Ο Φλεβάρης µπορεί να αποδειχθεί κρίσιµος για την εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία.
Στη διάρκειά του θα λάβει χώρα ένα πλήθος επαφών που ίσως κρίνουν τη διπλωµατική διέξοδο. Εντατικές συζητήσεις µεταξύ των δυτικών «συµµάχων», που αναζητούν κι επεξεργάζονται κοινές στρατηγικές. Μια συνάντηση µεταξύ της τουρκικής και της ρωσικής ηγεσίας, καθώς η Άγκυρα παίζει ένα «µετέωρο» ρόλο στο ουκρανικό (εξοπλίζοντας το Κίεβο αλλά και επιδιώκοντας να λειτουργήσει ως µεσολαβητής λόγω της συνεννόησης που έχει πετύχει µε τη Μόσχα σε µια σειρά άλλα µέτωπα). Η παρουσία του Πούτιν στην Κίνα -στα πλαίσια των Χειµερινών Ολυµπιακών Αγώνων- και η συνάντησή του µε τον Πρόεδρο Ξι, στο φόντο τηλεφωνηµάτων που έχουν γίνει στο Πεκίνο και από τη Μόσχα και από την Ουάσινγκτον τις τελευταίες εβδοµάδες. Η επανενεργοποίηση του «σχήµατος της Νορµανδίας» (Ρωσία, Ουκρανία, Γερµανία, Γαλλία), που έχει αναλάβει το ρόλο του εγγυητή των Συµφωνιών του Μινσκ για τη διευθέτηση του εµφυλίου. Η -µε όποια µορφή- συνέχεια των αµερικανο-ρωσικών συζητήσεων, µετά την ανταλλαγή γραπτών επιστολών.
Ταυτόχρονα όµως, ο Φλεβάρης παρουσιάζεται ως µια πιθανή περίοδος εκδήλωσης θερµού επεισοδίου. Σύµφωνα µε τον Μπάιντεν και τα δυτικά ΜΜΕ, τότε είναι το πιθανότερο να εκδηλωθεί µια ρωσική επιθετική ενέργεια στην Ουκρανία. Σύµφωνα µε τη ρωσική αφήγηση, αυτό διαβάζεται ανάποδα: τότε θα εκδηλωθεί µια προβοκάτσια που θα επιχειρήσει να σύρει τη Ρωσία σε πόλεµο. Σε κάθε περίπτωση, το «θερµόµετρο» παραµένει ψηλά. Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε την αποστολή περίπου 9.000 Αµερικανών στρατιωτών σε µια σειρά χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ και άλλα κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ διευρύνουν τη στρατιωτική παρουσία τους στη Μαύρη Θάλασσα, επιδεικνύοντας τις δυνατότητες «περικύκλωσης» της Ρωσίας. Τα ρωσικά στρατιωτικά γυµνάσια έχουν επεκταθεί και στο έδαφος της Λευκορωσίας (βόρεια της κεντροδυτικής Ουκρανίας) µια έµµεση πλην σαφής υπογράµµιση των «γεωγραφικών» δυνατοτήτων του ρωσικού στρατού απέναντι στον ουκρανικό.
Αυτή η διαπραγµάτευση υπό την απειλή όπλων, αποτελεί µια ισορροπία τρόµου που συνόδευσε όλο το 2021 και συνεχίζεται µέχρι σήµερα.
Η µεγάλη διαπραγµάτευση
Το µπαράζ απευθείας συνοµιλιών (Μπάιντεν-Πούτιν, Μπλίνκεν-Λαβρόφ) κατέληξε σε µια ανταλλαγή γραπτών επιστολών.
Πλάι στο γνωστό ρωσικό αίτηµα για ρητή δέσµευση των ΗΠΑ ότι Ουκρανία και Γεωργία δεν πρόκειται να ενταχθούν ποτέ στο ΝΑΤΟ, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η αξίωση για µια αποχώρηση των νατοϊκών δυνάµεων από τις χώρες που εντάχθηκαν στη Συµµαχία µετά το 1997. Ο κατάλογος περιλαµβάνει 14 χώρες και αφορά πρακτικά την πλήρη αναδίπλωση του ΝΑΤΟ στα «σύνορα» που ίσχυαν πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Είναι προφανές ότι η συγκεκριµένη απαίτηση δεν παρουσιάστηκε µε την προσδοκία να γίνει δεκτή. Ωστόσο η ρητή και δηµόσια διατύπωσή της έχει σηµασία.
Μεσοµακροπρόθεσµα, παρουσιάστηκε η συνολική άποψη της Ρωσίας για την «τάξη πραγµάτων» στην Ευρώπη. Ασφαλώς για όποιον παρακολουθεί δηλώσεις και άρθρα της ρωσικής ηγεσίας ή ενώνει τις «κουκίδες» των επιµέρους κινήσεών της τα τελευταία 15-20 χρόνια, αυτά είναι γνωστά: Η αντιστροφή της γεωπολιτικής ήττας του 1991 και η αποκατάσταση της ρωσικής σφαίρας επιρροήςδιαπερνά τη σκέψη του Πούτιν και της ρωσικής ηγεσίας. Ωστόσο πλέον γίνεται ρητή και δηµόσια ρωσική διεκδίκηση απέναντι στη «Δύση». Το Κρεµλίνο παρουσίασε µε κάθε επισηµότητα στον πλανήτη το «δόγµα» της εξωτερικής πολιτικής του.
Βραχυπρόθεσµα, το πιθανότερο είναι ότι η ρωσική ηγεσία προσέρχεται µε το µάξιµουµ των διεκδικήσεών της, γνωρίζοντας ότι έτσι µπορεί να διασφαλίσει -κατά την εξέλιξη της διαπραγµάτευσης- τα πιο ζωτικά σηµεία τους. Για τους αισιόδοξους (όσον αφορά µια διπλωµατική εκτόνωση), αυτή η µέθοδος µπορεί να διευκολύνει και τον Μπάιντεν, δίνοντάς του µια διέξοδο παραχωρήσεων που όµως θα µπορούν να παρουσιαστούν ως «ελάχιστες».
Ένα δείγµα αυτής της δυναµικής στη διαπραγµάτευση αποτελούν οι διαρροές για αυτά που η Ουάσινγκτον φέρεται ως πρόθυµη να συζητήσει: Σοβαροί περιορισµοί στην ανάπτυξη πυραυλικών συστηµάτων και στις µετακινήσεις στρατιωτικών δυνάµεων σε ευαίσθητες για τις ρωσικές ανησυχίες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για ένα σενάριο που η αµερικανική εξωτερική πολιτική απέρριπτε µετά βδελυγµίας µέχρι πολύ πρόσφατα, αλλά σήµερα παρουσιάζεται ως «εύλογη παραχώρηση».
Ωστόσο, πέρα από αυτές τις κινήσεις «καλής θέλησης» (σε αυτά που η Μόσχα χαρακτηρίζει «δευτερεύοντα») και την αναµενόµενη απόρριψη των µάξιµουµ αιτηµάτων (για επιστροφή στα σύνορα του 1997), η Ουάσινγκτον απέρριψε κατηγορηµατικά και το «ενδιάµεσο» αίτηµα που βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας κρίσης. Αρνείται, λέει, κάθε ανατροπή της «πολιτικής ανοικτών θυρών» που έχει το ΝΑΤΟ -µια αναφορά που αφορά εµφανώς την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας. Αυτή αποτελεί διακηρυγµένο στόχο της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Μπους του Νεότερου,που τρέναρε κυρίως λόγω της απροθυµίας µερικών ευρωπαϊκών κρατών-µελών της Συµµαχίας να συναινέσουν. Αποτελεί επίσης τον κυρίαρχο προσανατολισµό της σηµερινής ουκρανικής ηγεσίας. Αυτά τα δεδοµένα παραµένουν στο τραπέζι ενεργά µετά την αµερικανική απάντηση.
Θα µπορούσε ασφαλώς να υπάρξει µια πιο ανεπίσηµη διευθέτηση. Αυτή θα µπορούσε να περιλαµβάνει µια «σιωπηλή» επ’ αόριστον αναβολή των διαδικασιών ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και µια (επίσης «σιωπηλή») ντε φάκτο αναγνώριση των τετελεσµένων στην Κριµαία. Κάτι τέτοιο θα µπορούσε να αφήσει καταρχήν ικανοποιηµένη τη Μόσχα και να διευκολύνει τον Μπάιντεν που έχει ανάγκη να αφοσιωθεί απερίσπαστος στον µεγάλο ανταγωνισµό µε την Κίνα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ασφαλώς θα πρόκειται για «πάγωµα» µιας σύγκρουσης της οποίας η δυναµική θα παραµένει ενεργή…
Η δυναµική της σύγκρουσης
Όπως γράψαµε αναλυτικά σε προηγούµενο φύλλο (βλ. Η Ουκρανία και οι σύγχρονοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί), η δυναµική του ιµπεριαλιστικού ανταγωνισµού κάνει παρακινδυµευµένη την εκτίµηση για µια οµαλή εξέλιξη. Το µεγάλο άγνωστο είναι ποιες «κόκκινες γραµµές» θεωρούν απαραβίαστες οι δύο πλευρές.
Για τη ρωσική ηγεσία, το ερώτηµα προκύπτει από το «ευνοϊκό φεγγάρι» για τη θέση της: Καιρικές συνθήκες και στρατιωτικό πλεονέκτηµα στην περιοχή, ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη (που εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο), κρίση της αµερικανικής ηγεµονίας που δυσκολεύεται να διαχειριστεί την «υπερέκταση» (µε εµβληµατική την πρόσφατη ήττα και αποχώρηση από το Αφγανιστάν). Η αυτοπεποίθηση του Κρεµλίνου αντανακλάται στις σαρκαστικές αναφορές των Ρώσων αξιωµατούχων που δηλώνουν «κατανόηση» στη δυσκολία των Αµερικανών να ξεπεράσουν τις «ψευδαισθήσεις µεγαλείου» και να «προσαρµοστούν» στη νέα κατάσταση. Αυτά δηµιουργούν πειρασµούς να «δοκιµάσει» τα όρια των ανταγωνιστών και να µην αφήσει ανεκµετάλλευτες (ή οικειοθελώς αδιερεύνητες!) τις δυνατότητες που ανοίγουν οι αλλαγές στο συσχετισµό.
Αντίστοιχα ερωτήµατα για το πόσο σκέφτονται να το τραβήξουν, αφορούν τις προθέσεις της αµερικανικής ηγεσίας. Προφανώς τα ρωσοφοβικά γεράκια, οι «µαχητές του Ψυχρού Πολέµου» που -πράγµατι- «δυσκολεύονται να προσαρµοστούν στη νέα κατάσταση» και αυτό τους κάνει εξαιρετικά επικίνδυνους. Αλλά αγγίζει και τους πιο στρατηγικά σκεπτόµενους που αντιλαµβάνονται τις αµερικανικές προτεραιότητες ως «Η Κίνα. Η Κίνα. Η Κίνα. Και η Ρωσία». Ο Μπάιντεν βαδίζει στα χνάρια της εξωτερικής πολιτικής που εγκαινίασε ο Τραµπ (ιεράρχηση των µετώπων και άρα σχετική αναδίπλωση από κάποια), αλλά διαφοροποιείται σε ένα ζήτηµα: Την επίγνωση ότι η παγκόσµια ηγεµονία των ΗΠΑ διασφαλίζεται σε µεγάλο βαθµό από το µεγάλο πλέγµα συµµαχιών της: Το γεγονός ότι µια σειρά από άρχουσες τάξεις ανά τον πλανήτη αντιλαµβάνονται ως βέλτιστο τρόπο προώθησης των εθνικών συµφερόντων τους τη στενή σχέση µε τον αµερικανικό ιµπεριαλισµό. Κάθε κίνηση αναδίπλωσης, οφείλει να γίνεται µε τρόπο που περιφρουρεί ως κόρη οφθαλµού την επιβίωση αυτής της πεποίθησης διεθνώς. Η θερµή υπεράσπιση της «πολιτικής ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ» ως υπαρξιακή αφορά αυτό το ζήτηµα: Τον αντίκτυπο που θα έχει ένα αµερικανικό «βέτο» στην ένταξη της Ουκρανίας (κατόπιν ρωσικής απαίτησης) σε πολλές πρωτεύουσες του πλανήτη, ιδιαίτερα σε εκείνες που ωθούνται συστηµατικά από την Ουάσινγκτον «να υψώσουν ανάστηµα» (απέναντι σε περιφερειακούς ανταγωνιστές της) µε εγγύηση µια υπόσχεση αµερικανικών πλατών.
Αυτά κάνουν θολό το πού αρχίζει και πού τελειώνει η µπλόφα και το «chicken game»(ποιος θα δειλιάσει πρώτος) στις σηµερινές ανταλλαγές απειλών και επιδείξεις στρατιωτικής δύναµης.
Τι σύγκρουση;
Υπάρχουν παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά σε µια γενικευµένη σύρραξη µεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ που µοιάζει παρανοϊκή καθώς το κόστος που θα έχει εκατέρωθεν δείχνει δυσανάλογο των προσδοκώµενων κερδών. Αλλά µεταξύ γενικευµένης σύρραξης και διπλωµατικής εκτόνωσης, υπάρχουν πολλές ενδιάµεσες µορφές που µπορεί να πάρει µια κλιµάκωση.
Πράγµατι, παρά την γενικευµένη υστερία, δεν είναι αβάσιµος ο ισχυρισµός ότι αν η Μόσχα σχεδίαζε µια εισβολή, δεν θα έκανε προετοιµασίες σε κοινή θέα επί µήνες και ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις αποτελούν κυρίως συµβολική επίδειξη δύναµης στη διαπραγµάτευση. Από τη ρωσική πλευρά, αυτό που συζητιέται δηµόσια ως προς τις επιλογές «κλιµάκωσης», είναι να κάνει το βήµα της αναγνώρισης των «Λαϊκών Δηµοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ ως ανεξάρτητα κράτη. Είτε µε την «αναγνώριση» ως πρώτο βήµα, είτε µε τις πιο «ανεπίσηµες» µεθόδους που έχει υιοθετήσει από το 2014 και µετά, η αναζωπύρωση της σύγκρουσης µεταξύ ΛΔ και Κιέβου είναι ένα πιθανό σενάριο.
Στις ΗΠΑ, η διευκρίνιση ότι το «Άρθρο 5» του ΝΑΤΟ δεν αφορά την Ουκρανίακαι οι γενικότερες οικονοµικο-διπλωµατικές εµφάσεις της αµερικανικής ρητορικής, επίσης δείχνουν ότι δεν επικρατεί διάθεση µετωπικής αντιπαράθεσης(του αµερικανικού στρατού βεβαίως) µε το ρωσικό στρατό.
Η αµερικανική εκδοχή «κλιµάκωσης» επίσης θα αφορά τους τοπικούς «αντιπροσώπους» -µε µια ανοιχτή ή υπόγεια ενίσχυση του ουκρανικού στρατού. Και επίσης θα αφορά άλλου τύπου ενέργειες, όχι πολεµικές, αλλά επικίνδυνες. Έχοντας σχεδόν εξαντλήσει το «συνηθισµένο» οπλοστάσιο κυρώσεων, η δηµόσια συζήτηση στρέφεται γύρω από άλλες εναλλακτικές. Μία είναι η ακύρωση του αγωγού NordStream 2 (που θα τροφοδοτεί τη Γερµανία απευθείας µε ρωσικό φυσικό αέριο). Αν συνυπολογιστεί η µιντιακή καµπάνια στοχοποίησης της Γερµανίας ως «αδύναµου κρίκου» στην «άµυνα» της συλλογικής «Δύσης», το ανέβασµα των τόνων από µεριάς ΗΠΑ ίσως αποτελεί και προσπάθεια «ευθυγράµµισης» των ευρωπαϊκών κρατών. Μια άλλη εκδοχή αφορά διαδικασίες «εξοστρακισµού» της Ρωσίας από το διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα και τις συναλλαγές µε δολάριο. Οι απόψεις για το αν η ρωσική οικονοµία µπορεί να το αντέξει και αν µπορεί να γυρίσει µπούµερανγκ στις ΗΠΑ διίστανται. Σε κάθε περίπτωση, όπως καταλήγει άρθρο των Financial Times, κάτι τέτοιο «µπορεί να µην σηµαίνει την αρχή του Τρίτου Παγκοσµίου Πολέµου. Αλλά µπορεί να σηµαίνει το τέλος της παγκοσµιοποίησης».
Η εναλλακτική σε µια «εκτόνωση» δείχνει να περιλαµβάνει τέτοια ενδεχόµενα τουλάχιστον στο άµεσο µέλλον. Αλλά κανείς δεν µπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά ότι οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις «κλιµάκωσης» εκατέρωθεν δεν θα αποτελέσει τελικά πρελούδιο για ακόµα πιο επικίνδυνες καταστάσεις.
Το ουκρανικό δράµα
Ο Βλάντισλαβ Σούρκοφ, κορυφαίος σύµβουλος του Πούτιν από τα πρώτα του βήµατα και υπεύθυνος «ουκρανικής πολιτικής» από τα τέλη του 2013 µέχρι το 2020, είχε πει σε συνέντευξή του ότι «Η Ουκρανία βρίσκεται ακριβώς ανάµεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Η γεωπολιτική έλξη της βαρύτητας και από τις δύο µεριές θα τη διαλύσει».
Πέρα από το γεγονός ότι ο Σούρκοφ στην υπόλοιπη συνέντευξή του αφήνει να εννοηθεί ότι σχεδόν το εύχεται (δηλώνοντας περήφανος για την «επανακατάκτηση», όπως χαρακτηρίζει τα γεγονότα του 2014), η φράση του αποτελεί µια εξαιρετικά εύστοχη περιγραφή του δράµατος της Ουκρανίας.
Το υπόβαθρο αφορά τα διαφορετικά οικονοµικά συµφέροντα των ολιγαρχών, µε όσους δρουν κυρίως στα δυτικά να προσβλέπουν σε µια στενότερη σχέση µε την ΕΕ όσους δρουν κυρίως στα ανατολικά να αποβλέπουν στην οικονοµική συνεργασία µε τη Ρωσία. Εν τη απουσία µιας ανεξάρτητης αριστερής-ταξικής πολιτικής, αυτά διαχέονται και «προς τα κάτω» (σε ποια πλευρά του χάρτη εναποθέτουν οι εξαθλιωµένοι Ουκρανοί τις αυταπάτες τους).
Όπως γνωρίζουµε πολύ καλά και πικρά στα Βαλκάνια εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα, αστικές µερίδες αναµοχλεύουν κι οδηγούν σε παροξυσµό τα «εθνικά αισθήµατα» στις συγκρούσεις τους -και αυτά µε τη σειρά τους γίνονται εργαλείο παρέµβασης των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων. Αυτή η σχέση εθνικισµού-ιµπεριαλισµού ρήµαξε την Ουκρανία µετά το 2014.
Μετά το Μεϊντάν
Το τµήµα της ολιγαρχίας που κυριάρχησε στη χώρα «µετά το Μεϊντάν» πριµοδότησε έναν αντιρωσικό ουκρανικό εθνικισµό. Αυτός άρµοζε στο φιλοδυτικό προσανατολισµό της κυβέρνησης και παράλληλα επιχειρούσε να χτίσει τη λαϊκή του νοµιµοποίηση πάνω σε µια καµπάνια επιθετικής επιβεβαίωσης της «εθνικής ταυτότητας» (που ιστορικά είχε µια όψη άρνησης της «ρωσικότητας»). Αυτή η καµπάνια προκάλεσε τους φόβους και τις «αντι-Μεϊντάν» κινητοποιήσεις στα ανατολικά της χώρας, όπου ζει µια ρωσόφωνη πλειοψηφία. Την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αυτού του κινήµατος ανέλαβαν δυνάµεις που αναφέρονται στο ρωσικό εθνικισµό που βλέπει την Ουκρανία ως «Νοβορωσία» (Νέα Ρωσία) ή «Μαλορωσία» (Μικρά Ρωσία).
Πάνω σε αυτή τη διαίρεση πάτησαν οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις. Δια του γνωστού µας Τζέφρι Πάιατ, οι ΗΠΑ επιχείρησαν µια βίαιη ρυµούλκυση της Ουκρανίας (που µέχρι τότε έπαιζε το δύσκολο παιχνίδι της ισορροπίας µετά την ανεξαρτησία της) στο δυτικό στρατόπεδο, ενθαρρύνοντας τις τάσεις πλήρους «ρήξης» µε τη Ρωσία. Η Μόσχα ενίσχυσε τους αυτονοµιστές στα ανατολικά, ενώ στη διαδροµή απέκτησε τον πλήρη έλεγχο των εδαφών που είχαν αυτονοµηθεί (µια µατιά στα βιογραφικά των σηµερινών ηγεσιών αποκαλύπτει µια «κυλιόµενη πόρτα» µεταξύ κρατικών πόστων στη Ρωσία και στις «Λαϊκές Δηµοκρατίες»), πέρα από την επίσηµη προσάρτηση της Κριµαίας.
Ο εµφύλιος πόλεµος, αποκτώντας χαρακτηριστικά «πολέµου δι’ αντιπροσώπων», βάθυνε την εξάρτηση και των δύο πλευρών από τους «πατρώνες» τους.
Στο Κίεβο, είναι αντιµέτωποι µε την υπαρξιακή (για κάθε έθνος-κράτος και τον εθνικισµό του) απειλή οριστικής απώλειας εδαφών. Όποιος διαβάσει το πολλών χιλιάδων λέξεων κείµενο του Πούτιν µε την «θέση» του για το ουκρανικό έθνος, θα καταλάβει ότι στο µυαλό του αυτό είτε δεν θα έπρεπε να υπάρχει είτε του αντιστοιχεί ένα πολύ µικρότερο κοµµάτι γης στα δυτικά. Αυτό είναι µέρος της εξήγησης για την εµφάνιση µιας σχετικής πλειοψηφίας υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ σε µια χώρα που διαχρονικά αυτό το ζήτηµα ήταν µειοψηφικό (γύρω στο 20%). Ασφαλώς, η υπόλοιπη εξήγηση βρίσκεται στον αποκλεισµό των κατοίκων της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά και στο τοξικό κλίµα που κυριαρχεί στα δυτικά, όπου κάθε αντίρρηση στον φιλοδυτικό προσανατολισµό αντιµετωπίζεται ως «προδοσία» και όπου ο δηµόσιος χώρος για όποια αντιπολιτευτική φωνή έχει περισταλεί δραµατικά.
Στα ρηµαγµένα από τον πόλεµο ανατολικά, η ίδια η καθηµερινή επιβίωση εξαρτάται από τη ρωσική στήριξη (οικονοµική, υγειονοµική, διοικητική, στρατιωτική). Καθώς οι ΛΔ δεν έχουν καµία «βιωσιµότητα» και καθώς πολλοί βλέπουν να οικοδοµείται µια «νέα Ουκρανία» που δεν τους χωράει, στρέφονται προς τη Ρωσία. Ασφαλώς, η υπόλοιπη εξήγηση βρίσκεται σε κινήσεις όπως η µαζική έκδοση ρωσικών διαβατηρίων και (πιο πρόσφατα) η ακύρωση των ουκρανικών εγγράφων (διαβατήρια, άδειες οδήγησης κλπ) που συµβάλουν στη «διαµόρφωση» ή στην «οχύρωση» τέτοιων τάσεων.
Ζελένσκι
Η εκλογή του Ζελένσκι έµοιαζε να φέρνει µια αλλαγή. Η νίκη του στα δυτικά αποτύπωνε την αποδοκιµασία της πολιτικής Ποροσένκο (που υπερθεµάτιζε στον εθνικισµό), ενώ αρχικά έγινε δεκτή ως θετική εξέλιξη στα ανατολικά. Ο νέος πρόεδρος βρέθηκε γρήγορα «αιχµάλωτος» του πολιτικού σκηνικού που έχει εγκαθιδρυθεί. Οι όποιες πρωτοβουλίες προς την υλοποίηση τµήµατος των Συµφωνιών του Μινσκ βυθίζονται από την εθνικιστική αντίδραση στο κοινοβούλιο, που αντιµετωπίζει όλο και περισσότερο τα προβλεπόµενα ως «ήττα». Ο ίδιος ακολουθεί µε πίστη τον φιλοδυτικό προσανατολισµό, που καθιστά την συνέχεια της αντιρωσικής υστερίας υποχρεωτική. Στα ανατολικά, παρότι γενικά η σύγκρουση παρέµεινε «παγωµένη», ανέβηκε κατακόρυφα τον τελευταίο ένα χρόνο η προπαγάνδα που τον χαρακτηρίζει «γενοκτόνο φασίστα» κ.ο.κ.
Σήµερα ο Ζελένσκι έχει εµπλακεί σε µια άγρια ενδο-ολιγαρχική κόντρα, µε τον -πλουσιότερο άνδρα της Ουκρανίας- Αχµέτοφ, µε τον πρώην πρόεδρο Ποροσένκο, µε τους ακροδεξιούς οπαδούς του Αβάκοβ, του διαβόητου υπουργού Εσωτερικών από το 2014 και µετά που παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 2021. Αυτή η επίδειξη «πυγµής» µπορεί να συνδυαστεί µε µια επίδειξη «πατριωτικού σθένους» -άλλωστε στη σύγκρουση µε τον Αχµέτοφ και τον Ποροσένκο επιστρατεύεται η κατηγορία της «προδοσίας».
Ωστόσο ο αντίλογος ισχυρίζεται ότι αυτά -µε τη χαοτική αντιπαράθεση που προκαλούν µε τους (κυρίως εθνικιστές) οπαδούς των διωκόµενων- δεν δείχνουν άνθρωπο που ετοιµάζεται για πόλεµο. Άλλωστε οι «δυτικοί διπλωµάτες» έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για τις συνέπειες που θα έχει η δίωξη Ποροσένκο στην «πολιτική ενότητα» σε τέτοιες «κρίσιµες στιγµές».
Σε ό,τι αφορά τις προθέσεις της Ρωσίας, ο Ζελένσκι πρόσφατα επέκρινε τον Μπάιντεν για υπερβολές που κάνουν κακό στο γενικό κλίµα στη χώρα -και άρα στην αγία οικονοµία. Σύµφωνα µε τον Ουκρανό πρόεδρο, η ρωσική απειλή είναι πάντα υπαρκτή, αλλά δεν έχει αλλάξει τίποτε ποιοτικά τον τελευταίο ένα χρόνο. Μοιάζει µε τοποθέτηση ανθρώπου που θέλει να εστιάσει στα «εσωτερικά» προβλήµατα ή που έχει επίγνωση των κινδύνων που θέτει για τον ίδιο η πρόθεση κάποιων σε ξένες πρωτεύουσες να πολεµήσουν τη Ρωσία µέχρι τον τελευταίο… Ουκρανό. Η αλήθεια είναι ότι µέχρι και τα τέλη του 2022, σύµφωνα µε τις ανταποκρίσεις κάποιων Ουκρανών συντρόφων, κανείς στο εσωτερικό της Ουκρανίας δεν συµµεριζόταν το πανικόβλητο κλίµα που παρουσιάστηκε στο διεθνή Τύπο -αυτό το τοπίο αλλάζει σήµερα, λόγω του διεθνούς κλίµατος και των δηλώσεων σε Ουάσινγκτον και Μόσχα.
Όπως φαίνεται, µια πιθανή «ανάφλεξη» θα έρχεται µε πρωτοβουλία από το εξωτερικό (ή από εσωτερικές εθνικιστικές δυνάµεις που µπορεί να «διαβάσουν» σωστά ή λάθος τα µηνύµατα που έρχονται από έξω). Δυστυχώς ο ουκρανικός λαός στα δυτικά και στα ανατολικά, ο µόνος που θα µπορούσε να υψώσει αποτελεσµατικό φράγµα σε ένα τέτοιο σενάριο, δείχνει εγκλωβισµένος στις µυλόπετρες των εθνικισµών και των ιµπεριαλιστικών παιχνιδιών στην πλάτη του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά