Η Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης πραγματοποίησε την πρώτη συνέλευσή της (αφορούσε κυρίως την Αττική) στις 27 Νοέμβρη στο ΣΕΦ.
Ο αριθμός όσων παραβρέθηκαν και όσων παρακολούθησαν διαδικτυακά ήταν σημαντικός. Στη συζήτηση συμμετείχαν πολλοί και πολλές, μέλη οργανώσεων και ανένταχτοι-ες αγωνιστές-στριες. Η συμμετοχή ήταν καλή δεδομένων των συνθηκών, όχι μόνο της πανδημίας, αλλά και της ελλειμματικής προεργασίας που είχε γίνει. Στον καλό αριθμό συμμετοχής αντανακλάται η αναζήτηση ενός ευρύτερου κόσμου για μια μετωπική πολιτική πρωτοβουλία στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η αναγκαιότητα ενός κέντρου που συμβάλει στην κινηματική και πολιτική ανασύνταξη αναδεικνύεται από την ακραία επίθεση της ΝΔ σε όλα τα επίπεδα, τη μη-αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, τις ανεπάρκειες της Αριστεράς, την έλλειψη εναλλακτικού «πόλου». Αυτή είναι η ενοποιητική βάση εκκίνησης όσων συμμετέχουν στην προσπάθεια συγκρότησης της Αριστερής Πρωτοβουλίας.
Στη συζήτηση μπήκαν σοβαροί προβληματισμοί και έγιναν αντιπαραθέσεις για το πώς αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να προχωρήσει, πώς «η αναγκαία συνθήκη μπορεί να γίνει ικανή». Αφορούσαν στο πολιτικό κείμενο, αφορούσαν στις δράσεις, αφορούσαν στη λειτουργία. Κατά τη γνώμη μας, όσο αφορά στο κείμενο, για σημαντικά θέματα χρειάζεται επανατοποθέτηση και οπωσδήποτε το άνοιγμα ενός συγκροτημένου διαλόγου πάνω σε αυτά. Παράδειγμα, για τη θέση και την κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού, που παρά την ύφεση που υπέστη στα χρόνια των μνημονίων, δεν είναι υποτελής, δεν είναι μια μικρή περιφερειακή δύναμη. Το κείμενο χρειάζεται να ασχοληθεί πολύ περισσότερο με την κατάσταση της εργατικής τάξης, με τις μάχες της. Κεντρική θέση πρέπει να έχουν τα κοινωνικά κινήματα, το προσφυγικό, το αντιρατσιστικό, το αντισεξιστικό, το περιβάλλον, που προβάλουν σοβαρές επεξεργασίες και διαμορφώνουν αιχμηρά αιτήματα. Όλα αυτά πρέπει να δένονται στην αντικαπιταλιστική προοπτική, στη σοσιαλιστική απελευθέρωση.
Τέλος για εμάς είναι μεγάλο πρόβλημα το σημείο των γεωπολιτικών, της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, των τεράστιων δαπανών για πολεμικούς εξοπλισμούς. Η άποψη που διατυπώνεται, όχι μόνο πετά απέξω τη δική μας ανάλυση, κυρίως αδικεί και είναι πίσω από τις αναλύσεις και τη στάση της πλειοψηφίας των όσων συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία.
Για την πορεία της Αριστερής Πρωτοβουλίας πολλά θα κριθούν από το αν οι δυνάμεις μας κατορθώσουν να δράσουν και να παρέμβουν από κοινού. Να ενοποιηθούν με στόχο την ανυπακοή στο νόμο Χατζηδάκη, να σχηματίσουν θεματικές επιτροπές συζήτησης και παρέμβασης.
Θεωρούμε πολύ σημαντικό να επιβεβαιωθεί ο ανοιχτός χαρακτήρας της Αριστερής Πρωτοβουλίας.
Στο κείμενο: Όπου χρειάζεται η οργάνωση του διαλόγου επί πολλών ζητημάτων.
Στη διεύρυνση: Με στόχο την ένταξη διαφορετικών «ρευμάτων».
Κατά τη γνώμη μας, η πολιτική συγκρότηση πρέπει να περάσει από τη δοκιμασία της οργάνωσης κοινής δράσης σε σωματεία και κινηματικές συλλογικότητες. Να περάσει από τη δημιουργία θεματικών ομάδων που οργανώνουν παρεμβάσεις και ταυτόχρονα θα συζητούν και θα βγάζουν συμπεράσματα «γραμμής» σε χώρους. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, η πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, η πάλη ενάντια στο ελληνογαλλικό σύμφωνο άμυνας και αυτό με τις ΗΠΑ. Δεν είναι μόνο τα δισ. ευρώ αφαίμαξης, είναι και το σύνολο της μιλιταριστικής προπαγάνδας.
Αυτά τα ζητήματα ήταν το περιεχόμενο των τοποθετήσεων των συντροφισσών και των συντρόφων της ΔΕΑ.
Με αυτά τα κριτήρια, χρειάζεται να δούμε και τους ρυθμούς συγκρότησης. Γρήγορα να βάλουμε μπροστά εκείνα που μας ενοποιούν στη δράση, που θα μας βοηθήσουν σε κοινά συμπεράσματα, αποφεύγοντας βιαστικά βήματα εκεί που θα χρειαστεί πολύ περισσότερη πολιτική συζήτηση.
Υποστηρίζουμε την προσπάθεια συγκρότησης της Αριστερής Πρωτοβουλίας, θεωρούμε όμως ότι οι παραπάνω είναι οι προϋποθέσεις να χτιστεί.
Μια αναγκαία πρωτοβουλία, που χρειάζεται να γίνει και ικανή
(Στηριγμένο στην τοποθέτηση του Αντώνη Νταβανέλου)
Η συμμετοχή στη συνέλευση της Αθήνας, αλλά και το γενικότερο ενδιαφέρον ενός κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιβεβαιώνουν την αίσθηση που έχουμε όλοι μας ότι η Πρωτοβουλία ήταν αναγκαία.
Όμως ανάμεσα στο αναγκαίο και στο ικανό υπάρχει απόσταση. Πρέπει να συγκεντρωθούμε στην προσπάθεια να καλύψουμε αυτή την απόσταση, να καταστεί δηλαδή η Πρωτοβουλία ικανή να παίξει το ρόλο ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όπως υποσχέθηκε στα πρώτα βήματά της.
Η μέθοδος με την οποία πρέπει να κινηθούμε προς την κατεύθυνση αυτή, περιγράφεται στον τίτλο που επιλέξαμε: Πολιτικός διάλογος και ταυτόχρονα κοινή δράση. Αυτές οι δύο αλληλένδετες διαδικασίες πρέπει να προωθηθούν, να υποστηριχθούν με το μάξιμουμ των διαθέσιμων δυνάμεων.
Ο διάλογος, η πολιτική συζήτηση μεταξύ ρευμάτων με διαφορετική ιδεολογικοπολιτική προέλευση και διαδρομή, δεν είναι «ομφαλοσκόπηση». Χρειαζόμαστε ένα πιο προωθημένο και συνάμα αιχμηρό πλαίσιο ανάλυσης που θα ερμηνεύει τις εξελίξεις γύρω μας, θα «χωρά» τα συνθήματα και τα αιτήματα των κινημάτων, θα τα συναρθρώνει σε πολιτική γραμμή. Σε αυτό το πεδίο οφείλουμε να εργαστούμε πιο σοβαρά.
Η συστηματική κοινή δράση στο κίνημα, είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να προχωρήσουμε σε μετωπική/πολιτική πρωτοβουλία. Εκεί χτίζεται η πολιτική εμπιστοσύνη. Το ζήτημα της κοινής δέσμευσης σε μετωπική/πολιτική παρέμβαση δεν μπορεί να τεθεί στα σοβαρά, αν δεν έχει προηγηθεί κοινή δέσμευση στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα και στη νεολαία, αν δεν έχει προκύψει βάση κοινής δράσης στον αντιρατσισμό, στον αντισεξισμό, στο κίνημα υπεράσπισης του περιβάλλοντος από εργατική/κοινωνική σκοπιά κ.ο.κ.
Σε αυτές τις δύο αλληλένδετες κατηγορίες καθηκόντων δηλώνουμε πρόθυμοι να συμμετάσχουμε άμεσα και ολόψυχα.
Αυτή η αντιμετώπιση της Πρωτοβουλίας ως εργασίας εν εξελίξει, σημαίνει ότι όλα της τα βήματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που κατοχυρώνει η συνέλευση της Αθήνας, θα πρέπει να θεωρούνται «ανοιχτά». Ανοιχτά, γιατί επιδιώκουμε τη διεύρυνση, την ενεργό εμπλοκή και άλλων δυνάμεων. Ανοιχτά, επίσης, γιατί γνωρίζουμε ότι τα «πλαίσια» συνεννόησής μας επιδέχονται διευκρινίσεις, αποσαφηνίσεις, εμβάθυνση.
Για παράδειγμα, δεν συμφωνούμε στο χαρακτηρισμό του ελληνικού καπιταλισμού ως περιφερειακού και υποτελούς. Δε συμφωνούμε σε μια κριτική στην κυρίαρχη τάξη και στο πολιτικό προσωπικό της, που εξαντλείται στις κατηγορίες περί αποτυχίας. Το ζήτημα δεν είναι ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα στην ανάπτυξη, αλλά ότι κάθε εκδοχή (καπιταλιστικής) ανάπτυξης θα είναι κυριολεκτικά αιματηρή για την εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις. Η υπόσχεση για μια ανάπτυξη που θα δώσει ευκαιρίες για «αναδιανομή» (για την ικανοποίηση των βασικών εργατικών αιτημάτων) είναι απατηλή. Η «αναδιανομή» θα πρέπει να επιδιωχθεί εδώ και τώρα, μονομερώς και αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις πάνω στα «αναπτυξιακά» σχέδια (είτε αυτά αφορούν πραγματικά σχέδια τμημάτων της κυρίαρχης τάξης, είτε ονειρώξεις άλλων δυνάμεων…).
Δεν συμφωνούμε, επίσης, με μια παρουσίαση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, που βλέπει όλες τις επιθετικές ενέργειες στην τουρκική πλευρά, που υποτιμά το ρόλο της βαθύτατης οικονομικής κρίσης στην Τουρκία, που εξωραΐζει τις διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους στην περιοχή ως αμυντικές και που, κυρίως, υποτιμά την πρωτοφανή εμπλοκή των δυτικών δυνάμεων, είτε με τη μορφή των πολεμικών συμφώνων με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, είτε με τη μορφή των «αξόνων» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Χρειαζόμαστε μια πιο σύγχρονη και αιχμηρή αντικαπιταλιστική στρατηγική. Που:
-Θα υιοθετεί άμεσα την άμυνα, και θα χτίζει τις προοπτικές αντεπίθεσης, του κόσμου της εργασίας.
-Θα εντάσσει αρμονικά στη θεματολογία της τα αιτήματα και τις δράσεις των κοινωνικών κινημάτων.
-Θα διαθέτει απαντήσεις στα θέματα πολέμου και ειρήνης στην περιοχή, θα απορρίπτει τους εξοπλισμούς και τον μιλιταρισμό. Που θα διατηρεί ενεργή την αντιιμπεριαλιστική «ταυτότητα» της Αριστεράς, πέρα από εθνικές σκοπιμότητες. Η αποτυχία να αντιδράσουμε στην πρόσφατη προκλητική απόβαση τεράστιων αμερικανικών δυνάμεων στην Αλεξανδρούπολη, είναι προειδοποιητική για το πού οδηγούν οι αυταπάτες ότι πιθανόν οι συμμαχίες με τους λύκους μπορεί και να είναι «εθνικώς» επιβεβλημένες.
Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο ζήτημα του πολιτικού χρόνου που πάντα παραμένει σημαντικό. Είναι λάθος ένας διαχωρισμός μεταξύ μας σε «βιαστικούς» και σε «βραδυπορούντες». Αν μια σημαντική πολιτική/εκλογική πρόκληση μας βρει ενόσω είμαστε στη σημερινή κατάσταση, θα είναι λάθος κάθε «βιαστική» απάντηση. Αντίθετα, δεν θα πρέπει να «βραδυπορούμε» στην προσπάθεια να καλυφθούν οι προϋποθέσεις που, εάν και όταν καλυφθούν, θα κάνουν εφικτή μια ουσιαστική και επιτυχή μετωπική αντιμετώπιση δοκιμασιών όπως οι εκλογές.
Με όλες αυτές τις έννοιες, είναι θετική η απόφαση για παράταση της «ιδρυτικής» διαδικασίας της Πρωτοβουλίας, με τις περιφερειακές και κλαδικές/θεματικές συνελεύσεις που συναποφασίσαμε.