Κείμενο ακατάλληλο για δεξιούς εθνικόφρονες, αριστερούς πατριώτες, σοσιαλφιλελεύθερους εθνικοαπελευθερωτές και άλλα υποπροϊόντα της ιστορικής πλαστογραφίας του ελληνικού «σχολειού».

Έχουν ήδη συ­μπλη­ρω­θεί 198 χρό­νια από την έναρ­ξη της επα­νά­στα­σης του 1821. Τον πε­ρα­σμέ­νο Φλε­βά­ρη, μήνα του πε­ρά­σμα­τος του Πρού­θου από τον μο­νό­χει­ρα τσα­ρι­κό αξιω­μα­τι­κό της Λει­ψί­ας και φα­να­ριώ­τη πρί­γκι­πα, Αλέ­ξαν­δρο Υψη­λά­ντη, τον τυ­πι­κά και στρα­τιω­τι­κά επι­κε­φα­λής της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας. Συ­νή­θως, τέ­τοιες μέρες, κάθε «επε­τεια­κό» κεί­με­νο ή άρθρο είτε ανα­μα­σά­ει τις εθνι­κές πλα­στο­γρα­φή­σεις της επα­νά­στα­σης είτε κα­ταρ­ρί­πτει, με το μέτρο, ορι­σμέ­νους από τους πιο δια­δε­δο­μέ­νους μύ­θους της-από την Αγία Λαύρα έως το κρυφό σχο­λειό. Βέ­βαια, η πλα­στο­γρά­φη­ση του πα­ρελ­θό­ντος δεν είναι προ­νό­μιο μόνο των Νε­ο­ελ­λή­νων. Όλα τα νε­ω­τε­ρι­κά κράτη, με­γά­λα ή μικρά, ανα­πτυγ­μέ­να ή υπα­νά­πτυ­κτα, ιμπε­ρια­λι­στι­κά ή πε­ρι­φε­ρεια­κά έχουν κρύ­ψει εκα­το­ντά­δες σκε­λε­τούς στις ντου­λά­πες της ιστο­ρί­ας τους. 

Πι­θα­νό­τα­τα, με με­γα­λύ­τε­ρη ει­λι­κρί­νεια, έχει πε­ρι­γρά­ψει την εν λόγω κα­τά­στα­ση ο με­γά­λος αμε­ρι­κα­νός και μαρ­ξι­στής ιστο­ρι­κός Χά­ουαρντ Ζιν, ο οποί­ος στο προ­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μά του για την εμ­βλη­μα­τι­κή του «Ιστο­ρία του Λαού των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών», πα­ρα­δέ­χτη­κε πως για να γρά­ψει την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία των ΗΠΑ έπρε­πε να ξε­χά­σει και να δια­γρά­ψει δια­πα­ντός όσα είχε δι­δα­χτεί από το σχο­λείο έως και το δι­δα­κτο­ρι­κό του. Η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία των ΗΠΑ, η ιστο­ρία του λαού των ΗΠΑ δεν είχε βρει θέση στα επί­ση­μα κεί­με­να της κρα­τι­κής, δη­μό­σιας και ιδιω­τι­κής, δι­δα­σκα­λί­ας και εκ­παί­δευ­σης.

Κάθε νε­ω­τε­ρι­κό κρά­τος νιώ­θει άβολα με την ιστο­ρία του. Γιατί εμπε­ριέ­χει δια­κρί­σεις και αίμα, τυ­ραν­νία και φό­νους, νι­κη­τές και ητ­τη­μέ­νους-και οι πρώ­τοι γρά­φουν την ιστο­ρία κατά πως τους βο­λεύ­ει, οι δε δεύ­τε­ροι υπο­μέ­νουν την πλα­στο­γρά­φη­ση και την επα­νά­λη­ψή της. Με δια­κρί­σεις και αίμα, με τυ­ραν­νία και φό­νους, με νι­κη­τές και ητ­τη­μέ­νους. 

Το ΄21, το πριν και το μετά του, δεν δια­φέ­ρει. Η με­γα­λύ­τε­ρη πλα­στο­γρά­φη­ση έγκει­ται στην πε­ρί­φη­μη «ενό­τη­τα των επα­να­στα­τη­μέ­νων Ελ­λή­νων», την οποία επι­κα­λού­νται όλοι οι δη­μο­σιο­λο­γού­ντες των ημε­ρών, κα­μα­ρώ­νο­ντας σαν γύ­φτι­κα σκε­πάρ­νια στις εξέ­δρες των επι­σή­μων και πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τις τσι­με­ντέ­νιας αι­σθη­τι­κής και φι­λο­πο­λε­μι­κού ήθους πα­ρε­λά­σεις. 

Η αλή­θεια απέ­χει έτη φωτός.  

Ο «πα­νε­θνι­κός εμ­φύ­λιος πό­λε­μος» της «δι­κτα­το­ρι­κής φι­λο­πρω­τί­ας»

Ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης, ο πρω­το­πό­ρος σκα­πα­νέ­ας της ιστο­ρί­ας του ΄21, διέ­σω­σε, μόνος αυτός, τα υπερ­πο­λύ­τι­μα γρα­πτά, τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, τις ανα­μνή­σεις, τις ανα­φο­ρές και τα πρω­τό­λεια κεί­με­να, των βα­σι­κό­τε­ρων ιστο­ρι­κών και συγ­χρό­νων του επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου από την κα­τα­στρο­φή, την υγρα­σία και τα πο­ντί­κια. Το αρ­χείο του, απο­τε­λεί τον θε­μέ­λιο λίθο για όσα συ­νι­στούν το πραγ­μα­τι­κό ΄21 κό­ντρα στην επί­ση­μη ιστο­ρία, δη­λα­δή την κρα­τι­κή πλα­στο­γρα­φία. Ακο­λου­θούν ερ­γα­σί­ες και ιστο­ρι­κές έρευ­νες όπως εκεί­νες του Καν­δη­λώ­ρου, του Βα­κα­λό­που­λου, του Φω­τιά­δη ή πιο πρό­σφα­τα του Πα­πα­γιώρ­γη. Στον τε­λευ­ταίο ανή­κει και η φράση που συ­μπυ­κνώ­νει το τί ήταν το ΄21 όπως και κάθε άλλη επα­νά­στα­ση πριν ή μετά από αυ­τό-κα­ταρ­χάς, ένας πα­νε­θνι­κός εμ­φύ­λιος πό­λε­μος. 

Με το πλα­στο­γρα­φι­κό πι­πί­λι­σμα πως «όό­ό­λοι» οι Έλ­λη­νες επα­να­στά­τη­σαν ενα­ντί­ον «όό­ό­λων» των Τούρ­κων και διε­ξή­γα­γαν γνή­σιο και «κα­θα­ρό» εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώνα, το συ­μπέ­ρα­σμα του Πα­πα­γιώρ­γη (και νω­ρί­τε­ρα για πα­ρά­δειγ­μα του σύγ­χρο­νου των γε­γο­νό­των, Λασ­σά­νη) ηχεί πα­ρά­δο­ξα. 

Ήταν το ΄21 ένας κα­ταρ­χάς εμ­φύ­λιος πό­λε­μος; Με άλλα λόγια, είχε το ΄21 κα­θα­ρά τα­ξι­κές δια­στά­σεις και δια­μά­χες, με τα μέτρα της επο­χής του; 

Στο έως και σή­με­ρα ανέκ­δο­το κεί­με­νό του με τίτλο Περί του στρα­τιω­τι­κού ζη­τή­μα­τος της Ελ­λά­δος 1821-1833 (αρ­χείο Βλα­χο­γιάν­νη, Γε­νι­κά Αρ­χεία Κρά­τους), ο υπα­σπι­στής του Δη­μή­τριου Υψη­λά­ντη και μα­κε­δό­νας οπλαρ­χη­γός, Λασ­σά­νης, που έμει­νε έξω από τις εμ­φύ­λιες συρ­ρά­ξεις της επα­νά­στα­σης, γρά­φει, βά­ζο­ντας το ιστο­ρι­κό δά­χτυ­λο στον τύπο των εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κών ήλων : «Φι­λο­πρω­τία δι­κτα­το­ρι­κή (σ.σ. δη­λα­δή η επι­βο­λή δι­κτα­το­ρί­ας από την με­ρί­δα που θα κυ­ριαρ­χού­σε στις άλλες). Εκ της πρώ­της ημέ­ρας, άναψε ο των ρα­διουρ­γιών αγών. Η πα­νουρ­γία του Φα­να­ριού. Η δο­λιό­της της αυλής του Αλή Πασά. Η υπου­λό­της των αυ­το­χθό­νων κο­τζα­μπά­ση­δων και η πο­νη­ρία της Επτα­νή­σου αμιλ­λώ­ντο την αι­σχράν άμιλ­λαν τις τίνα να κα­τα­βά­λη και να αρ­πά­ξη αυτός μόνος τα ηνία της υπερ­τά­της αρχής». 

Εύ­κο­λα απο­κτούν και πρό­σω­πο οι φρά­σεις του Λασ­σά­νη. Φα­νά­ρι, κυ­ρί­ως ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος που προ­σέ­βλε­πε στην Αγ­γλία και υπήρ­ξε ο με­τέ­πει­τα ηγέ­της του αγ­γλι­κού κόμ­μα­τος. Αλη­πα­σα­λί­δι­κη αυλή, όπου κι­νού­σε τα νή­μα­τα ο βλά­χι­κης κα­τα­γω­γής Κω­λέτ­της, που είχε στρα­το­λο­γη­θεί στα Ιω­άν­νι­να από τους Γάλ­λους πρά­κτο­ρες με πρώ­τον τον Που­κε­βίλ και ίδρυ­σε αρ­γό­τε­ρα το γαλ­λι­κό κόμμα. Κο­τζα­μπά­ση­δες, κυ­ρί­ως οι Πε­λο­πον­νή­σιοι, Ζα­ΐ­μης, Λό­ντος, Δε­λη­γιάν­νης, Σι­σί­νης, Νο­τα­ρά­δες και οι Μαυ­ρο­μι­χα­λαί­οι, που τους χώ­ρι­σε αι­μα­το­βαμ­μέ­νη άβυσ­σος από τους ομοί­ους τους, της Υδρας, Κου­ντου­ριώ­τη­δες στον άγριο, δεύ­τε­ρο εμ­φύ­λιο πό­λε­μο.Οι Έπτα­νή­σιοι και πολ­λοί Πε­λο­πον­νή­σιοι που είχαν κάπως «ελα­στι­κή» συ­νεί­δη­ση και και­ρο­σκο­πί­κή πυ­ξί­δα, όσοι στοι­χί­στη­καν κυ­ρί­ως πίσω από τον Με­τα­ξά, στο αρ­γό­τε­ρα λε­γό­με­νο ρω­σι­κό κόμμα. 

Όλες οι αι­μα­τη­ρές ή «αναί­μα­κτες», ψυ­χρές και θερ­μές, μάχες εξου­σί­ας που δό­θη­καν στην επα­νά­στα­ση είχαν προ­ε­πα­να­στα­τι­κές ρίζες. Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος κου­βά­λη­σε μαζί του το μίσος για τους Υψη­λά­ντη­δες και την αρ­χι­κή και ανο­μο­λό­γη­τη φι­λο­δο­ξία να γίνει ηγε­μό­νας σε έναν «με­σο­γεια­κό» θρόνο, φόρου υπο­τε­λή στον σουλ­τά­νο κατά τα πρό­τυ­πα των πα­ρα­δου­νά­βιων ηγε­μο­νιών, από όπου η φα­να­ριώ­τι­κη οι­κο­γέ­νειά του είχε εκ­διω­χθεί κα­κήν-κα­κώς. 

Ο αλη­πα­σα­λής Κω­λέτ­της και κοντά σε αυτόν και με δια­βαθ­μί­σεις ως προς την προ­σω­πι­κή στάση τους, οι Αν­δρού­τσος, Κα­ραϊ­σκά­κης, Βαρ­να­κιώ­της, όλοι τους βε­τε­ρά­νοι τζο­χα­ντα­ραί­οι (αξιω­μα­τι­κοί) του Τε­πε­λεν­λή και άλλοι πολ­λοί, Ρου­με­λιώ­τες και Ηπει­ρώ­τες, εχθρεύ­ο­νταν τους Σου­λιώ­τες (Μπο­τσα­ραί­ους, Δρά­κους, Τζα­βε­λαί­ους) με τους οποί­ους είχαν έρθει σε ένο­πλη αντι­πα­ρά­θε­ση στους τρεις πο­λέ­μους του πασά των Ιω­αν­νί­νων ενα­ντί­ον του Σου­λί­ου. Οι Πε­λο­πον­νή­σιοι ήταν δια­σπα­σμέ­νοι και αλ­λη­λο­μι­σού­με­νοι σε δυο τα­ρά­φια (κόμ­μα­τα) εκεί­νο των Αρ­κά­δων, με κε­φα­λές τους Δε­λη­γιάν­νη­δες στο οποίο ανήκε, σε μία σχέση πε­ρα­σμέ­νη από σα­ρά­ντα κύ­μα­τα, ως κάπος (σω­μα­το­φύ­λα­κας) και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, και σε εκεί­νο των Αχαιών (Ζα­ΐ­μης, Λό­ντος, Σι­σί­νης) στο οποίο μπαι­νό­βγαι­ναν κατά τα συμ­φέ­ρο­ντά τους, οι Μα­νιά­τες. 

Τους Μο­ρα­ΐ­τες μι­σού­σε θα­νά­σι­μα ο μο­νό­φθαλ­μος αρ­βα­νί­της κουρ­σά­ρος της Ύδρας, Λά­ζα­ρος Κου­ντου­ριώ­της, που είχε γίνει ζά­πλου­τος πλοιο­κτή­της μετά το Κιου­τσούκ-Καϊ­ναρ­τζή. Στη Σάμο, που από μόνη της απο­τε­λεί ξε­χω­ρι­στή και ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση μέσα στην επα­νά­στα­ση, το τα­ρά­φι των Κα­λι­κάν­τζα­ρων (γαιο­κτή­μο­νες πρό­κρι­τοι και δη­μο­γέ­ρο­ντες) βρι­σκό­ταν σε διαρ­κή πό­λε­μο με το τα­ρά­φι των Καρ­μα­νιό­λων (έμπο­ροι και νε­ο­λαί­οι) που εμ­φο­ρού­νταν από τις «βολ­ται­ρι­κές» ιδέες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης-και οι οποί­οι στο τέλος νί­κη­σαν από τους πρώ­τους μήνες της επα­νά­στα­σης,με επι­κε­φα­λής τον Λο­γο­θέ­τη Λυ­κούρ­γο. Στην κυ­ρί­ως Ρού­με­λη, δη­λα­δή τη ση­με­ρι­νή Στε­ρεά Ελ­λά­δα, οι μάχες για τη δια­νο­μή των αρ­μα­το­λι­κιών ανά­με­σα σε αλη­πα­σα­λή­δες και «γη­γε­νείς» κλέ­φτες είχαν διαρ­κώς δε­κά­δες θύ­μα­τα, προ­τού ξε­σπά­σει ο επα­να­στα­τι­κός πό­λε­μος. 

Οι δο­λο­φο­νί­ες των πρώ­των επα­να­στα­τών με τα­ξι­κές ανα­φο­ρές

Η τα­ξι­κή διά­στα­ση του ΄21 φαί­νε­ται από το ποιοι φρό­ντι­σαν να ση­κώ­σουν πρώ­τοι τις επα­να­στα­τι­κές ση­μαί­ες και να βρο­ντή­ξουν το κα­ριο­φί­λι την ώρα που οι ορ­γα­νω­μέ­νοι στη Φι­λι­κή Εται­ρεία προ­ε­στοί αδρα­νού­σαν επι­δει­κτι­κά μετά την πε­ρι­βό­η­τη σύ­σκε­ψη της Βο­στί­τσας (Αι­γί­ου) αγνο­ώ­ντας τα κε­λεύ­σμα­τα της Εται­ρεί­ας και τις δια­τα­γές του Υψη­λά­ντη. Πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση εκεί­νη της Ύδρας. Την 1η Απρι­λί­ου 1821 και ενώ οι επα­να­στα­τι­κές εστί­ες πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται στην Πε­λο­πόν­νη­σο και τη Ρού­με­λη (ολό­κλη­ρη την ηπει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα από τη ση­με­ρι­νή, ελ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νία έως την Ατ­τι­κή) χωρίς όμως την ανά­λο­γη επι­τυ­χία, τη μαυ­ρο­κόκ­κι­νη, κατά τα ιτα­λιώ­τι­κα, καρ­μπο­να­ρι­κά πρό­τυ­πα, ση­μαία της επα­νά­στα­σης θα ση­κώ­σει στο νησί ο λο­στρό­μος Αντώ­νης Οι­κο­νό­μου. Ο Οι­κο­νό­μου κη­ρύσ­σει τον διπλό, επα­να­στα­τι­κό αγώνα - ενά­ντια στον σουλ­τά­νο και ενά­ντια στον υδραίο, αρ­βα­νί­τη πλοιο­κτή­τη. Οι Κου­ντου­ριώ­τη­δες με πρώ­τον τον Λά­ζα­ρο, φρίτ­τουν. Μέσα στην εβδο­μά­δα, που ακο­λου­θεί, έχουν στεί­λει πλη­ρω­μέ­νους μπρά­βους, που δο­λο­φο­νούν την επα­να­στα­τι­κή ομάδα του Οι­κο­νό­μου ενώ το πτώμα του ίδιου του πρω­το­ε­πα­να­στά­τη ρί­χνε­ται στη θά­λασ­σα για να το φάνε τα ψάρια. 

Αν είναι να γίνει επα­νά­στα­ση, θα γίνει κομ­μέ­νη και ραμ­μέ­νη στα μέτρα των χρι­στια­νι­κών εξου­σιών, κο­σμι­κών και εκ­κλη­σια­στι­κών, που είχαν τυ­ραν­νή­σει προ­ε­πα­να­στα­τι­κά τον ραγιά.

Από τις γού­νες της τουρ­κο­λα­τρεί­ας, στην τρα­γό­κα­πα των ρα­γιά­δων

Ο πα­νι­κός που κα­τέ­λα­βε τους προ­ε­στούς, τους κο­τζα­μπά­ση­δες, τους δη­μο­γέ­ρο­ντες και τους εφο­πλι­στές, μόλις συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ότι η επα­νά­στα­ση ξε­κι­νού­σε χωρίς αυ­τούς και κυ­ρί­ως θα στρε­φό­ταν και ενα­ντί­ον τους, συ­μπυ­κνώ­νε­ται και πε­ρι­γρά­φε­ται με ανα­τρι­χια­στι­κή ει­λι­κρί­νεια σε μια φράση του Κα­νέλ­λου Δε­λη­γιάν­νη : «Επε­τά­ξα­με τις ωραί­ες μας γού­νες και εφο­ρέ­σα­με την τρα­γό­κα­πα του ραγιά». 

Την τρα­γό­κα­πα. Του ραγιά. Με­ταμ­φιέ­στη­καν, μπας και ξέ­χνα­γε ο επα­να­στα­τη­μέ­νος λαός (όχι στο σύ­νο­λό του...) τα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά τους πε­πραγ­μέ­να, τα άθλια έργα και τις εξου­σια­στι­κές ημέ­ρες τους. 

Ο Δε­λη­γιάν­νης και οι όμοιοί του δεν ήταν και δεν υπήρ­ξαν ρα­γιά­δες-ήταν εξου­σία. Το ίδιο απε­χθής, το ίδιο τυ­ραν­νι­κή, το ίδιο βά­ναυ­ση όταν ει­σέ­πρατ­τε τους εκα­το­ντά­δες φό­ρους και τα δο­σί­μα­τα από τη γη και τα κο­πά­δια των γε­ωρ­γών, των δου­λο­πά­ροι­κων, των χω­ρι­κών και των βο­σκών. Μέσα σε δυο μήνες, από τον Μάρτη έως τον Μάιο του 1821, οι κο­τζα­μπά­ση­δες πέ­τα­ξαν τις ωραί­ες, οθω­μα­νι­κές γού­νες τους, που συμ­βό­λι­ζαν την τουρ­κο­λα­τρεία και την τουρ­κο­φρο­σύ­νη τους και φό­ρε­σαν την σχι­σμέ­νη, βρώ­μι­κη κάπα του βο­σκού ραγιά και την λερή φου­στα­νέ­λα του κλέ­φτη απο­συ­νά­γω­γου, τον οποί­ον προ­ε­πα­να­στα­τι­κά είχαν κα­τα­διώ­ξει και εξο­ντώ­σει-χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το φο­νι­κό που είχαν εξα­πο­λύ­σει πρό­κρι­τοι και εκ­κλη­σία στον Μοριά στα 1806, όταν πέ­ρα­σαν λε­πί­δι όλους τους κλέ­φτες, ανά­με­σά τους, τον πα­τέ­ρα του Κο­λο­κο­τρώ­νη, Κων­στα­ντί­νο, ενώ ο ίδιος ο Θε­ό­δω­ρος ή Θο­δω­ρά­κης είχε γλι­τώ­σει τε­λευ­ταία στιγ­μή, κα­τα­φεύ­γο­ντας στην τότε γαλ­λο­κρα­τού­με­νη Ζά­κυν­θο. 

Το γκου­βέρ­νο μι­λι­τά­ρε του Κο­λο­κο­τρώ­νη και ο εμ­φύ­λιος στην Ανα­το­λι­κή Στε­ρεά με προ­σω­ρι­νό νι­κη­τή, τον Αν­δρού­τσο. 

Η στάση του Κο­λο­κο­τρώ­νη και οι δη­λω­μέ­νες πο­λι­τι­κές του φι­λο­δο­ξί­ες κα­θο­ρί­ζουν σε με­γά­λο βαθμό τους δυο, μεί­ζο­νες εμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους. 

Στον πρώτο, αυτόν που κάπως επι­πό­λαια έχου­με μάθει να χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ως πό­λε­μο ανά­με­σα στους στρα­τιω­τι­κούς και τους πο­λι­τι­κούς του αγώνα, η Πρώτη Εθνο­συ­νέ­λευ­ση της Πιά­δας (Επι­δαύ­ρου) δίνει την ευ­και­ρία στα πολλά και αλ­λη­λο­σπα­ρασ­σό­με­να, αντι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα, πρώτα να ανταλ­λά­ξουν ντου­φε­κιές στην πε­ρι­βό­η­τη Γράνα, με αρ­κε­τές δε­κά­δες θύ­μα­τα, και μετά να μο­νοιά­σουν προ­σω­ρι­νά πάνω από το πρώτο Σύ­νταγ­μα, που υπήρ­ξε ο δύ­σκο­λος συμ­βι­βα­σμός όλων των αντι­πά­λων που έπα­σχαν από «φι­λο­πρω­τία δι­κτα­το­ρι­κή». 

Ο Αν­δρού­τσος πιά­νει τον Κο­λο­κο­τρώ­νη και τον πιέ­ζει να ξε­πα­στρέ­ψουν όλους τους πο­λι­τι­κούς-Φα­να­ριώ­τες, πρό­κρι­τους, νη­σιώ­τες, φε­ρέ­οι­κους, αλη­πα­σα­λή­δες, Πε­λο­πον­νή­σιους και Στε­ρε­ο­ελ­λα­δί­τες, όλους, εκεί, στην Πιάδα, που τους έχουν συ­γκε­ντρω­μέ­νους και του χε­ριού τους, για να επι­βά­λουν αυτό που κατά τα άλλα απο­τε­λού­σε δια­καή πόθο του Γέρου από την πρώτη στιγ­μή που πά­τη­σε το πόδι του στη Μάνη και τον πύργο του Μούρ­τζι­νου. 

Ένα γκου­βέρ­νο μι­λι­τά­ρε, στα πρό­τυ­πα της ύπα­της αρ­μο­στεί­ας του Μαί­τλαντ και των φι­λο­βο­να­παρ­τι­κών ιτα­λιώ­τι­κων δι­κτα­το­ριών της επο­χής. 

Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης αρ­νεί­ται. Όχι από σύ­νε­ση, αλλά από υστε­ρο­βου­λία. Σε όλη τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης και κάτω από τις άμε­σες δια­τα­γές του θα έχει μόνο 200 Κα­ρυ­τι­νούς. Για όλα τα άλλα, τρό­φι­μα, εφό­δια, επι­με­λη­τεία, μα­χη­τές, θα πα­ρα­μεί­νει εξαρ­τη­μέ­νος από τον Δε­λη­γιάν­νη, το αρ­κα­δι­κό τα­ρά­φι και τους υπό­λοι­πους οπλαρ­χη­γούς, που σε γε­νι­κές γραμ­μές έχουν ο κα­θέ­νας τον δικό του νταϊ­φά και τον δικό του χαβά. Εξού και ο Γέρος, ανά­με­σα σε άλλα φο­βε­ρά όσο και αυ­το­α­να­φο­ρι­κά, θα υπα­γο­ρεύ­σει αρ­γό­τε­ρα στον Τερ­τσέ­τη, που γρά­φει τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του την εξής φράση : «Να μου δώση ο Βε­λιγ­κτών (σ.σ. ο δού­κας του Ου­έ­λιγ­κτον, νι­κη­τής στο Βα­τερ­λώ) 40.000 στρά­τευ­μα, το εδιοι­κού­σα καλά. Να του δώκω αυ­του­νού, 500 Έλ­λη­νας δεν ημπο­ρού­σε ούτε μια ώρα να τους διοι­κή­ση». 

Εξάλ­λου, οι πο­λι­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες του Γέρου που προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στη με­τε­πα­να­στα­τι­κή ανά­δει­ξη του πρω­τό­το­κου γιου του, Πάνου σε ση­μαί­νο­ντα πο­λι­τι­κό ρόλο, δεν κρύ­βο­νται και περ­νούν από τις συμ­μα­χί­ες που σφυ­ρη­λα­τεί στον Μοριά και τις Σπέ­τσες (ο Πάνος πα­ντρεύ­ε­ται την κόρη της Μπου­μπου­λί­νας και παίρ­νει προί­κα τα πολλά λά­φυ­ρα από την πτώση της Τρι­πο­λι­τσάς, ενώ έχει διο­ρι­στεί και φρού­ραρ­χος στο Ανά­πλι, μετά την κυ­ρί­ευ­ση του κά­στρου). 

Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης αρ­νεί­ται και συμ­βου­λεύ­ει τον Αν­δρού­τσο πως μια τέ­τοια ενέρ­γεια δεν θα ήταν αρε­στή και στις ξένες αυλές της Δύσης, στις οποί­ες στα­θε­ρά προ­σβλέ­πει ο Γέρος για να υπο­στη­ρί­ξουν τον αγώνα των επα­να­στα­τη­μέ­νων και να ανα­γνω­ρί­σουν νε­ο­ελ­λη­νι­κό κρά­τος, όσο το δυ­να­τό συ­ντο­μό­τε­ρα-και ας έχει απο­κη­ρύ­ξει και κα­τα­δι­κά­σει τον αγώνα η Ιερά Συμ­μα­χία, λί­γους μήνες νω­ρί­τε­ρα. Αν οι οπλαρ­χη­γοί σκό­τω­ναν τους πο­λι­τι­κούς, τότε «θα λένε οι ξένοι ότι οι Έλ­λη­νες έγι­ναν Καρ­μπο­νά­ροι, αλ­λη­λο­σφά­ζο­νται ανα­με­τα­ξύ τους και δεν σέ­βο­νται τις ηγε­σί­ες τους». Και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης απεύ­χε­ται έναν τέ­τοιον γνή­σια επα­να­στα­τι­κό και τα­ξι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό των γε­γο­νό­των. 

Μετά τη συ­νταγ­μα­τι­κή ανα­κω­χή της Πιά­δας, τα πράγ­μα­τα ει­δι­κά στην Ανα­το­λι­κή Στε­ρεά όπου δρουν ταυ­τό­χρο­να και αντα­γω­νι­στι­κά η στρα­τιω­τι­κή διοί­κη­ση του βε­τε­ρά­νου αλη­πα­σα­λή Αν­δρού­τσου και η πο­λι­τι­κή διοί­κη­ση του Αρεί­ου Πάγου που έχει εγκα­τα­στή­σει ο φα­να­ριώ­της Νέ­γρης, γί­νο­νται αι­μα­το­βαμ­μέ­νο κου­βά­ρι - ο Αν­δρού­τσος σε δια­δο­χι­κές συ­γκρού­σεις από τη Λι­βα­δειά έως την Αθήνα, δια­λύ­ει την άνοι­ξη και μετά το πέ­ρα­σμα του Δρά­μα­λη το κα­λο­καί­ρι του 1822 όλες τις Αρε­ο­πα­γι­τι­κές φρου­ρές και ο Νέ­γρης κα­τα­διω­κό­με­νος και ντρο­πια­σμέ­νος κα­τα­φεύ­γει στην προ­στα­σία του Μαυ­ρο­κορ­δά­του, με τον οποί­ον κατά τα άλλα βρι­σκό­ταν στα μα­χαί­ρια. 

Στην Πε­λο­πόν­νη­σο, τα πράγ­μα­τα δεν είναι κα­λύ­τε­ρα-οι συμ­βι­βα­σμοί της Πιά­δας που έχουν βγά­λει τυ­πι­κό πο­λι­τι­κό νι­κη­τή τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το έχουν δυ­σα­ρε­στή­σει κυ­ρί­ως τους Μο­ρα­ΐ­τες που και­ρο­σκο­πι­κά έχουν στοι­χη­θεί πίσω από το Εκτε­λε­στι­κό Σώμα με επι­κε­φα­λή τον Δ. Υψη­λά­ντη. Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος την ακού­ει... αρ­χι­στρά­τη­γος, προ­ε­τοι­μά­ζει και ανα­λαμ­βά­νει την εκ­στρα­τεία στην Ήπει­ρο, ακο­λου­θού­με­νος από τον ισχνό τα­κτι­κό στρα­τό των «φι­λελ­λή­νων» και κά­μπο­σα άτα­κτα σώ­μα­τα, μια μει­κτή δύ­να­μη που θα συ­ντρι­βεί στο Πέτα και θα λιν­τσα­ρι­στεί από τις Τουρ­κά­λες στην Άρτα. Την ίδια ώρα, πίσω στην Πε­λο­πόν­νη­σο, έχουν ξα­να­βγεί τα μα­χαί­ρια ανά­με­σα στο αρ­κα­δι­κό και το αχαϊ­κό τα­ρά­φι, με αφορ­μή την αλ­λο­πρό­σαλ­λη κα­τά­στα­ση στο στρα­τό­πε­δο της πο­λιορ­κί­ας της Πά­τρας- την ώρα που κα­τε­βαί­νει ο Δρά­μα­λης με 40.000 Τουρ­καλ­βα­νούς, ενώ η Τρι­πο­λι­τσά γί­νε­ται το μήλον της έρι­δος ανά­με­σα στις αντι­μα­χό­με­νες πλευ­ρές με δι­πλές, αδελ­φο­κτό­νες πο­λιορ­κί­ες. 

Γρά­φει ο είρων Αν­δρού­τσος στους Μο­ρα­ΐ­τες, την ώρα που ο Δρά­μα­λης περ­νά­ει τον Ισθμό: «Σας στέλ­νω 40.000 Τούρ­κους ατου­φέ­κι­στους, μήπως και μο­νοιά­σε­τε. Όπως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, κά­με­τε». 

Ο... απε­λευ­θε­ρω­τής Δρά­μα­λης και οι εκτε­λέ­σεις μετά τα Δερ­βε­νά­κια. 

Είναι ελά­χι­στα γνω­στό ότι ο Δρά­μα­λης είχε προϊ­στο­ρία με τον Μοριά. Πριν την επα­νά­στα­ση, πρώτα στα 1816 και μετά στα 1818, το αχαϊ­κό τα­ρά­φι είχε υπο­στη­ρί­ξει την υπο­ψη­φιό­τη­τα του δρα­μι­νού πασά για την ανώ­τα­τη θέση του μόρα βα­λε­σή (οθω­μα­νού διοι­κη­τή της Πε­λο­πον­νή­σου) ενά­ντια στην υπο­ψη­φιό­τη­τα που προ­ω­θού­σαν οι προ­ε­στοί της Αρ­κα­δί­ας, εκεί­νη που εντέ­λει επι­κρά­τη­σε, του Χουρ­σίτ πασά. Τέ­τοια ήταν η δύ­να­μη των προ­κρί­των του Μοριά μετά τα 1806, που αφε­νός έστελ­ναν ξε­χω­ρι­στή δι­πλω­μα­τι­κή αντι­προ­σω­πεία βε­κί­λη­δων (πρέ­σβε­ων) δίπλα στον εκά­στο­τε σουλ­τά­νο και αφε­τέ­ρου μέσω αυτών των αντι­προ­σώ­πων επη­ρέ­α­ζαν με όλες τις θε­μι­τές και αθέ­μι­τες με­θό­δους τα πο­λι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κά πράγ­μα­τα και τις απο­φά­σεις της Υψη­λής Πύλης που αφο­ρού­σαν τον Μοριά και τα συμ­φέ­ρο­ντά τους. 

Έτσι, μόλις ο Δρά­μα­λης περνά τον Ισθμό με το με­γα­λύ­τε­ρο σε όγκο στρά­τευ­μα που έχει συ­γκε­ντρώ­σει σουλ­τά­νος και κα­θο­δη­γεί έμπει­ρος σε­ρα­σκέ­ρης μετά τα Ορ­λω­φι­κά, στέλ­νει επι­στο­λές προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις, εμ­φα­νί­ζο­ντας τον εαυτό του, ως... απε­λευ­θε­ρω­τή και επι­κα­λού­με­νος τους πα­λιούς δε­σμούς πο­λι­τι­κής φι­λί­ας που τον συν­δέ­ουν με ένα ση­μα­ντι­κό τμήμα του μο­ρα­ΐ­τι­κου κο­τζα­μπα­σι­σμού. Υπό­σχε­ται αμνη­στία και δε­σμεύ­ε­ται πως σε αντί­θε­ση με τα Ορ­λω­φι­κά, αν ο Μο­ριάς προ­σκυ­νού­σε, ο στρα­τός του δεν θα προ­έ­βαι­νε σε λε­η­λα­σί­ες και μα­ζι­κές σφα­γές. 

Μάλ­λον είναι τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι οι πρό­κρι­τοι και οι οπλαρ­χη­γοί που αρ­νού­νται εύ­σχη­μα να ακο­λου­θή­σουν τον Κο­λο­κο­τρώ­νη στα Δερ­βε­νά­κια, όταν ο Γέρος κάνει την ευ­φυ­έ­στε­ρη όσο και προ­φα­νέ­στε­ρη πρό­βλε­ψη της επα­νά­στα­σης για την υπο­χώ­ρη­ση των λι­μο­κτο­νού­ντων Τούρ­κων, είναι ακρι­βώς εκεί­νοι οι οποί­οι αφε­νός, προ­ε­πα­να­στα­τι­κά ανή­καν ως μέλη και επιρ­ρο­ές στο αχαϊ­κό τα­ρά­φι και αφε­τέ­ρου στη διάρ­κεια των δια­βου­λεύ­σε­ων έδει­ξαν πιο εύ­πι­στοι στην «απει­λή» του πασά πως τάχα θα κα­τη­φό­ρι­ζε στην Τρι­πο­λι­τσά αν και η πείνα, η δίψα και οι αρ­ρώ­στιες στον φλε­γό­με­νο και κα­τε­στραμ­μέ­νο αρ­γο­λι­κό κάμπο είχαν εξο­ντώ­σει με­γά­λο μέρος της στρα­τιάς του. 

Μετά τα Δερ­βε­νά­κια, ο Κο­λο­κο­τρώ­νης δια­πι­στώ­νει ότι πολ­λοί από τους άτα­κτους επα­να­στά­τες που είχαν πο­λε­μή­σει στα στενά αλλά και εκα­το­ντά­δες από τους επι­στρα­τευ­μέ­νους των άλλων οπλαρ­χη­γών, λι­πο­τα­κτούν μα­ζι­κά από τα υπο­τυ­πώ­δη στρα­τό­πε­δα στην Πιάνα και την Τρι­πο­λι­τσά, θε­ω­ρώ­ντας ότι η επα­νά­στα­ση έχει ολο­κλη­ρω­θεί και κου­βα­λώ­ντας τα πλού­σια λά­φυ­ρα από τις εφο­διο­πο­μπές του Δρά­μα­λη, τα οποία είχαν πέσει στα χέρια τους. Τότε, τον Αύ­γου­στο και το φθι­νό­πω­ρο του 1822, και με το δί­πλω­μα της αρ­χι­στρα­τη­γί­ας στα χέρια που του δίνει σχε­δόν απε­ριό­ρι­στες, γκου­βερ­νο­μι­λι­τα­ρί­στι­κες εξου­σί­ες, ο Κο­λο­κο­τρώ­νης προ­βαί­νει σε μα­ζι­κές εκτε­λέ­σεις λι­πο­τα­κτών αλλά και «εχθρών» του αρ­κα­δι­κού τα­ρα­φιού,στην Αρ­κα­δία, τη Βό­ρεια Λα­κω­νία και την Αρ­γο­λί­δα. Το τσε­κού­ρι, η φωτιά και η φούρ­κα (κρε­μά­λα) δου­λεύ­ουν υπε­ρω­ρί­ες και τα θύ­μα­τα είναι εκα­το­ντά­δες, ενώ οι πε­ριου­σί­ες και τα λά­φυ­ρα που έχουν απο­σπά­σει δη­μεύ­ο­νται με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες. 

(συ­νε­χί­ζε­ται). 

Δια­βά­στε το δεύ­τε­ρο μέρος εδώ

Ετικέτες