Με την κοινωνία και τους εργαζόμενους στο προσκήνιο.
Το υβρίδιο της ΕΕ/ΟΝΕ δεν είναι ούτε μόνο οικονομική συμφωνία μα ούτε και κράτος. Αποτελεί «νέα συνθήκη» η οποία απαιτεί επαρκέστερη θεωρητική ανάλυση παρά τη διεξαγόμενη συζήτηση. Το πρόβλημα είναι σημαντικό και αποτυπώνεται στην πολιτική όλων των ρευμάτων της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πληθώρα προσεγγίσεων, διχοτομιών, ρευστότητα προσανατολισμών και αντιτιθέμενων κριτηρίων. Δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί στιβαρή ηγεμονική θεωρητική σύνθεση και πολιτικός προσανατολισμός για τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Τα συνθήματα «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και «ρήξη με την ΟΝΕ/ΕΕ» εικονογραφούν την πρόκληση.
Η κρίση αναδεικνύει τον στόχο της πολιτικής εξουσίας, στόχο που δεν στοιχειοθετείται στο ευρωπαϊκό πεδίο. Στην Ελλάδα –πειραματόζωο των νεοφιλελεύθερων συνταγών, της σφοδρής υποτίμησης της εργασίας και της βαθιάς λιτότητας- ξεπρόβαλε η δυνατότητα της ρήξης του αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης μέσω μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ως αποτέλεσμα της ταξικής και πολιτικής πάλης.
Η Ευρώπη (ΟΝΕ/ΕΕ) μέσα στην κρίση
Η ίδια η δομή της ΟΝΕ/ΕΕ με τη λειτουργία των κάθε μορφής κέντρων - στις Βρυξέλες, στο Λουξεμβούργο, στο Στρασβούργο και φυσικά στο Βερολίνο - με την άμεση κυριαρχία των αστικών συμφερόντων και την ταυτόχρονη «αποστείρωση» από τις κοινωνικές πιέσεις και διεκδικήσεις και την απουσία της όποιας εκπροσώπησης των «από κάτω», λειτουργεί ως ένα διευθυντήριο των συμφερόντων του κεφαλαίου. Σε αυτή τη δομή η συρρίκνωση ακόμα και των αστικών δημοκρατικών μορφών και λειτουργιών εκπροσώπησης αποτελεί δομικό στοιχείο, αφού ακόμα και το ευρωκοινοβούλιο περιορίζεται σε έναν παθητικό ρόλο παρατηρητή. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που οδηγεί σε παροξυσμό τις αντιθέσεις εντός της κρίσης, μέσα από τα προγράμματα διάσωσης και τις επιτηρήσεις από την Τρόικα, παίρνει πλέον το δρόμο της θεσμοθέτησης με το «υπερμνημόνιο» της μόνιμης επιτήρησης των χωρών που δεν θα πληρούν τα όρια για το χρέος και το έλλειμμα. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός θεσμοθετείται ως πολιτικός μονόδρομος που θέλει να επιβεβαιώσει το «τέλος της Ιστορίας» με τους λαούς να αποφασίζουν απλά για τους «διοικητές» τους. Η διολίσθηση του δημοκρατικού «κεκτημένου» προς αυταρχικές και αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις είναι συνεχής, με πιο εμφατικό τρέχον παράδειγμα τον αιματοβαμμένο τρόπο αντιμετώπισης των μεταναστών. Ταυτόχρονα η σφυρηλάτηση κοινής κατεύθυνσης με τις ΗΠΑ, όπως υποδηλώνουν οι διαπραγματεύσεις για την Διατλαντική Εμπορική Επενδυτική Σχέση TTIP, κινείται προς την κατοχύρωση ενός «ολοκληρωτισμού» των αγορών. Παράλληλα το σταθερό νατοϊκό πλαίσιο καθορίζει την γενική στάση της ΕΕ στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και παρεμβάσεις, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υπόθεση της Ουκρανίας.
Η επιτάχυνση και όξυνση των αντιφάσεων μέσα στη βαθιά καπιταλιστική κρίση αναδεικνύει δύο συστημικές στρατηγικές για την ΟΝΕ/ΕΕ:
Η πρώτη, κυρίαρχη σήμερα, «κεντρομόλα» κατεύθυνση, αφορά στην ενίσχυση της στρατηγικής και των διαδικασιών προς την ενοποίηση. Ενοποίηση στην κατεύθυνση του θεσμοποιημένου ακραίου νεοφιλελευθερισμού με χαρακτηριστικά ολοκληρωτισμού και κυριαρχίας της αγοράς. Ενός μόνιμου «κράτους» «έκτακτης ανάγκης» με καλυμμένα ή απροκάλυπτα αυταρχικά, αντιδημοκρατικά, ακροδεξιά χαρακτηριστικά.
Η δεύτερη, αναδυόμενη μέσα στην κρίση, «φυγόκεντρη» κατεύθυνση, αφορά στην αντίστροφη της ενοποίησης διαδικασία, δηλαδή, στην επιστροφή στα εθνικά κράτη, με άμεσες συνέπειες την αναζωπύρωση των εθνικών ανταγωνισμών εντός της κρίσης. Σε αυτό το σενάριο προκύπτουν, επίσης, επιλογές και ισχυρά ενδεχόμενα αυταρχισμού, αντιδημοκρατικής πορείας, κράτη με καλυμμένο ή απροκάλυπτο ακροδεξιό και ολοκληρωτικό χαρακτήρα.
Και στις δύο συστημικές κατευθύνσεις η κρίση καθορίζει το περιεχόμενο: σκληρή ταξική επίθεση στην εργασία και στην κοινωνική πλειοψηφία, αντιδημοκρατική στροφή και αυταρχικό, «ακροδεξιό» κράτος, ανταγωνισμοί και κίνδυνος πολέμων.
Όλα τα ζητήματα που αφορούν στο κράτος, το ρόλο του και τα χαρακτηριστικά του αναδεικνύονται ως κεντρικά επίδικα, στην εποχή της κρίσης και ιδιαίτερα εντός του πλαισίου της ΟΝΕ/ΕΕ, καθώς δεν υφίσταται μια ενιαία οντότητα του ευρωπαϊκού «ολοκληρώματος», ενώ ταυτόχρονα συνυπάρχουν στο υβριδικό σχήμα βαθμίδες «ολοκλήρωσης» και βεβαίως εθνικά κράτη. Ως αποτέλεσμα το κράτος ξεπροβάλει διεκδικητικά και φυγόκεντρα ως πλαίσιο του κάθε εθνικού καπιταλισμού των χωρών μελών.
Το ζήτημα του κράτους, του ρόλου και της φύσης του, είναι κεντρικό στην προσέγγιση, κατανόηση και ερμηνεία των αντιφάσεων του σύγχρονου, «παγκοσμιοποιημένου» καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα στην τρέχουσα κρισιακή φάση.
Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία
Στα χρόνια της ΟΝΕ/ΕΕ η ευρωπαϊκή στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου και των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πήρε χαρακτηριστικά απόλυτης κυριαρχίας του «ευρωπαϊσμού», ως κυρίαρχη ιδεολογία, με πλήρη ηγεμονία στην μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Η αύξηση της εκμετάλλευσης στα χρόνια της ΟΝΕ/ΕΕ «κρύφτηκε» πίσω από ονομαστικές αλλά και πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και την εντύπωση πως το ευρωπαϊκό πλαίσιο εξασφαλίζει μια δυνατότητα και προοπτική γενικής ευημερίας και ασφάλειας σ’ «όλη την χώρα». Η πραγματικότητα βέβαια ήταν ότι στα χρόνια της ανάπτυξης το μερίδιο των μισθών μειώθηκε σε σχέση με αυτό των κερδών, σε μια διαρκή αλλαγή του υλικού ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Η «καλυμμένη» αυτή αλλαγή, τόσο στο υλικό, όσο όμως στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, εκδηλώθηκε με απτή μορφή με το ξέσπασμα της κρίσης. Ο «ευρωπαϊσμός» αποτέλεσε το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο στην ελληνική κοινωνία και δεν απειλήθηκε σοβαρά από την ταξική και πολιτική πάλη, παρότι στα πλαίσιά της αναδείχτηκαν σημαντικοί εργατικοί, και όχι μόνο, αγώνες με έντονες, συχνά, κορυφώσεις (οδηγία Μπόλκενσταϊν, Συνθήκη της Λισαβόνας, αντιστάσεις γενικά απέναντι σε νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.).
Το ξέσπασμα της κρίσης ανέκοψε απότομα την όποια «κανονικότητα», καθώς η εγκατάσταση της Τρόικα και η άμεση εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής προκάλεσε ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Η μνημονιακή στρατηγική υποστηρίχτηκε ολόθερμα από τους έλληνες κεφαλαιοκράτες που συχνά μάλιστα πλειοδότησαν της Τρόικας σε μέτρα υποτίμησης της εργασίας, ιδιωτικοποιήσεων και διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Συντάχτηκαν σύσσωμοι με την σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή της λιτότητας σαν απάντηση στη κρίση και επιχείρησαν (με επιτυχία σε μεγάλο βαθμό) να φορτώσουν το κόστος της κρίσης αποκλειστικά στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία, κάνοντας χρήση όλων των μεθόδων και των δυνατοτήτων που είχαν στην διάθεσή τους: εξαγωγή κεφαλαίων, φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, διαπλοκή με την πολιτική εξουσία, καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων και δικαίου, πλειάδα σκανδάλων κ.λπ.
στην αρχή της κρίσης ο μονόδρομος της ταξικής επίθεσης.
Σήμερα, μετά από τέσσερα χρόνια ακραίων πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και καταστροφής κεφαλαίου, η «κοινή στρατηγική» των ντόπιων αστών, μα και μεταξύ αυτών και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών επιλογών, αντιμετωπίζει την πρόκληση διαμόρφωσης στρατηγικών διεξόδου και δεν εμφανίζεται πλέον τόσο συμπαγής, όσο παρουσιαζόταν στην αρχή της κρίσης. Η παρατήρηση αυτή, που ενισχύεται πέραν των εκτιμήσεων και από δηλώσεις σημαντικών παραγόντων του βιομηχανικού κεφαλαίου, αποσκοπεί στην υπενθύμιση, αν όχι προειδοποίηση, πως θα είναι λάθος να θεωρήσει κανείς ως μόνιμη την «φιλοευρωπαϊκή» στάση όλων των τμημάτων του ελληνικού κεφαλαίου, δηλαδή την χωρίς ανταλλάγματα και σχέδιο στρατηγικής διεξόδου, συνέχιση της διαδικασίας (πέραν της ακραίας ταξικής επίθεσης και κοινωνικής εξαθλίωσης) καταστροφής παραγωγικού κεφαλαίου.
Η απότομη και σφοδρή πτώση του βιοτικού επιπέδου για πλειοψηφικά κοινωνικά τμήματα σαν άμεση συνέπεια της μνημονιακής πολιτικής, και ταυτόχρονα η ένταση της καταστολής και των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, οδήγησαν σε μια ραγδαία όξυνση της ταξικής αντιπαράθεσης και στην ανάδυση ενός λαϊκού – εργατικού κινήματος πρωτοφανούς στα ελληνικά χρονικά, τουλάχιστον μετά τη Μεταπολίτευση, καθώς και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στον δρόμο του αγώνα και της βίαιης σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, με αποτέλεσμα οι όροι της μαζικής πολιτικοποίησης να μετασχηματιστούν δραστικά.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πολλοί απ’ τους οποίους βρέθηκαν για πρώτη φορά, ή έστω μετά από πολλά χρόνια ξανά, στο δρόμο του αγώνα, όπου βίωσαν και βιώνουν τις εμπειρίες της συλλογικής κίνησης και δράσης, «δηλώνουν» ουσιαστικά τη διαθεσιμότητά τους να στηρίξουν πραγματικά ιστορικές, αδιανόητες για πολλές δεκαετίες, πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές.
Το πολιτικό σύστημα έχει εισέλθει σε μια διαδικασία σφοδρής ρευστοποίησης και αποσταθεροποίησης. Η κρίση εμπιστοσύνης στο παλιό πολιτικό σύστημα εξουσίας, που στηριζόταν στην εναλλαγή των κυβερνήσεων της δεξιάς (ΝΔ) και της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), μεταβάλλεται σε ανοιχτή, γενική κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Οι μηχανισμοί συγκρότησης ευρέων κοινωνικών και διαταξικών συναινέσεων αδυνάτισαν και κινδυνεύουν με πλήρη κατάρρευση. Επιχειρήθηκε αρχικά από τους αστικούς κύκλους να αποφευχθεί σε τέτοιες συνθήκες η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία με πλήθος τακτικισμών και συγκροτώντας κυβέρνηση χωρίς εκλογές με τραπεζίτη πρωθυπουργό. Ωστόσο η λαϊκή κινητοποίηση και αντίσταση ήταν τέτοια που επέβαλε τις εκλογές.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και εν τέλει του Ιούνη του 2012 εμφανίστηκε μια εντελώς νέα εικόνα των πολιτικών συσχετισμών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε στο 27% και βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η συζήτηση εντός της ελληνικής Αριστεράς
Η «εξαρτησιακή» αφήγηση (ο ελληνικός καπιταλισμός ως εξαρτημένη «ψωροκώσταινα») και η συνακόλουθη αντίθεση στην ΕΕ ήταν (και παραμένει σ’ ένα βαθμό) δεσπόζουσα στην ελληνική Αριστερά.
Η θέση «όχι στην ΕΕ» και το σύνθημα «οικιοθελής έξοδος», καθορισμένα από την οπτική της εξάρτησης, των σταδίων και του στόχου για «εθνική ανεξαρτησία», αποτέλεσαν επί δεκαετίες τη θέση του ΚΚΕ, του «αριστερού» ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα στα χρόνια του τέλους της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80) και ενός σημαντικού τμήματος της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς.
Απ’ την άλλη, το «Ναι» και «μεταρρυθμίσεις», άποψη στηριγμένη στην ευρωκομμουνιστική προσέγγιση για τη στρατηγική της «Ευρώπης των λαών», υποστηρίχτηκε από το ΚΚΕ εσωτερικού και έπειτα από τον Συνασπισμό, φτάνοντας στις μέρες μας ως «αριστερός ευρωπαϊσμός».
Ένα άλλο τμήμα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς και κυρίως το διεθνιστικό ρεύμα δεν συντάχτηκε με καμιά από τις δύο προαναφερθείσες κατευθύνσεις και αντιμετώπισε την ΕΕ/ΟΝΕ από την σκοπιά της προοπτικής των «ενωμένων σοσιαλιστικών πολιτειών της Ευρώπης» και της σοσιαλιστικής επανάστασης στα πλαίσια της γενικότερης ιδεολογικής αντιπαράθεσης της διεθνιστικής οπτικής μ’ αυτή της πατριωτικής – αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς. Ταυτόχρονα αντιπαρατέθηκε με τις ευρωκομμουνιστικές προσεγγίσεις, υπογραμμίζοντας τις αυταπάτες για τον δρόμο μιας ομαλής σταδιακής μεταρρύθμισης της ΕΕ/ΟΝΕ προς τη σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Παρά την, επί δεκαετίες, ανοιχτή συζήτηση για το φαινόμενο του ευρωπαϊκού «ολοκληρώματος» η απουσία ηγεμονικής άποψης και ανάλυσης σε διεθνές επίπεδο στα πλαίσια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν αναδείχθηκε ως κρίσιμο πρόβλημα στα προ της κρίσης χρόνια. Κυρίως λόγω του επιπέδου της ταξικής πάλης, καθώς και του πολύ αδύναμου συσχετισμού δύναμης για την ριζοσπαστική Αριστερά και πολύ περισσότερο για τους διεθνιστές – επαναστάτες, που επικεντρώθηκαν πρωτίστως στην προσπάθεια ανάπτυξης σε συνθήκες που δεν ευνοούσαν την μαζική αντικαπιταλιστική πολιτική. Ωστόσο υπήρξαν στιγμές στις οποίες συμπυκνώθηκαν οι αντιφάσεις, όπως το γαλλικό «όχι» στο ευρωσύνταγμα, που παρά την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία της Αριστεράς, πρέπει να σημειώσουμε ότι περιλάμβανε επίσης και ακροδεξιές απόψεις.
Μέσα στην κρίση και στις ανατροπές που επέφερε, όπως ήταν φυσικό, η συζήτηση για την ΟΝΕ/ΕΕ αναζωπυρώθηκε παίρνοντας νέες διαστάσεις. Το προφανές ερώτημα για την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους και τη δυνατότητα απόρριψης της Τρόικας και ακύρωσης των μνημονίων συνάντησε από την πλευρά του αστικού κατεστημένου την απειλή της αποβολής από το ευρώ, ως μιας καταστροφής που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του μνημονιακού μονόδρομου. Όλη η συζήτηση – αντιπαράθεση για το χρέος, τη λιτότητα, τα μνημόνια κ.ο.κ. συγκεφαλαιώθηκε στο δίπολο ευρώ ή δραχμή.
Μάλιστα η συζήτηση για την ΟΝΕ/ΕΕ έχει περιπλακεί περισσότερο καθώς ο βασικός, ηγεμονικός παράγοντας, το ΚΚΕ, μετακινήθηκε από τις παραδοσιακές, επί δεκαετίες θέσεις του που βασίζονταν θεωρητικά και ανέλυαν την ελληνική πραγματικότητα με την θεωρία της εξάρτησης στο πλαίσιο της πολιτικής των σταδίων, η οποία στο παρελθόν είχε εκφραστεί και με λαϊκομετωπικές πολιτικές επιλογές, οι οποίες κορυφώθηκαν με την «οικουμενική» κυβέρνηση του 1989.
Σήμερα το ΚΚΕ έχει απορρίψει όλη σχεδόν την παράδοσή του και μιλά για την επικαιρότητα του Σοσιαλισμού, την απόρριψη κάθε λογικής σταδίων, τον ιμπεριαλιστικό ρόλο της Ελλάδας στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κ.ο.κ. Πρόσφατα χαρακτήρισε τον Β ΠΠ ως πόλεμο ιμπεριαλιστικό και όχι αντιφασιστικό.
Συνέπεια αυτής της στροφής είναι ότι, αν και αναφέρεται σταθερά στον στόχο της αποδέσμευσης της χώρας από την ΟΝΕ/ΕΕ, παίρνει αποστάσεις από το δίλλημα ευρώ ή δραχμή και παραπέμπει στην (εξ’ αποκαλύψεως) εναλλακτική του «Σοσιαλισμού».
Το σημείο κλειδί, όμως, σε όλη αυτή τη στροφή είναι η απόλυτη απόρριψη, μαζί με την λαϊκομετωπική τακτική και κάθε μεταβατικού στόχου και πάνω απ’ όλα του στόχου της «κυβέρνησης της Αριστεράς», δικαιολογώντας έτσι την πολιτική πρακτική του πιο ακραίου σεχταρισμού, έως και φυγομαχίας, σε όλα τα επίπεδα του κινήματος και της Αριστεράς. Στα τελευταία χρόνια της άνθησης του κινήματος και της όξυνσης της ταξικής πάλης στη Ελλάδα το ΚΚΕ κράτησε αποστάσεις όχι μόνο από τον νεολαιίστικο Δεκέμβρη του 2008 αλλά και στο επόμενο διάστημα της μεγάλης ανόδου του κινήματος. Σε κάθε περίπτωση, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας από τις μαζικές κινητοποιήσεις, εγκατέλειψε εξ’ αρχής τον αγώνα για την πολιτική ηγεμονία στο κίνημα, αλλά και τις τακτικές της κοινής δράσης και του μετώπου της Αριστεράς.
Η στάση αυτή του ΚΚΕ έχει σημασία, γιατί επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη συζήτηση στην υπόλοιπη Αριστερά. Στα πλαίσια της ανοιχτής συζήτησης – αντιπαράθεσης με το ΚΚΕ πρέπει να αποφευχθεί ο κίνδυνος του «αντικατοπτρισμού» και της «επιστροφής» σε αδιέξοδες εθνικοανεξαρτησιακές – λαϊκομετωπικές θέσεις, ως συνέπεια της ανάγκης υποστήριξης της ενότητας στη δράση και της μεταβατικής πολιτικής.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συσπειρώνεται από τη στιγμή της ίδρυσής της και πολύ περισσότερο μέσα στην κρίση, στην επικεφαλής θέση του προγράμματός της για άμεση, οικιοθελή αποχώρηση από την ΟΝΕ και την ΕΕ με αντικαπιταλιστική επιχειρηματολογία, κρατώντας απορριπτική στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την προοπτική κυβέρνησης της Αριστεράς, χωρίς ωστόσο να επιδεικνύει σεχταριστική συμπεριφορά στο κίνημα. Παρόλαυτά βασίζεται στο αξίωμα ότι η ιδεολογικοπολιτική αντιευρωπαϊκή αντιμετώπιση ευνοεί, χωρίς σημαντικά ρίσκα, την αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Στον ΣΥΡΙΖΑ το πλαίσιο της συζήτησης έχει επικαθοριστεί από την εξέλιξη της τελευταίας διετίας. Μέσα στο «ευρύ κόμμα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς ενυπάρχουν σχεδόν όλες οι τάσεις της Αριστεράς και πάντως και οι δύο βασικές απόψεις απέναντι στην ΟΝΕ/ΕΕ με ηγεμονία του «αριστερού ευρωπαϊσμού». Το σύνθημα που συμπύκνωσε τον «κοινό τόπο» σαν στήριξη του στόχου για ανατροπή της λιτότητας από την κυβέρνηση της Αριστεράς, ήταν το «καμιά θυσία για το ευρώ». Ωστόσο στην πραγματικότητα έπαιξε τον ρόλο του «χαλιού που κρύβει τα σκουπίδια» καθώς σύντομα οι διαφορετικές τάσεις απέκλιναν παρά συνέκλιναν στο περιεχόμενο και την ερμηνεία του συνθήματος.
Όλες οι αδυναμίες και οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη διεθνή συζήτηση γύρω από το ζήτημα της ΟΝΕ αναδεικνύονται εντός του κόμματος που πλέον όμως βρίσκεται σε πορεία διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Απέναντι στην αδυναμία στιβαρής απάντησης στο ανοιχτό ζήτημα της ΟΝΕ/ΕΕ, έρχεται η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας να επικαθορίσει αν όχι τη συζήτηση ( η οποία έχει περιοριστεί στην αντιπαράθεση ανεπίκαιρων συνθημάτων και «αφηγήσεων» προηγούμενων δεκαετιών), εν τέλει τις πολιτικές επιλογές, αφήνοντας το κόμμα εκτεθειμένο σε κάθε είδους συστημική πίεση και υπονόμευση. Κεντρικά στελέχη από την ηγετική ομάδα έχουν εισάγει νεολογισμούς όπως η αντίθεση στον «μερκελισμό», ωσάν η πολιτική της Μέρκελ στην Γερμανία να αποτελεί οικονομικό και πολιτικό ρεύμα, διακριτό από την γενική και διεθνώς δεσπόζουσα νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και «ξεχνώντας» πως πλέον η Μέρκελ συγκυβερνά μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες. Η συνεδριακή θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» έχει ουσιαστικά υποσκαφτεί καίρια μέσα από δημόσιες δηλώσεις και εκφωνήσεις κεντρικών στελεχών όπως «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα», «είμαστε το πιο ευρωπαϊκό κόμμα», «δεν θα προβούμε σε μονομερείς ενέργειες» κ.λ.π.
Η διολίσθηση αυτή ευνοείται σήμερα περισσότερο στα πλαίσια της καμπάνιας του ΚΕΑ για τις ευρωεκλογές της οποίας ηγείται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι υποστηριχτές του «αριστερού ευρωπαϊσμού» εντός του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται κάθε μέρα που περνά σε ολοένα και πιο δύσκολη θέση, καθώς πέρα απ’ τις απόψεις, είναι η ίδια η πραγματικότητα της ΟΝΕ/ΕΕ μέσα στην βαθιά κρίση που απομειώνει ακόμη περισσότερο την όποια προσδοκία για έναν σταδιακό – ομαλό φιλολαϊκό μετασχηματισμό της δομής και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της.
Στην ισχυρή μειοψηφία του 30%, όπως καταγράφηκε στο συνέδριο του Ιούνη του 2013, βρίσκεται η Αριστερή Πλατφόρμα (συμμαχία του Αριστερού Ρεύματος του πρώην Συνασπισμού και του Κόκκινου Δικτύου που συσπειρώνει αντικαπιταλιστικές, διεθνιστικές συλλογικότητες και άτομα). Η Αριστερή Πλατφόρμα αντιτίθεται σθεναρά και έντονα στις ερμηνείες που οδηγούν στην θέση «ότι καλύτερο μπορεί να γίνει εντός ευρώ» και προβάλει τη θέση πως η ΟΝΕ/ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται παρά μόνο ανατρέπεται, προωθώντας την άποψη πως η έξοδος από την ΟΝΕ δεν αποτελεί καταστροφή αλλά αντίθετα διέξοδο για μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα είναι αποφασισμένη να ακυρώσει τα μνημόνια, να ανατρέψει την λιτότητα και τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές και να υλοποιήσει μια πολιτική υπέρ του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Η κυπριακή εμπειρία της άνοιξης του 2013, ο επιτυχημένος εκβιασμός της διακοπής χρηματοδότησης από την ΕΚΤ στην περίπτωση άρνησης των μνημονιακών όρων, έδωσε ισχυρά επιχειρήματα στις «αντι –ΟΝΕ» απόψεις και αδυνάτισε τη ρητορεία για τις δυνατότητες επιτυχημένης διαπραγμάτευσης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με τους δανειστές, χωρίς την προοπτική της ρήξης. Ωστόσο, οι αναζητήσεις του ΑΚΕΛ και οι εκθέσεις που συντάχθηκαν, μετά την αναδίπλωση και την αποδοχή του μνημονίου από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προσεγγίζουν το ζήτημα από την σκοπιά ενός οικονομικού «ρεαλισμού» που οδηγείται στη λύση της συναινετικής με τους δανειστές εξόδου από το ευρώ ως όρο για την επανεκκίνηση της κυπριακής οικονομίας.
Η συζήτηση σ’ αυτή τη βάση, της αποδοχής των όρων της αγοράς εντός της κρίσης, που θέτουν στο επίκεντρο την επανεκκίνηση της ανάπτυξης με όρους καπιταλιστικής συσσώρευσης και υιοθετούν έννοιες όπως η «ανταγωνιστικότητα», είναι πραγματικά αδιέξοδη, ανεξάρτητα από το νόμισμα, από την σκοπιά των άμεσων συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και κατ’ επέκταση πλειοψηφικών κοινωνικών κομματιών που χτυπήθηκαν βάναυσα από την κρίση. Το πρόβλημα και μόνο της ανεργίας και οι επιλογές για την αντιμετώπισή του αρκούν για να εικονογραφηθεί το αδιέξοδο.
Εν πολλοίς η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα από μόνη της δεν εγγυάται καμιά βελτίωση της ζωής των πολλών, αλλ’ αντίθετα ανάλογα με τους όρους κρύβει τον κίνδυνο συνέχισης της ταξικής επίθεσης με άλλα μέσα. Δηλαδή της αναδίπλωσης στο πεδίο της εθνικής ανάπτυξης με χαρακτηριστικά σκληρής επιβολής, συντηρητικοποίησης και αυταρχισμού στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, με κυρίαρχες τις αστικές δυνάμεις καθώς και οικονομικές επιλογές σκληρότατης εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Συμπεράσματα και προοπτική
Οι συνθήκες της ταξικής και πολιτικής πάλης στην Ελλάδα ανέδειξαν μια διαφορετική οπτική στο πρόβλημα καθώς οι πολιτικοί συσχετισμοί δύναμης, που διαμορφώνονται μέσα στον παροξυσμό της κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής, έφεραν στο προσκήνιο ως ρεαλιστική τη δυνατότητα κυβέρνησης της Αριστεράς.
Τι ήταν αυτό που εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Ο στόχος για «κυβέρνηση της Αριστεράς» βασισμένος σε δύο βασικές θέσεις: «ανατροπή του μνημονίου και της λιτότητας» και «καμιά θυσία για το ευρώ». Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής δυναμικής που διαμορφώθηκε μέσα από τις κινηματικές διαδικασίες της προηγούμενης διετίας διοχετεύτηκε πολιτικά και εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ εναποθέτοντας τις ελπίδες του στο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που έβαλε σαν στόχο μια μεγάλη, ιστορική πολιτική ανατροπή.
Ως κύριο ζήτημα αναδεικνύεται ο πολιτικός στόχος της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά, σε συνθήκες μάλιστα βαθιάς κρίσης και μεγάλης ταξικής και πολιτικής πόλωσης.
Φυσικά, η κατάληψη της κυβέρνησης δεν ταυτίζεται με την κατάληψη της εξουσίας. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη που είναι απολύτως ρεαλιστική στην Ελλάδα της κρίσης, εντός της ευρύτερης ευρωπαϊκής και της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, μπορεί και πρέπει να έχει μεταβατικό περιεχόμενο και να τροφοδοτήσει μια διαδικασία ρήξεων με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Αυτή η συνθήκη αναδεικνύει το κεντρικό ζήτημα του στόχου της πολιτικής εξουσίας, ο οποίος δεν στοιχειοθετείται στα πλαίσια της σημερινής ΕΕ.
Η γραμμή που συμπυκνώνεται στον στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς» έχει ανεξαρτησία και διακριτότητα από τους όρους και τους καταναγκασμούς του αστικού διλλήματος «παραμονή ή έξοδος από την ΟΝΕ». Ανεξαρτησία από την υπαγωγή των επιλογών της Αριστεράς στις επιλογές και τα διλήμματα των κυρίαρχων καπιταλιστικών κέντρων και τις αντιφάσεις μεταξύ του εθνικού πλαισίου αναφοράς και προστασίας και του διεθνούς πλαισίου των ιμπεριαλιστικών εξορμήσεων και ανταγωνισμών. Ανεξαρτησία από την ακύρωση του περιεχομένου του ταξικού, εργατικού διεθνισμού από τον αστικό κοσμοπολιτισμό, μα και του αντιιμπεριαλιστικού περιεχομένου από την εθνική περιχαράκωση και τις εθνικιστικές ιδεολογικές κατευθύνσεις.
Η συζήτηση για την παραμονή ή την έξοδο από την ΟΝΕ αναπλαισιώνεται από την σκοπιά των πολιτικών στόχων και των καθηκόντων που αναδεικνύει μέσα στην κρίση το επίπεδο της ταξικής πάλης.
Το σημείο κλειδί για την οικοδόμηση της εναλλακτικής στρατηγικής της Αριστεράς με αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική προοπτική, ο απαράβατος όρος για το μεταβατικό περιεχόμενο της κυβέρνησης της Αριστεράς, είναι η προτεραιότητα του εργατικού – λαϊκού προγράμματος έναντι των αδιεξόδων και των «μονοδρόμων» της αγοράς μέσα στην κρίση.
Απέναντι στη μαζική και σφοδρή επίθεση στα εργατικά συμφέροντα και δικαιώματα, απέναντι στην καταστροφή των όρων της ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές της λιτότητας που εμφανίζονται ως μονόδρομος αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, η απάντηση της Αριστεράς θέτει στο κέντρο την ταχεία αλλαγή του υλικού ταξικού συσχετισμού δύναμης, την «αντιστροφή» των όρων και των συνεπειών της λιτότητας στην εργασία και συνολικά στην ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας, την αμφισβήτηση του χρέους και την διαγραφή του, την ακύρωση των μνημονίων και την εκδίωξη της τρόικας.
Τα άμεσα μέτρα ενός τέτοιου προγράμματος στοχεύουν στην «καρδιά» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στο πεδίο της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής: εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος καθώς και των σημαντικότερων, στρατηγικών τομέων της παραγωγής και της οικονομίας με ταυτόχρονη διεύρυνση του δημοκρατικού πλαισίου, με την ενίσχυση των εργατικών δυνατοτήτων και δικαιωμάτων και την οικοδόμηση νέων θεσμών εργατικού - κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής.
Τα ζητήματα που προκύπτουν από τις οικονομικές παραμέτρους του «νομισματικού» διλλήματος αλλάζουν προτεραιότητα και γίνονται από προϋποθέσεις συνέπειες.
Η σχέση της χώρας με την ΟΝΕ και η ενδεχόμενη έξοδος προκύπτει ως συνέπεια της πολιτικής ανατροπής στην διαδικασία όξυνσης της ταξικής πάλης και όχι ως διακηρυγμένος εκ προοιμίου οικονομικός-νομισματικός στόχος διαχείρισης της εθνικής ανάπτυξης της χώρας. Η θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» αποκτά πραγματικό νόημα στον βαθμό που συναρτάται με την αποφασιστικότητα της Αριστεράς που διεκδικεί την κυβέρνηση να διαρρήξει τον «γόρδιο δεσμό» της παραμονής ή της εξόδου από την ΟΝΕ και φυσικά με τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις και πολιτικές της. Προβάλλοντας ένα ριζικά διαφορετικό υπόδειγμα, ρήξης με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες κοινωνικές συνέπειες συνολικά. Γι αυτό η θέση «καμιά θυσία για το ευρώ», δεν μπορεί να συνυπάρξει με την εκτίμηση ως καταστροφής, μιας ενδεχόμενης και πολύ πιθανής εξόδου από την ΟΝΕ. Δεν μπορεί επίσης να κατανοείται με τους αστικούς όρους μιας επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Η εναλλακτική στρατηγική της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι βαθιά και ουσιαστικά διεθνιστική καθώς μόνο σε μια τέτοια προοπτική είναι βιώσιμη. Αναγνωρίζει και επενδύει στις συνέπειες και στις δυνατότητες που αναμένονται από τη ρήξη του «αδύναμου κρίκου» της καπιταλιστικής κρίσης, πρωτίστως στην Ευρώπη μα και διεθνώς. Γι αυτό το κοινωνικό υπόδειγμα που θα επιχειρηθεί να οικοδομηθεί βρίσκεται στο επίκεντρο και μαζί η εμπιστοσύνη στην δυνατότητα έμπνευσης και κινητοποίησης των εργατικών και λαϊκών μαζών στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά.
Για να υπηρετηθεί ο στόχος αυτός, της κυβέρνησης της Αριστεράς, είναι απολύτως κρίσιμο να τηρηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις που συγκροτούν το μεταβατικό της περιεχόμενο. Και πρώτ’ απ’ όλα η συνειδητή και αποφασιστική συστράτευση σημαντικού κοινωνικού τμήματος που με την κίνηση και την πρωτοπόρα δράση του θα καθορίσει την στάση πολύ ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας. Που θα συγκροτήσει τη μόνη πραγματική δύναμη της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Απ’ αυτή την οπτική προκύπτουν πολύ σημαντικά καθήκοντα για το κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση, για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αφορούν στην ευθύνη του για την αποφασιστική στήριξη και συγκρότηση του κινήματος και των εργατικών – λαϊκών αντιστάσεων, αφενός μέσω της πρωτοπόρας δράσης των ίδιων των μελών και των στελεχών του κόμματος και αφετέρου από την επιλογή, τη σαφήνεια και την κρουστικότητα των πολιτικών στόχων που θέτει.
Κεντρικό ρόλο κατέχει η υποχρέωση του κόμματος να περιγράψει όλες τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, ανοιχτά και ειλικρινά προς την κοινωνία, αποδαιμονοποιώντας πρώτ’ απ’ όλα την ενδεχόμενη έξοδο από την ΟΝΕ, ως συνέπεια της σύγκρουσης του αριστερού εργατικού προγράμματος της κυβέρνησης της Αριστεράς με τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές των ευρωπαϊκών διευθυντηρίων και των ΗΠΑ, καθώς βέβαια και με τους ντόπιους κεφαλαιοκράτες.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως η «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν μπορεί να υποκατασταθεί από καμιά, γενικά, κυβέρνηση «με την συμμετοχή της Αριστεράς», ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στις επόμενες εκλογές το κόμμα με το υψηλότερο ποσοστό. Το όριο ανάμεσα, αφενός, στην διάνοιξη διεξόδου με σοσιαλιστική προοπτική και διεθνιστικές δυνατότητες γενίκευσης του υποδείγματος τουλάχιστον στην Ευρώπη, με μοχλό την κυβέρνησης της Αριστεράς, και αφετέρου, από την «αριστερή παρένθεση» ή/και την άμεση καταστροφή της προοπτικής μέσα από απατηλές επιλογές κυβερνήσεων εθνικής ενότητας ή κεντροαριστερού «ρεαλισμού», μπορεί να γίνει αδιόρατο, εάν ο αστικός εκλογικός φετιχισμός ηγεμονεύσει επί της ταξικής σκοπιάς και των μαρξιστικών κριτηρίων.
Το καθήκον μα και ταυτόχρονα η ιστορική δυνατότητα της ρήξης του αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής και διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, ακόμη και με την έξοδο από την ΟΝΕ, από την κυβέρνηση της Αριστεράς και την ανατρεπτική, απελευθερωτική κίνηση της δρώσας κοινωνίας ωριμάζει στον ιστορικό χρόνο από τον συνδυασμό των συστημικών αντιφάσεων, αδιεξόδων και του βαθέματος τις κρίσης. Οδηγούν στο άμεσο καθήκον και την αναγκαιότητα της επικέντρωσης της Αριστεράς στην οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων, σε μαζικούς αγώνες για ένα κύμα νέας κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης του μπλοκ των από κάτω, στο δρόμο της πάλης για ιδεολογική ηγεμονία και πολιτική ανατροπή.
Το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών έχει κρίσιμη σημασία καθώς μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός κυβέρνησης της Αριστεράς θα αναζωπυρώσει τις ελπίδες, τις προσδοκίες καθώς και τις απαιτήσεις του κόσμου της εργασίας και χτυπημένων απ’ την μνημονιακή πολιτική της λιτότητας, πλειοψηφικών κοινωνικών κομματιών. Ωστόσο ταυτόχρονα το αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς θα συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά και το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής πάλης που προηγήθηκε, θα μπορεί ν’ ανοίξει δρόμους και διεξόδους με σοσιαλιστική προοπτική μόνο στον βαθμό που η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα είναι «κυβέρνηση της Αριστεράς» και όχι οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση με την συμμετοχή της Αριστεράς, και θα επιδιώξει την πραγματική ρήξη και ανατροπή στην βάση ενός μεταβατικού προγράμματος ταξικής μεροληψίας που θα προωθεί την αποφασιστική σύγκρουση με την Τρόικα και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο χωρίς τον περιορισμό της παραμονής στην ΟΝΕ.