H ερωτηµατική πρόταση, που προηγείται είναι ολοκληρωτικά, α-νόητη. Υπαινίσσεται, µάλλον ρητά το δηλώνει, πως όσοι ψήφισαν πριν µια βδοµάδα και έφεραν το αποτέλεσµα που έφεραν, το έκαναν λόγω ελλιποβαρούς περιεχοµένου της κρανιακής τους κοιλότητας. Κάποιοι, µάλιστα, θυµήθηκαν και το βιβλίο του Λεµπέση για την “Χρησιµότητα των βλακών εν τω συγχρόνω βίω”.
Πλανώνται πλάνην οικτράν.
Όσοι ψήφισαν δεξιά στις 21 Μαΐου ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Το µεγάλο τµήµα τους είναι ο περιούσιος «λαός της ιδιοκτησίας», άνθρωποι, οι οποίοι ήταν κτητικοί ατοµικιστές πολύ πριν οι κοινωνιολόγοι µας ενηµερώσουν πως ζούµε σε µια ατοµικιστική κοινωνία. Δεν είναι µικρό ποσοστό του πληθυσµού. Η περίπτωσή τους αφορά ένα 30 -35% του πληθυσµού, που, µε διαβαθµίσεις, κατέχει το 80% του πλούτου και δεν έχει καµµιά διάθεση να τον θέσει σε κίνδυνο. Το κάτω 50% κατέχει, αντίστοιχα, µόλις το 4%!
Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, το 70% των κατώτερων τάξεων διαθέτουν το 1.7% των συνολικών καταθέσεων, µε λογαριασµούς το πολύ των 1000 ευρώ. Το υπόλοιπο 98.3% ανήκει στο 30% του πληθυσµού.
Ο λαός της δεξιάς, επιπλέον, περιλαµβάνει και το µέρος εκείνο που οι αξίες του αξονίζονται γύρω από την θρησκεία, την οικογένεια και την πατρίδα, αρκεί τα παιδιά να µην υπηρετούν (sic) στα σύνορα. Ένας κόσµος, για τον οποίο το ρουσφέτι είναι καθαγιασµένο -το αξίζουν.
Τίποτε πρωτότυπο, δηλαδή. Πρόκειται, ακριβώς, για το λαό του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, το πολύ συµπαγές µείγµα νεοφιλελευθερισµού και νεοσυντηρητισµού -ηµιφασισµού, που κυβερνά τον κόσµο επί πολλές δεκαετίες.
Ο λαός της δεξιάς, λοιπόν, δεν είναι µαλάκες. Μάλλον είναι το συνειδητότερο κοµµάτι της κοινωνίας, το πιο «εχέφρον και έλλογο». Που ξέρει το συµφέρον του -δεν το διαπραγµατεύεται µε τους πληβείους. Που δίνει την ταξική πάλη, έστω και… από µόνο του.
Και που είναι, στ’ αλήθεια, κυνικό -ξέρει τι κάνει και συνεχίζει να το κάνει. Γι’ αυτό και επανεκλέγει ένα κάθαρµα στις Σέρρες, που ευθύνεται για τόσους νεκρούς.
Από την άλλη πλευρά, ο λαός της αριστεράς, αποδιαρθρωµένος, ταπεινωµένος, απελπισµένος, προδοµένος για πολλοστή φορά, κουρασµένος να υφίσταται τη µια κρίση πίσω από την άλλη, δεν µπορεί να αντιδράσει. Δίνει σπουδαίες µάχες, αλλά δεν µπορεί να συγκεντρώσει τη δύναµή του. Γι’ αυτό και, στην καλύτερη περίπτωση, αντιστέκεται απεγνωσµένα. Οι πολιτικοί του φορείς είναι εντελώς αναξιόπιστοι. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αλλά µε κοινό στοιχείο την αναξιοπιστία, που, πολλές φορές, οδηγεί στην περιφρόνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει -και πολύ καλά κάνει- τον ασυγχώρητο εξευτελισµό της κοινωνικής πλειοψηφίας, το καλοκαίρι του ’15. Δεν πρόκειται να αναταχθεί. Η κατηφόρα του είναι αναπόφευκτη -προβλέπω πως θα είναι και γρήγορη. Ακόµη κι αν ανακάµψει λίγο εκλογικά, η ραγδαία αποδροµή έχει προδιαγραφεί.
Όσοι αρνήθηκαν την αθλιότητα του ’15, περιθωριοποιήθηκαν, επίσης, -ίσως, τους προσάπτεται πως δεν απέτρεψαν το κακό, πως φάνηκαν άχρηστοι για την εργατική τάξη, στην πιο κρίσιµη στιγµή. Το ΜΕΡΑ25 -Συµµαχία για τη Ρήξη έµεινε εκτός Βουλής.
Συνολικά, µπορούµε να πούµε πως όσοι, από τα αριστερά, ηγήθηκαν στον αντι-µνηµονιακό αγώνα έχασαν, περισσότερο ή λιγότερο, πανηγυρικά.
Το ΚΚΕ, από την άλλη, όντας πάντοτε αντίθετο στη λαϊκή κίνηση, έξω κι ενάντια στα µεγάλα συµβάντα του 2008 έως το 2015, αντίπαλο, περισσότερο κι από τη δεξιά, στη νεανική εξέγερση του 2008, αντίπαλο στο κίνηµα των πλατειών, ακόµα και στο δηµοψήφισµα του 2015, καρπώθηκε µια ισχνή αύξηση από την κατάρρευση της υπόλοιπης αριστεράς και αισθάνεται δικαιωµένο! Η δεξιά τα πήρε όλα κι ο Κουτσούµπας χαίρεται. Το ΚΚΕ, βέβαια, περισσότερο από πολιτικό κόµµα είναι όµιλος διοργάνωσης τελετουργιών. Μου κάνει µεγάλη εντύπωση πώς κόσµος µε προσήλωση στην εργατική αυτονοµία, στα δικαιώµατα των ΛΟΑΤΚΙ ή στην αδιαπραγµάτευτη αντισταλινική τοποθέτηση -θα µπορούσα να βρω δεκάδες αντίστοιχα- µπορεί να στηρίζει αυτό το κόµµα.
Και τώρα;
Ένα µεγάλο µέρος του ριζοσπαστικού κόσµου θεωρεί πως µόνο το κίνηµα µετράει. Τα υπόλοιπα είναι καταδικασµένα σε αποτυχία. Η πολιτική οικοδόµηση µπορεί να ξαναγίνει επίκαιρη µετά από πολύ καιρό. Μπαίνουµε, λοιπόν, αναγκαστικά, σε µια περίοδο «µακράς νοµίµου δράσεως», που έλεγαν κάποιοι πρόγονοί µας στο µεσοπόλεµο.
Δεν νοµίζω πως στέκει αυτή η τοποθέτηση. Ο κύριος λόγος είναι πως η κατάσταση έχει τον χαρακτήρα του υπερεπείγοντος. Από την εξωφρενική ένταση της εκµετάλλευσης στο καθεστώς της απόλυτης εργοδοτικής δικτατορίας µέχρι την διαρκή κατάσταση των πολλαπλών µεγάλων κρίσεων και έως την κρίση των κρίσεων, την κλιµατική, όλα οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο χρόνος είναι λίγος. Σε αντίθεση µε το παλιό ρητό, το µέλλον δεν διαρκεί πολύ. Ίσως, µάλιστα, αποδειχτεί πως διαρκεί ελάχιστα.
Σε αυτήν την συνθήκη της απεγνωσµένης άµυνας, ο κόσµος της εργασίας έχει απόλυτη ανάγκη µια ενιαιο-µετωπική συγκρότηση. Και ο µόνος χώρος που προσφέρει, µε σχετικά µαζική αναφορά, τη δυνατότητα -και µε τη κοινοβουλευτική του παρουσία- µιας τέτοιας συγκρότησης είναι, νοµίζω, το ΜΕΡΑ25 -Συµµαχία για τη Ρήξη. Με τα στραβά του και τα κακά του, είναι ειλικρινά στραµµένο σε µια πολιτική επιλογή ευρύτατης συσπείρωσης του ριζοσπαστικού χώρου, της ανταγωνιστικής αριστεράς.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι, όπως ήρθαν τα πράγµατα, το µόνο εκλογικό επίδικο είναι η είσοδός του στη Βουλή. Χωρίς αυτό οι δυνατότητές µας θα είναι ακόµη µικρότερες. Δεν θα υπάρχει κανείς να πει, µεταξύ πολλών άλλων, πως πρέπει να γκρεµιστεί ο φράχτης, να αποτραπούν ολοκληρωτικά οι εξορύξεις, να επανακρατικοποιηθούν όλες οι κοινωφελείς επιχειρήσεις -και οι τράπεζες, ανάµεσά τους.
Ποιος θα µπορούσε, στα σοβαρά, να αδιαφορήσει για αυτό το πράγµα;