Το κίνηµα «Ανσάρ Αλλάχ» στην Υεµένη, γνωστό ως κίνηµα των «Χούθι» (από το όνοµα του ιδρυτή του), έχει ανεβάσει κατακόρυφα τον πήχη για όσες περιφερειακές δυνάµεις δηλώνουν ότι στέκονται στο πλευρό της Παλαιστίνης.
Οι «ρακένδυτοι αντάρτες µε τις σαγιονάρες», που ελέγχουν το βορειοδυτικό τµήµα της φτωχότερης χώρας του αραβικού κόσµου και µιας από τις φτωχότερες διεθνώς, αξιοποίησαν την κρίσιµη γεωστρατηγικά τοποθεσία της χώρας τους για να πλήξουν έµπρακτα το Κράτος του Ισραήλ.
Στις 19 Νοέµβρη, οι Χούθι κατέλαβαν το ισραηλινό πλοίο Galaxy Leader. Η επίθεση κινηµατογραφήθηκε, ενώ το πλοίο που ρυµουλκήθηκε στο λιµάνι της Χοντέιντα, έχει µετατραπεί σε «τουριστική ατραξιόν» για τους Υεµένιους. Ήταν η πρώτη, δηµόσια, αναγγελία των Χούθι: Όσο η Γάζα είναι αποκλεισµένη, τα ισραηλινά πλοία και τα πλοία που εφοδιάζουν το Ισραήλ δεν θα περνάνε ασφαλή από το Στενό Μπαµπ Ελ Μαντέµπ.
Ακολούθησαν δεκάδες επιθέσεις (µε drones, µε πυραύλους, µε ταχύπλοα) που έχουν προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στις µεγάλες ναυτιλιακές, καθώς η Ερυθρά Θάλασσα, συνδέοντας τη Μεσόγειο µε τον Κόλπο του Άντεν και κατ’ επέκταση τον Ινδικό Ωκεανό, έχει κοµβική σηµασία στο παγκόσµιο εµπόριο. Από εκεί κινείται το 12% της παγκόσµιας ναυτιλιακής κίνησης και αφορά κοντέινερ και τάνκερ. Ήδη 8 ναυτιλιακές (από τις µεγαλύτερες του πλανήτη), αλλά και η πετρελαϊκή BP, έχουν ανακοινώσει ότι σταµατάνε τη διέλευση από τη Διώρυγα του Σουέζ και την Ερυθρά Θάλασσα, επιλέγοντας τον χρονοβόρο και κοστοβόρο περίπλου της Αφρικής. Ανάµεσά τους και η ΖΙΜ, η µεγάλη ισραηλινή ναυτιλιακή που έχει κηρυχτεί «ανεπιθύµητη» στα λιµάνια από το διεθνές κίνηµα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη.
«Αν δεν µπορείτε εσείς, µπορούµε εµείς!», λένε οι ταπεινότεροι των ταπεινών στις πετρο-µοναρχίες του Κόλπου µε την οικονοµική ισχύ, στα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα που έχουν ως «κορµό» τις ισχυρές και ακριβές ένοπλες δυνάµεις, στις κυβερνήσεις που ελέγχουν περάσµατα, που στέκονται σε κρίσιµα εµπορικά σταυροδρόµια, που διαθέτουν «φωνή» σε κέντρα αποφάσεων, αλλά παρακολουθούν µια γενοκτονία σε εξέλιξη επιφυλάσσοντας ρητορικές καταδίκες.
Η σηµασία της δράσης των ανταρτών της Υεµένης έχει φανεί και από την αντίδραση των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων. Ο Economist κάνει λόγο για µια «νέα κρίση του Σουέζ» και η Ουάσινγκτον συγκρότησε «συµµαχία προθύµων», για την επιχείρηση «Φρουρός της Ευηµερίας» (Prosperity Guardian).
Στο πεδίο αυτό ξεδιπλώνονται και ανταγωνισµοί. Η Γαλλία ανακοίνωσε ότι θα επιχειρήσει αυτόνοµα, προστατεύοντας µόνο τα δικά της πλοία, η Ιταλία δήλωσε ότι στέλνει φρεγάτα µόνο «κατ’ απαίτηση Ιταλών πλοιοκτητών» ενώ η Ισπανία δηλώνει πρόθυµη να συµµετέχει µόνο στα πλαίσια κάποιου επίσηµου οργανισµού (είτε ΕΕ είτε ΝΑΤΟ). Χώρες όπως η Δανία και η Ολλανδία θα συµµετέχουν αποστέλλοντας λίγους αξιωµατικούς στο κέντρο επιχειρήσεων στο Μπαχρέιν. Στο πλευρό του αµερικανικού Στόλου, θα συµµετέχουν σίγουρα µε πλοία µόνο η Βρετανία και… η Ελλάδα.
Στις πρώτες εβδοµάδες περιπολιών, ο αµερικανικός Στόλος έχει λειτουργήσει και «αποτρεπτικά» (καταρρίπτοντας πυραύλους και drones) και «επιθετικά» (σε περιστατικό όπου βύθισε σκάφη των Χούτι), αλλά η απειλητική παρουσία του στις θάλασσες της περιοχής δεν έχει κάµψει τη διάθεση των Χούτι να συνεχίσουν τις επιθέσεις. Καθώς γράφονταν αυτές οι γραµµές, ο κολοσσός «Maersk», που είχε επιχειρήσει να ξαναπλεύσει στην Ερυθρά Θάλασσα µετά την ενεργοποίηση του αµερικανικού Στόλου, ανακοίνωνε ότι ανακατευθύνει εκ νέου τα δροµολόγιά του. Οι επιλογές των ναυτιλιακών µπορεί να έχουν και τα δικά τους αυτόνοµα κίνητρα (το «επιχειρείν» βρίσκει ευκαιρίες και µέσα στις κρίσεις…), αλλά η συνέχεια της αναστάτωσης στην Ερυθρά Θάλασσα αποτελεί ένδειξη ότι ο «Φρουρός της Ευηµερίας» δεν έχει παράξει άµεσα αποτελέσµατα.
Σε αυτό το φόντο, στο διεθνή Τύπο κυκλοφορούν σενάρια για µια ιµπεριαλιστική εξόρµηση Βρετανίας-ΗΠΑ κατά των Χούθι, µε σαρωτικά πλήγµατα στη θάλασσα αλλά ενδεχοµένως και στο έδαφος της Υεµένης. Η πρώτη αντίδραση των Υεµένιων ανταρτών στις πρόσφατες αµερικανικές απειλές για κλιµάκωση, ήταν να συνεχίσουν να εξαπολύουν επιθέσεις…
Η παρέµβαση των ανταρτών της Υεµένης είναι µια υπενθύµιση της δυνατότητας των αραβικών µαζών να παίξουν ενεργό ρόλο στην Παλαιστινιακή Υπόθεση. Αυτό που αγωνίζονται να πετύχουν µε τα drones και τα ταχύπλοα που διαθέτουν οι Υεµένιοι µαχητές, είναι υπόθεση του συνόλου της αραβικής εργατικής τάξης, µιας δύναµης πολλών εκατοµµυρίων χεριών που κινούν -και µπορούν να παραλύσουν- όλη την περιφερειακή οικονοµία, που µπορούν να γκρεµίσουν τα καθεστώτα που δηµόσια καταδικάζουν τη σφαγή και από µέσα τους εύχονται να τα απαλλάξει το Ισραήλ από την παρουσία της Χαµάς…
Στη Δύση, η δράση των Χούθι πρέπει να γίνει αντιληπτή ως κάλεσµα στον κόσµο της αλληλεγγύης να κλιµακώσει τη δική του παρέµβαση, στις διαφορετικές συνθήκες που αντιµετωπίζουµε και µε τα διαφορετικά µέσα που διαθέτουµε. Καταγγέλοντας την επιχείρηση «Φρουρός της Ευηµερίας», αγωνιζόµενοι για την ακύρωσή της, απαιτώντας ειδικά στην Ελλάδα την απόσυρση του ελληνικού ναυτικού από αυτήν, συµµετέχοντας µε τα δικά µας µέσα στο «µποϊκοτάρισµα» του Ισραήλ, πιέζοντας και εµείς από την πλευρά µας να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει ο Ισραηλινός Στρατός την Γάζα…
Οι Χούθι και ο πόλεµος στην Υεµένη
Οι Χούθι ξεκίνησαν ως θρησκευτικό κίνηµα «αναγέννησης του ζαϊδισµού» (τοπική εκδοχή του Ισλάµ που αποτελεί «µακρινό ξαδέρφι» του παραδοσιακού σιιτισµού), που απειλούταν από τα σαλαφιστικά σχολεία που ίδρυαν οι Σαούντ στις περιοχές όπου ήταν συγκεντρωµένοι. Εξέφραζαν τις ευρύτερες κοινωνικές δυσφορίες των κατοίκων στο παραµεληµένο βόρειο τµήµα της χώρας. Η αµερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 και ο «πόλεµος κατά της τροµοκρατίας» ήταν ο πρώτος παράγοντας πολιτικοποίησης του κινήµατος, που κατήγγειλε τη συµµαχία του προέδρου Σάλεχ µε τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Το καθεστώς Σάλεχ επιχείρησε να συλλάβει τον ηγέτη τους, τον οποίο τελικά δολοφόνησε το 2004, ενώ ακολούθησαν 6 χρόνια επιθέσεων του κυβερνητικού στρατού στις περιοχές των Χούθι και ένοπλες συγκρούσεις.
Το 2011, η «αραβική άνοιξη» έφτασε και στην Υεµένη, µε µια πολύµηνη πανεθνική εξέγερση να συγκλονίζει το καθεστώς και τους οπαδούς των Χούθι να συµµετέχουν και αυτοί στο κίνηµα. Με παρέµβαση των Σαούντ, ο Σάλεχ συµφώνησε να αποµακρυνθεί από την προεδρία, για να οργανωθεί µια «οµαλή µετάβαση». Ο µέχρι πρότινος αντιπρόεδρος Χάντι ανέλαβε την εξουσία, ενώ το καθεστώς έµεινε άθιχτο, όπως και όλα τα δίκτυα επιρροής και ισχύος της οικογένειας Σάλεχ (στην οικονοµία, το πολιτικό σύστηµα, αλλά και τις ένοπλες δυνάµεις). Οι Χούθι ανήκαν στις δυνάµεις που απέρριψαν τη συµφωνία.
Αυτή η «από τα πάνω» λύση εκτόνωσε την επαναστατική κρίση προσωρινά, αλλά δεν αντιµετώπισε τις αιτίες της εξέγερσης. Το 2014 ξέσπασαν µαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ενάντια στη φτώχεια και κάποια νέα µέτρα λιτότητας (περικοπή επιδοτήσεων). Σε αυτήν τη συγκυρία οι Χούθι αποφασίζουν τη µετατροπή τους από «τοπικό» αντάρτικο που εκφράζει τις δυσφορίας µιας µειονότητας σε «πανεθνική» δύναµη και προελαύνουν προς την πρωτεύουσα Σαναά. Την κατέλαβαν µε εντυπωσιακή ευκολία και ο πρόεδρος Χάντι κατέφυγε πρώτα στο Άντεν, στα νότια, όπου δήλωσε ότι παραµένει «νόµιµη εξουσία», πριν υποχρεωθεί να διαφύγει στη Σαουδική Αραβία, που τον πήρε υπό την προστασία της. Η κατάρρευση του Χάντι ήταν συνέπεια της αντιδηµοφιλίας του, αλλά και της ευκαιριακής συµµαχίας των Χούθι µε τον πρώην διώκτη τους, τον Σάλεχ, ο οποίος διατηρούσε επιρροή στις ένοπλες δυνάµεις και έδωσε εντολή ευµενούς ουδετερότητας κατά την προέλαση των ανταρτών από τα βόρεια προς την Σαναά και έπειτα στο Άντεν.
Ακολούθησε ο βάρβαρος πόλεµος που εξαπέλυσε ο Σαουδάραβας «πρίγκιπας του στέµµατος» Μοχάµεντ Μπιν Σαλµάν, που µε τακτική «καµένης γης» και µε έναν απάνθρωπο αποκλεισµό προκάλεσε µια ανείπωτη φρίκη και καταστροφή (βοµβαρδισµοί σχολείων, νοσοκοµείων, υποδοµών ύδρευσης και ηλεκτρισµού, χτυπήµατα σε κηδείες και γάµους, καταστροφικές ελλείψεις σε αναγκαία φάρµακα, λιµοκτονία, χολέρα κ.ο.κ.).
Στη διάρκεια του πολέµου, οι Χούθι έχασαν τα νότια της χώρας (όπου δεν είχαν ιδιαίτερη βάση κοινωνικής στήριξης, καθώς εκεί ήταν ιστορικά δηµοφιλές το αυτονοµιστικό κίνηµα της Νότιας Υεµένης που δεν αναγνώρισε την εξουσία τους), αλλά άντεξαν στο βόρειο τµήµα, την πρωτεύουσα Σαναά και τις δυτικές ακτές, όπου κατέκτησαν πλατιά νοµιµοποίηση ως «εθνική» πλέον ηγεσία.
Αυτή η «εθνικοποίηση» του κινήµατος αντανακλάται και στη ρητορική του, που αναφέρεται στην διαφθορά και την υπανάπτυξη της Υεµένης, στην πάλη ενάντια στον αµερικανικό ιµπεριαλισµό και το σιωνισµό, την υπεράσπιση της κυριαρχίας της Υεµένης απέναντι στους Σαούντ, την πίστη στο «πνεύµα της αραβικής άνοιξης».
Ασφαλώς η συµµαχία µε τον Σάλεχ, τον άρχοντα της διαφθοράς, επί δεκαετίες υπεύθυνο της υπανάπτυξης, σύµµαχο των ΗΠΑ και εχθρό της «αραβικής άνοιξης», έριχνε σκιές σε αυτές τις προθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο οπορτουνιστικός «γάµος» έληξε το Δεκέµβρη του 2017, µε πρωτοβουλία του Σάλεχ. Ο πρώην δικτάτορας, γνωστός για τους ελιγµούς και τις λυκοσυµµαχίες του («χορεύει πάνω σε κεφάλια φιδιών»), εκτίµησε ότι είχε έρθει η ώρα του. Αφού έπαιξε ενεργό ρόλο στον εµφύλιο, τώρα θα επανερχόταν ως εθνο-ενωτικός «σωτήρας» της χώρας από αυτόν. Ανακοίνωσε τη ρήξη µε τους Χούτι και την προθυµία του να κάνει διάλογο µε τους Σαούντ και τον Χάντι. Οι Χούθι συγκρούστηκαν νικηφόρα µε τις ένοπλες δυνάµεις του Σάλεχ και εκτέλεσαν τον ίδιο για προδοσία.
Εν τω µεταξύ το υεµενικό αντάρτικο είχε καθηλώσει το «συνασπισµό» (Σαουδική Αραβία, Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα κ.λπ.) σε έναν επιχειρησιακό «βάλτο», επιδεικνύοντας και ικανότητες να µεταφέρει στιγµιαία τον πόλεµο σε Σαουδαραβικό έδαφος, όπως µε την εντυπωσιακή επίθεση στις εγκαταστάσεις της πετρελαϊκής Aramco.
Ο Μοχάµεντ Μπιν Σαλµάν, που το 2015 προσδοκούσε να συντρίψει γρήγορα κι εύκολα αυτούς που στα µάτια της Αυτού Μεγαλειότητος ήταν «απλά Υεµένιοι», υποχρεώθηκε σε συνοµιλίες. Με τη µεσολάβηση του ΟΗΕ, µια κατάπαυση του πυρός τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλη του 2022, ανανεώθηκε διαδοχικές φορές (µε πρόθεση να µονιµοποιηθεί) και παραµένει σε ισχύ µέχρι σήµερα.
Σήµερα έχει επανέλθει -ντε φάκτο- η παλιά διαίρεση µεταξύ Βόρειας και Νότιας Υεµένης. Η πρώτη ελέγχεται από την «Ανσάρ Αλλάχ», ενώ η «διεθνώς αναγνωρισµένη κυβέρνηση» ελέγχει στην ουσία την αραιοκατοικηµένη έκταση στα ανατολικά, καθώς στην περιοχή γύρω από το Άντεν, η (στα χαρτιά) «εξουσία» της, εξαρτάται από τις προθέσεις του «Μεταβατικού Συµβουλίου του Νότου», του διοικητικού βραχίονα του αυτονοµιστικού κινήµατος, που κυβερνά ντε φάκτο και βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε µια σχέση ανταγωνιστικής συνύπαρξης µε την «κυβέρνηση».
Αλλά οι Χούθι στην ουσία κέρδισαν τον πόλεµο, στο βαθµό που στόχος του ήταν η εξόντωσή τους. Και στην πορεία αυτού του πολέµου, κατέκτησαν την λαϊκή νοµιµοποίηση στο βόρειο τµήµα που διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους, µε τις γραµµές τους να πυκνώνουν και την αρχική τους φυσιογνωµία (ως «ζαϊδιστική» οργάνωση) να έχει αλλάξει σηµαντικά.
Σήµερα, παρεµβαίνοντας ενεργά στο πλευρό της Παλαιστινιακής Αντίστασης, ενισχύουν ακόµα περισσότερο τη δηµοφιλία τους και εδραιώνουν την ηγεµονία τους καθώς παρουσιάζονται ως «κληρονόµοι» της παραδοσιακής αντι-ιµπεριαλιστικής και φιλο-παλαιστινιακής παράδοσης στην Υεµένη. Ενώ όσα υπέφεραν και άντεξαν τα τελευταία 7-8 χρόνια, έχουν δηµιουργήσει µια «ανοσία» στις πολεµικές απειλές που εκτοξεύονται εναντίον τους. Σε αντίθεση µε άλλες δυνάµεις, πιο «τακτοποιηµένες» κοινωνικά, που µπροστά στο ερώτηµα µιας κλιµάκωσης έχουν να συνυπολογίσουν οφέλη και κινδύνους, οι Υεµένιοι αντάρτες δεν έχουν και πολλά να χάσουν…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά