεν το επι­τρέ­πει– για το αν και πώς ένα τέ­τοιο κί­νη­μα θα μπο­ρού­σε σή­με­ρα να ανα­πτυ­χθεί και να είναι απο­τε­λε­σμα­τι­κό. Δεί­χνει όμως την ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα όλων των άλλων στά­σε­ων, των οποί­ων η ευ­γε­νέ­στε­ρη επι­το­μή είναι η θρη­σκεία. Αυτό κα­θι­στά την Μπε­νε­ντέ­τα μια από τις πιο ώρι­μες και πε­ριε­κτι­κές ται­νί­ες του βε­τε­ρά­νου σκη­νο­θέ­τη.

*Ο Χρή­στος Κε­φα­λής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρ­ξι­στι­κής Σκέ­ψης. Ο γρά­φων εκ­φρά­ζει τις ευ­χα­ρι­στί­ες του στον Νίκο Χρι­στό­που­λο για τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του σε συ­ζή­τη­ση για την ται­νία.

 

[1] Βλέπε «Renaissance Papacy», https://​en.​wikipedia.​org/​wiki/​Renaissance_​Papacy.

[2] Ο Νούν­τσιος ρωτά την Μπε­νε­ντέ­τα αν σε κά­ποια από τις εκ­στά­σεις της είδε αν η ψυχή του ήταν στον Πα­ρά­δει­σο ή την Κό­λα­ση και, όταν παίρ­νει την απά­ντη­ση «Στον Πα­ρά­δει­σο», της αντι­λέ­γει, «Πάλι ψέ­μα­τα λες».

[3] Βλέπε Ε. Σάφερ, «Catholic Protesters Congregate Outside ‘Benedetta’s’ New York Film Festival Premiere», https://​variety.​com/​2021/​film/​news/​benedetta-​protesters-​new-​york-​film-​festival-​1235074748/.

[4] L. S. Solimeo, «Why the Movie Benedetta Is Blasphemous And Anti-Catholic», https://​www.​tfp.​org/​why-​the-​movie-​benedetta-​is-​blasphemous-​and-​anti-​catholic/. Ο Βερ­χό­φεν κα­τα­κε­ραυ­νώ­νε­ται στο άρθρο επει­δή είναι μέλος μιας ένω­σης που θε­ω­ρεί τον Χρι­στό όχι ως Θεό αλλά ως επα­να­στά­τη – πράγ­μα εν­δει­κτι­κό των προ­τε­ρη­μά­των αλλά και των ορίων της οπτι­κής του. Για την απα­γό­ρευ­ση της ται­νί­ας στη Ρωσία, βλέπε, π.χ., «Benedetta with Virginie Efira banned in Russia», https://​news.​in-​24.​com/​lifestyle/​movies/​126927.​html.

[5] Για τη γε­νι­κό­τε­ρα θε­τι­κή υπο­δο­χή της ται­νί­ας από τους κρι­τι­κούς, βλέπε «Benedetta (film)», https://​en.​wikipedia.​org/​wiki/​Benedetta_(film)

[6] Μ. Θε­ο­δω­ρο­πού­λου, «Αμαρ­τω­λές κα­λό­γριες, το­ξι­κή αρ­ρε­νω­πό­τη­τα στην Άγρια Δύση και ένας νε­α­ρός Τόνι Σο­πρά­νο στις νέες ται­νί­ες της εβδο­μά­δας», https://​popaganda.​gr/​art/​amartoles-​kalogries-​toxiki-​arr​enop​otit​a-​stin-​agria-​disi-​ke-​enas-​nearos-​toni-​soprano-​stis-​nees-​tenies-​tis-​evdomadas/.

[7] Χρ. Μή­τσης, «Μπε­νε­ντέ­τα», https://​www.​athinorama.​gr/​cinema/​article/​mpenenteta-​2552260.​html.

[8] Στο ίδιο.

[9] Κ. Μαρξ, «Ει­σα­γω­γή στην κρι­τι­κή της Φι­λο­σο­φί­ας του Δι­καί­ου του Χέ­γκελ», στο Το Εβραϊ­κό Ζή­τη­μα, εκδ. Οδυσ­σέ­ας, σελ. 118.

[10] Αυτή η εκτί­μη­ση οδη­γεί τον Λ. Κα­τσί­κα σε πολύ λάθος κρί­σεις: «Ο Πολ Βερ­χό­φεν δια­τη­ρεί την πρό­φα­ση μιας πα­ρα­βο­λής πάνω στους κιν­δύ­νους του θρη­σκευ­τι­κού και πάσης φύ­σε­ως φα­να­τι­σμού και στο σα­ρω­τι­κό, σχε­δόν κο­σμο­γο­νι­κό κά­λε­σμα των εν­στί­κτων… Η “Benedetta” είναι σί­γου­ρο ότι θα δια­σκε­δά­σει τους θια­σώ­τες των εύ­κο­λων προ­κλή­σε­ων και υπό­σχε­ται να κόψει αρ­κε­τά ει­σι­τή­ρια στις αί­θου­σες. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση, ωστό­σο, δεν συγ­χέ­ε­ται με το καλό γού­στο, το καλό σι­νε­μά και τις καλές προ­θέ­σεις. Είναι ένα παι­διά­στι­κης σύλ­λη­ψης σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κό θέαμα που δεν γνω­ρί­ζει από λε­πτό­τη­τα και το οποίο επι­τί­θε­ται στις ευαι­σθη­σί­ες του κοι­νού με την ορμή ταύ­ρου σε υα­λο­πω­λείο» (Λ. Κα­τσί­κας, «Κάν­νες 2021: Η βέ­βη­λη “Benedetta” του Πολ Βερ­χό­φεν είναι η ιδα­νι­κή ται­νία-σκάν­δα­λο για όσους επι­θυ­μού­σαν κάτι τέ­τοιο», https://​www.​cin​emag​azin​e.​gr/​nea/​arthro/​benedetta_​review-​131033819/).

Ετικέτες