Οι ανιστόρητοι, οι ανυπόμονοι (αλλά και οι εθελόδουλοι) αναρωτιούνται (ή υποβάλλουν): πού πήγε το κλίμα της αγανάκτησης που γέμιζε τις πλατείες το καλοκαίρι του 2011; Μήπως ξοδεύτηκε η ορμή των μαζικών κινητοποιήσεων της διετίας με την εκτόνωση των διπλών εκλογών; Και, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ελπίδα, ή μήπως είναι πράγματι μονόδρομος ο δρόμος των μνημονίων, όπως προσπαθούν εδώ και πάνω από δύο χρόνια να μας πείσουν τα φερέφωνα του νεοφιλελευθερισμού;

Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε κερδίσει το προσωνύμιο ΤΙΝΑ, από τα αρχικά της αγγλικής φράσης «There Is No Alternative», δηλαδή «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Είναι προφανές γιατί. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, επειδή καταβαραθρώνουν το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων και διαλύουν τα πάσης φύσεως κοινωνικά δικαιώματα, είναι από τη φύση τους τόσο αποκρουστικές, που δεν μπορεί να επιλεγούν παρά μόνον ως η αναπόφευκτη οδός αποφυγής μιας ανείπωτης καταστροφής, η οποία ουδέποτε βεβαίως περιγράφεται με ακρίβεια.

Την ίδια τακτική ακολουθούν και στη χώρα μας οι τελευταίοι Μοϊκανοί των μνημονιακών πολιτικών. Τώρα πια που καίγονται και οι τελευταίες εφεδρείες του συστήματος, ακούμε συνεχώς για την «κατάρα» και την «κόλαση» που μας περιμένει, αν επιλέξουμε μιαν άλλη πολιτική, αντί για τη συνέχιση της αδιέξοδης υπερχρέωσης της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι καταστροφή αποτελεί η συνέχιση της ίδιας αποτυχημένης συνταγής και κατάρα η διατήρησή τους στην εξουσία. Το φάρμακο είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Και αυτό γιατί οι πολιτικές του μνημονίου δεν είναι μόνο άδικες και αντικοινωνικές, αλλά και βαθύτατα αναποτελεσματικές. Εάν συνεχιστούν, θα οδηγήσουν, τελικά, σε άτακτη χρεοκοπία, στην οποία θα οδηγηθούμε άκοντες, χωρίς να την έχουμε εμείς οι ίδιοι επιλέξει, με την οικονομία διαλυμένη και κατεδαφισμένο το κοινωνικό κράτος.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Την περίοδο 2010-2011 οι περικοπές των συντάξεων και οι μειώσεις των μισθών διαμορφώθηκαν αθροιστικά σε 16,2 δισ. ευρώ (8% του ΑΕΠ), ενώ η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 23% και η οικονομία συρρικνώθηκε, σωρευτικά, γύρω στο 25%. Μείωσαν όλα αυτά το χρέος; Το αντίθετο. Το χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο σήμερα, δεδομένου ότι, λόγω της «σωτηρίας», το παραγωγικό δυναμικό της χώρας έχει δραματικά απαξιωθεί. Από το 120% του ΑΕΠ έχει εκτιναχθεί στο 189,4%, αποδεικνύοντας τη μεγάλη απάτη του PSI, το οποίο, υποτίθεται, θα μας «ελάφραινε» κατά 100 δισ. ευρώ. Κατά δε τις επίσημες προβλέψεις του προϋπολογισμού, θα κινηθεί το 2014 σε ακόμη ανώτερα επίπεδα.

Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα ως προς τη δομή του χρέους, δεδομένου ότι σήμερα τα τρία τέταρτα τα οφείλουμε σε κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς, ενώ το 2010, πριν από το πρώτο πακέτο στήριξης, οι οφειλές μας ήταν εξ ολοκλήρου προς ιδιώτες. Μάλιστα, σήμερα το δημόσιο χρέος διέπεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα του από το αγγλικό δίκαιο, σε αντίθεση με το 2010, οπότε ρυθμιζόταν κατά 90% από το ελληνικό.

Το πρώτο μνημόνιο απλώς βοήθησε τις γερμανικές, γαλλικές και ελβετικές τράπεζες να απαλλαγούν από το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χέρια τους. (Εντελώς ενδεικτικά, σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg, μόνο το 2011 η γερμανική τράπεζα Commerzbank μείωσε την έκθεσή της σε ομόλογα Ελλάδας κατά 70% και η γαλλική BNP Paribas κατά 61%.)

Το περίφημο PSI ολοκλήρωσε αυτό το έγκλημα, φορτώνοντας ουσιαστικά όλο το πολυδιαφημισμένο «κούρεμα» του χρέους στα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και τους δημόσιους οργανισμούς (και στις ελληνικές τράπεζες, βεβαίως, οι οποίες όμως αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω με τους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς όρους της ανακεφαλαιοποίησής τους, χωρίς ούτε ένας τραπεζίτης να χάσει τον έλεγχο της τράπεζάς του). Και, βεβαίως, το δεύτερο μνημόνιο επιταχύνει το ξεπούλημα της χώρας, με τις διαβόητες «διαρθρωτικές αλλαγές» και τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες συνεπάγονται μεταβίβαση στρατηγικών τομέων της οικονομίας σε ξένα, γερμανικά ιδίως, χέρια.

Περαιτέρω, είναι κοινό μυστικό για όλους τους αναλυτές (και σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρώην εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ ήταν εξαρχής σε γνώση και του τελευταίου ) ότι το χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο, ούτε θα είναι βιώσιμο το έτος 2020, ακόμη και στην εξωπραγματική περίπτωση κατά την οποία οι προβλέψεις των μνημονίων θα είναι αυτή τη φορά, σαν από θαύμα, ακριβείς.

Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς νέα, γενναία αναδιάρθρωση ύψους τουλάχιστον 60-70%, ακόμη και σήμερα που βρίσκεται σε χέρια κρατών, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Αυτό θα συμβεί αναπόφευκτα, είτε με όρους που συμφέρουν τους δανειστές -όπως το PSI-, είτε με όρους που θα συμφέρουν τη χώρα. Όπως προαναφέρθηκε, το Διεθνές Δίκαιο επιτρέπει, με την επίκληση κατάστασης ανάγκης, κάτι τέτοιο και με μονομερή κυριαρχική πράξη του κράτους, εάν οι πιστωτές δεν συναινέσουν σε ένα αμοιβαία ευνοϊκό OSI (Official Sector Involvement). Προφανώς, όμως, ό,τι είναι νομικά δυνατό δεν είναι και πολιτικά εύκολο. Για παράδειγμα, ακόμη και η Αργεντινή, παρά το «κούρεμα» του χρέους της κατά περίπου 70%, επέστρεψε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το σύνολο του δανείου που είχε λάβει από αυτό. (Στην πραγματικότητα, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά περίπτωση μη αποπληρωμής δανείου του ΔΝΤ).

Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο: η απαλλαγή της χώρας από το βρόχο του χρέους αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ανάκαμψή της. Είναι προφανές ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται ένας εκ βάθρων, πλήρης αναπροσανατολισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Θα πρέπει να αναστραφεί η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας, πράγμα που προϋποθέτει τη ριζική αναμόρφωση και του πολιτικού συστήματος. (Και αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό οι κακοδαιμονίες της οικονομίας μας ανάγονται, τελικά, σε μία πολιτική απόφαση ή παράλειψη του πελατειακού κράτους: δεν ήταν νομοτέλεια, για παράδειγμα, να ζουν οι αγρότες μας κυρίως από τις κοινοτικές επιδοτήσεις και όχι από την παραγωγή…) Δυστυχώς δε, όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν σε ένα εξ ορισμού εχθρικό διεθνές περιβάλλον, όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεχίζουν να επικρατούν.

Το δίλημμα είναι κοινό, για όλες τις χώρες της Δύσης: πλήρης απελευθέρωση της αγοράς ή κοινωνικό κράτος; Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, αλλά με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια, βιώνουμε αυτήν την τεκτονικής διάστασης πολιτειολογική αλλαγή: οι δομές του κράτους πρόνοιας που επέβαλε ο μεταπολεμικός συσχετισμός κοινωνικών δυνάμεων διαβρώνονται με τόσο γρήγορους ρυθμούς, ώστε, αν συνεχιστεί η ίδια πορεία, οι δυτικές κοινωνίες την επόμενη δεκαετία θα κατρακυλήσουν σε πρωτοφανή επίπεδα ανισοτήτων και κοινωνικού δαρβινισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία: ευημερούν εκεί οι αριθμοί, όχι όμως και οι άνθρωποι. Ενώ τα οικονομικά μεγέθη ανθούν, το 23% των εργαζομένων αμείβονται με τον ελάχιστο μισθό ή τον πολύ μικρότερο των λεγόμενων «mini jobs» των τετρακοσίων ευρώ το μήνα. Εργασιακή επισφάλεια, μειωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και ανεξέλεγκτη «ευελιξία» είναι η καθημερινή πραγματικότητα στην πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης.

Θα πρέπει όμως να είναι φανερό ότι για τη νέα πορεία της χώρας δεν αρκεί η απεμπλοκή από τα δεσμά του μνημονίου. Απαιτείται ένα συνολικό πρόγραμμα οικονομικής και πολιτικής ανασυγκρότησης. Δεν θα μας ωφελήσει να μην πληρώνουμε τα δανεικά, εάν παράγουμε λιγότερα από όσα καταναλώνουμε. Και για να παράγουμε, χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε όχι μόνον την οικονομία, αλλά και τις διοικητικές δομές. Για παράδειγμα, αυτονόητο είναι ότι η πρώτη ενέργεια μιας μελλοντικής προοδευτικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου και η επαναβεβαίωση της συλλογικής αυτονομίας και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό όμως απλώς θα επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος.

Ο μετασχηματισμός του τελευταίου δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους.

Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Και για το λόγο αυτό, η νέα διακυβέρνηση θα πρέπει να αναγγείλει όχι απλώς την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά ότι η επόμενη Βουλή θα είναι Συντακτική. Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Τέταρτη στη Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, πολύ λιγότερο δραματικής από αυτή που δοκιμάζει η δική μας χώρα. Με το δημοψήφισμα του 1958, ο στρατηγός Ντε Γκολ υπέβαλε στη λαϊκή ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία που προέβλεπε το άρθρο 89 για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946.

Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, στην παρούσα συγκυρία του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, συνεπάγεται βαθιές ρήξεις με το σύστημα εξουσίας των αγορών. Για το λόγο αυτό, η Ελλάδα είναι, αυτή τη στιγμή, ο αδύναμος κρίκος της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αυτά που απαιτούνται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στη νέου τύπου κοινωνία είναι τόσο αιματηρά και αβάστακτα για το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, ώστε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη. Γι’ αυτό και απέτυχε το κοινωνικό πείραμα των μνημονίων.

Οι αγώνες για την απόκρουση των πολιτικών αυτών, αναγκαστικά αμυντικοί στην αρχή και με στόχο την διαφύλαξη των κοινωνικών κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για βαθύτερες αλλαγές και ποιοτικά διαφορετικές αμφισβητήσεις του συστήματος και των αξιών του. Από εμάς (και τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς) εξαρτάται.

1 Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου. Το άρθρο βασίζεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Γιώργου Κατρούγκαλου Κρίση και Διέξοδος, που κυκλοφορεί στο τέλος Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Ετικέτες