Νεοφιλελεύθερη επίθεση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης
Το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο Γαβρόγλου για το νέο Λύκειο δόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στη δημοσιότητα και κατατέθηκε προς συζήτηση στη Βουλή, ενώ την ίδια στιγμή εξελίσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η συνολική αναδιάρθρωση του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Να σημειώσουμε πως το νομοσχέδιο είναι όντως «πολυσυζητημένο» θεσμικά από τη σκοπιά του υπουργείου, λαμβάνοντας υπόψη και όλες τις νεοφιλελεύθερες κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ, κάτι για το οποίο υπερηφανεύεται και ο ίδιος ο υπουργός. Από την άλλη μεριά τα αιτήματα του μαθητικού και εκπαιδευτικού κινήματος μέσα από τις κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος ουδέποτε εισακούστηκαν, από τον κατά τα άλλα πρόθυμο προς συζήτηση υπουργό.
«Φροντιστηριοποίηση» του δημόσιου σχολείου
Ίσως το μόνο θετικό στοιχείο που έχει μπει στη δημόσια συζήτηση για τις αλλαγές Γαβρόγλου στο δημόσιο σχολείο είναι αυτό της ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ακόμα και αυτό όμως γίνεται με προσχηματικό τρόπο, αφορά πολύ μικρό ποσοστό μαθητών/τριών και «φυσιολογικά» σχεδόν εξαφανίστηκε από τη δημόσιο διάλογο, παρότι υποτίθεται ότι και επικοινωνιακά ήταν από τα «ισχυρά χαρτιά» του Υπουργείου. Και εδώ σταματούν τα όποια θετικά μπορεί να πει κανείς για τις προτεινόμενες αλλαγές.
Οι βασικές κατευθύνσεις του νομοσχεδίου σε σχέση με τον Σεπτέμβρη δεν αλλάζουν: Αλλαγή της φύσης της Γ΄ Λυκείου και η μετατροπή της σε προπαρασκευαστική χρονιά για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα μαθήματα Γενικής Παιδείας περιορίζονται σε τρία, ενώ οι παλιές «κατευθύνσεις» πλέον ονομάζονται «ομάδες προσανατολισμού», είναι τέσσερις και όχι τρεις, με παράλληλη αύξηση των ωρών διδασκαλίας για τα μαθήματα των ομάδων προσανατολισμού και σχετική αύξηση της ύλης. Αυτό στην πραγματικότητα είναι μια προσπάθεια να προσαρμοστεί η Γ΄ Λυκείου στη λειτουργία των φροντιστηρίων, έχοντας στο κέντρο της λογικής αυτής τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή σε κάποιο πανεπιστήμιο και όχι τις εξαγγελίες για ελεύθερη πρόσβαση. Συνεπώς δίνεται περισσότερη έμφαση στις εξετάσεις, περισσότερος ανταγωνισμός και άγχος ανάμεσα στους/ις μαθητές/τριες με την ελπίδα(;) ότι μπορεί και να καταπολεμηθεί η παραπαιδεία των φροντιστηρίων, που ξεζουμίζει τα λαϊκά νοικοκυριά και ακυρώνει εν μέρει τον δημόσιο δωρεάν χαρακτήρα του δημόσιου σχολείου.
Επιπλέον, σχετικά με την υποτιθέμενη ελεύθερη πρόσβαση, η τελική πρόταση είναι η προαιρετική συμπλήρωση ενός πρώτου μηχανογραφικού τον Σεπτέμβρη της Γ΄ Λυκείου με δέκα τμήματα. Αυτά τα προαιρετικά μηχανογραφικά θα διαμορφώσουν και μια πρώτη εικόνα των σχολών χαμηλής και υψηλής ζήτησης και όποιοι/ες τα έχουν συμπληρώσει θα μπορούν να περάσουν σε αυτά χωρίς τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων. Άρα ελεύθερη πρόσβαση θα υπάρχει μόνο για κάποιους/ες και για κάποια τμήματα χαμηλής ζήτησης, στα οποία οι υποψήφιοι θα μπορούσαν να περάσουν χωρίς πολύ μεγάλη δυσκολία και με τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι συγκεκριμένες αλλαγές, που αφορούν κυρίως την Γ΄ Λυκείου, δεν αφορούν συνολικά το δημόσιο σχολείο ή έστω τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και επομένως το διαλαλούμενο ενδιαφέρον για το δημόσιο σχολείο είναι ψεύτικο. Είναι επίσης ψεύτικο, γιατί δεν νοιάζεται ούτε για τα πολυμελή τμήματα στα σχολεία, ούτε για τις ελλείψεις μόνιμων εκπαιδευτικών, ούτε για τα προβλήματα των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ενώ παρουσιάζει κάθε Σεπτέμβρη ως επιτυχία ότι τα συγγράμματα είναι λίγο-πολύ στην ώρα τους στα σχολεία, λες κι αυτό αποτελεί κατόρθωμα και όχι στοιχειώδη υποχρέωση του υπουργείου.
Αυτές οι αλλαγές, που χαρακτηρίζονται αφενός από την αναβάθμιση επί της ουσίας ενός ήδη εξοντωτικού εξεταστικοκεντρικού συστήματος και αφετέρου από την υποβάθμιση της γενικής παιδείας, φανερώνουν μια συνολικότερη κατεύθυνση για το δημόσιο σχολείο. Είναι η κατεύθυνση του μεγαλύτερου ανταγωνισμού, του άγχους των εξετάσεων, του βομβαρδισμού πληροφοριών και της εξειδίκευσης, ώστε ο μαθητής και η μαθήτρια να προετοιμάζονται για το τι θα έχουν να αντιμετωπίσουν σε ένα εξαιρετικά εντατικοποιημένο πανεπιστήμιο και σε μία αγορά εργασίας που θέλει τους/ις εργαζόμενους/ες λάστιχο, χωρίς συλλογικά εργασιακά δικαιώματα και αναλώσιμους στο βωμό των συμφερόντων των αφεντικών.
«Πανεπιστήμια παντού»
Σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε ο υπουργός Γαβρόγλου, αλλά και όπως προκύπτει από την πρόσφατη συνάντησή του με τη Σύνοδο Πρυτάνεων, διαβεβαίωσε πως από το 2020 οι εισακτέοι θα μπαίνουν πλέον μόνο σε πανεπιστήμια. Σύμφωνα με την προωθούμενη αναδιάρθρωση της αρχιτεκτονικής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, δεν θα υπάρχουν πλέον ΤΕΙ, αλλά μόνο πανεπιστήμια, μέσα από τις προωθούμενες συγχωνεύσεις (π.χ. ΤΕΙ Ηπείρου, ΤΕΙ Θεσσαλίας και Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Δεν μπορεί κάποιος να αποφύγει εύκολα τον πειρασμό να χαρακτηρίσει επικοινωνιακά λαϊκίστικη αυτή την κατεύθυνση, μιας και ένα από τα βασικά επιχειρήματα του υπουργείου είναι αυτό της συνολικής αναβάθμισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσω της «πανεπιστημιοποίησης».
Η πρόσφατη εμπειρία από τη συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά σε Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής ωστόσο κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από τις κυβερνητικές εξαγγελίες. Η λεγόμενη πανεπιστημιοποίηση είχε πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα: μείωση του κρατικού προϋπολογισμού του ΠαΔΑ σε σχέση με το συνολικό προϋπολογισμό των δύο ΤΕΙ, μείωση του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού, πολύ μεγάλες καθυστερήσεις στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και στο νέο οργανόγραμμα του πανεπιστημίου, εργαστήρια όπου οι φοιτητές/τριες δεν χωράνε στα αμφιθέατρα, πτυχία με τίτλους τμημάτων που πλέον δεν υπάρχουν και συνεπώς χωρίς καθορισμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Σε αυτό αξίζει να προστεθεί ότι πλέον σχεδόν σε όλες τις σχολές στην Ελλάδα τα επαγγελματικά δικαιώματα αποσπούνται σταδιακά από το πτυχίο και γίνονται αντικείμενο συνεχούς μεταπανεπιστημιακής κατάρτισης. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και για στις επερχόμενες συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις. Οι ισχυρισμοί του υπουργείου περί αναβάθμισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με αυτές τις διαδικασίες είναι προκλητικές, θρασείς και εμπαίζουν τόσο την εκπαιδευτική κοινότητα, όσο και το σύνολο της κοινωνίας.
Η απάντηση στο δρόμο
Ο μόνος τρόπος να εμποδιστεί ο νεοφιλελεύθερος οδοστρωτήρας, που απειλεί τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, είναι ο μαζικός και μαχητικός αγώνας μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, που μπορούν όχι μόνο να νικήσουν, αλλά και να κερδίσουν την πλατιά συμπαράσταση και αλληλεγγύη των εργαζομένων και της κοινωνίας. Ήδη από την αρχή της χρονιάς, το μαθητικό κίνημα έχει προσπαθήσει –σχετικά αποσπασματικά– με σειρά κινητοποιήσεων να αντισταθεί στο νόμο Γαβρόγλου, όπως και τη Δευτέρα 18 Μάρτη με μαζικό συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας. Επιπλέον, οι δυναμικές κινητοποιήσεις των αναπληρωτών εκπαιδευτικών ενάντια στο προσοντολόγιο πέρα από την πολιτική πίεση που κατάφερε να ασκήσει στην κυβέρνηση, αποδεικνύει και μια υπαρκτή δυνατότητα μαχητικής αντίστασης από τα κάτω. Από αυτό το «παζλ», δυστυχώς, λείπει το φοιτητικό κίνημα, το οποίο δείχνει εξαιρετικά αδύναμο στο να μπορέσει να κάνει αισθητή την παρουσία του, παρότι παλιότερα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού κινήματος μαζί με τους δασκάλους.
Παρ’ όλα αυτά, χρειαζόμαστε πανεκπαιδευτικό μέτωπο για να μπλοκαριστεί το νομοσχέδιο Γαβρόγλου και για να μπορέσει αυτό να γίνει πραγματικότητα, υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ο κινηματικός-πολιτικός συντονισμός των διαφορετικών κομματιών του κινήματος. Δεύτερον, μία όχι σεχταριστική, μαξιμαλιστική πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής Αριστεράς που να μπορεί να μαζικοποιήσει και να ριζοσπαστικοποιήσει το αγωνιστικό μπλοκ και όχι να δίνει μάχες με φαντάσματα για την αντικαπιταλιστική καθαρότητα. Το καθήκον αυτό μπροστά μας είναι δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να μπορέσουμε να πετύχουμε νίκες, που τόσο πολλή ανάγκη έχει η Αριστερά και το κίνημα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά