Το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών υπήρξε πάντα κομβικής σημασίας για την Αριστερά. Και αυτό γιατί προφανώς συνδέεται με το ζήτημα της πραγματικής πολιτικής γραμμής: το μαζί με ποιους και ενάντια σε ποιους θέλει να πάει κάνεις, δείχνει πολλά για το προς τα πού και πώς θέλει στ' αλήθεια να πάει.
Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν δύο σημαντικές «στιγμές» που επιτάχυναν τις πολιτικές εξελίξεις:
Η πρώτη σημαντική «στιγμή» ήταν οι δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ. Ιεραρχώντας τες, με βάση την κατάσταση του εργατικού κινήματος και με τα κριτήρια όσων δουλεύουν συστηματικά μέσα σε αυτό, προκύπτει (κατά τη γνώμη μου και όχι ασφαλώς «αντικειμενικά») η εξής κλίμακα: αποκατάσταση των Συλλογικών Συμβάσεων, αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και της 13ης σύνταξης, αποκατάσταση του αφορολόγητου των 12.000 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, κατάργηση του «ειδικού φόρου» στο πετρέλαιο θέρμανσης. Μέσα από αυτήν προκύπτει η συγκεκριμένη δέσμευση για άμεση βελτίωση της θέσης των εργατικών-λαϊκών μαζών, αλλά και η υπόσχεση ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι μια συστηματική σύμμαχος δύναμη στη μονιμότερη προσπάθεια του εργατικού κινήματος (γι' αυτό και η σημασία των ΣΣΕ) να αντιστρέψει τη μνημονιακή καταστροφή. Οι πολιτικές συνέπειες αυτών των δεσμεύσεων δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να υποτιμηθούν: δημιούργησαν πολιτικό «ρεύμα» ελπίδας που στηρίζει το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας της Αριστεράς, που πλέον εμφανίζεται ως σοβαρή πιθανότητα στις δημοσκοπήσεις.
Σχετικοποίηση των δεσμεύσεων
Οι δεσμεύσεις αυτές συνιστούν προγραμματική αφετηρία, αλλά όχι «πρόγραμμα». Ακόμα και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσονται απόψεις που τις υποβαθμίζουν. Για παράδειγμα, η ένταξή τους στο πολυθρύλητο σενάριο «επανεκκίνησης της οικονομίας» σχετικοποιεί τη... δέσμευση στην υλοποίηση των δεσμεύσεων (αν οι επιχειρήσεις δεν πεισθούν από το «κεϊνσιανό» επιχείρημα ότι οι αυξήσεις στους μισθούς είναι προς το... συμφέρον τους, γιατί έτσι –λέει– θα αυξηθεί η ζήτηση και θα μεγεθυνθεί η οικονομία, τι θα κάνει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;). Ανάλογη σχετικοποίηση των δεσμεύσεων προκύπτει και από την υποχώρηση μπροστά στην παραδοσιακή αστική πολιτική για συγκεκριμένη, τάχα, «κοστολόγηση» των προγραμμάτων (αν, δηλαδή, οι «πόροι» 12-13 δισ. ευρώ που έχουν εντοπιστεί ως πηγή χρηματοδότησης από το οικονομικό επιτελείο αποδειχθούν «φύκια» και όχι «μεταξωτές κορδέλες», τότε τι θα συμβεί στο «πακέτο» δεσμεύσεων;).
Τη σημασία αυτών των ερωτημάτων –και άλλων πολύ πιο σοβαρών– ανέδειξε η δεύτερη σημαντική «στιγμή» της συγκυρίας, το μίνι «κραχ» στο χρηματιστήριο και τα ομόλογα. Ο Σαμαράς ζήτησε από τις αγορές και τους δανειστές ένα «φύλλο συκής» προκειμένου να μπορεί να ελπίζει σε μια αξιοπρεπή εκλογική αναμέτρηση. Η απάντηση των αγορών ήταν σκληρή: να κάνει τη δουλειά μέχρι τέλους, να τηρήσει στην ουσία τους τις συμφωνίες ανεξάρτητα από τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες των συμφωνηθέντων. Όμως το «μήνυμα» αυτό δεν αφορά μόνο τον Σαμαρά. Αφορά επίσης τον ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόμενος ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο ανατροπής των οικονομικών συμφωνιών, δεν δικαιούται πλέον να ελπίζει στη φιλικότητα, ούτε καν στην ουδετερότητα, των αγορών και των δανειστών. Αυτά που έγιναν στο ΧΑΑ και στα ομόλογα είναι απλώς μια πρόγευση από τον ορυμαγδό με τον οποίον θα απαντήσουν οι αγορές –ντόπιες και διεθνείς– σε μια κυβέρνηση που θα ανακοινώσει αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για πρώτη φορά στην Ευρώπη μέσα στα τελευταία 15 χρόνια.
Σύγκρουση
Και η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στο ερώτημα που ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απαντήσει, αν θέλει να μετατρέψει τη δέσμη δεσμεύσεων στη ΔΕΘ σε συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα: Για την επιβολή αυτών των δεσμεύσεων είναι αναγκαία –ή μήπως όχι;– η σύγκρουση με στόχο την ανατροπή των δομών του νεοφιλελευθερισμού; Είναι δυνατόν να αυξήσουμε τους μισθούς και τις συντάξεις, να αποκαταστήσουμε τις ΣΣΕ, χωρίς να θίξουμε την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των τραπεζών, χωρίς να σπάσουμε την υποχρέωση καταβολής θηριωδών τόκων και χρεολυσίων επί δεκαετίες, χωρίς να σπάσουμε κεκτημένες «ελευθερίες» των κεφαλαίων (όπως π.χ. τη δυνατότητα μετακίνησης-δραπέτευσης ή τη φορολογική ασυλία);
Η σαφής απάντηση στο ερώτημα αυτό απαντά ειλικρινά και σταθερά και στο ερώτημα του πλάτους των θεμιτών πολιτικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί σε μια περίοδο σαν τη σημερινή να συμμαχήσει με όσους-ες αποδέχονται την ανάγκη ρήξης του νεοφιλελεύθερου πλαισίου με στόχο την ικανοποίηση άμεσων εργατικών-λαϊκών αναγκών. Αλλά μπορεί να συμμαχήσει μόνον με αυτούς-ες που εντάσσονται στο αντινεοφιλελεύθερο «στρατόπεδο», έστω κι αν έχουν αυταπάτες ότι αυτό διαφέρει από έναν γενικότερο αντικαπιταλισμό.
Η απάντηση αυτή διαφέρει ουσιαστικά από την απάντηση που προκύπτει από όσους ξεκινούν την αναζήτηση μέσω της αριθμητικής στην παρούσα Βουλή (180-120) σε σχέση με τη δυνατότητα των Σαμαρά-Βενιζέλου να αποκτήσουν πλειοψηφία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας. Κανείς μέσα στην Αριστερά δεν δικαιούται να είναι αδιάφορος ή απαθής μπροστά στο ενδεχόμενο διετούς παράτασης ζωής της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Όμως, όπως έδειξαν και οι δημοσκοπήσεις μετά τις δεσμεύσεις στη ΔΕΘ, αυτό που κόβει το οξυγόνο στους Σαμαρά-Βενιζέλο είναι η πολιτική σαφήνεια στην κατεύθυνση και η μέγιστη πολιτική πίεση που μπορεί να αναπτυχθεί με βάση την κατεύθυνση αυτήν.
Παράδοξο πολιτικό μπλοκ
Αντίθετα, η εκκίνηση από το αριθμητικό πλαίσιο 180-120 στην παρούσα Βουλή –και ακόμα περισσότερο η σύνδεση αυτού του πλαισίου με τα αυριανά ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ...– μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός παράδοξου πολιτικού μπλοκ:
•Ενός μπλοκ που δεν θα θέλει ή δεν θα μπορεί να συγκρουστεί με τον νεοφιλελευθερισμό, αφού ένα τμήμα του θα είναι πεπεισμένο για την υπεροχή της στρατηγικής των αγορών.
•Ενός μπλοκ που δεν θα είναι ανεκτό από το «κόμμα» ΣΥΡΙΖΑ, ενός μπλοκ που αντικειμενικά θα προϋποθέτει την περιθωριοποίηση της συλλογικότητας των μελών, των οργανώσεων, των καθοδηγητικών οργάνων.
•Ενός μπλοκ περιορισμένης συνοχής και περιορισμένης εμπιστοσύνης, μπροστά στις κρισιμότατες πολιτικές και κοινωνικές μάχες που θα ακολουθήσουν την πιθανότατη πολιτική και εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Αυτά σημαίνουν ότι στο ζήτημα των συμμαχιών ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απαντήσει με βάση τη συνεδριακή απόφασή του. Που απέκλειε τις πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα που στήριξαν από θέσεις ευθύνης τις μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η απόφαση αυτή αφορούσε κυρίως τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, κλείνοντας έτσι μια παλαιότερη συζήτηση. Στις σημερινές συνθήκες αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η θέση αυτή αφορά επίσης –και πολύ περισσότερο– τις δυνάμεις της Κεντροδεξιάς, ακόμα και της μη σαμαρικής Δεξιάς...
Αξίζει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι στα ζητήματα των πολιτικών συμμαχιών είναι απαραίτητες συγκεκριμένες αποφάσεις, αρμόδιων οργάνων, με σαφείς όρους και προϋποθέσεις και με εξίσου σαφείς πλειοψηφίες που εισηγούνται και στηρίζουν την απόφαση, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την πολιτική ευθύνη.