Οι κυβερνητικές ακροβασίες σε ένα εγχείρημα υπονομευμένο από το μνημόνιο, απειλούν να ευτελίσουν την ελπιδοφόρα «παιδαγωγική του μέλλοντος».

«Η κοινωνική οικονομία δεν είναι μόνον κάποια πειράματα, έχει στρατηγικό χαρακτήρα», έχει πει πολλές φορές το τελευταίο διάστημα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ Γ. Δραγασάκης. Και δεν είναι ο μόνος. Παρά τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση επιμένει ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή της η ανάπτυξη ενός ευμεγέθους τομέα ΚΑΟ (Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία). Ο ίδιος ο κ. Δραγασάκης ορίζει την ΚΑΟ ως βασική συνιστώσα ενός «νέου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης... που ευνοεί την κοινωνική κινητοποίηση και συμμετοχή». Εντός της κυβέρνησης μάλιστα, παρότι είναι ασαφές ποιος έχει το γενικό πρόσταγμα στο εγχείρημα κι ενώ καταγράφονται διαγκωνισμοί, υπάρχουν διεργασίες νομοθετικών παρεμβάσεων στο ισχύον πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία (Ν. 4019/2011 και Ν. 2716/1999), τους συνεταιρισμούς και τις ΜΚΟ.

Φυσικά, η κυβέρνηση του τρίτου μνημονίου παραβιάζει ανοικτές θύρες ανοίγοντας αυτό το κεφάλαιο τώρα, στις συνθήκες παραγωγικής αποσύνθεσης της χώρας. Κάτι ανάλογο έκανε η κυβέρνηση του πρώτου μνημονίου (του ΓΑΠ), θεσπίζοντας πλαίσιο για τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (ΚΟΙΝΣΕΠ). Η παρέμβαση (από την τότε υπουργό Λ. Κατσέλη) προκάλεσε ένα μίνι big bang δημιουργίας ΚΟΙΝΣΕΠ. Ορισμένες λειτουργούν στο περιοριστικό πλαίσιο του Ν. 4019/2011, αρκετές είναι ανενεργές και πολλές αποτέλεσαν τον «φερετζέ» διάχυσης της επισφαλούς εργασίας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μια τροποποίηση του νόμου άνοιξε το παράθυρο στην ανασφάλιστη εργασία για τους εργαζόμενους-συνεταιριστές.

Πεδίο σύγχυσης

Ο λεγόμενος τρίτος τομέας της οικονομίας έχει αποτελέσει αντικείμενο ιδεολογικής και πολιτικής διεκδίκησης εδώ και δεκαετίες. Ακόμη και η ασάφεια των λέξεων παίζει το ρόλο της στη σύγχυση που επικρατεί σε ένα πεδίο που θα έπρεπε να είναι προνομιακό για την Αριστερά. Αν και η έννοια της «Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης ως αντίσταση στο μονοπώλιο των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, τόσο ο νεοφιλελευθερισμός όσο και η σοσιαλδημοκρατία οικειοποιήθηκαν και τους όρους και τις μορφές τις «συνεταιριστικής» διαχείρισης. Η ίδια η ΕΕ διακηρύσσει ότι το μοντέλο της είναι η «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Αυτή η εν τοις όροις αντίφαση έρχεται απευθείας από το γερμανικό σύνταγμα και το ρεύμα του ordoliberalism (κοινωνικός φιλελευθερισμός), πάνω στο οποίο βασίστηκε η μεταπολεμική Γερμανία. Στο πλαίσιο αυτό, και τη στιγμή που η μονοπώληση των αγορών από το χρηματοπιστωτικό και το πολυεθνικό κεφάλαιο φτάνει σε πρωτοφανή στην ιστορία επίπεδα, η ΕΕ ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας στη λεγόμενη «κοινωνική επιχειρηματικότητα», με ισχνή χρηματοδότηση (όχι πάνω από 200 εκατ. σε σύνολο προϋπολογισμού 1 τρισ. για την περίοδο 2014-2020), αλλά και με κριτήρια που δύσκολα διακρίνονται από την τυπική, κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα.

Μοντραγκόν ή Μαριναλέντα;

Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική δραστηριότητα που αντιστοιχεί στις διάφορες μορφές «κοινωνικής οικονομίας» σε πολλές περιπτώσεις καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ισπανίας φτάνει το 12%. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι φυσικά η Μοντραγκόν, ο βασκικός όμιλος συνεταιριστικών επιχειρήσεων που κλείνει την 6η δεκαετία της ζωής του. Είναι ο 7ος όμιλος της Ισπανίας, παράγει πάμπολλα προϊόντα, διαθέτει τράπεζες, πανεπιστήμια, θυγατρικές σε όλες τις ηπείρους και απασχολεί 71.000 εργαζόμενους (αλλά όχι μόνο συνεταιριστές). Το γεγονός ότι είναι συνεταιριστική δεν την εμπόδισε να εξελιχθεί σε πολυεθνική, που εκμεταλλεύεται την εργασιακή απορύθμιση και τους χαμηλούς μισθούς χωρών όπως η Πολωνία. Δεν την εμπόδισε, επίσης, να αποφασίσει «αυτοδιαχειριστικά» μειώσεις μισθών ή και απολύσεις στη διάρκεια της κρίσης.

Στον αντίποδα του κολοσσού Μοντραγκόν, η Ισπανία προσφέρει το δεύτερο εμβληματικό παράδειγμα αυτοδιαχείρισης. Ο λόγος για το χωριό Μαριναλέντα, όπου η συλλογική διαχείριση της γης, των δημόσιων αγαθών και της ίδιας της εργασίας αποτελεί μια πιο φτωχή σε μέσα, αλλά πιο αξιόπιστη προβολή του χειραφετητικού οράματος της Αριστεράς.

Η πανσπερμία μορφών τυπικής και άτυπης Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας θολώνει τον ορίζοντα των κυβερνητικών προθέσεων. Τα περί «νέου μοντέλου ανάπτυξης» οφείλει κανείς να τα αντιπαρέλθει, όταν είναι σαφές ότι, όταν κλείσει ο κύκλος του τρίτου μνημονίου, σχεδόν το σύνολο της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου θα έχει ξεπουληθεί. Το ίδιο ισχύει για τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα. Μέσω της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, ό,τι υγιές απομένει θα βρεθεί στα χέρια ξένων funds ή θα ξαναπεράσει «καθαρό» στους ιδιοκτήτες του. Ό,τι κρίνεται σκάρτο θα ρευστοποιηθεί, διαγράφοντας μαζί με τα χρέη χιλιάδες εργαζόμενους και τις εκατοντάδων εκατομμυρίων αξιώσεις τους.

Οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις

Απ’ αυτή την άποψη, είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς εννοεί η κυβέρνηση το ενδεχόμενο ρύθμισης που θα ευνοεί το πέρασμα των χρεοκοπημένων από τους ιδιοκτήτες τους επιχειρήσεων στους εργαζόμενους. Αναφέρεται το παράδειγμα της ΕΝΚΛΩ, του άλλοτε κραταιού Λαναρά, για την οποία οι εργαζόμενοι έχουν καταθέσει σχέδιο συνδιαχείρισης από τους ίδιους, το Δημόσιο και τις τράπεζες, που αποτελούν το 95% των πιστωτών της. Αλλά πώς θα καταστήσει η κυβέρνηση τους εργαζόμενους μέρος της λύσης, όταν η πρώτη μνημονιακή υποχρέωση που υιοθέτησε τον Ιούλιο ήταν η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκμηδενίζοντας τις αξιώσεις των εργαζομένων υπέρ των τραπεζών στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης; Πώς θα αποτρέψει την πώληση των επιχειρηματικών δανείων σε distress funds, όταν έχει παραιτηθεί από τον έλεγχο των «ανεξάρτητων» τραπεζών; Μια ενδεχόμενη λύση αναβίωσης επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους είναι εξ ορισμού υπονομευμένη, και τελικά απαγορευμένη από το μνημόνιο.

Στο καθαυτό πεδίο της «αλληλέγγυας οικονομίας», που στη διάρκεια της κρίσης γνώρισε άνθηση, με εκατοντάδες συλλογικότητες στήριξης ευάλωτων ομάδων, η προσφυγική κρίση αποκάλυψε μια υπόρρητη κυβερνητική προσπάθεια: την προσπάθεια να ευνοηθεί ένα είδος «κρατικού εθελοντισμού» που υποκαθιστά την απροθυμία των Ευρωπαίων να προσφέρουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μηχανισμούς απώθησης (Frontex) και συγκαλύπτει τη γύμνια του εγχώριου κρατικού μηχανισμού.

Εργασία ή «εθελοντισμός»;

Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι ακόμη κι αν η κυβέρνηση διέθετε τις καλύτερες προθέσεις (έστω και ως αυταπάτες), δεν διαθέτει κανένα χρηματοδοτικό εργαλείο. Από το ήδη ξεκοκαλισμένο ΕΣΠΑ 2014-2020 δεν προκύπτουν παρά καμιά 60αριά εκατομμύρια που υποθετικά θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην ΚΑΟ. Για τις τράπεζες δεν το συζητάμε. Με το «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» του κ. Δραγασάκη μάλλον θα γελάνε οι υπεύθυνοι του SSM (Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) που είναι πια σε επίσημη ισχύ. Στο ενδεχόμενο μιας θεσμικής «μεροληψίας» υπέρ των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις αποκλείεται να μείνει απαθής η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν. Τι απομένει; Ενδεχομένως το χαμηλό εργασιακό κόστος, χάρη σε δαιμόνια συστήματα «ληστρικής εκμετάλλευσης του εαυτού μας» ή συγκάλυψης της εργασίας από τον «εθελοντισμό». Διόλου τυχαία, τέτοια «αιτήματα» προβάλλουν προς τα κυβερνητικά στελέχη επιτήδειοι «τεχνογνώστες» της ΚΑΟ.

Με τα δεδομένα αυτά, οι προσπάθειες και οι προσδοκίες χιλιάδων ανθρώπων που πειραματίζονται ήδη σε αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα είναι απίθανο να ξεφύγουν από τον «κανόνα» της κοινωνικοποίησης των ζημιών του μνημονίου και της ιδιωτικοποίησης των κερδών του, υπέρ των πιστωτών, φυσικά.

Κι είναι κρίμα. Είναι κρίμα γιατί ένα αληθινό εργαλείο «παιδαγωγικής του μέλλοντος», μια άσκηση της κοινωνίας στη συλλογική, δημοκρατική διαχείριση των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής της, μια ευκαιρία των εργαζομένων να αποδείξουν ότι μπορούν να πετύχουν εκεί που αποτυγχάνουν οι καπιταλιστές, ευτελίζονται σε μια καρικατούρα μικροκαπιταλισμού. Και μάλιστα προορισμένου να αποτύχει.