Ο Λουμέτ υπέγραψε μια αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική ταινία για όλες τις μορφές της καταπίεσης, της βίας και της φαυλότητας.

Κάποιοι πρωτοπόροι σκηνοθέτες του αγγλόφωνου και αμερικανικού κινηματογράφου δημιούργησαν τόσο διαφορετικές σε θεματολογία ταινίες που και μόνο γι ΄αυτό το τόλμημά τους, αξίζουν της προσοχής μας. Πρώτος μεταξύ ίσων, ο Όρσον Γουέλς, κατόπιν ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ και φυσικά ο Σίντνεϋ Λουμέτ.

Ο τελευταίος σκηνοθέτησε το 1965 μια αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική ταινία που αξίζει ειδικής μνείας και περιγραφής, ξεχωριστά από το προηγούμενο αφιέρωμα για τις δέκα ταινίες και το ντοκιμαντέρ για τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.Και αυτό γιατί σεναριακά και υφολογικά ο Λουμέτ επέλεξε να καταγγείλει τη βία και τη φαυλότητα της εξουσίας σε κάθε της μορφή, χρησιμοποιώντας την πιο ακραία της έκφανση για τη συντριβή της προσωπικότητας και της ελευθερίας του ατόμου - τον στρατό και πιο συγκεκριμένα τον «στρατό» μέσα στον στρατό, δηλαδή την στρατιωτική αστυνομία.

Ένας αξιωματικός, ονόματι Τζο Ρόμπερτς, (ο μεστός Σον Κόνερι που έχει πετάξει το περουκίνι και το κοστούμι του Τζέιμς Μποντ) υποβιβάζεται για κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, τιμωρείται και φυλακίζεται στις βρετανικές στρατιωτικές φυλακές της ερήμου, κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και των μαχών του Ελ Αλαμέιν.

Εκεί πέφτει στα χέρια του αρχιλοχία της βρετανικής ΕΣΑ, Μπερτ Γουίλσον (Χάρρυ Άντριους), ο οποίος σε συνεργασία με τον σαδιστή λοχία Γουίλιαμς (Ίαν Χέντρυ) δεν διστάζει να μεταχειριστεί κάθε φράση και κυρίως κάθε πράξη, νόμιμη και παράνομη, του στρατιωτικού, πειθαρχικού κανονισμού για να «αναμορφώσει» τους φυλακισμένους στρατιώτες και αξιωματικούς που πρέπει να επιστρέψουν στην πρώτη γραμμή του πυρός.

Οι δυο βαθμοφόροι στρατονόμοι επιστρατεύουν κάθε λέξη της γραφειοκρατικής, στρατιωτικής νομιμότητας και κάθε μέθοδο βίας για να πετύχουν την ψυχολογική συντριβή και τη σωματική κατάρρευση των κρατουμένων, από την πρώτη στιγμή που αυτοί φτάνουν στο στρατόπεδο-φυλακή.

Αγαπημένη και αυτοσχέδια μέθοδος βασανισμού του Γουίλσον και του Γουίλιαμς είναι ο καθημερινός «περίπατος» στον λόφο, που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι κρατούμενοι, φορτωμένοι στους ώμους σακιά άμμου,έναν λόφο από άμμο και χαλίκια, στη μέση της αυλής των φυλακών, κάτω από τον αδυσώπητο και καυτό ήλιο της ερήμου. Κάθε μέρα, για ώρες ολόκληρες.

Διψασμένοι, εξαντλημένοι, κάτω από τις βρισιές, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τα κοντάκια των τουφεκιών και τα κλομπ των βρετανών, στρατιωτικών αστυνομικών, όταν οι κρατούμενοι καταρρέουν και λιποθυμούν από την κούραση και την ηλίαση. Τα βασανιστήρια είναι ανεξάντλητα και περιλαμβάνουν τη στέρηση νερού και φαγητού έως ότου οι κρατούμενοι πειθαρχήσουν στις εξευτελιστικές διαταγές και την ψυχολογική τρομοκρατία. Και τότε, ο Ρόμπερτς και μερικοί άλλοι σηκώνουν κεφάλι και σχεδιάζουν μια ανταρσία μέσα στα κελιά,που καταλήγει σε μια αδιανόητη έκρηξη βίας και κακοποιήσεων από τους ανθρωποφάγους δεσμοφύλακες.

Ο Λουμέτ σκηνοθέτησε ένα αντιμιλιταριστικό και «αντιθεσμικό» ψυχολογικό θρίλερ με την κάμερα κυρίως καρφωμένη στα πέτρινα πρόσωπα των στρατονόμων, που δεν θυμίζουν σε τίποτα ανθρώπους, αλλά μηχανές που φτύνουν στην κυριολεξία διαταγές και ύβρεις και στην παραμικρή ένδειξη ζωής, αξιοπρέπειας, ανθρωπιάς και νεύρου από την πλευρά των απλών στρατιωτών.

Οι ασπρόμαυρες σκηνές κάτω από τον ξασπρισμένο και φονικό ήλιο, που αποτελεί ένα επιπλέον βασανιστήριο πάνω από τα κεφάλια των μισοτρελαμένων κρατουμένων κοχλάζουν στην οθόνη, από τον καύσωνα και το δίκαιο μίσος που γεννιέται στις καρδιές των φυλακισμένων εναντίον των βασανιστών τους, έως τη στιγμή της εξέγερσης. Τα μαύρα σημάδια στα γεμάτα άμμο πρόσωπα, σημάδια από τις κακοποιήσεις, τα εγκαύματα του ήλιου και το αίμα που κυλά στα χτυπήματα των κλομπ στιγματίζουν την κινηματογραφική οθόνη και τη συνείδηση του θεατή.

Οι μέθοδοι βασανιστηρίων των Βρετανών θυμίζουν Μακρόνησο, ακριβώς επειδή οι στρατονόμοι της σημαίας του Αγίου Γεωργίου χρησιμοποιούσαν ανάλογους τρόπους βίας και καταναγκασμού στα στρατόπεδα της Ελ Ντάμπα προτού οι εθνικόφρονες του εμφυλιακού κράτους, μεταξύ άλλων δολοφονικών και σαδιστικών εργαλείων φυσικής και ηθικής εξόντωσης, τις μεταφέρουν σχεδόν αυτούσιες στα «ειδικά τάγματα οπλιτών» του νησιού, όπου τα σακιά άμμου αντικαταστάθηκαν από τις πέτρες και τα κοτρόνια των φαραγγιών.

Η ταινία ήταν λογοκριμένη και απαγορευμένη στη Βρετανία για περίπου δυο δεκαετίες μιας και ως γνωστόν ούτε οι αστικές και φιλελεύθερες δημοκρατίες αντέχουν την κριτική και την αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου του κράτους τους, ακόμη και όταν αυτές προέρχονται από την κινηματογραφική και μυθοπλαστική δημιουργία.

Και γενικά, δεν προβάλλεται τακτικά ή καλύτερα δεν προβάλλεται καθόλου σε κινηματογραφικές αίθουσες ή τηλεοπτικά κανάλια, και όχι μόνο στη Βρετανία. Αναζητήστε την όμως σε κάποιες «πειρατικές» ή ελεύθερες πλατφόρμες του διαδικτύου. Είναι ένα εν πολλοίς άγνωστο διαμάντι της 7ης τέχνης και μια μεγάλη στιγμή ενός σπάνιου δημιουργού, που απογείωσε τη φήμη και τη σκηνοθετική του δεινότητα, με το «Σέρπικο» και το «The Network».

Ετικέτες