Χρειάστηκαν λίγα μόνο αυστηρά μηνύματα της κυρίαρχης τάξης -που εστάλησαν με άρθρα «επώνυμων» αρθρογράφων στον φιλοκυβερνητικό Τύπο- για να σπεύσει ο Μητσοτάκης να ακυρώσει τα σενάρια για εκλογές την άνοιξη του ’22 και να δηλώσει ότι σε ένδειξη «υπευθυνότητας» θα εξαντλήσει (θέλοντας και μη) την κυβερνητική του θητεία.
Όπως προειδοποιούσαν οι «κομιστές», τον Μάη-Ιούνη του 2022, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, το διεθνές πολιτικό στελεχικό δυναμικό θα βρίσκεται σε πυρετώδεις διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης και, κατά συνέπεια, θα ήταν ακραία ανευθυνότητα οι ντόπιες πολιτικές ηγεσίες να αναλωθούν εδώ σε εκλογικές μάχες και μάλιστα με σενάρια επαναλαμβανόμενων εκλογών. Οι εκλογές, λοιπόν, την άνοιξη του 2023.
Όμως, το πιο σημαντικό σημείο των δηλώσεων Μητσοτάκη στο συνέδριο του Οικονομικού Ταχυδρόμου, ήταν μια ακόμα πιο φανερή «στροφή»: «Στόχος είναι η σταθερότητα και όχι επί τούτου η αυτοδυναμία… για να μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις γρήγορα και να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά κρίσεις, διότι οι κρίσεις δυστυχώς φοβάμαι ότι θα είναι μια πραγματικότητα που θα είναι μαζί μας…».
Η κομψή υποχώρηση του Μητσοτάκη από τη μέχρι σήμερα πολιτική του θέση ότι η μοναδική σταθερότητα είναι η αυτοδυναμία του κόμματός του έχει πολλές ερμηνείες. Η πιο απλή ερμηνεία είναι ότι η αυτοδυναμία της ΝΔ είναι ήδη ανέφικτη πολιτικά, μετά την επιταχυνόμενη φθορά της κυβέρνησης. Μια πιο περίπλοκη ερμηνεία είναι στηριγμένη στην εκτίμηση ότι η κυρίαρχη τάξη αρχίζει να προτιμά την προοπτική κυβέρνησης ευρύτερων συναινέσεων, ακόμα κι αν ήταν εφικτή μια κάποια οριακή αυτοδυναμία, προβλέποντας ότι οι «διαρκείς κρίσεις που θα είναι μαζί μας» θα έχουν μάλλον σοβαρότερες συνέπειες απ’ ό,τι μέχρι σήμερα προβλέπεται και πιθανολογείται.
Γι’ αυτό αξίζει να σκεφτούμε λίγο παραπάνω για το περιεχόμενο αυτής της καταιγίδας «διαρκών κρίσεων» που θα μας συντροφεύει στο επόμενο διάστημα.
Στην επιστημονική κοινότητα είναι κοινό μυστικό η θέση ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει και ότι ένα πέμπτο κύμα Covid μπορεί να γίνει απειλητικό ξανά, από το ερχόμενο καλοκαίρι. Και σε αυτό το ενδεχόμενο η εγκληματική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην αποδυνάμωση του ΕΣΥ μπορεί να συμβάλει στο να έχει φονικές συνέπειες για τον πληθυσμό ακόμα και μια πιο ήπια μορφή νόσησης απ’ όσες γνωρίσαμε μέχρι τώρα.
Το κύμα της ακρίβειας γίνεται ακόμα πιο απειλητικό για την πολιτική σταθερότητα. Πριν προλάβουν να φτάσουν στις «αγορές» οι ανατιμήσεις λόγω του πολέμου, η αύξηση πχ της τιμής στο ψωμί έχει ξεπεράσει το 50%. Στο πιθανότατο σενάριο του διψήφιου πληθωρισμού, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προειδοποιεί ότι οι αυξήσεις των τιμών στα βασικά τρόφιμα θα ξεπεράσουν το 50% σε σχέση με τις σημερινές τιμές. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα ο πραγματικός μέσος μισθός παραμένει «παγωμένος» στα προ του 2010 επίπεδα, ενώ οι συντάξεις έχουν χάσει περίπου το 40% σε σύγκριση με τις ανάλογες προ κρίσης. Έτσι η πολυδιαφημισμένη κυβερνητική εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 705 ευρώ (και μόνο σε όσους είναι σε συμβάσεις πλήρους απασχόλησης) αναμένεται να γίνει δεκτή με την ίδια παγωμάρα που υποδέχτηκε η κοινωνία το πενηντάρικο «βοήθημα» προς τους φτωχότερους για την αντιμετώπιση των θηριωδών ανατιμήσεων στα καύσιμα. Και στις 6 Απρίλη, η γενική απεργία μπορεί πραγματικά να γίνει μια αφετηρία για έναν διεκδικητικό γύρο εργατικών αγώνων, που θα φέρουν στο προσκήνιο έναν επικίνδυνο αντιπολιτευτικό αντίπαλο για τον Μητσοτάκη.
Δίπλα σε αυτά τα ήδη γνωστά «μέτωπα», επωάζονται καινούργια. Η προοπτική της ενεργειακής κρίσης είναι τόσο σοβαρή, που κάνει την ΕΕ να συζητά για «δελτίο» στην ηλεκτρική ενέργεια. Και οι κυβερνητικές «ιδέες» περιορίζονται σε προτροπές για να επαναλειτουργήσουν οι λιγνιτικές μονάδες, να αρχίσει η οικοδόμηση εγκαταστάσεων LNG και να επιταχυνθεί η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις… ταράτσες! Πρόκειται για κατευθύνσεις που θέλουν χρόνο, δημόσιες επενδήσεις και κεντρικό σχεδιασμό, δηλαδή για την άμεση συγκυρία είναι απλώς παρηγορητικές δημαγωγίες.
Ελληνοτουρκικά
Μια απρόσμενη συνέπεια της ουκρανικής κρίσης είναι η επιτάχυνση του ελληνοτουρκικού «διαλόγου». Είναι ολοφάνερο ότι οι Αμερικανοί και η ΕΕ πιέζουν για γρήγορη ανασύσταση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και ότι θα πιέσουν ακόμα περισσότερο, τόσο τον Ερντογάν, όσο και τον Μητσοτάκη.
Και αυτό σημαίνει ότι τα καυτά θέματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού θα έρθουν στο τραπέζι προς επίλυση ή, έστω, προς ένα «δημιουργικό συμβιβασμό» που θα είναι βιώσιμος για μια σχετικά μακρά περίοδο, όπως άλλωστε συνέβη στο παρελθόν.
Είναι η ώρα της αλήθειας για την ελληνική διπλωματία, που τα τελευταία χρόνια στήριξε υπερφίαλους μαξιμαλισμούς σχετικά με τις ΑΟΖ, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μαξιμαλισμούς που έγιναν δημοφιλείς στην εσωτερική κοινή γνώμη, αν και τα επιτελεία γνώριζαν ότι παραβιάζουν τα όρια της γεωγραφίας και του συσχετισμού δύναμης στην περιοχή.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, λειτουργώντας ως «λαγός», πέρα από κομματικές κι εκλογικές σκοπιμότητες, θύμισε τη θεματολογία αυτής της διεργασίας που ξεπερνά κατά πολύ τις «κόκκινες γραμμές» της προηγούμενης περιόδου: Υπογράμμισε ότι «για λόγους γεωπολιτικούς και ενεργειακούς, είναι τώρα η στιγμή να λύσουμε τα θέματα της οριοθέτησης», υπενθύμισε ότι «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη» (παραπέμποντας και στη σχετική δέσμευση του Καραμανλή το 1978), προτείνοντας αυτοπεριορισμό στα 6 ν.μ. στο Αιγαίο, σημείωσε ότι «η Τουρκία έχει θέση στη Μεσόγειο, είναι παράκτια χώρα… άρα δεν αποκλείουμε κανένα», και ζήτησε «να πούμε απλά πράγματα, δηλαδή ότι σεβόμαστε το Διεθνές Δίκαιο…». Αυτή η ατζέντα είναι πολιτικά εκρηκτική. Σε αυτή την εφημερίδα έχουμε τονίσει τον κίνδυνο της όξυνσης και των «θερμών» προκλήσεων που κάθε φορά στην ιστορία προηγήθηκαν των κύκλων ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Ο κίνδυνος αυτός παραμένει. Όμως ο Μητσοτάκης έχει πλέον να αντιμετωπίσει άλλον πονοκέφαλο. Το θέμα αυτό μπορεί να αποδειχθεί η δική του «Συμφωνία των Πρεσπών», ενώ πυκνώνουν οι διεργασίες στα δεξιά της ΝΔ, που θα απειλούν να κόψουν μια ακόμα «φέτα» από τη μειούμενη επιρροή του.
Ανταπόκριση;
Η σωρευτική λειτουργία όλων αυτών των παραγόντων, αλλά και άλλων απρόσμενων «εκπλήξεων» (όπως πχ μια επισιτιστική κρίση ή ένα «θερμό» καλοκαίρι όπως το περσινό) είναι πιθανότατο στον χρόνο που έρχεται να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό πολιτικό τοπίο.
Πάντως η πίεση για συναινέσεις στο όνομα της σταθερότητας θα αφορά όλο και περισσότερο και την αντιπολίτευση.
Το ΚΙΝΑΛ γίνεται ολοφάνερα μήλο της έριδας. Ο Ανδρουλάκης φάνηκε να απορρίπτει καταρχήν τις εκκλήσεις Μητσοτάκη, αλλά όχι ολοκληρωτικά. Αν ο Κυρ. Μητσοτάκης, είπε, επιθυμεί ειλικρινά συναινέσεις και συνεργασία, οφείλει να παρουσιάσει τους προγραμματικούς όρους του κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση και όχι να περιμένει τη δεύτερη. Δεν πρόκειται απλώς για ανοιχτό παράθυρο, αλλά για πόρτα που παραμένει ανοιχτή.
Ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται ότι τουλάχιστον τώρα απορρίπτει την πρόκληση. Όμως κανείς δεν πρέπει να στοιχηματίσει για το μέλλον. Η σοσιαλδημοκρατική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική «ελαχίστων δεσμεύσεων» απέναντι στα πραγματικά αιτήματα του κόσμου της εργασίας, δεν αποκλείουν ακόμα και τις πιο θεαματικές «κωλοτούμπες». Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι, υπό προσχήματα, η επιλογή του «μεγάλου συνασπισμού» δεν είναι εκτός της λογικής των σύγχρονων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που ο Τσίπρας έχει ορίσει ως «μοντέλα» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης όμως, ο «μεγάλος συνασπισμός» δεν είναι η μοναδική κυβερνητική μορφή αναζήτησης σταθερότητας δια των συναινέσεων. Υπάρχει και ο δρόμος της κυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης», της κυβέρνησης τεχνοκρατών κ.ο.κ. Και εδώ το «συνοικέσιο» Στουρνάρα-Χουλιαράκη, υπό την ανοχή του Τσίπρα, λειτουργεί ως προειδοποίηση.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά