Κυκλοφορεί εδώ και καιρό από τις εκδόσεις «Τόπος» ο τελευταίος τόμος της ογκώδους εργασίας του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου σχετικά με την άνοδο και την πτώση των Εργατικών Διεθνών, ο τόμος που ολοκληρώνει την ιστόρηση της πορείας της Τρίτης Διεθνούς.
Ο πρώτος τόμος αφορούσε την «προδρομική» περίοδο των Εργατικών Διεθνών μέχρι την Πρώτη Διεθνή.
Ο δεύτερος τόμος καλύπτει την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς.
Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, φυσιολογικά, συγκεντρώνει την προσοχή του στην Τρίτη Διεθνή, στην περίφημη Κομιντέρν. Η εργασία πάνω σε αυτόν τον «κύκλο» χωρίζεται σε δύο τόμους. Ο πρώτος τόμος αφορά το σχίσμα με τη Δεύτερη Διεθνή, την ίδρυση και τα πρώτα και καθοριστικά 4 συνέδρια της Κομιντέρν, όπως και τη συγκρότηση των ΚΚ στις «κεντρικές» χώρες της Ευρώπης που συγκλονίστηκαν από εργατικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις: τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ουγγαρία. Ο δεύτερος τόμος αφορά τη συγκρότηση των ΚΚ σε χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία, η Βρετανία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Κίνα, αλλά και την «τομή» στην ιστορία της Διεθνούς που επέφερε η νίκη του σταλινικού ρεύματος στην ΕΣΣΔ: Το 5ο συνέδριο της Διεθνούς (1924), της ψευδεπίγραφης «μπολσεβικοποίησης» των ΚΚ, το 6ο συνέδριο (1928) της καταστροφικής ανάλυσης περί της «3ης περιόδου» του διεθνούς καπιταλισμού και της αυτοκτονικής πολιτικής του «σοσιαλ-φασισμού», το 7ο συνέδριο (1935) της αιφνίδιας στροφής προς τη συνεργασία με τις αστικές «δημοκρατικές» δυνάμεις των Λαϊκών Μετώπων, ο κεραυνός του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (1939) και, τελικά, η ντροπιαστική «αυτοδιάλυση» της Κομιντέρν μέσα στις φλόγες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Λέω από την αρχή ότι, κατά τη γνώμη μου, η εργασία του Τ.Μ. είναι πολύτιμη. Ο συγγραφέας έχει την απαραίτητη πολιτική πείρα και την ιδεολογική συγκρότηση για να «ταξιδέψει» μέσα σε αυτήν τη μεγάλη ιστορική περίοδο, αλλά και να «πλοηγηθεί» μέσα σε αυτήν με σταθερό προσανατολισμό τη νίκη της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού. Είναι φανερό ότι έχει, με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, «διαβάσει» όλους τους προηγούμενους ιστορικούς του διεθνούς μαρξιστικού ρεύματος που ασχολήθηκαν με τη σάγκα της Διεθνούς, έχοντας τη δυνατότητα να κρατήσει όλα τα κρίσιμα συμπεράσματά τους και να τα εντάξει δημιουργικά σε μια ενιαία «αφήγηση». Το αποτέλεσμα είναι μια εργασία ιδιαίτερα χρήσιμη για το πιο έμπειρο στρώμα των μελών και στελεχών της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά κυρίως αναντικατάστατης αξίας για νεότερους αγωνιστές-στριες. Γιατί η ιστορία του εργατικού κινήματος και του κομμουνιστικού ρεύματος όλης εκείνης της εποχής έχει σκεπαστεί από τη σταλινική λάσπη της απόλυτης διαστρέβλωσης.
Το πρώτο συνέδριο (1919) και το δεύτερο συνέδριο (1920) της Κομιντέρν ήταν συγκεντρωμένα στη συζήτηση για τη συγκρότηση της Διεθνούς, αλλά και των ΚΚ μελών της, συζήτηση που -τυπικά- ολοκληρώθηκε με την απόφαση για τους 21 όρους προσχώρησης στην Τρίτη Διεθνή. Στην πραγματικότητα ήταν μια διαδικασία κατά πολύ πιο σύνθετη από την ξύλινη εικόνα που μετέπειτα επιβλήθηκε μέσα στην παράδοση της Αριστεράς, παρουσιάζοντας τα ΚΚ να προκύπτουν πανέτοιμα σαν την Αθηνά μέσα από το κεφάλι του Δία, τάχα μέσα από μια ευθύγραμμη «αφομοίωση» των 21 όρων. Αν επιμείνει κανείς στα ιστορικά στοιχεία θα βρεθεί μπροστά σε εκπλήξεις. Θα δει τους Μπολσεβίκους στη Διεθνή να επιμένουν στη σύνδεση της Κομιντέρν με τους αναρχικούς εργάτες της CNT, με τους «εργατιστές» των IWW στις ΗΠΑ, με τους συνδικαλιστές βάσης των shop-stewards στη Βρετανία κ.ο.κ. Θα δει τον Λένιν και τον Τρότσκι να παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή τις «περιπέτειες» της συγκρότησης του ΚΚ στη Γερμανία, να στέκονται με σεβασμό απέναντι στις διαμαρτυρίες για τη «βιαστική» διάσπαση με τους κεντριστές στην Ιταλία που άφησε εκτός Διεθνούς ένα μεγάλο και πολύτιμο τμήμα των πολιτικοποιημένων εργατών κ.ά.
Αυτή η βάση της σκληρής αλλά ανοιχτής, έντιμης και συντροφικής πολιτικής συζήτησης, επέτρεψε στη Διεθνή να πραγματοποιήσει στη συνέχεια με επιτυχία αυτό που ονομάστηκε από τον Τζον Ριντέλ «η μεγάλη στροφή της Κομιντέρν»: Το 3ο συνέδριο (1921) που υιοθέτησε το σύνθημα «Προς τις μάζες!» (ανοίγοντας την αντιπαράθεση με τις «υπεραριστερές» αντιλήψεις) και το 4ο συνέδριο (1922) που πήρε τις αποφάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο και τις εργατικές κυβερνήσεις, ήταν οι σταθμοί της συζήτησης που ο Πέρι Άντερσον ονόμασε «η τελευταία μεγάλη διεθνής συζήτηση για τη στρατηγική της επανάστασης στη Δύση». Η τελευταία εν ζωή ομιλία του Λένιν μπροστά στους συνέδρους της Διεθνούς, χαρακτήρισε τις μέχρι τότε κατευθύνσεις της Κομιντέρν ως «υπερβολικά ρωσικές», σωστές μεν, αλλά καθορισμένες κυρίως από τις ρωσικές συνθήκες, ζητώντας από το συνέδριο να «μεταφράσει» τις κατευθύνσεις διατηρώντας τον επαναστατικό πυρήνα τους, αλλά κάνοντάς τες τακτικά αποτελεσματικές για τις συνθήκες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και της πιο δομημένης κοινοβουλευτικές κυριαρχίας του στη Δύση. Η απάντηση σε αυτό το καθήκον ήταν οι αποφάσεις του 4ου συνεδρίου, αλλά και οι μετέπειτα διαρκείς επεξεργασίες για το Ενιαίο Μέτωπο, του Τρότσκι και του Γκράμσι στην υπόλοιπη ζωή τους.
Αυτή η στέρεα βάση της στρατηγικής προσήλωσης σε συνδυασμό με την τακτική ευελιξία, έδωσαν ισχυρή ώθηση ανάπτυξης στα ΚΚ και επέτρεψαν την ανάδειξη αυθεντικών ηγετικών ομάδων στο εσωτερικό τους. Αυτό το κεκτημένο δεν ήταν εύκολο να υποβαθμιστεί με τρόπο ευθύγραμμο και εύκολο.
Το σημείο καμπής για την Κομιντέρν ήταν οι εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, με την επιβολή της γραφειοκρατίας και τη σταδιακή ανάδυση του σταλινικού ρεύματος που την εξέφρασε μέχρι την πλήρη πολιτική και κοινωνική κυριαρχία της. Αυτή η αντιστροφή μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Διεθνούς με τις καμπάνιες καταδίκης του «τροτσκισμού» και του «λουξεμπουργκισμού» και τη δαιμονοποίηση πολλών άλλων ηγετικών στελεχών της εποχής.
Δεν είναι άγνωστη στην ιστορία η προετοιμασία μιας ποιοτικής στροφής προς τα δεξιά, με αρχικό φλας προς τα «αριστερά».
Το 5ο συνέδριο της Διεθνούς (1924), υπό την προσωρινή (όπως αποδείχθηκε) ηγεσία του Ζινόβιεφ, οργανώθηκε με το σύνθημα της «μπολσεβικοποίησης» της Κομιντέρν και των ΚΚ. Η αντιστροφή της παράδοσης του Λένιν είχε αρχίσει. Η απαίτηση για «μονολιθικότητα» στα κόμματα και στη Διεθνή, απαίτηση αδιανόητη στην εποχή των πρώτων 4 συνεδρίων, έβαζε τα θεμέλια της υποταγής στο ΚΚΣΕ, που έχτιζε πλέον το πρότυπο του αυτόνομου «διεθνούς κέντρου».
Το 6ο συνέδριο (1928) ήταν ένα συνέδριο πολιτικής κατεδάφισης των κατακτήσεων που είχαν προηγηθεί. Η ανάλυση για την «τρίτη περίοδο» του καπιταλισμού, ταύτιζε όλα τα πολιτικά καθήκοντα με την άμεση, τάχα, διεκδίκηση της σοσιαλιστικής ανατροπής, διαγράφοντας κάθε διάκριση μεταξύ στρατηγικής και συγκεκριμένης τακτικής, οδηγώντας στην πράξη τα ΚΚ σε πολιτική παράλυση. Αυτή η δήθεν «υπερ-αριστερή» πολιτική, για να αποκλείσει κάθε πιθανότητα ανάπτυξης ενιαιομετωπικών πρωτοβουλιών των ΚΚ, περιέγραφε τα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα ως «ποικιλίες» του φασισμού-ναζισμού («σοσιαλφασισμός»), ενώ -την ίδια στιγμή!- δεν δίσταζε να προτρέπει σε «δουλειά» μέσα «στις μαζικές φασιστικές οργανώσεις»! Δύσκολα θα βρει κανείς στην ιστορία άλλο συγκρίσιμο παράδειγμα πολιτικής τύφλωσης και απόστασης της γραμμής από τα αυτονόητα καθήκοντα της περιόδου.
Στη βάση της ερήμωσης που δημιούργησε ο τριτοπεριοδισμός και η ταύτιση της σοσιαλδημοκρατίας με τον φασισμό, φύτρωσε η αιφνίδια στροφή της Διεθνούς προς τα δεξιά.
Το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν (1935) ανακοίνωσε στο εμβρόντητο διεθνές ακροατήριό της, ότι η σύγκρουση πλέον δεν ήταν μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αλλά μεταξύ (αστικής) δημοκρατίας και φασισμού-ναζισμού! Τα καθήκοντα για τα ΚΚ στο εξής ήταν η διεκδίκηση λαϊκού «μετώπου» όχι μόνο με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και με φιλελεύθερα (αστικά) κόμματα, με στόχο να φράξουν το δρόμο στο Χίτλερ (που η προηγούμενη γραμμή είχε αφήσει να αναδειχθεί ανεμπόδιστα στην εξουσία). Άρχιζε η εποχή όπου ηγέτες όπως ο Μορίς Τορέζ (ο «ατσάλινος» της σταλινικής ορθοδοξίας) στο ΚΚ Γαλλίας, δήλωναν ανερυθρίαστα ότι «η περίοδος της λυπηρής σεχταριστικής πολιτικής έχει τελειώσει» και καλούσε τα μέλη του κόμματος «να πάρουν από τα χέρια των αστών τη Μασσαλιώτιδα και την τρικολόρ» (τον εθνικό ύμνο και τη σημαία της Γαλλίας). Λίγο αργότερα, στην πικρή ώρα της ήττας του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, ο Τορέζ δήλωνε στα μέλη του κόμματός του ότι «είναι κρίσιμο για τους κομμουνιστές να μάθουν να τελειώνουν μια απεργία». Η ήττα του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία πληρώθηκε ακόμα πιο ακριβά.
Αυτά τα διαδοχικά ζιγκ-ζαγκ προκάλεσαν απίστευτη σύγχυση στη βάση και στον ηγετικό κορμό των ΚΚ.
Σε αυτές τις συνθήκες, έπεσε σαν βόμβα το ξεκίνημα των «εκκαθαρίσεων» στην ΕΣΣΔ, το κύμα της αιματηρής τρομοκρατίας που εγκαινίασαν οι Δίκες της Μόσχας. Ο κόσμος του κομμουνιστικού ρεύματος πληροφορούνταν έκπληκτος ότι ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Ράντεκ, ο Μπουχάριν και άλλα κορυφαία στελέχη της Διεθνούς, του κόμματος, του Κόκκινου Στρατού, ήταν «πράκτορες» του διεθνούς φασισμού και ότι η καταδίκη, η εκτέλεση ή η δολοφονία τους, θα έπρεπε να πανηγυριστεί δημόσια από όποιον ήθελε να παραμείνει στο εσωτερικό του κύκλου των ΚΚ και της Διεθνούς. Τη μοίρα της «παλαιάς φρουράς» του μπολσεβικισμού του ’17 ακολούθησε και ένα μεγάλο τμήμα των ηγετικών στελεχών των ευρωπαϊκών ΚΚ που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, μέσα στις άγριες διώξεις της εποχής του Μεσοπολέμου.
Η χαριστική βολή ήρθε το καλοκαίρι του 1939, όταν γνωστοποιήθηκε το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και ακολούθησε σύντομα ο διαμελισμός της Πολωνίας με τη δίδυμη εισβολή των στρατών της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας. Η μοίρα στάθηκε πολύ σκληρή για τους κομμουνιστές της κεντρικής Ευρώπης εκείνης της εποχής: στα μπουντρούμια του ναζισμού, έχοντας προηγούμενα απορρίψει τις πολιτικές που θα εμπόδιζαν τις ήττες τους, έχοντας καταδικάσει τους καλύτερους ηγέτες τους, μάθαιναν τώρα ότι το καθοδηγητικό κέντρο τους είχε υπογράψει Σύμφωνο ειρήνης και εμπιστοσύνης με τους χασάπηδες του Χίτλερ. Το Σύμφωνο αποδείχθηκε τζούφιο πυροτέχνημα. Το καλοκαίρι του 1941, οι στρατιές της Βέρμαχτ εισέβαλαν στη Ρωσία περιγελώντας όσους είχαν πιστέψει τις «υπογραφές» του χιτλερικού καθεστώτος. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Χρουτσόφ στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι η ΕΣΣΔ πιάστηκε εντελώς ανέτοιμη για τη ναζιστική εισβολή και ότι χρειάστηκε δυσανάλογα μεγάλος αριθμός απωλειών των λαών της ΕΣΣΔ για να αποφευχθεί η νίκη των ναζί.
Μέσα σε αυτήν την πορεία, η Κομιντέρν είχε μεταβληθεί σε κούφιο κέλυφος. Το 1943, ο Στάλιν για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις του με τους Συμμάχους, για να διευκολύνει τις «συμφωνίες των νικητών» που ολοκληρώθηκαν αργότερα στη Γιάλτα, δεν δίστασε να υπογράψει τη διαταγή για τη διάλυση της Τρίτης Διεθνούς, δηλώνοντας ότι η Κομιντέρν είχε πλέον μεταβληθεί σε «εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη» της πολιτικής πάλης των ΚΚ. Ένας απ’ όσους συνύπεγραψαν αυτήν τη ντροπιαστική απόφαση ήταν ο Έρκολι, αλλιώς Παλμίρο Τολιάτι, ο μετέπειτα «Νέστορας» του ευρωκομμουνισμού, που μέχρι τότε ήταν ένας από τα κοφτερά τσεκούρια του Στάλιν.
Την ιστορία αυτής της μεγάλης επαναστατικής απόπειρας περιγράφει αναλυτικά, έντιμα και τεκμηριωμένα ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος. Η εργασία του είναι μια πολύτιμη προσφορά, κυρίως προς τη νεότερη γενιά αγωνιστών που τώρα παίρνουν τη σκυτάλη. Ο Τάκης «μιλάει» για όλα αυτά με τη θέρμη των γενιών του 1960 και του ’70, με τη θέρμη της προηγούμενης βάρδιας της κομμουνιστικής Αριστεράς, που έσκυψε με προσήλωση πάνω στη μεγάλη εμπειρία των επαναστατών της Κομιντέρν.