Τις τελευταίες μέρες είχαμε την ευκαιρία να θυμηθούμε λαμπρές στιγμές από παλιότερες εποχές της ανανεωτικής αριστεράς, όταν η «Πτέρυγα», πριν γίνει ΔΗΜΑΡ και εξαπτέρυγο του νεοφιλελευθερισμού, με ρητό τρόπο –πιο ρητό πεθαίνεις– έδινε μάχες προάσπισης της σοβαρότητος του χώρου.
Βέβαια, όπως είναι λογικό, τα φαινόμενα αυτά εμφανίζονται σήμερα, στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, περιθωριακά. Περιθωριακά, στο μέτρο που, όσο και «μετριοπαθής και σοβαρός» κι αν είσαι εκ φύσεως, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις πως το 30% είναι γέννημα του ριζοσπαστικού αντισυστημικού χαρακτήρα και των αντίστοιχων πρακτικών του χώρου μας. Γι’ αυτό και η επίδειξη μετριοπάθειας αφορούσε μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού δηλώσεις, που εγκαλούσαν στην τάξη τους απείθαρχους (!) «αναρχικούς και αριστεριστές» ανάμεσά μας. Μολονότι περιθωριακές, όμως, οι στάσεις αυτές δεν παύουν να είναι ενοχλητικές. Γιατί, π.χ., δίνουν πάτημα σε πασόκους τύπου Πρωτόπαπα να λοιδορούν –φανταστείτε, ο Πρωτόπαπας λοιδορεί τον Βαγγέλη Διαμαντόπουλο!– συντρόφους μας, ανακατεύοντας έλλειψη σοβαρότητας, αναρχοφροσύνη και αρειανοσύνη, δηλαδή χουλιγκανισμό. Και υπάρχουν άνθρωποί μας που συντάσσονται, απολογούμενοι στον Πρωτόπαπα και τον Κεδίκογλου.
Λοιπόν, ας ξεκαθαριστούν ορισμένα ζητήματα. Σε ό,τι αφορά το θέμα των «ακραίων» δηλώσεων στελεχών του χώρου μας, ας σταματήσει η σαχλαμάρα που, στην πραγματικότητα, αναγνωρίζει …ένα κάποιο δίκιο στην κυβέρνηση (!). Όπως σωστά το έθεσε, τόσο επί της ουσίας όσο και επί της προοπτικής του πράγματος, ο Γιάννης Αλμπάνης την Κυριακή στην Εποχή, «[α]ν η κατάληψη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου σπιτιού θεωρείται πλέον έγκλημα καθοσιώσεως, δεν θα θεωρηθεί το ίδιο και μια κατάληψη επιχείρησης από απλήρωτους εργαζόμενους ή ενός άδειου κτιρίου από άστεγους; Κι αν καταδικάζουμε την «ανομία» (sic) εν γένει, πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε τα κινήματα «Δεν Πληρώνω» ή τις επανασυνδέσεις ρεύματος στα σπίτια αυτών των φτωχοδιαβόλων που παλεύουν για την επιβίωση;». Έλα, ντε! Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν σκεφτούμε πως «[το] να αφεθούν οι καταλήψεις στις τύχες τους θα δώσει ζωτικό χώρο στους φασίστες, [δεδομένου ότι ε]ίναι γνωστό τοις πάσι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η Villa Αμαλίας αποτέλεσε φραγμό στην επέκταση της φαιάς πανούκλας των κατ’ επάγγελμα κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα».
Όπως είναι γνωστό, επιπλέον, πως πολλά αυτοδιαχειριζόμενα στέκια καταλήψεων, επαναλαμβάνοντας μια πολύ περισσότερο εκτεταμένη σε βορειοευρωπαϊκές –και όχι μόνο– χώρες, αποτέλεσαν κατά καιρούς πραγματικά κύτταρα αυτοοργάνωσης και έμπρακτα αντιαγοραίας συλλογικής έκφρασης, την ίδια στιγμή που το πασοκοδεξιό κράτος άφηνε τους χώρους να σαπίζουν και να καταρρέουν.
Αυτά είπαν οι σύντροφοί μας, που υπέπεσαν σε «ακραίες» δηλώσεις τις προηγούμενες μέρες: λογιότερα ή λαϊκότερα, πάντως αυτά είπαν. Ήταν, επομένως, απολύτως «εντός γραμμής». «Έστω», θα μας πούνε, όμως, κάποιοι. «Έστω, ως προς αυτά. Αλλά ο Διαμαντόπουλος υπερασπίστηκε την αναρχία ως άμεση δημοκρατία». Γουάου!
Στα σοβαρά, το κατάλληλο σχόλιο επί του συγκεκριμένου το έκανε ήδη ο Θανάσης Καρτερός στην Αυγή του Σαββάτου. Και είπε περίπου: σιγά μην αρχίσουμε να απολογούμαστε στον κάθε τραμπάκουλα εξουσιαστή για τη γνώμη μας σχετικά με τον Κροπότκιν, τον Ντουρούτι, την Έμμα Γκόλντμαν ή και τον «κόκκινο» Ντάνι Κον Μπεντίτ. Και καλά το είπε. Γιατί σε λίγο αυτοί θα μας απαγορέψουν και τη Κίρα Νάιτλι να βλέπουμε, μια και παίζει την Άννα Καρένινα του αυτοπροσδιοριζόμενου ως αναρχικού Λέοντος Τολστόι. Ας προσέξουν, λοιπόν, οι «σοβαροί» αναμεταξύ μας. Αν δεν αντιδράσουμε μαχητικά, το γνωστό ποίημα του Μπρεχτ γι’ αυτόν που έμεινε μόνος και ανυπεράσπιστος, επειδή δεν ενδιαφέρθηκε ή φοβήθηκε να υπερασπιστεί τους προηγούμενους από αυτόν μόνους και ανυπεράσπιστους, κινδυνεύει να αποκτήσει τραγική επικαιρότητα.
Τα προηγούμενα, προφανώς, δεν σημαίνουν ότι θα πρέπει να τσιμπάμε, ακολουθώντας την ατζέντα του αντιπάλου. Κι αυτό αφορά τόσο τις καταλήψεις, όσο –και εξίσου– τη λίστα Λανγκάρντ. Όπως επίσης δεν σημαίνουν πως θα πρέπει να είμαστε ανυποψίαστοι απέναντι στην κλιμάκωση μιλιταριστικών πρακτικών, οι οποίες, από όπου κι αν εκπορεύονται, είναι απολύτως προφανές τι υπηρετούν.
Εμείς αυτά που πρωτίστως οφείλουμε να προτάσσουμε είναι όσα κάνουν κεντρικό το κοινωνικό ζήτημα και την ταξική σύγκρουση, δηλαδή το αγριότερο και βιαιότερο πράγμα που μας συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Η ανυποχώρητη επιμονή μας πως η ανεργία, οι αυτοκτονίες, η μαζική και ακραία φτώχεια, η πείνα των παιδιών, η έλλειψη πρόσβασης σε στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας, δεν συνιστούν παράπλευρες απώλειες μιας σχεδόν «φυσικής» κακοτυχίας, αλλά τη μεγαλύτερη και συστηματικότερη βία που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους, πρέπει να είναι οδηγός μας σε κάθε μας δημόσια παρέμβαση, στο μέτρο που αποτελεί την θεμελιώδη προϋπόθεση για να διαμορφώσουμε τη σωστή ατζέντα.
Πρέπει, επιπλέον, να αντιληφθούμε και κάτι ακόμα. Ότι η προοπτική της άμεσης και αναγκαίας και (για λόγους επιβίωσης, πλέον, της ελληνικής κοινωνίας) πολιτικής ανατροπής, η προοπτική δηλαδή της κυβέρνησης της Αριστεράς, όπως διαφαίνεται από την άνοιξη κι έπειτα, είναι η προοπτική μιας τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης. Το σύστημα, εγχώριο και διεθνές, θα αντιδράσει λυσσασμένα. Όποιος λοιπόν επενδύει σε λογικές ώριμου φρούτου ή φαντάζεται πως κυβέρνηση της αριστεράς σημαίνει μια λιγότερο ή περισσότερο ομαλή εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος, είναι πολύ βαθιά νυχτωμένος. Και ακόμη πιο βαθιά νυχτωμένος είναι όποιος σχεδιάζει την κατάκτηση της ηγεμονίας στην κοινωνία με οδηγητική ιδέα την επέκταση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ προς τον δυσώνυμο, όσο και ανύπαρκτο πια, «μεσαίο χώρο».
Θα πει κάποιος: και τότε πώς το 30% θα γίνει 50 ή 60% για τις δυνάμεις της αριστεράς, χωρίς μια τέτοια «κοινωνική διεύρυνση», και τις μετριοπαθείς συμπεριφορές που απαιτεί; Πώς θα γίνει, αν δεν νερώσουμε και λίγο τον αντισυστημισμό μας; Η απάντηση, στις γενικές της γραμμές, είναι προφανής: Αν παίρνεις 30%, ενώ σε ψηφίζει το 40% των ανέργων ή των νέων, και το 35% των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, ο πρώτος και κυριότερος στόχος είναι να συστρατευθεί μαζί σου το 80% των ανέργων και των νέων και το 70% των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή, είναι να επεκτείνεις την ταξική σου επιρροή ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες για τις οποίες η αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει. Κι αυτό όχι μόνο δεν επιτάσσει τον υποτονισμό του καταστατικού ριζοσπαστισμού του χώρου μας, αλλά το ακριβώς αντίθετο: επιβάλλει την ενίσχυση του αντισυστημισμού και του αντικαπιταλισμού μας.
Η αντίθετη κίνηση είναι στρατηγικά αυτοκτονική. Όχι, κυρίως, γιατί εν τέλει αποτελεί λαϊκιστική παρεκτροπή του χειρότερου είδους. Αλλά και γιατί είναι ο σίγουρος τρόπος για να χαθεί το σημερινό 30% που αντιπροσωπεύει, δυνάμει, ένα πολύ μεγάλο εξεγερσιακό, αντιστασιακό, δημοκρατικό και δημιουργικό δυναμικό. Αυτό το δυναμικό είναι που θα φέρει και τους υπόλοιπους. Το ενάμιση εκατομμύριο, και όχι οι τριάντα χιλιάδες, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό το ενάμιση εκατομμύριο έχει συγκεκριμένο ταξικό προφίλ, τόσο παραγωγικό και θετικό, που πριν από λίγους μήνες δεν θα μπορούσαμε να το φανταστούμε ούτε στα καλύτερά μας όνειρα.