Κείμενο συμβολής στα πλαίσια του πανελλαδικού διαλόγου για τη συγκρότηση της ΛΑΕ.

Η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα, έχει φτάσει σε ένα ιστορικό κομβικό σημείο, το οποίο απαιτεί νέα ιδεολογικά σχήματα / εργαλεία και νέο στρατηγικό πολιτικό πλαίσιο. Για να ανταποκριθεί όμως σε αυτό το διπλό αίτημα, πρέπει να αρχίζει να συζητά σοβαρά τα διαχρονικά στοιχεία της Μαρξικής πολιτικής οικονομίας και να αναλύει σε βάθος τη σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα. Ο παραμερισμός των φλύαρων θεωρητικολογιών (που συνήθως λειτουργούν προσχηματικά με στόχο τη δημιουργία κομματικών συνιστωσών) είναι αυτός που θα κρατήσει την ελπίδα ζωντανή στο κίνημά μας, είναι αυτός που ίσως αποδώσει μια πολιτική στρατηγική αντάξια των περιστάσεων.

Κι όλα αυτά γιατί είναι πρόδηλη η ευκολία με την οποία επικαλούμαστε θεωρίες μαρξιστικού - λενινιστικού περιεχομένου, ακόμα και ως προϋπόθεση ή μέσο για την επίτευξη συνεργασιών στη βάση. Λίγοι όμως αντιλαμβάνονται την αδυναμία να δώσουμε πρακτικές λύσεις στα δύσκολα προβλήματα της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας. Ακόμα περισσότερο την αδυναμία να προτείνουμε πολιτικές, που θα αποτελέσουν τα μεταβατικά στάδια προς το σοσιαλισμό που στοχεύουμε. Ήτοι όσο και αν νομίζουμε ότι μιλάμε με ιδεολογικούς όρους, δεν αγγίζουμε τον πυρήνα της Μαρξικής ιδεολογίας που δεν είναι άλλος από τη σχέση κράτους - εξουσίας - σχέσεων παραγωγής.

Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο, όλοι να επικαλούνται διάφορες παραλλαγές ή ρεύματα της μαρξιστικής ιδεολογίας για το σχηματισμό των 12 συνιστωσών της ΛΑΕ ή των τριών τάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς ποτέ κανείς να έχει ανοίξει σοβαρό διάλογο για τα θεμελιώδη ιδεολογικά ζητήματα της σχέσης κράτους - κυρίαρχων τάξεων - οικονομίας, της εργασιακής διαδικασίας και του σημερινού τρόπου παραγωγής, της ταξικής φύσης του κράτους ή της ταξικής χρησιμοποίησης του κράτους, της σημερινής διάρθρωσης των ολιγοπωλίων, του τρόπου συσσώρευσης του κεφαλαίου, τις κοινωνικές τάξεις κλπ. Δηλαδή χωρίς ποτέ να έχουν διατυπωθεί επικαιροποιημένες πολιτικές θέσεις που να απαντούν σε αυτά τα ζητήματα και να αποδεικνύουν τη σοβαρότητα των σκοπών και των στόχων μας.

Από αυτό προκύπτουν τρία αμείλικτα ερωτήματα. Πρώτο, τί πραγματικά έχουμε να προσθέσουμε στην ιστορία των μαρξιστικών ρευμάτων, έτσι ώστε να αξιωνόμαστε τον ετεροπροσδιορισμό μας ανάμεσα σε 12 συνιστώσες της ΛΑΕ ή από ποιο σημείο της ιστορίας του μαρξισμού - λενινισμού θα πιάσουμε το νήμα της νέας ιδεολογικής πρακτικής της ΛΑΕ και της επανίδρυσης της ριζοσπαστικής κουμμουνιστικής αριστεράς του Αρ. Ρεύματος; Δεύτερο, ποια η πραγματική ανάγκη των θεωρητικών ή ιδεολογικών σχημάτων στη ζωή μας (αυτή η συζήτηση αποτελεί ταμπού ακόμα και στη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά) και ποιος ο πραγματικός ρόλος των ιδεολογιών ή γιατί θέτουμε πάντα μια «υψηλή» ιδεολογία ως ανώτατη βαθμίδα δικαιοδοσίας των πράξεων μας; Τρίτο, πώς θα προκύψουν συγκεκριμένες θέσεις για την προσωρινή έστω διαχείριση ενός μεταβατικού κράτους προς το σοσιαλισμό ή πώς θα προκύψει ένα στρατηγικό πλαίσιο ικανό να συσπειρώσει την αριστερά και τις λαϊκές μάζες;

Αυτά τα αναφέρουμε διότι η εμμονή σε ιδεολογικές προϋποθέσεις - αντικειμενικότητες, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ούτε την ορθή ανάγνωση της πραγματικότητας, ούτε τη διατύπωση εφαρμόσιμων και βιώσιμων προτάσεων, συν ότι γεννά και πλήθος αντιφάσεων. Ας φέρουμε παρενθετικά δυο απλοϊκά αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Από τη μια ο Λένιν πάλευε για το μαρασμό του αστικού Κράτους και η αχίλλειος πτέρνα του ήταν - βάσει της πρώτης κριτικής της Ρ. Λούξεμπουργκ - η κατάλυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των συμβουλίων. Ποια η δική μας εφαρμόσιμη θεωρία για το κράτος και τη σχέση του με την άμεση δημοκρατία; Αν δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια θεωρία, τότε πώς το παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδας θα καταφέρει να δείξει το δρόμο ή να λύσει αντανακλαστικά το πρόβλημα; Μπορούμε να αποδείξουμε ότι υπερβαίνουμε την εργαλειακή αντίληψη του κράτους; Ποιες οι δικλείδες ασφαλείας για να μην εφαρμόσουμε τον κρατικό και πειθαρχικό αυταρχισμό που σήμερα επιβάλει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με στελέχη που χτίσανε καριέρα πάνω στον μαρξισμό;

Από την άλλη πριν σαράντα χρόνια ο Ν. Πουλαντζάς (εσκεμμένα αναφέρω τον συγκεκριμένο στοχαστή διότι περιμένουμε απαντήσεις από οπαδούς του στην Ελλάδα που σήμερα είναι υπουργοί Πολιτισμού, Οικονομικών, Παιδείας ή μέλη της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ), έλεγε: «μια θεωρία του καπιταλιστικού κράτους παρέχει σπουδαία στοιχεία για το μεταβατικό προς τον σοσιαλισμό κράτος».

Αυτή η θεώρηση πόσο έχει επεξεργαστεί από εμάς σήμερα και πώς θα γίνει να μην θυμίζει το σοσιαλφιλελεύθερο τεχνοκρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ;

Αν λοιπόν δεν απαντηθούν κάποια αμείλικτα ερώτημα, τότε ποσώς θα ενδιαφέρει την κοινωνία ο μικρόκοσμος των συνιστωσών ή των τάσεων της αριστεράς, πόσω δε μάλλον, όταν ο λαός δεν θα πείθεται εύκολα για την εφαρμοσιμότητα και την επιτευξιμότητα των θέσεων της. Η συζήτηση είναι μεγάλη και αν θέλουμε να αποφύγουμε τους νεοδογματισμούς, πρέπει επιτέλους να γίνει σοβαρά. Εκτός αν ισχύει και για εμάς η φράση του Π. Κονδύλη: «όποιος θέλει να κυριαρχήσει πρακτικά πάντα υπηρετεί κάτι θεωρητικά», γεγονός που ίσως μας φέρει από τώρα αντιμέτωπους με το ζήτημα της ετερογονίας σκοπών - μέσων. Άλλα θα πιστεύουμε και άλλα θα αναγκαζόμαστε να κάνουμε με τρόπο που δεν θα δικαιολογεί τους σκοπούς μας (το βασικό υποτίθεται πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα). Μην ξεχνάμε όμως ότι εμείς παλεύουμε για την κοινωνική και όχι κοινοβουλευτική απλά ανατροπή.

Άρα άνευ σοβαρού ιδεολογικοπολιτικού διάλογου, ελλείψει μιας σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας και με το κραταιό σύστημα απέναντί μας, καλό θα ήταν να επικεντρωθούμε στην πράξη, με ένα ελάχιστο αναγκαίο πλαίσιο πολιτικών αντιμνημονιακών, αντικαπιταλιστικών, αντιενωσιακών θέσεων που ας ελπίσουμε ότι σε λίγα χρόνια θα αποφέρουν καρπούς για τη δημιουργία μεγάλων πολιτικών φορέων - κομμάτων που θα παγιώσουν την προσδοκώμενη αλλαγή. Αν όμως δεν αρκούν αυτά που ήδη λέμε ή δεν πείθουν αλλήλους, τότε μήπως πρέπει να ξεφύγουμε από επιχειρήματα στα οποία το ίδιο το σύστημα μας αναγκάζει να περιοριζόμαστε; Μήπως ακόμα και τα τόσο σημαντικά πράγματα για την κρατικοποίηση των τραπεζών, τη νομισματική ανεξαρτησία κλπ πρέπει να τα εντάξουμε σ’ ένα εργαλειακό πλαίσιο που θα λειτουργεί ως υποσύνολο μιας ευρύτερης πολιτικής στρατηγικής που θα τύχει μεγαλύτερης κατανόησης και αποδοχής;

#

Φτάνω λοιπόν στο ζητούμενο. 1. Για να παραμένουμε προσγειωμένοι στον εμπειρισμό του Μαρξ και να αξιωνόμαστε τη διατύπωση μιας πολιτικής ή κοινωνικής θεωρίας της δράσης που θα βοηθήσει στο διάλογο για το μαρξιστικό και κουμμουνιστικό κίνημα του 21ου αιώνα. 2. Για να απαντάμε σιγά σιγά στο ερώτημα ΠΩΣ αλλάζουμε τους συσχετισμούς υπέρ μας. 3. Για να αξιοποιήσουμε τα διαχρονικά στοιχεία της οικονομικής και πολιτικής θεωρίας του μαρξισμού. 4. Για να αποφύγουμε ιδεολογικές εσχατολογίες που δυσχεραίνουν την ενότητα και τη συνεργασία στην πράξη, 5. Για να μπορούμε να χρησιμοποιούμε μια ιδεολογία μαρξιστικά νοούμενη ως σύστημα υλικών κοινωνικών πρακτικών και όχι απλά σύστημα ιδεών, 6. Για να αποδείξουμε ότι δεν αφορά εμάς η συστημική προπαγάνδα περί σοσιαλιστικού κρατισμού, αλλά και 7. Για να παλέψουμε στη βάση άμεσα εφαρμόσιμων θέσεων, ικανών να κάνουν την πρώτη ρήξη με το σημερινό καπιταλισμό χωρίς αυτή να φαντάζει άλμα στο κενό, εκτιμώ ότι πρέπει να επεξεργαστούμε τον εξής στρατηγικό πολιτικό σχεδιασμό:

Να δουλέψουμε μια πειραματική ή αν θέλετε εναλλακτική προσέγγιση στο θεωρητικό πρόβλημα των σχέσεων κράτους - εξουσίας (στον πυρήνα δηλαδή της ιδεολογίας μας) εισάγοντας από τώρα ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο αποκεντρωμένης διοίκησης του κράτους. Δεν μιλάμε απλά για αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης, μιλάμε για ριζική αλλαγή στη θεσμική μορφή του κράτους. Μοντέλο που θα αντικαθιστά σταδιακά το υδροκέφαλο γραφειοκρατικό κράτος και θα μετατοπίζει το βάρος της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής στις 13 Περιφέρειες της Ελλάδας. Η κεντρική ιδέα αυτού του εγχειρήματος πρέπει να είναι το μερικό ‘’κατέβασμα’’ του νομοθετικού και εκτελεστικού έργου από το σημερινό αστικό κράτος στις δομές των αυτοδιοικητικών θεσμών. Αυτό - θα λέγαμε - το «Αυτοδιοικητικό Κράτος των 13 Περιφερειών» θα στηρίζεται στην αποδυνάμωση της ανώτατης κεντρική διοίκησης, την αποκέντρωση των εξουσιών και τη διασπορά των κέντρων αποφάσεων, την ουσιαστική αναβάθμιση των ρόλων των τοπικών συμβουλίων και των πολιτών, τον σταδιακό μαρασμό της σημερινής καπιταλιστικής μορφής κοινοβουλευτισμού και την ενδυνάμωση των ταξικών σχέσεων με στόχο την πολιτική κυριαρχία του λαού.

Μιλώντας με ιδεολογικούς όρους, αν μεγάλο μέρος της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας μπορούσε να πραγματωθεί στις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες δομές αυτού του «Αυτοδιοικητικού Κράτους των 13 Περιφερειών» (χωροταξικά, πολεοδομικά, περιβαλλοντικά, φορείς διαχείρισης δημόσιων υποδομών, πολιτικές για την ακτοπλοΐα, το εμπόριο, την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, τον εναλλακτικό τουρισμό, τον πολιτισμό κλπ) θα δημιουργούσαμε καλύτερες συνθήκες για την ουσιαστικότερη παρέμβασή μας στην οργάνωση των ιδεολογικών σχέσεων των κοινωνικών τάξεων. Αυτό με τη σειρά του θα έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες να επηρεάσουμε αποτελεσματικά τη συγκρότηση των σχέσεων παραγωγής, αφενός γιατί η εγγύτητα των αυτοδιοικητικών δομών θα εξοικείωνε τους πολίτες με τις βασικές ιδεολογικές έννοιες της μαρξιστικής οικονομίας (αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, σχέση νομής, αντικείμενο και μέσα εργασίας, υπερεργασία - υπεραξία κλπ.), αφετέρου διότι θα δημιουργούνταν αντανακλαστικά πολλαπλάσιες μικρές, μεσαίες, επιχειρηματικές και συνεταιριστικές μικροοικονομικές δομές τοπικού χαρακτήρα, όπως και αλληλέγγυες μορφές δράσης στον κοινωνικό χώρο (όχι νοούμενες βέβαια ως δημαγωγική πολιτική).

Σαφώς και η μελέτη ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι δύσκολη και απαιτεί προετοιμασία τόσο για τη ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του σημερινού κράτους όσο και την αναθεώρηση του Συντάγματος, πράγματα για τα οποία παρεμπιπτόντως έχουμε επαρκώς τεκμηριωμένη γνώση και άποψη. Αξίζει όμως τον κόπο, διότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει το άρμα του πολιτικού προγράμματος της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής αριστεράς πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να συσπειρωθούν ευρύτερες μάζες της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε από τώρα τι κράτος (με όλα τα παράλληλα δημοσιονομικά μέτρα) θα προκύψει βάσει των αναγκών της παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας, ξέρουμε όμως ποιο αυτοδιοικητικό πολιτικό πλαίσιο θα ενίσχυε την ανασυγκρότηση της οικονομίας, θα ενεργοποιούσε αντανακλαστικά τους παραγωγικούς φορείς, τα κινήματα και τα τοπικά συμβούλια (τη βάση δηλαδή), θα περιφρουρούσε την προσπάθειά μας από τα λάθη του σοσιαλιστικού κρατισμού, θα αποδυνάμωνε και θα μετασχημάτιζε τους υπάρχοντες κρατικούς μηχανισμούς άρα - μιλώντας με αυστηρά μαρξιστικούς όρους - θα ‘’κατέβαζε’’ χαμηλότερα τον έλεγχο των πυρήνων της πραγματικής εξουσίας.

Όπως καταλαβαίνουμε, ένα τέτοιο στρατηγικό πλαίσιο προσφέρει ανεκτίμητα πλεονεκτήματα, τόσο σε πρακτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, κυρίως όμως θα ενδυνάμωνε τις αριστερές συνεργασίες σε κοινωνική βάση και θα προετοίμαζε το πεδίο για μια ουσιαστική διαλεκτική ζύμωση των πολιτικών μας περί νομισματικής αυτονομίας και εξόδου από την Ε.Ε. Μια τέτοια προσέγγιση (κατέβασμα της εξουσίας στο λαό μέσω της αλλαγής της θεσμικής μορφής του κράτους) εκτός του ότι θα μιλούσε στην καρδιά των κινημάτων και των πολιτών, θα ήταν συνεπής τόσο με τον πυρήνα της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, όσο και με τα στάδια του δρόμου μας προς το σοσιαλισμό, συνεπής δηλαδή με τον εξής απλό συλλογισμό:

α) Αμφισβήτηση της ηγεμονίας του μονοπωλιακού - ολιγοπωλιακού κεφαλαίου ενταγμένη στα πλαίσια μιας πολιτικής που να ξεπερνά τη σκέτη διαχείριση της οικονομικής κρίσης του σημερινού συστήματος. β) Ριζικό μετασχηματισμό των οικονομικών μηχανισμών της καπιταλιστικής εξουσίας. γ) Ανατροπή του πυρήνα των σχέσεων παραγωγής. δ) Εφαρμογή μιας σοσιαλιστικής κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής. Πως …; Με τη ριζική μεταβολή του Κράτους [ακόμα καλύτερα, αν το μονολιθικό κράτος αντικατασταθεί από το προτεινόμενο εδώ «Αυτοδιοικητικό Κράτος των 13 Περιφερειών»] ως προϋπόθεση και μέσο για την επίτευξη των παραπάνω σταδίων.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτή η προσέγγιση θα αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της οικονομικής αναπτυξιακής πολιτικής των 13 Περιφερειών που είναι σαφώς περισσότερα από τα αντίστοιχα του σημερινού κεντρικού κράτους εξουσίας. Οι τοπικές κοινωνίες διαθέτουν πολλαπλά αναπτυξιακά εργαλεία που συρρικνώνονται λόγω κρίσης και ύφεσης. Διαθέτουν ευκολότερη πρόσβαση σε διαπεριφερειακές συνεργασίες που δεν απαιτούν τη διαμεσολάβηση των μηχανισμών της Ε.Ε.. Διαθέτουν πλήθος κοινοπρακτικών σχημάτων, συνεταιριστικών τραπεζών, μικρομεσαίων και οικογενειακών επιχειρήσεων ικανών να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση των θιγόμενων κλάδων [βλ. ΕΛΣΤΑΤ Έρευνες Εργατικού Δυναμικού και ΙΝΕ - ΓΣΕΕ 2013, 2014]. Παρέχουν αναλογικότερη και δικαιότερη κατανομή των κύκλων εργασίας, γεγονός που θίγει άμεσα την ισχύ των ολιγοπωλίων. Πληρούν περισσότερες προϋποθέσεις για μια πιο στοχευμένη μετατόπιση των τοπικών παραγωγικών συντελεστών από τον κορεσμένο τριτογενή τομέα στον δευτερογενή ή πρωτογενή. Επίσης, ο έλεγχος του κεφαλαίου στις μικροοικονομικές δομές μπορεί να είναι αποτελεσματικότερος, γεγονός που θα αυξήσει την ταξική ισχύ των εργαζομένων και όχι μόνο αυτό, αλλά θα ελέγξει σε μεγαλύτερο βαθμό τους νέους κύκλους συσσώρευσής του.

Όπως και να’ χει, από την εμπειρία μας βλέπουμε ότι οι δυσκολίες θα είναι τεράστιες. Ούτε ο βαθμός συνειδητότητας των μικρομεσαίων και εργατικών στρωμάτων είναι ο επιθυμητός, ούτε οι πιθανότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσες, ούτε παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι σε έναν δημοκρατικό δρόμο - και όχι αυταρχικό δρόμο τύπου ολοκληρωτικού καθεστώτος - οι δυνατότητες δολιοφθοράς της αστικής τάξης είναι ακόμα πιο αυξημένες. Αυτά θα ισχύουν πάντα. Τουλάχιστον με όσα αναφέρουμε εδώ, επιχειρούμε να ανοίξουμε έναν ουσιαστικό διάλογο και προβληματισμό για την υιοθέτηση ενός νέου στρατηγικού πολιτικού σχεδιασμού, που ίσως αποδώσει περισσότερους καρπούς.

#

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν και έχοντας γνώση της - αναπόφευκτης λόγω έκτασης - προχειρότητας ή ελλιπούς τεκμηρίωσης των όσων παραθέτω σ’ αυτό το κείμενο.

Σήμερα επείγει η σύνταξη ενός ευρύτατου κοινωνικού, ταξικού αντιμνημονιακού, αντικαπιταλιστικού μετώπου. Έως τώρα δεν βρήκαμε τον τρόπο. Φαίνεται δε να περιχαρακωνόμαστε για ακόμα μια φορά στη θαλπωρή των δεκάδων συνιστωσών ακόμα και μέσα στη ΛΑΕ. Οι ιδεολογικές καθαρότητες περισσότερο με ανασφάλεια μοιάζουν παρά με πρακτική ανάγκη. Άρα το ΠΩΣ χτίζουμε την ενότητα της Αριστεράς και το ΠΩΣ κερδίζουμε τον κόσμο στη βάση της πολιτικής μας για ανασυγκρότηση της παραγωγής, ανεξαρτητοποίηση της νομισματικής πολιτικής, κρατικοποίηση των τραπεζών, έξοδο από την Ε.Ε., κλπ δεν έχει βρεθεί ακόμα. Ιδεολογικά εργαλεία για τις σχέσεις κράτους - εξουσίας και τη μετάβαση σε ένα σοσιαλιστικό κράτος, δεν υπάρχουν επικαιροποιημένα και συγκροτημένα σε μια συμπαγή πολιτική θεωρία. Για να κάνουμε ένα βήμα μπροστά τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, πρέπει να προτείνουμε μια διαφορετική πολιτική στρατηγική. Ίσως το καταλληλότερο πεδίο είναι αυτό της αυτοδιοίκησης όπου οι σχέσεις είναι πιο κοντινές, οι θέσεις μας παρουσιάζονται πιο απτές και εξειδικευμένες, άρα κατανοητές και προσιτές. Το αίτημα για αποκέντρωση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ως νέα κρατική θεσμική μορφή, ίσως συσπειρώσει καλύτερα τη λαϊκή βάση και την προετοιμάσει για αλλαγές που μέχρι τώρα φαντάζουν ουτοπικές. Αν αυτό αποτελέσει το άρμα του πολιτικού προγράμματος της ΛΑΕ, (νοούμενο ως μέσο για τη διεκδίκηση οικονομικών, νομισματικών και δημοσιονομικών αλλαγών) ίσως οι ελπίδες μας για την κοινωνική ανατροπή και την άμεση ρήξη με τον καπιταλισμό, να είναι μεγαλύτερες. Μπορεί με άλλα λόγια να χρειαστεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα στο όραμα της ΛΑΕ που θα ευνοήσει τις αντικαπιταλιστικές συνεργασίες και θα προετοιμάσει καλύτερα το έδαφος. Για τέτοια οράματα που δείχνουν το δρόμο ανάμεσα στη ‘’μικροαστική ανυπομονησία του ΚΚΕ’’ και τη ‘’βίαιη ωρίμανση του ΣΥΡΙΖΑ’’, ο χρόνος κυλάει αργά.

Μέχρι τότε καλό είναι να μη βιαστούμε να υιοθετήσουμε παλιές συνταγές - ακόμα και αν αυτές παρουσιαστούν ως καινοτόμες ή ιδεολογικά υποτίθεται αναγκαίες - και ακόμα καλύτερο θα ήταν να επιδοθούμε σε έναν εξωστρεφή δημοκρατικό διάλογο τόσο ιδεολογικό όσο και προγραμματικό, που θα οδηγήσει στη συγκρότηση του κοινωνικοπολιτικού (και όχι απλά πολυκομματικού) μετώπου της ΛΑΕ.

* Μέλος της ΛΑΕ, Δρ. Φιλοσοφίας της Επιστήμης VUB - ULB.

Ετικέτες