Η παρέμβαση του Παναγιώτη Σωτήρη (ΑΡΑΝ-ΛΑΕ), στο Διεθνές Τριήμερο που διοργάνωσε το Rproject, στη συζήτηση "Η Ευρώπη σε κρίση".

Καταρχάς, ο τίτλος της εκδήλωσης είναι απόλυτα ταιριαστός. Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η απόφαση της Βρετανίας, της 5ης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, να αποχωρήσει από την υποτίθεται πιο προχωρημένη οικονομική ολοκλήρωση του πλανήτη αυτό ακριβώς συμπυκνώνει. 

Η Ευρώπη σήμερα είναι ο «μεγάλος ασθενής» στον παγκόσμιο χάρτη από όλες τις απόψεις.

Οικονομικά, το ευρώ έδειξε ότι αποτελεί στην πραγματικότητα έναν ακραίο μηχανισμό επιβολής νεοφιλελεύθερων πολιτικών και διαρκούς δημιουργίας ανισοτήτων προς όφελος των χωρών του κέντρου. Στην κρίσιμη αναμέτρηση με τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης κατάφερε απλώς να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα διαμορφώνοντας συνθήκη στασιμοαποπληθωρισμού. Το μόνο που εντείνεται στην Ευρώπη είναι η επίθεση στο κοινωνικό κράτος, η λιτότητα,  ανεργία και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Πολιτικά η ΕΕ εξελίσσεται σε ό,τι το πιο αντιδημοκρατικό έχει δει η «Γηραιά Ήπειρος» από την εποχή του Ναζισμού. Διαρκής υπονόμευση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας, ακύρωση της λαϊκής κυριαρχίας, νέες μορφές οικονομικής και πολιτικής επιτήρησης, διαρκή μεταμοντέρνα πραξικοπήματα, συνεχές πάρτι για τα οργανωμένα συμφέροντα και τα λόμπι στις Βρυξέλλες. Τα Μνημόνια έδειξαν με τον πιο ωμό τρόπο όχι την «εξαίρεση» αλλά τη νέα κανονικότητα της Ευρώπης. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει μια βαθιά ηγεμονική κρίση, με μια πολιτική τάξη, κεντροδεξιά και κεντροαριστερή πλήρως αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα, ένα κλειστό κλαμπ με βασική ενασχόληση τις περιστρεφόμενες πόρτες ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στο κράτος, να συναντά σήμερα ολοένα και μεγαλύτερη εχθρότητα από τις κοινωνίες.

Ιδεολογικά και πολιτισμικά, η διαμόρφωση ενός τοπίου όπου κυριαρχεί η ισλαμοφοβία, ο αποικιακός ρατσισμός, η διαρκής προσπάθεια στιγματισμού των υποτελών τάξεων, τα νέα τείχη εσωτερικά και εξωτερικά απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, επικυρώνουν έναν δρόμο πραγματικής παρακμής.

Γεωπολιτικά, μετατρέπεται σε απλό προσάρτημα προς τις νατοϊκές πολιτικές, αποδέχεται πολιτικές, όπως οι κυρώσεις στη Ρωσία, ακόμη και εάν είναι αντίθετες στα όποια συμφέροντά της, ή αποτελεί το χρήσιμο στήριγμα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.

Απέναντι σε αυτή την Ευρώπη το καθήκον των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν είναι να είναι  απλώς «ευρωσκεπτικιστικές» αλλά να είναι βαθιά, κάθετα ανυποχώρητα αντιευρωπαϊστικές. Είναι αδύνατο να υπάρξει άλλη πορεία μιας χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική θα αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα στο δίλημμα ανάμεσα στη ρήξη, δηλαδή την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, και την συνθηκολόγηση, με την τελευταία να σημαίνει ταπείνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας όπως έδειξε δυστυχώς και η ελληνική τραγωδία και η όλη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ.

Ειδικά για την Ελλάδα που έχει να αντιμετωπίσει το βραχνά του χρέους και των μνημονίων είναι απόλυτα σαφές ότι η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ είναι το αναγκαίο βήμα. Για να πεις παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους χωρίς να μπορούν να σε επηρεάσουν οι εκβιασμοί από τον έλεγχο ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος από την ΕΕ. Αλλά και φυσικά για να πεις όχι στα μνημόνια χωρίς να εξαρτιέσαι από τις χρηματοδοτικές ενέσεις της ΕΕ είτε πρόκειται για τις δανειακές συμβάσεις είτε για τις χρηματοδοτήσεις μέσω ΕΣΠΑ.

Και για αυτό το λόγο το μήνυμα του Brexit ήταν για εμάς εδώ μήνυμα αισιόδοξο. Γιατί έκανε προφανή την βαθιά και μη αντιστρέψιμη κρίση της ΕΕ αλλά και το ότι η ρήξη μπορεί να γίνει. Δεν υποτιμούμε την εθνικιστική και αντιδραστική ρητορική που συνόδεψε μεγάλο μέρος της εκστρατείας υπέρ του Brexit, αλλά ξέρουμε ότι μεγάλο μέρος των στρωμάτων που το υποστήριξαν το έκαναν ακριβώς γιατί αισθάνονταν ότι έπρεπε να ανακτήσουν πλευρές λαϊκής κυριαρχίας.

Οι δυνάμεις της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη πρέπει να είναι πρωτοπόρες στο να πουν εδώ και τώρα, Έξω από την Ευρωζώνη - Ανυπακοή / Ρήξη / Έξοδος από την ΕΕ. Ως αναγκαία προϋπόθεση για ένα πρόγραμμα μεταβατικό, πρόγραμμα ανατροπών, τομών και πειραματισμών σε σοσιαλιστική κατεύθυνση και όχι απλώς αναδιανομής και «ανάπτυξης». Με την επίγνωση ότι το βάθος των αποτελεσμάτων των αναδιαρθρώσεων που έφερε η μακρόχρονη πρόσδεση στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, αλλά η αντιπαλότητα των αστικών μερίδων που στήριξαν και στηρίζουν τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό», σημαίνουν ότι εξαρχής χρειάζεται σοσιαλιστικός προσανατολισμός στις παρεμβάσεις και όξυνση των ταξικών αγώνων και ότι δεν αρκεί από μόνη της η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας. Με εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του κόσμου του αγώνα να βάλει πλάτη, να συνεισφέρει με την πάλη, αλλά και τη δημιουργικότητα και την εφευρετικότητά του στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Ότι σήμερα υπάρχουν δυνάμεις της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού που υιοθετούν ρητορικές κατά της ΕΕ δεν πρέπει να μας κάνει να υποχωρήσουμε από την κεντρικότητα του στόχου της ρήξης με την ΕΕ. Το ακριβώς αντίθετο: επιβάλλει να κάνουμε ακόμη πιο συστηματική δουλειά, να δείξουμε ότι μόνο η δική μας πρόταση, με το μεταβατικό πρόγραμμα, που είναι σε δημοκρατική, σοσιαλιστική και διεθνιστική κατεύθυνση μπορεί να φέρει μια άλλη κατάσταση στη χώρα και όχι ο δήθεν ευρωσκεπτικισμός της Ακροδεξιάς.

Ήταν μεγάλο λάθος, που τις συνέπειές του πληρώνουμε ακόμη, ότι μεγάλα κομμάτια της Ευρωπαϊκής Αριστερά έκαναν μια σύγχυση ανάμεσα στο διεθνισμό και την ευρωπαϊσμό. Ο ευρωπαϊσμός είναι ο εθνικισμός του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Η «ενωμένη Ευρώπη» ήταν ένα πεδίο ναρκοθετημένο, θεσμικά, νομισματικά, πολιτικά, για τα λαϊκά κινήματα, ήταν η προσπάθεια ακύρωσης της δυνατότητας των αγώνων ήταν η αναίρεση του διεθνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου η Αριστερά εθελοτυφλούσε για πολλά χρόνια απέναντι στην αναγκαία πάλη κατά της ΕΕ, κατά του ευρωπαϊσμού, κατά του ευρώ, είχαμε και τη μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακροδεξιάς που προσπαθούσε με τη ρατσιστική και εθνικιστική ρητορική της να καταλάβει χώρο. Και το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο να μην υπάρχει ουσιαστική προγραμματική επεξεργασία για το πώς μπορεί να γίνει η ρήξη, για το μεταβατικό πρόγραμμα, για τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε νομισματική κυριαρχία, εθνικοποιήσεις, εργατικό έλεγχο, αυτοδιαχείριση. Αντ’ αυτού είχαμε την ατερμονή ρητορική του αριστερού ευρωπαϊσμού που στο όριό της οδηγούσε σε καταστάσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ όπου ήταν αδύνατο ακόμη και να διανοηθούν τη ρήξη.

Το αίτημα της εξόδου από το ευρώ και από την ΕΕ δεν είναι ούτε εθνικιστικό, ούτε εθνοκεντρικό. Είναι αίτημα ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας από ένα δυνάμει ιστορικό μπλοκ των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού, για μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική, είναι η προϋπόθεση για έναν πραγματικό διεθνισμό, είτε μιλάμε για την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες είτε μιλάμε για διεθνείς σχέσεις που να στηρίζονται στην αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και τις πρακτικές τους. Ο διεθνισμός σήμερα δεν μπορεί να περάσει μέσα από την ουτοπία μεταρρύθμισης μιας ΕΕ που δεν μεταρρυθμίζεται, ούτε από τη φαντασίωση μιας πανευρωπαϊκής εξέγερσης που λειτουργεί τελικά ως άλλοθι για την στρατηγική απραξία. Ο διεθνισμός περνάει μέσα από την προσπάθεια να μετατρέψουμε κάθε μία χώρα σε έναν «αδύναμο κρίκο», μέσα από την προσπάθεια να υπάρξει ένα κύκλος ρήξεων και αποχωρήσεων που μπορεί να οδηγήσει και σε συνολικότερη αποδιάρθρωση την ίδια την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Για το σκοπό αυτό είναι επιτακτικό να υπάρξει μια πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία, διαλόγου και κοινής δράσης, με κεντρική αιχμή την αντίθεση στο ευρώ και την ΕΕ, που να βάζει το στόχο της εξόδου από το ευρώ και προοπτικά την ΕΕ σε κάθε μια χώρα, αλλά και της διάλυσης της ΕΕ συνολικά. Μιας πρωτοβουλίας ανοιχτής σε όλα τα αριστερά και προοδευτικά κινήματα που τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με έμφαση στην προσπάθεια για κοινή προγραμματική επεξεργασία. Με οικοδόμηση σε πολιτικό επίπεδο, του διεθνισμού και της συνεργασίας που είναι όντως το όραμά μας για μια Ευρώπη απαλλαγμένη από την ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν και οι πρωτοβουλίες της Λαϊκής Ενότητας.