Μια κριτική αποτίμηση των κυβερνητικών προθέσεων και τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ώστε να κινητοποιηθεί μια νέα «γενιά του άρθρου 16».

Ο Άμπροουζ Μπιρς υπήρξε δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, τυχοδιώκτης πρώτης γραμμής, αιχμηρός αρθρογράφος και σατιρικός συγγραφέας, αυτόπτης μάρτυρας του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και αιώνια αγνοούμενος στα βουνά του επαναστατημένου Μεξικού το 1914. Έμεινε επίσης διάσημος για ορισμένους (αφ)ορισμούς του, που αναφέρονταν στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς των ΗΠΑ. Σε έναν από αυτούς, ο Μπιρς έγραφε: «Συνταγματολόγος είναι αυτός που μπορεί να σου υποδείξει 1.000 τρόπους για να παραβιάσεις το Σύνταγμα της χώρας σου».

Αν και αυτός ο ορισμός του Μπιρς δεν συνοδεύτηκε ποτέ για παράδειγμα από μια φωτογραφία του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι φανερό ότι ταιριάζει γάντι σε πολλούς συνταγματολόγους και «συνταγματολόγους», που θα αρχίσουν να πλημμυρίζουν τη δημόσια σκηνή, πολύ σύντομα, εξαιτίας του εναρκτήριου λακτίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση, το οποίο έχει ήδη δώσει ο πρωθυπουργός (και η «Καθημερινή»- μην χάσει...) τις τελευταίες μέρες.

 

Σε ένα από τα πιο πρόσφατα επεισόδια του σίριαλ, που θα ταλαιπωρήσει τα μάτια και τα αυτιά μας σε πρώτη φάση έως τις 24 Ιουλίου, ο υπουργός τύποις Εργασίας ουσιαστικά Ανεργίας, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ο ίδιος, αρχισυντάκτης ως φαίνεται της αλά ΣΥΡΙΖΑ αναθεώρησης, Γιώργος Κατρούγκαλος μας πληροφόρησε από τις στήλες της εφημερίδας RealNews ότι η συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να υποβληθεί στην κρίση του λαού μέσω δημοψηφίσματος, σαν «κρίσιμο, εθνικό θέμα». Για την ακρίβεια, μπορεί, κατά τη γνώμη του, να υποβληθεί «η ανάταξη και η επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος», με άλλα λόγια προϊδεάζει ότι μέρος των προτεινόμενων διατάξεων που θα αφορούν το πολιτικό σύστημα, θα κριθούν (και) με δημοψήφισμα, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος.

 

Από τη στιγμή, λοιπόν, που όπως όλα δείχνουν από πολύ έγκυρα χείλη, η Όλγα Γεροβασίλη δεν εξετράπη από μια υπόγεια, κυβερνητική γραμμή, όταν άφηνε αυτό το ενδεχόμενο ανοικτό, το θέμα που γεννάται είναι κατά πόσο η συνταγματική αναθεώρηση ή μέρος της είναι «εθνική υπόθεση», η οποία σηκώνει δημοψήφισμα και τι τελικά επιδιώκει η κυβέρνηση και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ με τη συντήρηση της συζήτησης αυτής. Προτού φθάσουμε όμως σε αυτό, ας υπενθυμίσουμε τη συνταγματική αλφαβήτα. 

 

Τι πραγματικά προβλέπεται για τη συνταγματική αναθεώρηση και μια ανασκόπηση στα 1986/2001/2008

 

Ο λαός, ως εκλογικό σώμα, συμμετέχει στη συνταγματική αναθεώρηση μέσω της κάλπης που μεσολαβεί ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φάση της διαδικασίας, την πρώτη Βουλή και τη δεύτερη Βουλή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 110, που ρυθμίζει κατά τρόπο αποκλειστικό τα της αναθεώρησης – με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άλλος, συνταγματικά νόμιμος τρόπος να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Αν ο συντακτικός νομοθέτης το 1975, ήθελε να προβλεφθεί ειδικό, συνταγματικό δημοψήφισμα, σε οποιαδήποτε φάση, για οποιοδήποτε μέρος ή το όλον των διατάξεων, θα το είχε προβλέψει. Βέβαια εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι συντακτικός νομοθέτης το 1975 ήταν μια Βουλή με μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, όπου δέσποζε – με όλες τις έννοιες του ρήματος – ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που δεν τον λες ακριβώς και τον πιο προοδευτικό ή δημοκράτη ή ανοικτό σε μορφές άμεσης δημοκρατικής έκφρασης πολιτικό – παρά και τα όσα απίθανα κατά καιρούς έχει πει ο Τσίπρας για το πρόσωπο του σε διάφορες εκδηλώσεις του ομώνυμου Ιδρύματος... Εξάλλου, ο Καραμανλής (και οι άλλοι συντάκτες με πρώτον τον Τσάτσο) είχε ακολουθήσει σχεδόν πιστά, το 1975, το πρότυπο των γαλλικών Συνταγμάτων και πιο συγκεκριμένα του τελευταίου, γκωλικού, και ήταν κοινό μυστικό ότι θαύμαζε τον Γάλλο στρατηγό, ειδικά όταν αυτός έπαιρνε τις κλίσεις του προς τα άκρα δεξιά, τα εθνικιστικά και τα αυταρχικά.

 

Ας επιστρέψουμε όμως στον παράγοντα «λαό» όπως συμμετέχει στη συνταγματική αναθεώρηση, ακριβέστερα, τον ρόλο που του επιφύλαξαν τα κόμματα εξουσίας, καθώς έχουμε την εμπειρία τριών αναθεωρήσεων από το 1975, το 1986, το 2001 και το 2008.

 

Οι (ενδιάμεσες ανάμεσα στην προτείνουσα και την αναθεωρητική Βουλή) εκλογές του 1985 υπήρξαν ένας θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ πάνω στον υποτιθέμενο τερματισμό της καραμανλοκρατίας, που προπαγάνδιζε τότε με πηχυαίους τίτλους και η «Αυριανή», την ολοκλήρωση της Αλλαγής με «ακόμη καλύτερες μέρες» και την μικρή Αννούλα στο μπαλκόνι της πλατείας Συντάγματος. Η αναθεώρηση πέρασε ελαφρώς σε δεύτερη μοίρα, εξάλλου το πολιτικά μείζον για το ΠΑΣΟΚ είχε επιτευχθεί – ο Καραμανλής δεν θα ήταν για δεύτερη συνεχόμενη θητεία ένοικος του Προεδρικού Μεγάρου και το ξήλωμα των «υπερεξουσιών» του Προέδρου ακολούθησε αυτήν την εξέλιξη.

 

Το 2000, ο προεκλογικός αγώνας του πράσινου και γαλάζιου δικομματισμού περιστράφηκε γύρω από την «υγεία» του Χρηματιστηρίου, τον «λαϊκό καπιταλισμό» των μετοχών και του δείκτη και τη «νέα Μεγάλη Ιδέα» των Ολυμπιακών Αγώνων – το Σύνταγμα χάθηκε σχεδόν εντελώς από τη δημόσια συζήτηση.

 

Το 2007, οι εκλογές έγιναν πάνω στις στάχτες και τα πτώματα των πυρκαγιών στην Πελοπόννησο και την Εύβοια, με πρωταγωνιστές τον «στρατηγό άνεμο» και τα τριχίλιαρα από τα κρατικά ταμεία, που μοίραζαν, με τα ίδια τους τα χέρια, πολιτευτές της ΝΔ στην Ηλεία και την Αχαΐα σε πραγματικούς και λιγότερο πραγματικούς πυρόπληκτους – το Σύνταγμα εξαφανίστηκε πίσω από τους καπνούς.

 

Όπως δείχνει επομένως η πρόσφατη ιστορία, οι αναθεωρήσεις πέρασαν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων προεκλογικών εκστρατειών, δεν αποτέλεσαν μέρος της δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης, δεν έγιναν με τον λαό ενήμερο και κοινωνό για τα όσα σχεδιάζονταν ή προτείνονταν ή είχαν δρομολογηθεί – με μια ενδιαφέρουσα και διδακτική, για την Αριστερά, εξαίρεση.

 

Ο αγώνας της γενιάς του άρθρου 16 – πυξίδα για το σήμερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπροστά στην αναθεώρηση

 

Η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 και η πρόβλεψη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων πολεμήθηκε από το εκπαιδευτικό και φοιτητικό κίνημα του 2006-7, στους δρόμους, τις πορείες και τα αμφιθέατρα, με αποτέλεσμα να τερματιστεί εν τη γενέσει της αυτή η αρχικώς γαλαζοπράσινης απόχρωσης νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση. Αυτή η προ δεκαετίας νίκη, λαϊκή, ταξική, νεανική, που υπήρξε πρώτη φάση των νεολαιίστικων κινημάτων - ακολούθησε σχετικά σύντομα ο  Δεκέμβρης του 2008 - και συντελέστηκε μέσα σε κλίμα νεοφιλελεύθερης υστερίας στα ΜΜΕ και άγριας καταστολής από τα ΜΑΤ στις πορείες, μπορεί να αποτελέσει πυξίδα και οδηγός ενόψει της νέας συνταγματικής αναθεώρησης, για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και αυτό γιατί από πολλές πλευρές προοικονομείται και σχεδιάζεται όχι μόνο η τροποποίηση του άρθρου 16 και η πλήρης ιδιωτικοποίηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά αφήνεται να εννοηθεί ότι θα επιχειρηθεί ευρείας κλίμακας παρέμβαση σε όλο το φάσμα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων – δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνδικαλίζεσθαι, δικαίωμα του απεργείν, ελευθερία του Τύπου, παιδεία, πολιτισμός, προστασία του περιβάλλοντος, ενδεχομένως και στην ιδιοκτησία σαν εκ των υστέρων νομιμοποίηση των μεθόδων πολύμορφης δήμευσης, προκειμένου όλα να κατατείνουν στον προσανατολισμό της πάση θυσία των λαϊκών τάξεων οικονομικής «ανάπτυξης».

 

Οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης και της ηγετικής ομάδας στο Μέγαρο Μαξίμου για το «συνταγματικό δημοψήφισμα»

 

Η συζήτηση όμως ειδικά για «συνταγματικό δημοψήφισμα» συντηρείται πια στην επιφάνεια από τα πλέον αρμόδια χείλη, από τον συνταγματολόγο (ή... «συνταγματολόγο») Γιώργο Κατρούγκαλο. Θα πρέπει επομένως να θεωρήσουμε υπαρκτό έναν κεντρικό σχεδιασμό, ο οποίος εκπορεύεται από την πρωθυπουργική καμαρίλα και βάζει στο πολιτικό και επικοινωνιακό πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης και την προκήρυξη δημοψηφίσματος με αντικείμενο «την ανάταξη του πολιτικού συστήματος», όπως λέει ο Κατρούγκαλος. Και εδώ έχουμε μερικά δεδομένα:

 

1ον : Ανάταξη του πολιτικού συστήματος με τις μέχρι στιγμής διαρροές, τα προηγούμενα σχέδια αναθεώρησης που είχε καταθέσει η ΝΔ το 2011 και το 2014 και τα κατά καιρούς δημοσιεύματα ή τις «απόψεις», που έχουν κατατεθεί στη δημόσια σφαίρα, ισοδυναμεί με αυξημένες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εκλογή αυτού (σε κάποιο στάδιο, άμεσα ή μέσω ειδικού εκλεκτορικού σώματος) από τον λαό.

 

2ον : Ο εφαρμοστικός νόμος του άρθρου 44, παρ. 2 του Συντάγματος, ο ν. 4023/2011 που προσδιορίζει τους όρους διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, δεν είναι ταυτόχρονα και ερμηνευτικός. Δεν προσδιορίζει δηλαδή ποιες είναι οι περιπτώσεις δημοψηφίσματος για «κρίσιμο, εθνικό θέμα», δεν ερμηνεύει το Σύνταγμα, δεν καθορίζει την έννοια του «εθνικού» - και ανεξάρτητα αν πέρυσι εφαρμόστηκε και ερμηνεύτηκε σωστά ως προς το θέμα του δημοψηφίσματος για την πρόταση δανειακής συμφωνίας Γιούνκερ (διεθνής συμφωνία και δέσμευση της Ελλάδας) και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα και τη διαχείριση αυτού από τον πρωθυπουργό μετά την 5η Ιουλίου. Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι είναι ένα έλλειμμα του νόμου η απουσία προσδιορισμών τόσο για το «εθνικό» όσο και για το «σοβαρό, κοινωνικό ζήτημα». Γενικά ο ν. 4023/2011 είναι προβληματικός σε πολλά σημεία του (όσο προβληματικό είναι και το συνταγματικό άρθρο)  – κάτι που είχε διαπιστώσει και διατυπώσει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αντιπολίτευση το 2011 αν και τον εφάρμοσε (με συγκεκριμένες – τελευταίας στιγμής - αλλαγές) το 2015.

 

3ον : Ότι οτιδήποτε ανάγεται στη σφαίρα του «εθνικού» στην Ελλάδα αποκτά διαστάσεις μεταφυσικής πλαστολογίας, που αποκρούει οποιαδήποτε νηφάλια, λογική, τεκμηριωμένη ή αιρετική άποψη και προσέγγιση – με άλλα λόγια, μια μεθόδευση αναγωγής της συνταγματικής αναθεώρησης (ή μέρους της) σε «εθνικό ζήτημα» αποτελεί τον πειραματικό σωλήνα φαλκίδευσης των υπαρχόντων όρων του Συντάγματος και επιβολής σιωπητηρίου σε οποιαδήποτε αντίθεση όχι στο δημοψήφισμα απλώς, αλλά στα πραγματικά, μεγάλα διακυβεύματα που θα έθετε μια απονεύρωση και ένας «συνταγματικός θάνατος» των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

 

Και μετά τα δεδομένα, περνάμε στις υποθέσεις... :

 

1η: Ο Τσίπρας έχει προαποφασίσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με αντικείμενο και ερώτημα τις αρμοδιότητες και την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να αποδιοργανώσει τη ΝΔ και να απευθυνθεί στο δεξιό, καραμανλικό ακροατήριο, προς το οποίο πολλές πηγές, κέντρα και παράκεντρα της εξουσίας υπαινίσσονται ότι ένας ενισχυμένος ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας θα ενδιέφερε σφόδρα τον Κώστα – Μεγάλο Σιωπηλό της Ραφήνας – Καραμανλή, έτσι ώστε να επανέλθει στην κεντρική, πολιτική σκηνή, με αποτέλεσμα να προκαλείται ο ανάλογος πονοκέφαλος στην πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη μπροστά σε μια τέτοια εξέλιξη. 

 

2η: Για τον σκοπό αυτό, θα τροποποιηθεί, με πρωτοβουλία Κατρούγκαλου και του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο ν. 4023/2011 ακόμη και την τελευταία στιγμή, ώστε να ερμηνευθεί ο όρος του «εθνικού ζητήματος» κατά τρόπο εξαιρετικά διασταλτικό, προκειμένου να εντάσσεται σε αυτόν και η «αναδιάταξη και επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος».

 

3η: Ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα συσπείρωνε ενδεχομένως την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη δείχνει σημάδια αναστάτωσης και δυσφορίας μπροστά σε μια συνταγματική αναθεώρηση που δίπλα σε μια «αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος» θα έφερνε και μια «διάλυση των υπολειμμάτων του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων». Κυρίως όμως ένα δημοψήφισμα με τέτοιο περιεχόμενο, θα επιχειρούσε να αναζωογονήσει το επικοινωνιακό και βοναπαρτιστικό προφίλ του ηγέτη – πρωθυπουργού, πέρα από τις επιμέρους δεσμεύσεις και τον οδοστρωτήρα του τέταρτου μνημονίου ο οποίος ζεσταίνει τις μηχανές του το προσεχές φθινόπωρο.

 

Αν όλα αυτά συντρέχουν, θα το διαπιστώσουμε πολύ σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, ο διάλογος και η αναμέτρηση για το «νέο Σύνταγμα» δεν πρέπει να αφήσουν αδιάφορη την ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική Αριστερά, από τη στιγμή που επιχειρείται η πλήρης και συνταγματικά «καθαρή» επιβολή του μεταδημοκρατικού, νεοφιλελεύθερου καθεστώτος.

 

Αν πάλι ο καβγάς για το «συνταγματικό δημοψήφισμα» γίνεται για την Προεδρία της Δημοκρατίας, μπορούμε να θυμηθούμε και πάλι τον Άμπροουζ Μπιρς και τον ορισμό του για την Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών: Ένα παχύ και ωραίο γουρούνι, που παίζει στα καταπράσινα λιβάδια της αμερικανικής πολιτικής...