ΑΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, Προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!» Κ. Βάρναλης
Στην παρούσα πολιτική συγκυρία και απέναντι σε μια κυβέρνηση που, παρακάμπτοντας τη βουλή, κυβερνάει με προεδρικά διατάγματα και σε μια κοινωνία που μετουσιώνει ταχύτατα την απελπισία και την οργή της σε φθόνο και εκφασισμό, οι κοινωνικές αντιστάσεις ξεπηδάνε με την σπαταλημένη ορμή του αυθόρμητου σκιρτήματος. Υψώνουν τη σημαία του δικαίου με την αφέλεια ενός θυμωμένου παιδιού.
Κι εμείς στο ΣΥΡΙΖΑ, «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», παρακολουθούμε και σχολιάζουμε τις διαδοχικές επιστρατεύσεις προσμένοντας να γίνει το θάμα και να πέσει η κυβέρνηση ως ώριμο καλοκαιρινό φρούτο! Μα δε διδαχτήκαμε τίποτα επιτέλους; Ποια εκλογική νίκη να προσμένουμε μέσα σε μια κόλαση κοινωνικής ήττας;
Κάθε κλαδική απεργία σήμερα αντιμετωπίζει την υπαρξιακή πρόκληση ή να ηττηθεί εν τω γεννάσθαι ή να αποκτήσει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ας γίνει επιτέλους συνείδηση της αριστεράς, διότι φαίνεται πως η κοινωνία το έχει ήδη αντιληφθεί, ότι ο αγώνας έχει παύσει από καιρό να είναι συνδικαλιστικός, δηλαδή, να επιδιώκει την ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων και ότι αν επιμείνει ως τέτοιος είναι καταδικασμένος στην ήττα. Ο λαός απαιτεί από εμάς, με όλη τη δύναμη της απελπισίας του, να οργανώσουμε την ανατροπή.
Για να είναι το φθινόπωρο θερμό, για να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, για να διεκδικήσουμε το χάδι της ιστορίας, ας τολμήσουμε να προσδώσουμε στην πάλη μας τα χαρακτηριστικά της πολιτικής σύγκρουσης! Ήρθε η ώρα της ανατροπής και, όπως το συμπυκνώνει ο Β. Ουγκώ: «Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της.»
Οι αποσπασματικοί συνδικαλιστικοί αγώνες είναι καταδικασμένοι στην ήττα.
Θεμέλιος λίθος κάθε απολογισμού μας πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι οι ηρωικοί αγώνες και οι αντιστάσεις που αναπτύσσονται ως σήμερα ηττώνται συναντώντας ανυπέρβλητα εμπόδια και συγκεκριμένα όρια. Οι αντανακλαστικές απαντήσεις, η ξεπερασμένη συνδικαλιστική ατζέντα, τα κλαδικά αιτήματα, ο κατακερματισμός είναι τα όρια αυτά, που τείνουν να αποκτήσουν δομικό χαρακτήρα εγκλωβίζοντας τους κοινωνικούς αγώνες στα στενά πλαίσια της πολυδιασπασμένης αριστεράς, χωρίς την ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και υποστήριξη. Κανένας κλάδος δεν έχει καταφέρει να πείσει πλειοψηφικά κομμάτια της κοινωνίας, με εξαίρεση ίσως την ΕΡΤ, ότι αγωνίζεται όχι αποκλειστικά για τη δική του σωτηρία αλλά υπερασπίζεται με τον αγώνα του ευρύτερα συλλογικά συμφέροντα. Αν για παράδειγμα ο αγώνας των εκπαιδευτικών προσλαμβάνεται από την κοινωνία ως στενά συντεχνιακός, αν αποτυγχάνει να πείσει ότι υπερασπίζεται το δημόσιο σχολείο και τη μόρφωση των παιδιών όλου του λαού, αυτό σημαίνει ότι αποτυγχάνει να κερδίσει την ηγεμονία στην κοινωνική διαπάλη. Το ταξικό συμφέρον του κόσμου της εργασίας, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ταυτιστεί με το καλό του κοινωνικού συνόλου και η ήττα αυτή στο πεδίο της ηγεμονίας συνεπάγεται αδυναμία συγκρότησης κοινωνικού συνασπισμού των δυνάμεων της εργασίας. Χωρίς όμως την χορωδία των κοινωνικών συμμαχιών, το σόλο της εργατικής τάξης θα είναι καταδικασμένο να ηχεί ως ένα μοιρολόι, ένας θρηνητικός κομμός αρχαίας τραγωδίας!
Οι κίνδυνοι που πρέπει να αποφύγουμε:
1. Να αποδεχτούμε ως αμετάβλητο όριο της πολιτικής και του προγράμματός μας την αδυναμία του κινήματος.
Η εκτίμηση ότι το εργατικό κίνημα είναι αναποτελεσματικό αλλά και ότι οι ευρύτεροι συσχετισμοί είναι δυσμενείς βρίσκει σύμφωνο ένα ευρύτατο φάσμα των δυνάμεών του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Μπροστά όμως στο συνταρακτικό αυτό γεγονός ο πολιτικός φορέας διστάζει και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες πολιτικές αναγνώσεις, ενώ ο χειμαζόμενος κόσμος της εργασίας μάς παρακολουθεί στην κυριολεξία με κομμένη την ανάσα.
Η πρώτη, η δεξιά ανάγνωση, εμφανίζεται ενδεδυμένη τον μανδύα του ρεαλισμού και διεκδικεί τον ρόλο ενός αντικειμενικού παρατηρητή της κοινωνικής διαπάλης: «Υπό ομαλές συνθήκες, η επιδίωξη μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς», όπως ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν και εύλογη και θεμιτή, εφόσον βέβαια συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις άσκησης πραγματικής εξουσίας, δηλαδή -πρώτα και κύρια- η στιβαρή παρουσία λαϊκού κινήματος, ικανού όχι μόνο να δώσει την εντολή στις πολιτικές δυνάμεις που το εκπροσωπούν αλλά και να απαιτήσει στη συνέχεια -και στην ανάγκη να επιβάλει- την εκτέλεσή της. Δυστυχώς σήμερα δεν συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις» (Γ. Μαύρου, Εφημερίδα των Συντακτών).Η ανάγνωση αυτή, αν και αισθάνεται μια δυσανεξία για τους συλλογικούς απολογισμούς, (αλήθεια ο απολογισμός του «εννιαμελούς» για την επιστράτευση των καθηγητών πότε κυκλοφορεί;) διαπιστώνει, όπως ειπώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο, ότι «στο παρελθόν οι κυβερνήσεις της αριστεράς προσφέρανε πολλά αλλά… πέσανε, διότι καλλιεργήσανε …μεγάλες προσδοκίες στο λαό»! Η αντίληψη αυτή υπεκφεύγει και παραιτείται από την δύσκολη αλλά αναγκαία προσπάθεια ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η άποψη αυτή διαθέτει κοινωνικό ακροατήριο, κοινωνική βάση. Φωνή της είναι το μοιρολόι των απελπισμένων της «ανθρωπιστικής καταστροφής» και πολλαπλασιαστής της η αποδοχή της κοινωνικής ήττας και η παραίτηση. Γιατί άλλωστε να χρονοτριβούμε στο χρονοβόρο έργο της ανασυγκρότησης του κινήματος, όταν βρισκόμαστε μια ανάσα από τον εκλογικό θρίαμβο; Η εκτίμηση αυτή, ρητή ή και άρρητη, βρίσκεται στη βάση της πρότασης για «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας». Έτσι περιχαρακώνεται ο αγώνας στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, εμπεδώνεται η ηττοπάθεια, περιορίζονται τα όρια άσκησης πολιτικής εκ μέρους της αριστεράς και το πρόγραμμά της εγκλωβίζεται σε έναν ρηχό μεταρρυθμισμό. Τελικά, οδηγεί τον λαό στην εμπέδωση της ήττας, στη λογική της ανάθεσης και των εκλογών ως ύστατο σωσίβιο. Αλλά αν δεν μπορείς να επιβάλεις τις εκλογές, μήπως φαντάζει τουλάχιστον αστείο συνεχώς να τις προφητεύεις;
Η δεύτερη προσέγγιση, η ριζοσπαστική, διαφέρει ριζικά, διότι, ενώ διαπιστώνει τους δυσμενείς συσχετισμούς, αναλαμβάνει ταυτόχρονα το επίπονο έργο της ανατροπής τους. Και ας αναγνωρίσουμε ότι η ανατροπή των συσχετισμών και η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, εκτός από οργανωτική και πολιτική, δεν παύει στο ελάχιστο να είναι και μια μεγάλη ιδεολογική διαπάλη στο χώρο των αξιών για την ταυτότητά του. Κατά συνέπεια, η αριστερά έχει λόγο ύπαρξης, όταν ριζοσπαστικοποιεί την κοινωνία και όχι όταν υποτάσσεται στο συντηρητισμό της, όταν πρόταγμα της δράσης της είναι να δημιουργεί ακροατήριο για το κοινωνικό της όραμα, τον σοσιαλισμό! Ταυτόχρονα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι χωρίς ένα ρωμαλέο εργατικό και λαϊκό κίνημα, χωρίς το οξυγόνο των ταξικών αγώνων η αριστερά είναι καταδικασμένη σε δεινή ήττα, πρώτιστα ιδεολογική, πολιτική και προγραμματική και στο τέλος και εκλογική. Σήμερα η επέλαση των βαρβάρων του μνημονίου επιχειρεί να αποσαρθρώσει το εργατικό κίνημα, την ίδια την κοινωνική βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί οποιαδήποτε αριστερή πολιτική. Απέναντι στην προσπάθειά αυτή του συστήματος, ας αποφύγουμε την παγίδα του κάθε μεταμοντέρνου θετικισμού, δηλαδή, το ρόλο του παρατηρητή, που δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ άλλων, συνδιαμορφώνει το πεδίο της παρατήρησης, της κοινωνικής διαπάλης, συνδιαμορφώνει τη συνείδηση, την πολιτικοποίηση και το βαθμό ανάπτυξης του κινήματος. Αν εξάλλου ως μαρξιστές αναζητούμε ένα πεδίο απολογισμού της όποιας πολιτικής ορθότητας, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την πολιτική και ιδεολογική επένδυση στο κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις του. Οι φιλόσοφοι αρκετά εξηγήσαμε την πραγματικότητα! Καιρός να την αλλάξουμε!
2. Να υποκαταστήσουμε την προτεραιότητα οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων από την επεξεργασία ενός εκλογικού προγράμματος.
«…η συζήτηση, μετά τα οργανωτικά και τα εσωκομματικά, θα μετατοπιστεί μοιραία και αναγκαστικά στα προγραμματικά ζητήματα……..«Είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε ένα νέο εκλογικό πρόγραμμα, δωρικό, συνοπτικό και συγκεκριμένο», δηλώνουν εμφατικά στους ηγετικούς κύκλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προετοιμάζουν το έδαφος για μια σειρά προγραμματικές συνδιασκέψεις αμέσως μετά το καλοκαίρι, οι οποίες πιθανότατα θα καταλήξουν σε ένα προγραμματικό συνέδριο εντός του έτους………. η μηδενιστική συζήτηση περί μνημονίου ή ακόμη και της διαγραφής του χρέους δεν θεωρείται το μείζον ζήτημα. Αντιθέτως, κάποιοι θέλουν να προχωρήσουν τη συζήτηση στο επόμενο στάδιο», μας πληροφορεί ο πάντα καλά ενημερωμένος και προπάντων «αμερόληπτος» παρατηρητής Α. Κωβαίος από το ΒΗΜΑ (Κυριακή 21/7).
Ας το ξεκαθαρίσουμε! Η επικέντρωση, σε σημείο ψυχαναγκασμού, στην εκπόνηση ενός αναλυτικού και «εφαρμόσιμου» προγράμματος συνιστά μέγιστη υπεκφυγή από τα πραγματικά πολιτικά μας καθήκοντα! Το οποιοδήποτε πρόγραμμα θα παραμείνει κενό γράμμα και ασκήσεις επί χάρτου, μια χίμαιρα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναλάβει να εκπονήσει και κυρίως να πραγματοποιήσει το σχέδιο της ανατροπής, αν δεν αναλάβει τον αγώνα για την εξουσία. Το μόνο πρόγραμμα που μας χρειάζεται στην παρούσα πολιτική συγκυρία είναι να μετατρέψουμε την κοινωνική κρίση, την κρίση νομιμοποίησης, στην πολιτική της έκφραση, σε κρίση εξουσίας. Το πρόγραμμα που σήμερα χρειάζεται ο λαός είναι η πολιτική μας συμβολή, ώστε να μετατρέψουμε τους τυφλούς και θνησιγενείς συνδικαλιστικούς αγώνες σε μια συνεκτική κοινωνική συμμαχία, που θα τολμήσει να πολιτικοποιήσει τα προτάγματά της και να αγωνιστεί για την ανατροπή της κυβέρνησης και των μνημονίων.
Γελιέται και παραπλανά και τους εργαζόμενους όποιος σήμερα πιστεύει ότι το κέντρο της πολιτικής μας δράσης πρέπει να επικεντρωθεί σε κάποιο εξειδικευμένο πρόγραμμα. Του διαφεύγει ότι, ενόσω κάποια επιτελεία «σοφών» θα επεξεργάζονται προγράμματα, τα ερείπια των κοινωνικών αγώνων θα τα μετατρέπουν σε ένα πουκάμισο αδειανό, μια φαντασίωση κάποιων αυτοϊκανοποιούμενων ειδικών της διακυβέρνησης. Ποια εμπιστοσύνη μπορεί να κερδηθεί στη βάση ενός τέτοιου προγράμματος και ποια η αξιοπιστία του πολιτικού φορέα που το εκπονεί, όταν αυτός αποδεικνύεται καθημερινά τραγικά ανεπαρκής να υπερασπιστεί τους εργαζόμενους, που κατά κύματα οδηγούνται στον Άδη; Εν τέλει ας το καταλάβουμε ότι η διαπάλη για τον χαρακτήρα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί στους κοινωνικούς αγώνες!
Ας μας πουν λοιπόν οι ειδήμονες της προγραμματικής εμβάθυνσης έστω μια λέξη για το χαρακτήρα που μπορεί και πρέπει να πάρει μέσα στις συνθήκες της σημερινής κοινωνικής κρίσης, των απολύσεων και των μετατάξεων, ο αγώνας γι’ αυτές τις προγραμματικές διεκδικήσεις. Ας μας πουν μια έστω λέξη γι’ αυτό που διψά να ακούσει κάθε εκπαιδευτικός, κάθε νοσηλευτής, κάθε εργαζόμενος στους δήμους, κάθε απολυμένος ή εν δυνάμει απολυμένος, κάθε άνεργος: πώς θα μετατρέψουμε τους αποσπασματικούς και ανεπαρκείς συνδικαλιστικούς αγώνες σε μια μεγάλη πολιτική απεργία, σε ένα εκτεταμένο κίνημα ανυπακοής για την ανατροπή της κυβέρνησης! Όσο δύσκολο και αν φαντάζει σήμερα, άλλο τόσο είναι αναγκαίο.
Διαφορετικά διακινδυνεύουμε και πάλι να παρασυρθούμε σε έναν ατελέσφορο κινηματισμό, στα όρια του ρηχού ακτιβισμού. Είναι ψυχοφθόρα και ατελέσφορη η εμπλοκή των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στα αντανακλαστικά ξεσπάσματα των πληττόμενων κλάδων χωρίς να διαθέτουν πολιτικό σχέδιο, χωρίς να παλεύουν μέσα στο κίνημα την πολιτική του γραμμή. Η κραυγή των αθλίων χρειάζεται το συνθέτη που θα την ενορχηστρώσει σε συμφωνία, το δίκαιο πρέπει να περιβληθεί το πολιτικό σχέδιο, για να ανυψωθεί σε ιστορική αναγκαιότητα!
Το σημαντικό στην πολιτική αυτή συγκυρία δεν είναι, επομένως, η λεπτομερής ανάπτυξη ενός κυβερνητικού προγράμματος, στη βάση του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θα πείσει την κοινωνία να τον ψηφίσει, διότι απλά η προτεραιότητα αυτή οδηγεί στη λογική της ανάθεσης και δεν οργανώνει την ανατροπή. Η ετοιμότητα της διακυβέρνησης δεν γίνεται κατανοητή από το λαό ως λεπτομερειακή πρόταση επί παντός επιστητού αλλά ως μια συνεκτική στοχοθεσία (κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή του απεχθούς χρέους, καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, στάση πληρωμών, έλεγχος της νομισματικής πολιτικής, δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας), ικανή να δημιουργεί όρους κινήματος, δηλαδή, ικανή να συσπειρώνει σε ένα κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό εξουσίας και έτσι ικανή να πείθει τον λαό ότι αν αυτοί είναι ο φόβος, εμείς είμαστε η ελπίδα! Επιβάλλεται μιλώντας τη γλώσσα της δυνατότητας να πείσουμε ότι το αναγκαίο είναι και εφικτό!
Τα πολιτικά καθήκοντα του ΣΥΡΙΖΑ: Ας αναλάβουμε να οργανώσουμε την μεγάλη πολιτική σύγκρουση της ανατροπής!
Για να είμαστε ρεαλιστές, το συνδικαλιστικό κίνημα , ένα βήμα πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του, βρίσκεται σε αδυναμία να διεξάγει στηριζόμενο στις δικές του δυνάμεις έναν αγώνα με πολιτικά χαρακτηριστικά. Μόνο τα πολιτικά υποκείμενα της αριστεράς και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο καθήκον, να εκπονήσει και να οργανώσει το πολιτικό σχέδιο της ανατροπής. Αυτό ακριβώς είναι το αδιέξοδο που συναισθάνεται ένα μέρος της κοινωνίας, που ωθείται στην παθητικοποίηση αλλά ταυτόχρονα και το αγωνιώδες αίτημα που διατυπώνει προς το ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια η κοινωνία μάς θέτει ενώπιον των πολιτικών μας καθηκόντων αλλά διατυπώνει ταυτόχρονα και το μέτρο με βάση το οποίο μας κρίνει. Ας το καταλάβουμε πριν είναι αργά ότι κάθε συνδικαλιστική αποτυχία, κάθε επιστράτευση πιστώνεται από την κοινωνία ως πολιτική νίκη της κυβέρνησης και ως πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Ας μη φαντασιωνόμαστε εκλογικούς θριάμβους στο έδαφος της κοινωνικής συντριβής!
Το πολιτικό μας καθήκον, επομένως, είναι να οργανώσουμε ένα Ενιαίο Μέτωπο Πάλης για την ανατροπή της κυβέρνησης και των μνημονίων. Αυτό σημαίνει:
α) Ως πολιτικό κόμμα είναι επείγον να αναλάβουμε μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία καλώντας τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς και όλους τους αγωνιστές να συναποφασίσουμε όχι απλά τη διεξαγωγή ενός αμυντικού συνδικαλιστικού αγώνα οπισθοφυλακών αλλά μια νικηφόρα πολιτική ανατροπή.Με την τόλμη που επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες ας καλέσουμε τον λαό στην μόνη ίσως μάχη που και ο ίδιος νιώθει ότι αξίζει να δοθεί. Στο κάλεσμα αυτό ο αδιαπραγμάτευτος στόχος για την κυβέρνηση της αριστεράς δεν πρέπει να τίθεται ως προαπαιτούμενο ενός τέτοιου μετώπου αλλά να την τροφοδοτεί και να την προετοιμάζει ως δυνατότητα, να είναι δηλαδή ένα ανοιχτό στοίχημα για το οποίο πρέπει να οικοδομούμε τις προϋποθέσεις. Το πρόταγμά μας για κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει να πάρει σάρκα και οστά, να εξειδικευτεί σε μέτωπο δράσης, προκειμένου να πάψει να είναι μια αόριστη ιδεολογική ζύμωση χωρίς νόημα, μία εξαγγελία χωρίς αντικείμενο.
Η δημόσια διατύπωση μιας τέτοιας πρόσκλησης υλοποιεί έμπρακτα και με πολιτική συνέπεια την προεκλογική μας διακήρυξη για ενότητα της αριστεράς, απηχεί τους πόθους όλων των εργαζομένων για ενότητα στη δράση, εκθέτει στην κριτική τις ηγεσίες που τυχόν θα την απορρίψουν, διαμορφώνει νέους συσχετισμούς και για τους λόγους αυτούς προετοιμάζει ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Το ιστορικό πρόβλημα αλλά και ο δικός μας ιστορικός ρόλος είναι να συμβάλουμε, ώστε οι οργανώσεις της αριστεράς, που εξακολουθούν να υπάρχουν από τους διάφορους σταθμούς που πέρασε η πάλη των τάξεων, να δράσουν από κοινού, να αναλάβουν μεγάλες κινηματικές πρωτοβουλίες, που θα στηρίζονται όμως πολιτικά, ώστε οι θνησιγενείς συνδικαλιστικοί αγώνες να αποκτήσουν χαρακτήρα ενός μεγάλου ενιαίου πολιτικού αγώνα για την ανατροπή κυβέρνησης και μνημονίων. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
β) Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ, δια των συνδικαλιστικών στελεχών του, χρειάζεται να αναλάβει μια μεγάλη πρωτοβουλία μέσα στο κίνημα, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα των δυνάμεων της εργασίας και ο συντονισμός στη δράση τους. Στη σημερινή ιδιαίτερα συγκυρία της ταξικής διαπάλης,με ανοιχτό το μέτωπο της ΕΡΤ, με τις χιλιάδες απολύσεων στην εκπαίδευση, στους δήμους, αύριο στην υγεία, στην αμυντική βιομηχανία υπάρχει το έδαφος για να δημιουργηθεί ένα κέντρο αγώνα. Είναι ώριμος και αναγκαίος ο αγωνιστικός συντονισμός δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρωτοβάθμιων σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, ώστε να ξεπεραστούν στη δράση οι ιστορικές πληγές του εργατικού κινήματος. Και βέβαια, με δεδομένο τον προδοτικό ρόλο των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ο συντονισμός των αγώνων από ένα άλλο κέντρο πρέπει να γίνει κατανοητός ως η αναγκαία προϋπόθεση της πολιτικής ανατροπής. Το σχέδιο αυτό έχει δύο πλευρές, αφενός να συνενώσει τις οργανωμένες δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος και αφετέρου να συσπειρώσει τις πλατιές μάζες της κοινωνίας και τους άνεργους, που βρίσκονται σε κατάσταση αδράνειας ακόμα και κοινωνικού αυτοματισμού. Ας έχουμε επίγνωση ότι μόνο μέσα στις υψηλές θερμοκρασίες των κοινωνικών αγώνων αναζωπυρώνεται η ελπίδα.
γ)Τέλος, οι νομαρχιακές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ πανελλαδικά πρέπει να συνεδριάσουν και να συντονίσουν τις τοπικές οργανώσεις ώστε να δημιουργηθούν σε κάθε δήμο, σε κάθε γειτονιά πλατιές, ενωτικές επιτροπές αγώνα από όλες τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, έτσι ώστε ο αγώνας να βγει από τα στενά συνδικαλιστικά του όρια, να απλωθεί και να κερδίσει τη συμπαράσταση ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας, με απώτερο στόχο την οργάνωση μιας μεγάλης πολιτικής κινητοποίησης, ενός ρεύματος πολιτικής ανυπακοής, που θα ανατρέψει την κυβέρνηση. Με τις δράσεις αυτές να στοχεύσουμε στη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικού μετώπου, ενός νέου ιστορικού συνασπισμού των δυνάμεων της εργασίας, ικανού για την ηγεμονία.
Τίποτα δεν θα είναι εύκολο, τίποτα δεν είναι αυτονόητο σε μια κοινωνία βαθειά απογοητευμένη, καχύποπτη και αποπροσανατολισμένη. Αν όμως αντιλαμβανόμαστε ότι τα παλιά εργαλεία της αριστεράς, οι αμυντικοί συνδικαλιστικοί αγώνες, η ιδεολογική ζύμωση και οι εκλογικές μάχες, έχουν σκουριάσει, αν αντιλαμβανόμαστε την ιστορική πρόκληση και τα καθήκοντα που ο ίδιος ο λαός μάς αναθέτει –και όσο ακόμα υπάρχει το πολιτικό μας κεφάλαιο- ας ενώσουμε τη φωνή μας με αυτή του Νταντόν: «Τόλμη, πάντοτε τόλμη, ακόμη περισσότερη τόλμη!».