Η φεβρουαριανή επανάσταση ξέσπασε σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια και σάρωσε μια αιματοβαμμένη μοναρχία

«Εμείς, η παλιότερη γενιά, μπορεί να μη ζήσουμε για να δούμε τις αποφασιστικές μάχες αυτής της επερχόμενης επανάστασης», προειδοποιούσε ο Λένιν σε μια παρουσίαση προς μια ομάδα Ελβετών νεολαίων, με αφορμή τη δωδέκατη επέτειο της ηττημένης επανάστασης του 1905. Η αντιπαράθεση αυτού του σχολίου του με το γεγονός ότι ο τσάρος Νικόλαος Β’ έπεσε μόλις έξι εβδομάδες αργότερα, έθεσε το πλαίσιο για το κλασικό αστείο του μαρξιστικού κινήματος: «Μην αργήσεις στη διαδήλωση γιατί η επανάσταση μπορεί να αρχίσει!».

Ήταν ωστόσο ξεκάθαρο στα έργα του εκείνη την εποχή ότι ο Λένιν ήξερε πως η πολιτική κατάσταση στη χώρα του μπορούσε να φουντώσει οποιαδήποτε στιγμή. Επί τριακόσια χρόνια η δυναστεία των Ρομανόφ εξουσίαζε τη Ρωσία, που τότε ήταν μια επεκτατική αυτοκρατορία μέσα στην οποία οι ρωσόφωνοι ήταν μειονότητα, με σιδερένια πυγμή.

Αντί το καθεστώς να μαραθεί μέσα σε απομόνωση, οι τσάροι σφράγισαν με το αντιδραστικό τους αποτύπωμα και τη Δυτική Ευρώπη, προμηθεύοντάς την με τεράστιους στρατούς αγροτών προκειμένου να στηριχθεί η μοναρχία και η αντίδραση απέναντι στα δημοκρατικά και εθνικιστικά κινήματα που ξέσπαγαν από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και εντεύθεν. Οι Ρομανόφ κέρδισαν ακόμη και την κορυφαία θέση στον κατάλογο με τα ονόματα των θανάσιμων εχθρών στην εναρκτήρια πρόταση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Ωστόσο με την αυγή του 20ού αιώνα, τα θεμέλια της αυτοκρατορίας βρέθηκαν γαζωμένα και διάτρητα.

Στην «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», ο Λέον Τρότσκι εξηγεί την εκρηκτικότητα της ρωσικής κοινωνίας, σημειώνοντας ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη πραγματοποιείται αναγκαστικά με άνισο ρυθμό. Ο τσάρος Νικόλαος καθόταν στην κορυφή ενός συνονθυλεύματος περιοχών και λαών – είναι χαρακτηριστικό ότι ένα μικρό δείγμα του επίσημου τίτλου του είχε ως εξής: "Αυτοκράτορας και Απόλυτος Κυρίαρχος όλων των Ρώσων, της Μόσχας, του Κιέβου, του Βλαντιμίρ, του Νόβγκοροντ, Τσάρος του Καζάν, Τσάρος του Αστραχάν, Τσάρος της Πολωνίας, Τσάρος της Σιβηρίας… και Μεγάλος Δούκας του Σμολένσκ, της Λιθουανίας… και τα λοιπά, και τα λοιπά".

Πρώτα και κύρια, ο τσάρος ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας μεταξύ μιας τάξης βαρόνων-ιδιοκτητών γης που επέζησαν των Δυτικοευρωπαίων φεουδαρχών «ομολόγων» τους επί τουλάχιστον ένα αιώνα – η δουλοπαροικία καταργήθηκε μόλις το 1861. Αυτή η τάξη των 30.000 αριστοκρατών κατείχε κάπου 760 εκατομμύρια στρέμματα (η μέση ιδιοκτησία έφτανε περίπου τα 22.000 στρέμματα), ή αλλιώς περισσότερη γη απ’ όση κατείχαν συνολικά πάνω από 50 εκατ. φτωχοί ή μεσαίοι αγρότες μαζί.

Πέρα από το να αποτελούν ένα «έτοιμο πρόγραμμα μιας αγροτικής εξέγερσης», τα νούμερα αυτά αποκάλυπταν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της παραγωγικής δύναμης της βιομηχανοποιούμενης Δυτικής Ευρώπης από τη μια και της αγροτικής Ρωσίας από την άλλη. Ανήσυχος μήπως η τεχνολογική υστέρηση δώσει τέλος στη στρατιωτική του ισχύ, ο τσάρος βασίστηκε στις γαλλικές και τις αγγλικές τράπεζες προκειμένου να χρηματοδοτήσει μια σύγχρονη και εξαιρετικά συγκεντροποιημένη βιομηχανία όπλων και μεταλλουργίας, με επίκεντρο την Αγ. Πετρούπολη και πολλές άλλες πόλεις. Μερικά από τα μεγαλύτερα εργοστάσια του κόσμου ξεπήδησαν μέσα από το ρωσικό έδαφος, συγκεντροποιώντας μέσα σε αυτά μια νέα τάξη ανθρώπων που δεν είχαν να πουλήσουν τίποτε άλλο παρά την εργατική τους δύναμη. Στη μελέτη του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1899) ο Λένιν υπολόγιζε ότι στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα υπήρχαν δέκα εκατομμύρια μισθωτοί εργάτες στη χώρα.

Ο τσάρος προσπάθησε να κρατήσει ενοποιημένο αυτό το αμάλγαμα με το μαστίγιο. Αντισημιτικές συμμορίες, γνωστές ως Μαύρες Εκατονταρχίες, περιφέρονταν στην ύπαιθρο τρομοκρατώντας τους εβραίους, ο μεγαλορώσικος εθνικισμός απαγόρευε την εκπαίδευση στις τοπικές γλώσσες, οι δε απεργίες αντιμετωπίζονταν με τη στρατιωτική βία. Με την ελπίδα δε να καταλάβει κάποιο λιμάνι ενώ υποδαύλιζε τις φλόγες του πατριωτισμού, το στέμμα κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία το 1904. Ωστόσο το ανώτερο στρατιωτικό υλικό και το μαχητικό δαιμόνιο των Ιαπώνων, οδήγησαν σύντομα τις αντιπολιτευτικές διαθέσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας σε αναβρασμό.

Στις 9 Ιανουαρίου του 1905, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, φοιτητές και άλλα φτωχά στρώματα βάδισαν πίσω από έναν παπά, τον πατέρα-Γκαπόν, ικετεύοντας τον τσάρο να ελαφρύνει το φορτίο τους. Οι διαδηλωτές αντιμετωπίστηκαν με ξιφολόγχες και πραγματικά πυρά και εκατοντάδες από αυτούς πέθαναν σε λίμνες αίματος μέσα στους δρόμους.

Η Μεγάλη Γενική Δοκιμή του 1905, όπως έμελλε να ονομαστεί, εξέθεσε την πολυεπίπεδη κοινωνική πύρινη λαίλαπα: αγρότες ενάντια σε γαιοκτήμονες, εργάτες ενάντια σε αφεντικά, και γενικά ολόκληρη η χώρα (συμπεριλαμβανομένων κάποιων τμημάτων της μεσαίας τάξης, ακόμη και κάποιων καπιταλιστών) ενάντια στη μοναρχία.

Με την ολοκλήρωση αυτής της Γενικής Δοκιμής, οι ναύτες του θωρηκτού «Ποτέμκιν» είχαν στασιάσει, οι αγρότες είχαν πυρπολήσει τα αρχοντικά των γαιοκτημόνων στο ένα έβδομο των επαρχιών και μια καινούργια έκφραση είχε μπει στη συνείδηση της διεθνούς Αριστεράς: σύμφωνα με την εξήγηση του Λένιν, «σχηματίστηκε μια ιδιόρρυθμη μαζική οργάνωση, τα περίφημα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών, που συγκροτήθηκαν από εκπροσώπους απεσταλμένους από όλα τα εργοστάσια».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ –η ίδια, ιδρυτικό μέλος της Σοσιαλδημοκρατίας στο Βασίλειο της Πολωνίας και της Λιθουανίας– προχώρησε σε γενίκευση πέρα από τις ιδιαίτερες ρωσικές συνθήκες, κηρύττοντας «τη μαζική απεργία [ως] την πρώτη φυσιολογική, αυθόρμητη μορφή κάθε μεγάλου επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου».

Εν μέσω της επανάστασης, η σοσιαλιστική Αριστερά άνθησε. Στην περίοδο πριν από το περίφημο Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος του 1903, όπου οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι πρώτα ενώθηκαν και μετά διασπάστηκαν – πράγμα που ήρθε να προστεθεί στις πολύπλοκες διαπραγματεύσεις με σημαντικές οργανώσεις εβραίων, Πολωνών, Φινλανδών και με άλλες σοσιαλιστικές οργανώσεις που στηρίζονταν σε εθνικές βάσεις–, υπήρχαν ίσως κάπου 10.000 συνδεδεμένα με το κόμμα μέλη στις διάφορες φράξιες. Ωστόσο την άνοιξη του 1906, στο λεγόμενο Συνέδριο της Ενότητας, είχαν μπει στο κόμμα δεκάδες χιλιάδες μέλη και μέχρι το Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος το 1907, ο αριθμός των μελών (περιλαμβανομένων των εθνικών τμημάτων) ανέβηκε σχεδόν στις 150.000, παρά τη βάρβαρη καταστολή.

Στην αρχή ο τσάρος ήταν τόσο τρομοκρατημένος, ώστε έκανε μια παραχώρηση προς την επανάσταση: παραχώρησε ένα είδος κοινοβουλίου-παρωδία, το οποίο ονομαζόταν Δούμα. Αρχικά, οι εργάτες των πόλεων δεν είχαν λάβει καν το δικαίωμα ψήφου, ωστόσο μετά η διαδικασία συγκρότησης του σώματος τροποποιήθηκε έτσι ώστε κάθε δύο χιλιάδες γαιοκτήμονες εξέλεγαν έναν αντιπρόσωπο, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για τους εργάτες (για έναν αντιπρόσωπο) ήταν ενενήντα χιλιάδες. Αυτή η πενιχρή προσφορά ήταν ταυτόχρονα περισσότερα από όσα ήθελε να παραχωρήσει ο Νικόλαος και πολύ λιγότερα από όσα θα επαρκούσαν για να κατευναστεί η επανάσταση, κι έτσι το κράτος μετέτρεψε τη Ρωσία σε νεκροταφείο: 15.000 εκτελέστηκαν, 20.000 τραυματίστηκαν, 45.000 εξορίστηκαν. Έτσι το αίμα έσβησε προσωρινά την πυρκαγιά.

Όμως στις αρχές του 1912 οι απεργίες είχαν πάρει πάλι την ανιούσα, μέχρις ότου το καπάκι εκτινάχθηκε σε μια πόλη χρυσωρύχων στη Σιβηρία, ονόματι Λένα, όπου τα τσαρικά στρατεύματα σκότωσαν εκατοντάδες απεργούς. Η εργατική τάξη αναδύθηκε όπως ο φοίνικας μέσα από τις στάχτες, τα σοσιαλιστικά κόμματα επέκτειναν και πάλι την επιρροή τους, οι δε απεργίες εξαπλώθηκαν. Το 1914 η σοσιαλιστική εφημερίδα «Πράβντα» είχε ημερήσια κυκλοφορία 30.000-40.000 φύλλων, και μάλιστα σε μια, σε μεγάλο βαθμό, αγράμματη χώρα.

Το καλοκαίρι του 1914 η κατάσταση στη Ρωσία είχε ενταθεί τόσο ώστε πλησίαζε στο σημείο οριστικής ρήξης – το στάτους κβο είχε γίνει ανυπόφορο. Ο Νικόλαος κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία στις 19 Ιουλίου 1914. Μόνο που αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τη λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένη σύγκρουση με την Ιαπωνία στα σύνορα της Άπω Ανατολής, ο πόλεμος με τη Γερμανία και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, έφερε τον λιμό και τις λοιμώδεις ασθένειες στην ίδια την εξώπορτα της ρωσικής μοναρχίας.

Ωστόσο, στις πρώτες ημέρες του πολέμου, ένα ενθουσιώδες πατριωτικό κύμα κράτησε ζωντανό τον τσάρο. Εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί αγρότες, ακόμη και αγόρια, έτρεξαν να καταταχθούν στο στρατό, οι δε εθνικιστικές συγκεντρώσεις έδιναν τον τόνο στις πλατείες των πόλεων και των χωριών. 

Αλλά όλες οι συγκρούσεις που ωθούσαν το 1905 έφτασαν σύντομα σε παροξυσμό. Ο Μεγάλος Πόλεμος «προσέφερε» στις ρωσικές μάζες «ομαδικούς τάφους» σε μια κλίμακα σχεδόν ασύλληπτη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος παρουσίαζε το εξής θέαμα: το πιο καθυστερημένο και υπανάπτυκτο  κοινωνικό σύστημα της ηπείρου ρίχτηκε ορμητικά σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στην πιο αναπτυγμένη βιομηχανική οικονομία του κόσμου. Τα αποτελέσματα ήταν τρομακτικά.

Σκοτώθηκαν τρία εκατομμύρια στρατιώτες του τσαρικού αυτοκρατορικού στρατού, άλλα τέσσερα εκατομμύρια τραυματίστηκαν, ενώ από αιτίες που είχαν σχέση με τον πόλεμο χάθηκαν περίπου τρία εκατομμύρια άμαχοι, από ένα συνολικό πληθυσμό 175 εκατομμυρίων. Αντιμέτωπος με τη στρατιωτική τεχνολογία της Γερμανίας, ο τσάρος έστελνε εκατοντάδες χιλιάδες φαντάρους σε βέβαιο θάνατο καθώς ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και με ελλιπή εφόδια. Κατά τη διάρκεια των χειμώνων του 1915, του 1916 και του 1917 δεκάδες χιλιάδες φαντάροι απλώς πέθαναν ξεπαγιάζοντας από το κρύο μέσα στα χαρακώματά τους.

Την ίδια στιγμή η βασιλική αυλή βυθιζόταν σε νέο έρεβος ακολασίας. Ένας μυστικιστής παππάς ονόματι Γκριγκόρι Ρασπούτιν είχε ιδιαίτερη επιρροή πάνω στην «Τσαρίνα Αλεξάντρα», απαιτώντας από αυτήν ο σύζυγός της να τιμωρεί κάθε ίχνος ανυπακοής ακριβώς όπως είχε κάνει ο Ιβάν ο Τρομερός. Ήταν τέτοια η δύναμη της επιρροής που κατείχε, ώστε οι Ρώσοι αριστοκράτες τον δολοφόνησαν ελπίζοντας να ξανακερδίσουν την επιρροή τους πάνω στον Νικόλαο και στην πολιτική του γύρω από τον πόλεμο. Έχοντας πιεί επί κάποιους αιώνες από το βασιλικό πηγάδι, οι βαρόνοι τώρα φοβούνταν ότι θα δηλητηριάζονταν όλοι από το αποσυντιθέμενο πολιτικό πτώμα του. Όπως εξιστορεί ο Τσουγιόσι Χασεγκάβα, το βασιλικό ζεύγος «αρνιόταν να κατανοήσει τον εξωτερικό κόσμο».

Οι αγροτικές εξεγέρσεις αυξήθηκαν καθώς συνεχιζόταν ο πόλεμος, όπως και το 1905, ωστόσο αυτή τη φορά συμπυκνώνονταν περισσότερο σε μια νέα μορφή, δηλ. στη σύγκρουση μεταξύ των αριστοκρατών αξιωματικών, από τη μια, και των αγροτών φαντάρων, από την άλλη, μέσα στα χαρακώματα. Κάθε φορά που ένας αξιωματικός διέταζε μια έφοδο αυτοκτονίας μέσα στα γερμανικά πυρά, τίθεντο σε κίνδυνο όχι μόνον οι ζωές των μεμονωμένων αγροτών φαντάρων, αλλά επίσης και το ίδιο το μέλλον των οικογενειών που βασίζονταν στο ότι οι γιοι τους θα επέστρεφαν από το μέτωπο για να τις φροντίσουν και να εργαστούν για αυτές. Επιπλέον η ίδια η σίτιση του στρατού σήμαινε ότι οι αγροτικές οικογένειες αποστερούνταν την απαραίτητη διατροφή τους, αλλά και τους σπόρους για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς.

Ίσως ο Νικόλαος, ή τουλάχιστον η μοναρχία ως θεσμός, θα μπορούσε να έχει επιβιώσει από την ογκούμενη οργή των αγροτών, από  τις καταστροφικές στρατιωτικές απώλειες και από τη δυσαρέσκεια εντός της δικής του κοινωνικής τάξης. Ωστόσο αναδυόταν ένας ακόμη πιο ισχυρός εχθρός. Γιατί ο πόλεμος δεν γέμιζε μόνο με αίμα τα χαρακώματα. Γέμιζε και με προλετάριους την Αγ. Πετρούπολη. Η ίδια εργατική τάξη που είχε πολεμήσει ενάντια στο καθεστώς οδηγώντας στην ακινητοποίηση του 1905, και που υπέφερε τόσο φρικτά για τις προσπάθειές της αυτές, τώρα είχε γίνει απαραίτητη για να κατασκευαστεί και για να διανεμηθεί κάθε τουφέκι, κάθε σφαίρα, κάθε βλήμα, κάθε βαγόνι, όλα αυτά από τα οποία εξαρτιόταν ο πόλεμος του τσάρου. Ακόμη χειρότερα, ο Νικόλαος δεν είχε άλλη επιλογή από το να ενισχύσει περαιτέρω αυτόν τον αντίπαλο.

Ο Χασεγκάβα αναφέρει πως μεταξύ του 1914 και του 1917, ο αριθμός των εργατών στην Αγ. Πετρούπολη ανέβηκε από τους 242.600 στους 392.000, ή περίπου κατά 62%, με τις γυναίκες να αποτελούν το ένα τέταρτο όλων των απασχολουμένων. Οι απεργίες είναι αλήθεια ότι υποχώρησαν στις πρώτες πατριωτικές ημέρες του πολέμου – για παράδειγμα, ενώ πριν από τον πόλεμο, το 1914, κάπου 110.000 εργάτες είχαν απεργήσει τιμώντας τη Ματωμένη Κυριακή, στις 9 Ιανουαρίου του 1915 απεργήσαν μόλις 2.600. Αλλά καθώς η πολεμική προσπάθεια κατέρρεε, οι απεργίες επεκτάθηκαν. Στο εξάμηνο Σεπτέμβριος 1916-Φεβρουάριος 1917, απεργήσαν 589.351 εργάτες και γύρω στο 80% από αυτούς συμμετείχαν σε πολιτικές απεργίες.

Επιπλέον, εν μέσω αυτού του μαζικού κινήματος, οι σοσιαλιστικές οργανώσεις με επιμονή έχτιζαν πολιτικά σε μια μακροχρόνια πάλη προκειμένου να ριζώσουν μεταξύ των εργατών. Χιλιάδες επαναστάτες είχαν χάσει τη ζωή τους το 1905, ή κατά τη διάρκεια της καταστολής που επακολούθησε, αλλά και χιλιάδες είχαν εξαναγκαστεί να καταταχθούν στο στρατό και είχαν σταλεί στο μέτωπο, σε μια προσπάθεια του καθεστώτος να εκκαθαρίσει το εργατικό κίνημα από οργανωτές σκληραγωγημένους στη μάχη. Η τσαρική αστυνομία έφτασε πράγματι επικίνδυνα κοντά στο να εξαλείψει την οργανωμένη Αριστερά, σε αρκετές περιπτώσεις. Ωστόσο οι σπόροι της υπερδωδεκαετούς σκληρής αντιπαράθεσης, της παράνομης κομματικής δουλειάς και της σοσιαλιστικής εκπαίδευσης είχαν αποκτήσει ρίζες.

Αντίθετα από τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου οι ηγεσίες των πιο σημαντικών σοσιαλιστικών οργανώσεων υποστήριξαν η καθεμιά τη δική της άρχουσα τάξη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγάλο μέρος της ρωσικού σοσιαλιστικού κινήματος υιοθέτησε αντιπολεμικές, διεθνιστικές αρχές. Συνολικά στην Αγ. Πετρούπολη πρακτικά αφθονούσαν οι επαναστάτες σοσιαλιστές που ήταν οργανωμένοι σε κομματικές ομαδοποιήσεις οι οποίες λειτουργούσαν σε διαφορετικά επίπεδα ανταγωνισμού και συνεργασίας – περιλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των μενσεβίκων, των mezhraiontsy [σ.τ.μ. με την οργάνωση αυτή είχαν δεσμούς ή υπήρξαν μέλη της ο Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι και άλλοι μέλλοντες ηγέτες των μπολσεβίκων], των σοσιαλεπαναστατών, ακόμη και των αναρχικών.

Ασφαλώς υπήρχαν μερικοί πολύ γνωστοί σοσιαλπατριώτες, με πιο αξιόλογη περίπτωση, αυτή του δεξιού ηγέτη των μενσεβίκων Γκεόργκι Πλεχάνοφ, του «πατέρα του ρωσικού μαρξισμού», τον οποίο κάποτε θεωρούσαν μέντορά τους τόσο ο Λένιν όσο και ο μενσεβίκος-διεθνιστής Ιούλιους Μαρτόφ.

Εν κατακλείδι, οι πρώτες εβδομάδες του 1917 έφτασαν κοντά στο να πληρούν τις προϋποθέσεις που είχε προτείνει ο Λένιν όσον αφορά «τον θεμελιώδη νόμο της επανάστασης», δηλαδή ότι: «Τότε μόνον η επανάσταση μπορεί να θριαμβεύσει όταν οι “κατώτερες τάξεις” δεν θέλουν πια να ζουν με τον παλιό τρόπο και οι “ανώτερες τάξεις” δεν μπορούν να συνεχίσουν [σ.τ.μ.: να κυβερνούν] με τον παλιό τρόπο».

Η εργατική τάξη στη Ρωσική Αυτοκρατορία δεν ήταν η μόνη που αντιστεκόταν στις συνθήκες που δημιουργούσε ο πόλεμος. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήρθε σε ρήξη με τη φιλο-πόλεμη ηγεσία του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και ψήφισε ενάντια στις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, η Ρ. Λούξεμπουργκ έγραψε την αντιπολεμική «Μπροσούρα για τον Γιούνιους» μέσα από τη φυλακή, Γάλλοι και Γερμανοί φαντάροι ανακήρυξαν την ανακωχή των Χριστουγέννων, ενώ η αριστερή πτέρυγα του Αμερικανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου αντιτάχθηκαν σφόδρα στην πολεμική εκστρατεία του Γούντροου Γουίλσον.

Εν τούτοις το βάθος της κοινωνικής, οικονομικής και στρατιωτικής κρίσης στη Ρωσία, καθώς και η πολιτική συνειδητοποίηση και οργάνωση της εργατικής τάξης (επιπρόσθετα με την κλιμακούμενη εξέγερση μεταξύ των στρατιωτών, των αγροτών, των φοιτητών και των καταπιεσμένων εθνοτήτων) βρέθηκαν πολύ πιο μπροστά από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο το χειμώνα του 1916-17.

Επιπρόσθετα σε όλα αυτά, μια υπέροχη αυταπάτη (αν όχι γενικώς αποδεκτή, ωστόσο αρκετά διαδεδομένη) ενοποιούσε το ευρύ αντι-τσαρικό κίνημα. Επρόκειτο για το εξής: Κόψτε το κεφάλι του μονάρχη, και η ειρήνη, η δημοκρατία και η ευημερία μπορεί να έρθουν στη Ρωσία.

Δεν θα αργούσε πολύ να έρθει η στιγμή που το επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας θα έθετε σε δοκιμασία τη θέση αυτή. Ο Φεβρουάριος ήταν μόνον η αρχή.

Ετικέτες